Δευτέρα 4 Μαΐου 2020

Πάπισσα Ιωάννα - Μέρος Α'




Πάπισσα Ιωάννα

_____

Μέρος Α



«Il y a bien de la difference entre

rire de la religion, et rire de ceux

qui la profanent par leurs opinions

extravagantes. »

(Pascal, lettre xi)

[= Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα

στο γέλιο της θρησκείας και στο γέλιο εκείνων

που τη βλάπτουν εξαιτίας των υπερβολικών απόψεών τους.]



Συνήθως οι επικοί ποιητές αρχίζουν την αφήγηση από τη μέση, ενώ το ίδιο κάνουν και οι μυθιστοριογράφοι, όσοι προτιμούν, με συμπληρωματική αμοιβή σε εφημερίδες, να ονομάσουν τις δεκάτομες περιπέτειες των Πόρθων και των Αραμίδων [Πόρθος και Άραμις, δύο από τους ήρωες στους "Τρεις Σωματοφύλακες" του Αλέξανδρου Δουμά] εποποιΐες, με την άδεια του Αριστοτέλη [ο οποίος έγραψε δύο συγγράμματα για την ποίηση]. Έπειτα ο ήρωας, όταν βρει την κατάλληλη στιγμή, μέσα σε σπήλαιο ή σε ανάκτορο, πάνω σε μυρωδάτη χλόη ή σε μαλακό κρεβάτι, αφηγείται όσα έζησε νωρίτερα, στην αγαπημένη του,

                   Επεί ευνής και φιλότητος εξ έρον έντο.
                   [= αφού χόρτασαν στρώμα/κρεβάτι και αγάπη.
Πρόκειται για παράφραση του στίχου του Ομήρου:
Επεί πόσιος και εδητύος εξ έρον έντο]

          Αυτό προτιμά ο Λατίνος Οράτιος στο έργο του "Ποιητική" και αυτό συνιστούν και οι βιβλιοπώλες, κάθε φορά που παραγγέλλουν βιβλίο, καθορίζοντας στον συγγραφέα το μήκος, το πλάτος και το περιεχόμενό του, σαν να πρόκειται για παραγγελία ρούχου σε ράφτη. Τέτοια είναι τελικά η μέθοδος που ακολουθούν όλοι. Αλλά εγώ προτιμώ να αρχίσω από την αρχή, ενώ, όποιος προτιμά την κλασική

Σελ. 62
αταξία [= παραδείγματος χάριν να αρχίζει η αφήγηση από τη μέση της ιστορίας, όπως στην Οδύσσεια, ή από το τέλος και να προστίθενται σιγά σιγά τα προηγούμενα γεγονότα, που οδήγησαν στο τέλος που προηγήθηκε] μπορεί να διαβάσει πρώτα τις τελευταίες σελίδες του βιβλίου μου και έπειτα τις πρώτες, αλλάζοντας έτσι την απλή και ειλικρινή αφήγησή μου σε επικό μυθιστόρημα.
          Ο μεγάλος Βύρων [ο Άγγλος φιλέλληνας ρομαντικός  ποιητής Λόρδος Μπάυρον, που ήρθε στην Ελλάδα για να βοηθήσει στην Ελληνική Επανάσταση, την οποία και χρηματοδότησε και πέθανε σε ηλικία 36 ετών στο Μεσολόγγι, έγινε πιο γνωστός στην Ευρώπη για το έργο του "Δον Ζουάν"] είχε υπομονή να ακούσει τις φλυαρίες των γριών της Σεβίλλης, για να μάθει αν η μητέρα του ήρωά του έλεγε στα λατινικά το "Πάτερ ημών", αν ήξερε Εβραϊκά και αν φορούσε λινό πουκάμισο και γαλάζιες κάλτσες ως το γόνατο. Επειδή θέλω κι εγώ να πω στον αναγνώστη πώς ονομαζόταν ο πατέρας της ηρωίδας μου, μελέτησα τις φλυαρίες που είναι γραμμένες σε μεγάλα φύλλα παπύρων ή περγαμηνών των μεσαιωνικών Ηροδότων [σαν τον Ηρόδοτο, οι μεσαιωνικοί συγγραφείς δεν ήταν ιστορικοί με επιστημονικές βάσεις αλλά περισσότερο έμοιαζαν με παραμυθάδες, που έγραφαν ό,τι άκουγαν χωρίς κρίνουν αν ήταν αλήθεια]. Αλλά ο πατέρας της Πάπισσας Ιωάννας έχει πολλά και διάφορα ονόματα, όπως ο Δίας στους ποιητές και ο Διάβολος στους Ινδούς. Σπαταλώντας μερικά χρόνια στη σύγκριση χειρογράφων, μπόρεσα ίσως να μάθω αν αυτός που γέννησε [σύμφωνα με το Ευαγγέλιο, ο άνδρας γεννά, η γυναίκα τίκτει] την Ιωάννα, ονομαζόταν Βιλλιβάλδος ή Βαλλαφρείδος, αλλά αμφιβάλλω αν το κοινό θα με αντέμειβε γι’ αυτόν τον κόπο μου. Ακολουθώντας, λοιπόν, το παράδειγμα των σημερινών λόγιων [των πνευματικών ανθρώπων της εποχής του, στα μέσα του 19ου αιώνα], οι οποίοι φοβούνται μήπως, αν έχαναν χρόνο διαβάζοντας, θα έγραφαν λιγότερα κι έτσι θα έκαναν ζημία και στους σύγχρονούς τους και στους μεταγενέστερους, εξακολουθώ ή καλύτερα αρχίζω την ιστορία μου.
          Ο ανώνυμος, λοιπόν, πατέρας της ηρωίδας μου ήταν Άγγλος μοναχός. Όμως, από ποια επαρχία, δεν μπόρεσα να μάθω, επειδή ακόμα τότε η Βρετανία δεν ήταν χωρισμένη σε οργανωμένες κοινότητες, με σκοπό την διευκόλυνση των εισπρακτόρων φόρων. Όμως, καταγόταν από Έλληνες

Σελ. 63
αποστόλους, οι οποίοι φύτεψαν τον πρώτο σταυρό στη χλοερή Ιρλανδία, και υπήρξε [ο πατέρας της Ιωάννας] μαθητής του Εριγένη του Σκωτσέζου, που πρώτος σκέφτηκε πώς να κατασκευάζει αρχαία χειρόγραφα, με τα οποία εξαπατούσε τους λόγιους της εποχής εκείνης, όπως ο Σιμωνίδης τους Βερολινέζους [πλαστογράφος χειρογράφων, ο οποίος γεννήθηκε στη Σύμη το 1820 και πέθανε στην Αίγυπτο το 1867 - σε νεαρή ηλικία αποπειράθηκε να σκοτώσει τους γονείς του και κατέφυγε στο Άγιο Όρος, όπου έμαθε να αντιγράφει χειρόγραφα και, επειδή η εργασία του ήταν πολύ πετυχημένη, έκτοτε πουλούσε αντιγραφές χειρογράφων ως αυθεντικά στην Αθήνα, τη Γερμανία, την Αγγλία και την Αίγυπτο]. Αυτά μόνο έσωσε για χάρη μας με το πέρασμα των αιώνων η ιστορία, για τον πατέρα της Ιωάννας. Η μητέρα της, από την άλλη, ονομαζόταν Γιούθα, ήταν ξανθιά και έβοσκε τις χήνες ενός Σάξωνα βαρώνου. Όταν αυτός κατέβηκε από τον πύργο του στα χωράφια, την παραμονή ενός συμποσίου [= δείπνο με καλεσμένους], για να διαλέξει την πιο παχιά χήνα, άνοιξε η όρεξή του και για τη βοσκοπούλα, την οποία μετέφερε από το κοτέτσι στο κρεβάτι του. Όταν τη βαρέθηκε μετά από λίγο, την έδωσε στον υπηρέτη για τα κρασιά κι αυτός στον μάγειρα κι εκείνος στον πλύστη των κουζινικών, ο οποίος, επειδή ήταν ευλαβής, έδωσε τη νεαρή κοπέλα σε έναν μοναχό, παίρνοντας ως αντάλλαγμα ένα δόντι του Αγίου Γουτλάκου [το εμπόριο λειψάνων ήταν πολύ διαδεδομένο τότε ακόμα], ο οποίος έζησε και πέθανε όσια μέσα σ’ ένα λάκκο στη Μέρκια [βέβαια, ό,τι πουλούσαν ή αντάλλασσαν, δε σημαίνει ότι ήταν σίγουρα αυθεντικό, όπως λέει ο συγγραφέας]. Έτσι ξέπεσε η Γιούθα από το κρεβάτι του αφέντη στην αγκαλιά ενός καλόγερου, όπως και σήμερα [στα μέσα του 19ου αιώνα, όταν ζούσε ο συγγραφέας] στην Αγγλία τα ψηλά καπέλα από τους κροτάφους των διπλωματών ξεπέφτουν στα κεφάλια των ζητιάνων [όταν κάτι πάλιωνε, το έδιναν στους φτωχούς ή το πετούσαν και το έπαιρναν οι φτωχοί]. Καθώς στον τόπο εκείνο με τους σεβαστούς νόμους [ειρωνείαααα], πολλοί από τη μία πεθαίνουν από την πείνα, όμως και πολλοί προσβάλλουν το δημόσιο αίσθημα, επειδή δε φορούν πουκάμισο, αλλά όλοι οι γερουσιαστές και νεκροθάφτες, Κόμηδες και ψωμοζητιάνοι, φορούν ψηλό καπέλο, το οποίο θεωρείται στη Μεγάλη Βρετανία θεϊκό σύμβολο της συνταγματικής ισότητας [σαν να είναι αυτό που την εξασφαλίζει τυπικά, τη στιγμή που δεν υπάρχει ουσιαστική ισότητα όλων των πολιτών απέναντι στο νόμο].
          Το συνοικέσιο ήταν πετυχημένο. Τη μέρα ο μοναχός γύριζε στους πύργους της περιοχής [πύργος ήταν η οικία κάποιου ευγενούς, με πλούτη και υψηλή κοινωνική θέση, επομένως ο μοναχός "έκανε πονηρά τη δουλειά του"], πουλώντας ευχές και

Σελ. 64
κομπολόγια [δηλαδή κομποσκοίνια, αλλά ο Ροΐδης γράφει "κομπολόγια", ίσως για να δείξει ότι, ενώ αυτά αρχικά χρησίμευαν για προσευχή, στη συνέχεια έγιναν παιχνίδια στα χέρια των ανθρώπων], ενώ με το ηλιοβασίλεμα επέστρεφε στο κελί του, έχοντας τα χέρια υγρά από τα φιλήματα των πιστών και το σάκο γεμάτο με ψωμί, κρέατα, γλυκές πίτες και καρύδια. Αλλά πατάτες δεν υπήρχαν ακόμα τότε στην Αγγλία, αφού εισήχθησαν αργότερα, μαζί με το σύνταγμα, για να τα χρησιμοποιούν οι ελεύθεροι πολίτες, όταν εμφανίστηκε η ισότητα και οι υπηρέτες σταμάτησαν να τρώνε καλά κρέατα στο ίδιο τραπέζι με τον αφέντη [ο συγγραφέας «πετάει καρφί», ειρωνευόμενος τη συνταγματική ισότητα που πρακτικά, σύμφωνα με το παράδειγμα της διατροφής, δεν ίσχυε στη Μεγάλη Βρετανία, παρά την επανάσταση που είχε ήδη γίνει].
          Η Γιούθα, μόλις άκουγε από μακριά στην πεδιάδα το τραγούδι του συζύγου της που επέστρεφε, έστρωνε το τραπέζι, δηλαδή έβαζε πάνω σε απελέκητες σανίδες ένα ξύλινο πιάτο κοινό και για τους δύο, ένα σιδερένιο πιρούνι, ένα κέρατο βουβαλιού για ποτήρι και ξερά κλαδιά στη φωτιά, για να φωτίζει το δείπνο [τόσο ευκατάστατοι ήταν τότε όσοι ανήκαν στο λαό]. Από την άλλη, οι πετσέτες για τα χέρια, τα μπουκάλια και τα κεριά ήταν τότε γνωστά μόνο στους επισκόπους. Μετά το δείπνο, οι νεόνυμφοι άπλωναν προβιές πάνω σ’ ένα σωρό από ξερά φύλλα, και πάνω στις προβιές απλώνονταν οι ίδιοι και πάνω τους άπλωναν ένα τριχωτό δέρμα λύκου. Όσο πιο άγρια φυσούσε έξω ο βοριάς, όσο πιο πυκνό έπεφτε το χιόνι, τόσο πιο σφιχτά αγκαλιαζόταν το ευτυχές εκείνο ζευγάρι, αποδεικνύοντας έτσι πόσο είχε εξαπατηθεί ο Άγιος Αντώνιος, όταν ισχυριζόταν ότι το κρύο ψυχραίνει τον έρωτα, όπως και οι αρχαίοι Έλληνες που παρίσταναν το χειμώνα ως ένα γέρο που μισούσε τις γυναίκες.
Τέτοιες χρυσαφένιες μέρες ζούσαν οι γονείς της Ιωάννας,

           χλεροίσιν ιαινόμενοι μελέεσιν
          [= ανακουφισμένοι με ευχάριστες ασχολίες]
(Θεοκρίτου Ειδύλλια, ΚΖ’, στίχ. 65),

Σελ. 65
όταν ένα πρωί, τη στιγμή που ο μοναχός τίναζε από τα βλέφαρά του τον ύπνο και από τα μαύρα γένεια του κάποιες ξανθές τρίχες της γυναίκας του, δύο Αγγλοσάξονες τοξότες με γυμνά πέλματα και γάμπες, έχοντας μικρές ασπίδες και φαρέτρες γεμάτες με βέλη, εμφανίστηκαν μπροστά στην είσοδο της καλύβας, καλώντας με φωνές τον οικοδεσπότη στο όνομα του Έπταρχου με το όνομα Έκβερτος [Έπταρχο < Επταρχία < Heptarchie, ήταν η ονομασία της πολιτικής οργάνωσης στην Αγγλία από τον 6ο ως τον 9ο αιώνα μ.Χ., από τις ελληνικές λέξεις επτά + άρχω, γιατί υπήρχαν 7 ισχυρά βασίλεια (και άλλα 9-11 λιγότερο ισχυρά), επομένως Έπταρχος ήταν ο αρχηγός με εξουσία πάνω και στα επτά βασίλεια], να τους ακολουθήσει, παίρνοντας τα αναγκαία εφόδια για μια μεγάλη διαδρομή. Με τρόμο ο καλόγερος ανέβασε το δισάκι στον ώμο, πήρε τη γυναίκα του με το δεξί χέρι, το μπαστούνι με το αριστερό και το ευχολόγιο κάτω από τη μασχάλη και ακολούθησε τους σκυθρωπούς οδηγούς. Αφού περπάτησαν τρεις μέρες και δυο νύχτες μέσα από φαλακρά βουνά και κοιλάδες γεμάτες φιδάκια και αφού συνάντησαν πολλούς ιερωμένους στο δρόμο, έφτασαν με την επίβλεψη τοξοτών την τέταρτη μέρα στο παραθαλάσσιο χωριό Γαριάνορο (παλαιότερο όνομα της Ιαρμούθας). Πολύς κόσμος ήταν συγκεντρωμένος στην προκυμαία και πάνω σε πρασινωπό και συνώνυμο του φόβου θρόνο στεκόταν ο επίσκοπος του Εβόρακου (σημερινή Υόρκη), ο Βόλσιος, ευλογώντας τους πιστούς, ενώ ένα μεγάλο σαξονικό πλοίο κουνιόταν στο λιμάνι, ανυπόμονο ν’ ανοίξει με χαρά το τετράγωνο πανί στο αεράκι από τη στεριά [για να φύγει]. Όταν πλησίασαν οι μοναχοί που στρατολογήθηκαν από κάθε μέρος της Αγγλίας, εξήντα στον αριθμό, ο ευσεβής Βόλσιος, αφού τους αγκάλιασε

Σελ. 66
έναν έναν και έδωσε σε καθένα από δύο δηνάρια (ισοδύναμα με τέσσερα φράγκα της εποχής του 1860), «Πηγαίνετε», είπε, «και διδάξτε όλα τα έθνη». Από την αγκαλιά του επισκόπου οι ιεροκήρυκες βρέθηκαν αμέσως στις σανίδες του ευρύχωρου πλοίου και μετά από λίγο έσχισαν τα θολά κύματα του γερμανικού πελάγους, χωρίς να γνωρίζουν προς ποιες όχθες έπλεαν, για να αναζητήσουν μαρτυρικό στεφάνι ή πλούσιο μοναστήρι. Αλλά, καθώς αυτοί έπλεαν στη θάλασσα κάτω από τη σκέπη του Σταυρού, εμείς θα πληροφορήσουμε τον αναγνώστη τι έπαθε ο επίσκοπος Βόλσιος και παρέδωσε στα άστατα κύματα τους φωστήρες της αγγλικής Εκκλησίας.  στη συνέχεια, αποχαιρετώντας το νησί των Βρετανών, θα πάμε στη χώρα των Φράγκων.
          Ο μέγας Κάρολος [ο βασιλιάς της Αγγλίας τον 9ο αι.], αφού πήγε παντού στην Ευρώπη, θερίζοντας δάφνες και κεφάλια με το μακρύ σπαθί του, έπνιξε, τύφλωσε ή βασάνισε τα δύο τρίτα των Σαξόνων, αποκτώντας έτσι την υποταγή και το σεβασμό όσων επέζησαν, αναπαυόταν τελικά πάνω στα τρόπαιά του στην Ακυΐσγρανο, μια πόλη πασίγνωστη για τα άγια λείψανα και τις βελόνες της. Όλα πήγαιναν κατ’ ευχήν στην απέραντη αυτοκρατορία, καθώς ο σοφός Αλκουίνος έλουζε στο νερό του βαπτίσματος τους βρομερούς υπηκόους του Καρόλου, έκοβε τα κόκκινα γένια τους και τα μακριά νύχια τους και δείχνοντάς τους το θησαυρό της ανεξάντλητης σοφίας του

Σελ. 67
έτριβε τα χείλη του ενός με το μέλι του ιερού λόγου, έτρεφε τον δεύτερο με τις ρίζες της γραμματικής και στον τρίτο δίδασκε ότι τα φτερά των χηνών, με τα οποία γίνονται τα βέλη πιο γρήγορα, ήταν κατάλληλα και για γράψιμο. Από την άλλη, ο ευτυχισμένος Αυτοκράτορας Κάρολος περνούσε τις μέρες του χωρίς να νοιάζεται, μετρώντας τα αυγά των πουλερικών του, βάζοντας τάξη στα ρολόγια και στα κράτη του, παίζοντας με τις κόρες του και με τον ελέφαντα, τον οποίο πήρε ως δώρο από τον Χαλίφη Αρούν, καταδικάζοντας σε μικρό πρόστιμο τους φονιάδες και τους ληστές και κρεμώντας στα κλαδιά των δένδρων του κήπου του όσους υπηκόους του έτρωγαν κρέας την Παρασκευή ή έφτυναν τη Θεία Μετάληψη. 
          Αλλά, ενώ ο ευσεβής Κάρολος, ο οποίος, μολονότι δεν ήξερε να γράφει, γνώριζε όμως την κλασική αρχαιότητα, έλεγε ξανά και ξανά κάθε μέρα

                   Haec mihi Deus otia fecit
                   [= σε μένα ο Θεός αυτές τις ανέσεις έδωσε],

οι Σάξονες σήκωσαν πάλι το θρασύ και αχτένιστο κεφάλι τους και βυθίζοντας το χέρι τους στο αίμα, όχι ταύρων αλλά ανθρώπινων θυμάτων, ορκίζονταν στον Τουΐτονα, στον Ιρμινσούλ και τον Αρμίνιο [θεοί στους οποίους πίστευαν οι γερμανικοί λαοί, πριν προσηλυτιστούν στο χριστιανισμό] να αποτινάξουν το ζυγό του Καρόλου ή με το αίμα τους να λερώσουν τις όχθες του Άλυος και της Βισουργίας. Ήρθε, είδε και νίκησε, όπως συνήθιζε, ο άμαχος Αυτοκράτορας, με τη λόγχη εκείνη, την οποία, σύμφωνα με τους Ευαγγελιστές, βύθισε ο Ρωμαίος στρατιώτης στα πλευρά του Σωτήρος, ενώ ο

Σελ. 68
Αρχάγγελος Μιχαήλ, όταν εμφανίστηκε στο όνειρο του Καρόλου, την τοποθέτησε πάνω στο κρεβάτι του, για να τον ανταμείψει, σύμφωνα με τους χρονογράφους, γιατί δεν έτρωγε ούτε ψημένο ούτε άψητο κρέας τη Τεσσαρακοστή [= Σαρακοστή] και κοιμόταν μόνος του. Μετά τη νίκη, επειδή φοβόταν ο άγιος Αυτοκράτορας μήπως αναγκαστεί και πάλι από τους αγριάνθρωπους εκείνους [τους Γερμανούς] να διακόψει τις ευσεβείς ασχολίες του, αποφάσισε ή να εξολοθρεύσει όλους τους νικημένους ή να τους βαπτίσει όλους, με ή χωρίς τη θέλησή τους. Ποτέ κανένας ιεροκήρυκας δεν κατάφερε να κάνει χριστιανούς περισσότερους άπιστους σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα. Αλλά η ικανότητα λόγου του Φράγκου κατακτητή ήταν ακαταμάχητη. «Πίστεψε ή σε σκοτώνω» έλεγε στον Σάξονα φυλακισμένο, στου οποίου τα μάτια άστραφτε το μαχαίρι του δημίου ως το πιο πειστικό επιχείρημα, και όλος εκείνος ο λαός πηδούσε στην κολυμβήθρα, όπως οι πάπιες στους λάκκους μετά τη βροχή. Επειδή, όμως, όσο παντοδύναμη κι αν υποτεθεί ότι είναι η πίστη, απαιτείται ακόμα περισσότερο να γνωρίζει και ο χριστιανός σε τι πιστεύει, συνηθιζόταν τότε στην Ευρώπη, όπως σήμερα στην Οταΐτη και τη Μαλαβάρη, να διδάσκονται οι νεοβαπτισμένοι κάποιο είδος κατήχησης, την οποία οι δεκανείς του Καρόλου πραγματοποιούσαν στους Σάξονες, τοποθετώντας τους ανά δέκα σαν νεοσύλλεκτους και χτυπώντας τους με ραβδιά χωρίς έλεος, κάθε φορά που σκόνταφταν σε μια δύσκολη στην προφορά λέξη του «Πιστεύω». Έτσι έπαιρνε εκδίκηση ο Ιησούς από τα είδωλα [και τους ειδωλολάτρες] για όσα έπαθαν από εκείνους οι πρώτοι οπαδοί του, όταν καίγονταν την εποχή του Νέρωνα ή φρυγανίζονταν [= βασανίζονταν στη φωτιά] την εποχή του Διοκλητιανού, από όπου

Σελ. 69
προήλθε η παροιμία των Γάλλων ότι «Η εκδίκηση είναι η ευχαρίστηση των θεών» (Le vengeance est le plaisir des Dieux).
          Όσο διαρκούσε ο πόλεμος, οι στρατιώτες συνέχιζαν να εκτελούν τα χρέη ιερέων. Αλλά από τη στιγμή που ησύχασε η κατάσταση και εξαντλήθηκαν οι θεολογικές γνώσεις των θωρακισμένων εκείνων ιεροκηρύκων, όλοι και κυρίως ο Αυτοκράτορας αισθάνθηκαν την ανάγκη πιο σοβαρών κατηχητών. Αλλά στους Φράγκους τότε υπήρχαν μόνο καλόγεροι που ήταν πιο ικανοί στη ζυθοποιία παρά στη δογματική, βαπτίζοντας τα βρέφη στο όνομα της Πατρίδας, της Θυγατέρας και της Αγίας Πνοής, λέγοντας ότι η Θεοτόκος συνέλαβε μέσω του αυτιού, τρώγοντας πρωινό πριν τη Θεία Μετάληψη και αναγκάζοντας τον διάκονο να πιει το νερό με το οποίο έπλυναν τα χέρια τους μετά από τη Θεία Λειτουργία. Στα χέρια τέτοιων δασκάλων ούτε τους Σάξονες δεν τόλμησε ο Κάρολος να εμπιστευτεί, επειδή φοβόταν μήπως αναγκαστεί λίγο αργότερα να κάνει εκστρατεία και πάλι, για να γκρεμίσει τα νέα είδωλα, του Βάκχου και του Μορφέα [δηλαδή της ιερόσυλης οινοποσίας και του ύπνου]. Καθώς δεν ήξερε τι έπρεπε να κάνει, συμβουλεύτηκε τον Αλκουίνο, στου οποίου τους χρησμούς κατέφευγαν τότε οι Φράγκοι, όπως οι αρχαίοι Έλληνες στην Πυθία. Ο Αλκουίνος ήταν Άγγλος και η Αγγλία τότε είχε το μονοπώλιο στους θεολόγους, όπως σήμερα έχει το μονοπώλιο των ατμομηχανών [την εποχή που ζούσε ο Ροΐδης]. Εκεί, λοιπόν, στάλθηκε

Σελ. 70
πλοίο, για να φορτωθεί ιεροκήρυκες με σκοπό τη μύηση των Σαξόνων στα μυστήρια της πίστης.
          Η σωτήρια εκείνη κιβωτός της χριστιανοσύνης, πάνω στην οποία είδαμε ότι επέβαινε και ο πατέρας της Ιωάννας μαζί με τη γυναίκα του, ήταν για οκτώ μέρες πάνω στα κύματα και την ένατη μέρα, αφού πέρασε το στόμιο του Ρήνου, αγκυροβόλησε μπροστά στην πόλη Νοβιόμαγο, όπου αρχικά πάτησαν το γερμανικό χώμα εκείνοι οι κυνηγοί των ψυχών. Από εκεί, άλλοι με γαϊδούρια, άλλοι με βάρκες και άλλοι με τον τρόπο των Αποστόλων [δηλαδή περπατώντας], αφού πήγαν στις πηγές της Λίππης, έφτασαν τελικά κατακουρασμένοι και πεινασμένοι στο Παδέβορνο, όπου είχε κατασκηνώσει ο Κάρολος ανάμεσα σε σταυρούς και ασπίδες. Η Σαξονία μοιράστηκε αμέσως από τον νικητή στους νεοφερμένους καλόγερους, από τους οποίους ο καθένας χωριστά πήρε εντολή να στολίσει με το Σταυρό κάθε καλύβα κάθε επαρχίας της κατακτημένης χώρας, ενώ ο πατέρας της Ιωάννας διατάχθηκε να κατευθυνθεί στο νότο, για να γκρεμίσει στην Ερισβούργη το είδωλο του Ιρμινσούλ, γύρω από το οποίο συγκεντρώνονταν τότε οι επαναστάτες, όπως οι δικοί μας στα Χαυτεία, προσφέροντας ανθρώπινες θυσίες και κατασκευάζοντας νέες συνομωσίες κάθε μέρα. Ο κακόμοιρος μοναχός, αφού φόρτωσε πάνω στο γαϊδουράκι τη γυναίκα του και τέσσερα μαύρα σαξονικά ψωμιά, άρχισε το νέο ταξίδι με τα πόδια, σέρνοντας το ζώο από το χαλινάρι, ενώ με δάκρυα θυμόταν πόσο καλά περνούσε στην πατρική καλύβα.
          Οκτώ ολόκληρα χρόνια περιπλανήθηκε ο πατέρας της Ιωάννας κάτω από τα

Σελ. 71
δένδρα της Βεστφαλίας, βαπτίζοντας, διδάσκοντας, εξομολογώντας και θάβοντας. Όμως, πέρασε πολύ περισσότερα βάσανα από τον ίδιο τον Απόστολο Παύλο, αφού πολλές φορές τον χτύπησαν με ραβδιά, δέκα φορές του πέταξαν πέτρες, πέντε φορές τον έριξαν στο Ρήνο και δύο στον Άλυ ποταμό, τέσσερις φορές τον έκαψαν, τρεις τον κρέμασαν, αλλά παρόλα αυτά επέζησε με τη βοήθεια της Θεοτόκου. Όποιος υποψιάζεται ότι λέω απίθανα πράγματα, τον παραπέμπω στα Συναξάρια εκείνης της εποχής, για να μάθει με ποιον τρόπο "η ξανθή Παναγία στήριζε με τα λευκά της χέρια" τα πόδια των πιστών της, κάθε φορά που τους πήγαιναν στην κρεμάλα, έσβηνε τις φλόγες της φωτιάς με ένα μικρό τίναγμα "των φτερών του Αγγέλου", κάθε φορά που τους ανέβαζαν στη φωτιά, ή έλυνε τη γαλάζια ζώνη της και την προσέφερε σε όσους βυθίζονταν στα νερά, όπως η Ινώ έδωσε στον Οδυσσέα το πέπλο της.
          Όλα αυτά τα βάσανα δεν είχαν τη δύναμη να κρυώσουν το ζήλο ή να αλλοιώσουν την πίστη του ακούραστου αποστόλου. Το σώμα του, όμως, έγινε σταδιακά αγνώριστο, αφού από τη μία οι Φρίσονες του έβγαλαν το ένα μάτι και οι Λογγοβάρδοι από την άλλη του έκοψαν τα αυτιά, οι Θουρίγγιοι τη μύτη και οι άγριοι κάτοικοι του Ερκύνιου δάσους, θέλοντας να εξαφανίσουν τη γενιά των ιεροκηρύκων θυσίασαν στο βωμό του Τουΐτονα τα δυο παιδιά του και έπειτα με το ίδιο απάνθρωπο μαχαίρι του έκοψαν... κάθε ελπίδα να γίνει πατέρας.
          Η Γιούθα, που ακόμα και μετά αυτήν την τελευταία συμφορά έμεινε πιστή στον ακρωτηριασμένο σύζυγό της, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να ανακουφίσει τη θλίψη του. Κάθε φορά που εκείνος

Σελ. 72
ξυπνούσε τη νύχτα, την κοιτούσε επίμονα με μάταιο πόθο με το ένα μάτι, που του είχε μείνει, και έκλαιγε για την απώλεια των παιδιών του και των προηγούμενων ηδονών, αυτή τον φιλούσε και έλεγε «Κάθε μέρα ανάβω λαμπάδα μπροστά στην εικόνα του Αγίου Πατέρνου. Ίσως αυτός ο προστάτης της γέννησης πολλών και καλών παιδιών, κάνει κάποιο θαύμα, για να απολαύσουμε και πάλι παιδιά». Αυτή η ευχή της καλής Γιούθας εκπληρώθηκε μετά από λίγο, όχι -αλίμονο!- με θαύμα του Αγίου Πατέρνου, αλλά από δύο τοξότες του Κόμη της Ερφούρτης. Αυτοί οι κακότροποι, όταν συνάντησαν την Ιωάννα στην όχθη της Φούλδας να απλώνει στον ήλιο το ρούχο του άνδρα της, ο οποίος, επειδή δεν είχε άλλο, κρυβόταν, όπως ο Οδυσσέας, κάτω από ένα σωρό ξερών φύλλων, περιμένοντας να στεγνώσει το πλυμένο ρούχο του, άπλωσαν την κοπέλα πάνω στη χλόη και με τη βία της θύμισαν τον αληθινό προορισμό της γυναίκας πάνω στη γη. Αφού χόρτασαν και έφυγαν οι στρατιώτες, βγήκε από την κρύπτη του ο άτυχος καλόγερος και, αφού φόρεσε το υγρό ακόμα ρούχο, έφυγε από εκεί μαζί με την καταπονημένη γυναίκα του, ρίχνοντας κατάρες στους Σάξονες, οι οποίοι εκτός από το στεφάνι του μάρτυρα, τοποθέτησαν και κάτι ακόμα στο φαλακρό κεφάλι του.
          Εννιά μήνες μετά, το 818, γέννησε η Γιούθα στην Ιγγελχείμη ή σύμφωνα με άλλους στη Μογουντία, την Ιωάννα, που επρόκειτο να αρπάξει τα κλειδιά του ουρανού. Ο πατέρας της ή καλύτερα ο σύζυγος της μητέρας της, για να συνηθίσει το βρέφος τις ταλαιπωρίες της ζωής στην περιπλάνηση, τη βάπτισε

Σελ. 73
στο κρύο νερό της Μέινας, όπου βύθιζαν και οι ντόπιοι τα ξίφη τους, για να τα κάνουν πιο σκληρά.
          Όλων των ηρώων τη γενέτειρα συνήθιζαν από παλιά οι βιογράφοι να την υμνούν με βαρυσήμαντα σημάδια που προανήγγειλαν τις μελλοντικές αρετές. Έτσι, όταν ήταν νήπιο ακόμα ο Ηρακλής, έπνιξε φίδια, ο Κριεζώτης μια αρκούδα, οι μέλισσες κάθισαν πάνω στο στόμα του Πίνδαρου, ο Πασχάλης σε ηλικία 10 ετών εφηύρε τη γεωμετρία, ο ήρωας του Μπάυρον [ο Δον Ζουάν] ακούγοντας τη λειτουργία στην αγκαλιά της τροφού του, απέστρεφε τα μάτια από τους ρυτιδιασμένους αγίους, για να κοιτάξει επίμονα και με κατάνυξη την Αγία Μαγδαληνή, και η δική μας ηρωίδα, η οποία επρόκειτο να ξεχωρίσει στον εκκλησιαστικό τομέα, ποτέ δε θέλησε να βυζάξει την Τετάρτη ή την Παρασκευή και κάθε φορά που της δινόταν ο μαστός σε νηστήσιμη μέρα, απέστρεφε τα μάτια της με φρίκη. Άγια λείψανα, σταυροί και κομποσκοίνια ήταν τα πρώτα παιχνίδια της. Πριν φυτρώσουν τα δόντια της, γνώριζε το "Πάτερ ημών" στα αγγλικά, στα ελληνικά και στα λατινικά και, πριν αλλάξει δόντια, βοηθούσε ήδη τον πατέρα της στο αποστολικό του έργο, κάνοντας κατήχηση στα συνομήλικα Σαξονικά κορίτσια. Μόλις έγινε οκτώ ετών, όταν πέθανε η μητέρα της, η καλή Γιούθα, πάνω στον τάφο της μακαρίτισσας απήγγειλε επικήδειο λόγο, ανεβασμένη πάνω στους ώμους του νεκροθάφτη.
          Αλλά, ενώ η Ιωάννα γινόταν όλο και πιο όμορφη και

Σελ. 74
πιο σοφή, ο πατέρας της έχοντας λυγίσει κάτω από το βάρος των βασάνων και της απώλειας της συντρόφου του, αισθανόταν τις δυνάμεις του να μειώνονται κάθε μέρα. Μάταια επικαλείτο τον Άγιο Γήνο, για να σταθεροποιήσει το κλονισμένο βήμα του, μάταια άναβε κεριά στην Αγία Λουκία, για να δώσει δύναμη στο μάτι του να διακρίνει τα γράμματα του Ψαλτηρίου και μάταια παρακαλούσε τον Άγιο Φόρτιο, για να δυναμώσει τη φωνή του. Επίσης τα χέρια του έτρεμαν τόσο, ώστε κάποια μέρα προσφέροντας το σώμα του Σωτήρα στην ηγουμένη του Μοναστηριού της Βιτερφείλδας, στην ωραία Γίσλα, αντί να το βάλει στο ροδόχρωμο στόμα της παρθένας, το άφησε να πέσει στα λευκά στήθη της, τα οποία η δούλη του Θεού είχε πάντα γυμνά με ιδιαίτερη άδεια του Πάπα Σέργιου. Το σκάνδαλο ήταν μεγάλο΄ η γυναίκα κοκκίνησε, οι μοναχές κάλυψαν με τα χέρια το πρόσωπό τους και οι ντόπιοι ιερείς φώναξαν "Ιεροσυλία!" - Ιεροσυλία, επανέλαβαν σαν πιστή ηχώ και οι μοναχές παρθένες και, όπως η γυναικεία συνοδεία του Βάκχου Διόνυσου, όρμησαν εναντίον του δυστυχισμένου γέροντα και άρπαξαν τα ιερά στολίδια του και, αφού τον χτύπησαν, τον πέταξαν έξω από το Μοναστήρι.
          Για δεκαπέντε μέρες περιπλανιόταν ο δυστυχισμένος απόστολος, μαζί με την Ιωάννα, στα αφιλόξενα δάση ανάμεσα στη Φρανκφούρτη και τη Μογουντία, περνώντας τις νύχτες κάτω από τα φύλλα των δένδρων και τρώγοντας βελανίδια μαζί με τα γουρούνια της Βεστφαλίας. Αλλά η τροφή αυτή, η οποία έκανε τόσο παχουλούς

Σελ. 75
τους συντρόφους [τους χοίρους] του Αγίου Αντωνίου, έκανε γρήγορα και αυτόν και την κόρη του πιο λεπτούς από τα επτά στάχυα, που είδε στο όνειρό του ο Φαραώ. Μάταια προσπαθούσε ο καλόγερος να ανανεώσει το θαύμα του συμπατριώτη του, του Αγίου Πατρικίου, ο οποίος με προσευχή μεταμόρφωσε τα αγριογούρουνα που έτρεχαν στα βουνά της Ιρλανδίας σε χοιρομέρια με λίπος, και μάταια παρακαλούσε τους αετούς που πετούσαν πάνω από το κεφάλι του, για να του φέρουν τροφή, όπως συνέβη στον Άγιο Στέφανο. Η Ιωάννα, από την άλλη, μερικές φορές σήκωνε τα υγρά μάτια προς τον πατέρα της, φωνάζοντας «Πεινώ!». Στην αρχή ο φιλόστοργος γονιός, σηκώνοντας τα σκελετωμένα χέρια του προς τον ουρανό, απαντούσε, όπως η Μήδεια, «Θα ανοίξω τις φλέβες μου, για να σε χορτάσω με το αίμα μου». Αλλά σταδιακά, τόσο πολύ ξέρανε η πείνα το λαρύγγι και την καρδιά του, ώστε στους θρήνους της κόρης του απαντούσε «Πήδα».
          Η κίνηση του λυχναριού οδήγησε τον Γαλιλαίο στην κατασκευή του ρολογιού, αλλά ο πεινασμένος μοναχός οδηγήθηκε από μια λευκή αρκούδα στο να βγει ένα νέο τρόπο επιβίωσης. Όταν είδε μία μαλλιαρή κόρη του πόλου [= μια αρκούδα] να χορεύει σε πανηγύρι και τον αφέντη της να μαζεύει ασημένια νομίσματα από τους θεατές, σκέφτηκε να χρησιμοποιήσει την πρόωρη σοφία της Ιωάννας, όπως ο αρκουδιάρης το χορό της αρκούδας, για να εξασφαλίσει μέσω αυτής το καθημερινό ψωμί και την καθημερινή μπύρα του. Επομένως δίκαια ισχυρίστηκε ο σοφός Έρασμος ότι κάθε

Σελ. 76
συνετός άνθρωπος μπορεί και από μία αρκούδα να μάθει. Άρχισε, λοιπόν, να ετοιμάζει την κόρη του για το νέο επάγγελμα, στοιβάζοντας στο δεκάχρονο κεφάλι του κοριτσιού τις φλυαρίες, που οι τότε σοφοί ονόμαζαν Δογματική, Δαιμονολογία, Σχολαστική ή κάπως αλλιώς, και τις έγραφαν πάνω σε περγαμηνές, από όπου έξυναν και εξαφάνιζαν στίχους του Ομήρου ή επιγράμματα του Ιουβενάλη. Όταν θεώρησε ότι η κόρη του ήταν προετοιμασμένη σε ικανοποιητικό βαθμό για τον καλό αυτό αγώνα, άρχισε να πηγαίνει δεξιά κι αριστερά σε πύργους και Μοναστήρια της πλούσιας σε βλάστηση Βεστφαλίας. Όταν έμπαινε μέσα, προσκυνούσε μέχρι το έδαφος τον άρχοντα, ευλογούσε την οικοδέσποινα, έτεινε τα χέρια του ή τη ζώνη του στους υπηρέτες για φίλημα και έπειτα τοποθετούσε την Ιωάννα πάνω σε τραπέζι και άρχιζε η παράσταση. «Κόρη μου», τη ρωτούσε, «τι είναι γλώσσα; - Η μάστιγα του αέρα. – Τι είναι αέρας; - Το στοιχείο της ζωής. – Τι είναι ζωή; - Ευχαρίστηση για τους ευτυχισμένους, βάσανο για τους φτωχούς, προσδοκία θανάτου. – Τι είναι θάνατος; - Ταξίδι προς όχθες που δεν είναι γνωστές. – Τι είναι όχθη; - Το όριο της θάλασσας. – Τι είναι θάλασσα; - Η κατοικία των ψαριών. – Τι είναι ψάρια; - Φαγώσιμα του τραπεζιού. – Τι είναι φαγώσιμο; - Κατόρθωμα του μάγειρα.»
          Αφού για αρκετή ώρα συνεχιζόταν η επίδειξη κάθε είδους γνώσεων με ερωταπαντήσεις και για τη θεολογία και για τη μαγειρική, προσκαλούσε ο πατέρας της τον πνευματικό του φρουρίου, για να απευθύνει δύσκολες ερωτήσεις στο κοριτσάκι

Σελ. 77
για οποιονδήποτε κλάδο των ανθρώπινων γνώσεων και η Ιωάννα, ρίχνοντας το αγκίστρι στον ωκεανό της μνήμης της, τραβούσε στην επιφάνεια πάντα την πιο κατάλληλη απάντηση, την οποία υποστήριζε με εδάφιο της Αγίας Γραφής ή του Αγίου Βονιφάτιου. Μετά από το τέλος της συζήτησης, πηδούσε ελαφρά από το τραπέζι και πιάνοντας τις άκρες της φούστας της ανάμεσα στα δάκτυλά της, παρουσίαζε τον εαυτό της σαν δίσκο σε καθένα χωριστά από τους παρόντες, κάνοντας έκκληση με γλυκερό χαμόγελο στη γενναιοδωρία τους. Άλλοι έριχναν μέσα ένα χάλκινο νόμισμα, άλλοι ασημένιο, άλλοι αυγά και άλλοι μήλα. Όσοι δεν είχαν τι να δώσουν, άφηναν ένα φιλί στο μέτωπο της ξανθιάς ιεροδιδασκάλου.
          Έτσι έζησαν άλλα πέντε χρόνια, τρώγοντας κάθε μέρα και πολλές φορές δύο φορές τη μέρα και περνώντας τη νύχτα άλλοτε κάτω από τα βελανιδένια σανίδια της στέγης κάποιου αρχοντικού πύργου, άλλοτε κάτω από την αχυρένια σκεπή κάποιου δασοφύλακα ή κάποιου κυνηγού. Τα χρόνια και η ανάμνηση των βασάνων είχαν μετριάσει κάπως το ζήλο του αποστόλου, ώστε δεν προσπαθούσε πια να κατηχήσει κανέναν, ο οποίος δεν το ήθελε, κανέναν χωρίς τη συγκατάθεσή του δε βάφτιζε, παρά μόνο τους νεκρούς, που έβρισκε την επόμενη μέρα μιας μάχης κοντά στις όχθες του Άλυος και του Ρήνου, γιατί, σύμφωνα με την άποψη που επικρατούσε τότε, το προσφερόμενο βάφτισμα άνοιγε και στους νεκρούς τις πύλες του ουρανού.       
          Μετά από τόσες πολλές περιπλανήσεις, έκανε το τελευταίο ταξίδι προς τον Κύριο τελικά ο πολυπαθής γέροντας στις άγνωστες όχθες, από

Σελ. 78
τις οποίες δεν υπάρχει επιστροφή. Ο θάνατος τον βρήκε στο κελί του καλού ερημίτη Αρκούλφου, ο οποίος ήταν καλόγερος κοντά στην όχθη του Μαγάνου [Mein], πλέκοντας εγκώμια στους αγίους και καλάθια στους ψαράδες. Η Ιωάννα, αφού έκλεισε το ένα μάτι του πατέρα της, τον έθαψε με τη βοήθεια του ασκητή κοντά στην άκρη του ποταμού, κάτω από μια ιτιά, στης οποίας τον κορμό χάραξε μια επιγραφή, για να θυμίζει τις αρετές του μακαρίτη. Αφού έπεσε μετά η δυστυχισμένη κοπέλα πάνω στο χώμα που έκρυβε τον μόνο προστάτη της πάνω στη γη, ανέμειξε, όπως η σύζυγός του Οθέλου "αλμυρά δάκρυα" με το νερό που έβρεχε τα πόδια της. Αφού προσέφερε την ευσεβή εκείνη σπονδή στον τάφο του πατέρα της, σκούπισε τελικά τα μάτια της που στέρεψαν. Η λύπη, την οποία αισθανόμαστε για τη στέρηση ενός πολυαγαπημένου προσώπου, μοιάζει με το ξερίζωμα ενός δοντιού, προκαλώντας καταιγιστικό πόνο αλλά στιγμιαίο. Μόνο οι ζωντανοί μας προκαλούν λύπες με διάρκεια. Ποιος έχυνε ποτέ πάνω στον τάφο της ερωμένης του το μισό, το ένα εκατοστό ή το ένα χιλιοστό των δακρύων από όσα έχυνε καθημερινά εξαιτίας της κακίας της; Αφού, λοιπόν, σταμάτησε να κλαίει η Ιωάννα, έσκυψε στο νερό, για να δροσίσει τα μάτια της που έκαιγαν. Τότε για πρώτη φορά, παρατήρησε με προσοχή πάνω στην επιφάνεια του νερού την εικόνα της, του μόνου πλάσματος στον κόσμο, που της έμεινε να αγαπά. 

Σελ. 79
Σκύβοντας κι εμείς πάνω από τον ώμο της, ας δούμε τι αντανακλά ο ρευστός εκείνος καθρέφτης. Το πρόσωπο της δεκαεξάχρονης κοπέλας ήταν πιο στρογγυλό από μήλο, τα μαλλιά της ξανθά σαν της Μαγδαληνής και αχτένιστα όπως της Μήδειας, τα κόκκινα χείλη της σαν το σκούφο καρδινάλιου υπόσχονταν ατελείωτη ευχαρίστηση και τα πολύσαρκα στήθη της σαν της πέρδικας πάλλονταν ακόμα από τη συγκίνηση. Έτσι έβλεπε η Ιωάννα τον εαυτό της στο νερό, έτσι είδα κι εγώ την εικόνα της σε χειρόγραφο στην Κολωνία. Η εικόνα εκείνη ηρέμησε κάπως τον πόνο της ηρωίδας μου, η οποία, αφού ξάπλωσε πάνω στη χλόη και στήριξε στο χέρι της το κεφάλι της, άρχισε να σκέφτεται πώς θα χρησιμοποιούσε την ομορφιά και τη σοφία της, αν θα φορούσε ράσο ή αν θα αναζητούσε άλλο προστάτη, για να αντικαταστήσει τον πατέρα της. Αφού σκεφτόταν για αρκετή ώρα ξύπνια, όταν νικήθηκε από την πολλή ζέστη και υπνωτίστηκε από τα τζιτζίκια, αποκοιμήθηκε κάτω από τη σκιά των δέντρων, που την προφύλασσαν από τις ακτίνες του ήλιου και τα βλέμματα των περίεργων.
          Δε γνωρίζω αν είχε διαβάσει και τον Λουκιανό [έζησε το 2ο αι. μ.Χ. στην Αθήνα και έγινε γνωστός για τα έργα φαντασίας που έγραψε] η Ιωάννα, αλλά, όταν έκλεισε τα μάτια της, είδε κι εκείνη όνειρο σαν του Σαμοσατέα [ο Λουκιανός που προαναφέρθηκε, καταγόταν από τα Σαμόσατα, πρωτεύουσα της Κομμαγηνής, στον άνω Ευφράτη της Συρίας, ο οποίος ξεκινά ένα έργο φαντασίας λέγοντας ότι αποκοιμήθηκε και όσα έγραψε, τα είχε δει στο όνειρό του]. Είδε δύο γυναίκες να βγαίνουν από το νερό. Η μία είχε γυμνά τα στήθη της, λουλούδια πάνω στο κεφάλι και χαμόγελο στα χείλη, ενώ η άλλη φορούσε μαύρο ράσο και είχε σταυρό πάνω στο στήθος και κατάνυξη στο πρόσωπό της. Και οι δύο ήταν όμορφες, αλλά της μίας η ομορφιά θύμιζε ευχάριστες γιορτές, τσουγκρίσματα ποτηριών

Σελ. 80
και ήχους από βήματα χορευτών, ενώ της άλλης το υγρό βλέμμα θύμιζε τις μυστικές απολαύσεις των χριστιανικών κοινοβίων [= μοναστηριών], τα αθόρυβα δείπνα και τα σιγανά φιλιά. Της πρώτης τη μέση θα ήθελε κάποιος να αγκαλιάσει στη θορυβώδη αίθουσα χορού, κάτω από τα βλέμματα πολλών ανθρώπων και τη λάμψη χίλιων κεριών, αλλά της δεύτερης θα ήθελε να λύσει τη ζώνη μέσα σε ένα σιωπηλό κελί με το αμφίβολο φως [= ημίφως] του λυχναριού, που κρέμεται μπροστά από την εικόνα ενός Αγίου.
          Όταν πλησίασαν οι δύο γυναίκες, η πρώτη τρέχοντας κοντά «Ιωάννα», είπε μπερδεύοντας χαϊδευτικά τα δάκτυλά της στις ξανθές μπούκλες της ηρωίδας μας, «είδα ότι αμφιβάλλεις αν θα προτιμήσεις τις απολαύσεις του κόσμου ή την ησυχία του μοναστηριού και έτρεξα αμέσως, για να οδηγήσω το άπειρο [= χωρίς πείρα] βήμα σου στο δρόμο της αληθινής ευτυχίας. Είμαι η Αγία Ίδα και σου ομολογώ ότι δεν έμεινε τίποτα από τα αγαθά του κόσμου που δε γεύτηκα: απόλαυσα δύο συζύγους, τρεις εραστές και επτά παιδιά, άδειασα πολλά μπουκάλια καλού κρασιού από την περιοχή του Ρήνου, πέρασα πολλές εύθυμες άυπνες νύχτες, έδειξα τους ώμους μου σε όλο τον κόσμο, άπλωσα το χέρι μου σε όλα τα χείλη, έσφιξαν τη μέση μου όσοι γνώριζαν να χορεύουν και παρόλα αυτά δοξάζομαι και με προσκυνούν μαζί με τους Αγίους. Αλλά απόλαυσα κι άλλα: έτρωγα ωραία ψάρια τη Σαρακοστή, έριχνα τα ψίχουλα από το τραπέζι μου στα ακόρεστα στόματα των ιερέων και δώριζα τα παλιά ρούχα μου στα αγάλματα της Παναγίας. Παρόμοιο μέλλον και σε

Σελ. 81
σένα υπόσχομαι, αν ακούσεις τις συμβουλές μου. Είσαι φτωχή, άστεγη και φοράς κουρελιασμένα ρούχα. Κι εγώ, πριν γίνω σύζυγος του Κόμη Εκβέρτου, φυσούσα το χειμώνα στα δάκτυλά μου και είχα ως μόνη περιουσία τα κόκκινά μου χείλη, με τα οποία απόκτησα πλούτο, τιμές και αγιότητα. Έχε θάρρος, επομένως, ξανθή μου Ιωάννα. Είσαι όμορφη σαν λουλούδι του αγρού, σοφή σαν βιβλίο του Ινκμάρου, πονηρή σαν αλεπού του Μαύρου δάσους. Με αυτά μπορείς ν’ αποκτήσεις όλα τα ευχάριστα της ζωής. Αλλά προχωρά στο δρόμο που βαδίζουν όλοι και άσε στους ανόητους τις κορυφές. Βρες σύζυγο, για να σου δώσει το όνομά του και ισπανικά σανδάλια, έχε εραστές, για να φιλούν τα σανδάλια αυτά, έχε παιδιά, για να σε παρηγορήσουν, όταν γεράσεις, έχε -αν θέλεις- και σταυρό, για να καταφεύγεις κάτω από αυτόν, κάθε φορά που στενοχωρείς τους ζωντανούς ή εκείνοι στενοχωρούν εσένα. Μόνο αυτός ο δρόμος οδηγεί στην ευτυχία. Αυτόν ακολούθησα για τριάντα χρόνια με λουλούδια, συμπόσια, άλογα και τραγούδια, έχοντας γύρω μου τον σύζυγο, ο οποίος με αγαπούσε, εραστές που υμνούσαν την ομορφιά μου και υπηκόους που ευλογούσαν το όνομά μου. Όταν ήλθε το γραμμένο από τη μοίρα τέλος, ξεψύχησα πάνω σε κατακόκκινο κρεβάτι, παίρνοντας τη Θεία Κοινωνία από το χέρι του Αρχιεπισκόπου και με την υποστήριξη των παιδιών μου. Και τώρα περιμένω χωρίς φόβο την ημέρα της κρίσης κάτω από τον τάφο μου με τα ωραία μάρμαρα, όπου οι αρετές μου είναι χαραγμένες με χρυσά γράμματα.» Έτσι μίλησε η Αγία Ίδα, όπως παρόμοιες συνετές συμβουλές

Σελ. 82
ψιθυρίζουν και σήμερα στο αυτί των κοριτσιών τους οι μητέρες που έχουν μεγάλη πείρα, εμπνέοντάς τους αποστροφή που τις σώζει από τις αηδίες των μυθογράφων. Αφού άπλωσε η Ίδα μπροστά στα μάτια της κοπέλας το αστραφτερό κομπολόι των ηδονών του κόσμου, πλησίασε η σύντροφός της με τα ράσα και με φωνή που έρρεε ήσυχα, σαν την πηγή του Σιλωάμ, άρχισε να λέει:
          «Εγώ, Ιωάννα, είμαι η Αγία Λιόββα, παιδί, όπως κι εσύ, της Βρετανίας, ξαδέλφη του προστάτη της χώρας αυτής, του Αγίου Βονιφάτιου, και φίλη του πατέρα σου, που αναπαύθηκε κάτω από το χώμα αυτό.
         Ποια είναι τα αγαθά του κόσμου, άκουσες από αυτήν. Αναμειγνύοντας γάμους, μητρότητες, έρωτες και άλογα, κατασκεύασε με αυτά ένα επίχρυσο πιοτό, το οποίο σου έριξε, όπως ρίχνουν οι ψαράδες το δόλωμα στα ψάρια. Αλλά ούτε για την τιμή ούτε για τα ελαττώματα του εμπορεύματος σου μίλησε η ευσυνείδητη αυτή μεσίτρια. Ρώτησέ την πόσα δάκρυα έχυσε εξαιτίας των προσβολών του συζύγου της, πόσα για την απιστία του εραστή της, πόσα πάνω από το κρεβάτι άρρωστου παιδιού της, πόσα μπροστά στον καθρέφτη της, όταν αντί για κρίνα και τριαντάφυλλα έβλεπε χλωμάδα και ρυτίδες. Ούτε φανατικές ούτε ανόητες ήταν οι πρώτες εκείνες παρθένες, οι οποίες, αφού κλώτσησαν τον κόσμο, αναζήτησαν την ησυχία κάτω από τη στέγη ενός μοναστηριού. Αλλά γνώριζαν ότι οι γάμοι αυξάνουν την ανία, άκουγαν τις κραυγές των γυναικών, όταν γεννούσαν ή ξυλοκοπούνταν από τον σύζυγό τους, έβλεπαν τις

Σελ. 83
κοιλιές τους πρησμένες και τα στήθη τους να στάζουν γάλα, μετρούσαν και τις ρυτίδες, όσες οι αγρύπνιες και οι πόνοι έσκαβαν πάνω στο μέτωπό τους. Το αηδιαστικό θέαμα της μισόγυμνης, εγκυμονούσας ή θηλάζουσας γυναίκας, μας ώθησε στα μοναστήρια και όχι τα οράματα Αγγέλων ή η όρεξη για ξερό ψωμί, όπως λένε οι φλύαροι και ξεμωραμένοι αγιογράφοι. Εκεί βρήκαμε ανεξαρτησία και χαλάρωση σε σκιερά κελιά, όπου ούτε οι φωνές παιδιών ούτε οι απαιτήσεις ενός αφέντη ούτε οποιαδήποτε φροντίδα διακόπτει την ησυχία μας. Αλλά, για να μην ερημώσει ο κόσμος, για να μην τρέξουν οι γυναίκες όλες μαζί στα μοναστήρια, σκορπίσαμε αλλόκοτες φήμες για τη ζωή μας, ότι τάχα περνούμε τις νύχτες γονατισμένες σε κρύα μάρμαρα, ποτίζουμε ράβδους μέχρι να ανθήσουν, κοιμόμαστε πάνω σε στάχτη και μαστιγώνουμε το σώμα μας χωρίς έλεος. Έτσι και οι κάπηλοι, για να απομακρύνουν τους περίεργους, διαδίδουν ότι φρικτά φαντάσματα και κακοί βρικόλακες εμφανίζονται συχνά στις σπηλιές, όπου παρασκευάζεται ο ψεύτικος χρυσός. Μη φοβηθείς ούτε το παρατσούκλι "παξιμάδι", που είχε δοθεί στον του Άγιο Παχώμιο, το οποίο το τρων μόνο οι ανόητοι, ούτε τη νυκτερινή καμπάνα, που ξυπνά μόνο τις καλές μοναχές, ούτε το φτωχό ρούχο μας. Κοίτα τι κρύβεται κάτω από το σκληρό αυτό ύφασμα.»
          Λέγοντας αυτά, η Αγία Λιόββα πέταξε από τους ώμους της το ράσο και φάνηκε ότι φορούσε λεπτότατο φόρεμα της

Σελ. 84
Κω, υφασμένο με αέρα, όπως λένε οι ποιητές, κάτω από το οποίο έλαμπε το σώμα της σαν υπέροχο κρασί μέσα σε κρύσταλλο Βοημίας. Έπειτα σκύβοντας στο αυτί της Ιωάννας που κοιμόταν «Ιωάννα», συνέχισε, κάνοντας πιο απαλή ακόμα τη φωνή της, «σου υποσχέθηκε και ηδονές η αντίζηλός μου αυτή, αλλά ρώτησέ την αν περικυκλωμένη από κακόβουλα βλέμματα αισθανόταν ανόθευτη ευχαρίστηση, όταν παραδινόταν στον εραστή της, γέρνοντας το αυτί της όχι στα γλυκά λόγια του αλλά σε κάθε θόρυβο γύρω της και κατάχλωμη σπρώχνοντάς τον μακριά της κάθε φορά που έτριζε μια πόρτα ή κουνιόταν ένα φύλλο. Είδες ποτέ μια γάτα ανεβασμένη πάνω σε τραπέζι να πίνει το γάλα του αφέντη της ατάραχα; Τα μάτια της κοιτούν λοξά, τα αυτιά της είναι ανήσυχα, οι τρίχες της είναι όρθιες από το φόβο και τα πόδια της έτοιμα, για να φύγει. Έτσι γεύονται και οι κοσμικές κυρίες τον απαγορευμένο καρπό. Εμείς, όμως, περικυκλωμένες ούτε από φροντίδες ούτε από κατασκόπους αλλά από ψηλούς τοίχους και πυκνά δάση, ξοδεύουμε τη μέρα συζητώντας, όπως οι φιλόσοφοι, για την ηδονή, αλλά όταν έρθει η ώρα, αποσυρόμαστε στα ήσυχα κελιά μας, όπου μέσα σε σιωπή και κατάνυξη προετοιμαζόμαστε για την απόλαυση, όπως οι ιππότες προετοιμάζονται για μονομαχία. Βάζοντας μέσα σε απαλά αρώματα τον τρίχινο αυτό σάκο [το κιλίκιο = είδος ράσου από σκληρό ύφασμα φτιαγμένο από το τρίχωμα αιγών της Κιλικίας, από όπου πήρε και την ονομασία του], για τον οποίο νομίζουν οι ανόητοι ότι είναι μέσο βασανισμού,

Σελ. 85
τρίβουμε με αυτό το σώμα μας, μέχρι να κοκκινίσει σαν τριαντάφυλλο, να γίνει ευαίσθητο σε κάθε χάδι, όπως το άλογο στο σπιρούνι, λύνουμε τα μαλλιά, καλύπτουμε τις άγιες εικόνες και ξαπλωμένες το χειμώνα κοντά στη λάμψη ευχάριστης φωτιάς και το καλοκαίρι δίπλα σε ανοικτό παράθυρο, ακούγοντας το τραγούδι του αηδονιού ή ψιθυρίζοντας το "Άσμα ασμάτων" του Σολομώντα, παραδινόμαστε σε γλυκά όνειρα, μέχρι ν’ ακουστούν στο διάδρομο τα σανδάλια αυτού του έρχεται, για να ενσαρκώσει τα όνειρά μας. Οι ανατολίτες εφηύραν τα διπλά μοναστήρια, όπου οι υπηρέτες του Υψίστου και οι νύφες του Χριστού κατοικούν κάτω από την ίδια στέγη, χωρισμένοι από έναν τοίχο, αλλά εμείς τελειοποιήσαμε την εφεύρεση των Ελλήνων, ανοίγοντας τρύπες στους τοίχους αυτούς, μέσω των οποίων αθόρυβα και ακίνδυνα δεχόμαστε τους αδελφούς στην κοινότητα του Αγίου Βενέδικτου. Πρώτες εμείς καλλιεργήσαμε στους κήπους των κοινοβίων τον ευχάριστο στη μυρωδιά πήγανο [= αυτοφυές φυτό με θεραπευτικές και αφροδισιακές ιδιότητες, χρησιμοποιείται και ως ορεκτικό], το οποίο απαλλάσσει από τους κόπους της μητρότητας, τη βαριά στη μυρωδιά ερείκη [= δηλητηριώδες φυτό με βελονοειδή φύλλα και καμπανοειδή άνθη σε διάφορα χρώματα], η οποία κάνει ακόρεστο τον πόθο, και την καυτερή τσουκνίδα, από την οποία οι δικοί μας εραστές αντλούν πάντα νέες δυνάμεις, όπως ο Ανταίος από τη γη [= ο Ανταίος ήταν γίγαντας, γιος του Ποσειδώνα και της Γης, αλλά ο μύθος αυτός εμφανίζεται σε κείμενα στα τέλη του 6ου αι. π.Χ., πολύ αργότερα από τους μύθους του Δωδεκάθεου του Ολύμπου].
          Αλλά μη νομίσεις, Ιωάννα, ότι περιορίζουμε τη ζωή μας πάντα ανάμεσα σε τέσσερις τοίχους και την ευτυχία σε τέτοιες μόνο απολαύσεις. Μερικές φορές η πλήξη εμφανίζεται, ενώ υπάρχει ευχαρίστηση, οπότε ο δρόμος του ήλιου μας φαίνεται αργός μέσα από τα κάγκελα του κελιού και οι ιππότες με θώρακες

Σελ. 86
είναι προτιμότεροι από τους καλόγερους. Προφασιζόμενες τότε ότι θέλουμε να επισκεφτούμε τον τάφο κάποιου Αγίου, ταξιδεύουμε στον κόσμο, μπαίνοντας σε ανάκτορα και καλύβες, σε θέατρα και λουτρά και βρίσκοντας παντού φιλική υποδοχή, ανοιχτές αγκαλιές και σκυφτά μέτωπα. Όταν πήγα στην αυλή του αυτοκράτορα Καρόλου, γιόρταζαν εκείνο ακριβώς το απόγευμα τους γάμους του με την Ιλδεγάρδη. Κόμητες, δέσποινες, ιππότες και ιεράρχες συνωθούνταν στην αίθουσα του ανακτόρου στο Ακυϊσγράνο. Οι τροβαδούροι [= Λαϊκοί τραγουδιστές] τραγουδούσαν τα κατορθώματα του τροπαιοφόρου γαμπρού, οι μίμοι και οι χορεύτριες προκαλούσαν γέλιο με αλλόκοτους μορφασμούς, τα ζάρια κυλούσαν και το κρασί κυκλοφορούσε μέσα σε ποτήρια με ασημένια χείλη. Αλλά, μόλις εμφανίστηκε το μαύρο ράσο μου στο άνοιγμα της πόρτας, μόλις ακούστηκε το όνομά μου στην αίθουσα, «Λιόββα η ηγουμένη! Λιόββα η αγία!», όλοι άφησαν τα ζάρια, τα ποτήρια και τις γυναίκες, για να κοιτάξουν προς εμένα. Άλλοι φιλούσαν την άκρη της ζώνης μου, άλλοι τα ίχνη των ποδιών μου, αλλά μόνο ο Αυτοκράτορας φιλούσε τα χέρια μου. Το μάλλινο ρούχο μου επισκίασε τη λάμψη και του μεταξιού και των διαμαντιών και των μακιγιαρισμένων μάγουλων και των γυμνών ώμων των γυναικών που βρίσκονταν εκεί. Ανάμεσα στο γονατισμένο εκείνο πλήθος διέκρινα τον δεκαοχτάχρονο Ροβέρτο, ο οποίος ύψωνε προς εμένα τα δακρυσμένα μάτια του και τα ενωμένα χέρια του, αναζητώντας με απληστία να δει το πρόσωπό μου κάτω από την κουκούλα. Όταν τελείωσε η γιορτή, οδηγήθηκα από τον ίδιο τον

Σελ. 87
Αυτοκράτορα στην πιο λαμπερή κρεβατοκάμαρα των ανακτόρων, που επικοινωνούσε με τον κήπο μέσω γυάλινης πόρτας. Όταν ξύπνησα στη μέση της νύχτας, άνοιξα εκείνη την πόρτα, για να ελαττώσω τη μυρωδιά της αλόης και της σμύρνας, με τις οποίες οι αδελφές του Καρόλου είχαν αρωματίσει το δωμάτιο, για να με τιμήσουν, και είδα απέναντί μου τον Ροβέρτο να κάθεται κάτω από μία μηλιά, στηρίζοντας πάνω στα γόνατά του τους αγκώνες του και πάνω σε αυτούς το εφηβικό κεφάλι του, ενώ τα μάτια του ήταν προσηλωμένα με απληστία στο παράθυρό μου. Όταν με είδε, σηκώθηκε με τρόμο, για να φύγει, αλλά με μια ελαφριά κίνηση τον κάλεσα να έρθει στο δωμάτιό μου. Τότε πετάχτηκε και με ένα πήδημα βρέθηκε μπροστά μου γονατισμένος, αλλά ούτε να με αγγίξει ούτε λέξη να πει ούτε τα μάτια του να σηκώσει τόλμησε ο δυστυχής νέος. Όμως, όταν παραμέρισα τα μακριά μαλλιά του και χάιδεψα με τα χείλη μου το μέτωπό του, επειδή φοβήθηκε μήπως τον εξαπατούσε ένα νυχτερινό φάντασμα, άγγιξε με τα ακροδάκτυλα το ρούχο μου, τα χέρια και τα λυμένα μαλλιά μου, για να πειστεί ότι ήμουν εγώ, ότι είχε την Αγία Λιόββα μπροστά του ημίγυμνη και χαμογελαστή. Ποια από τις δέσποινες του κόσμου αξιώθηκε ποτέ τέτοια λατρεία και ποιας τα χείλη βύθισε τον αγαπημένο της σε τέτοια ευγνώμονα έκσταση;
          Αφού έμεινα δύο μήνες ολόκληρους στην αυλή του Καρόλου, όταν χόρτασα τα συμπόσια, τα χειροφιλήματα και αποχαιρέτησα τα θορυβώδη και φιλόξενα εκείνα ανάκτορα,

Σελ. 88
ο ίδιος ο Αυτοκράτορας κράτησε το χαλινάρι του γαϊδάρου  μου, η αυτοκράτειρα και οι οι ακόλουθές της με ικέτευαν με δάκρυα να παραμείνω, ενώ ο Ροβέρτος ξερίζωνε τα μαλλιά του από απελπισία. Τέτοια ζωή υπόσχομαι και σε σένα, Ιωάννα, με ευχαρίστηση χωρίς πόνο αντί για τις αμφίβολες κοσμικές απολαύσεις, ανεξαρτησία χωρίς δουλεία, ράβδο της Ηγουμένης αντί για ρόκα γνεψίματος και τον Ιησού αντί για θνητό σύζυγο. Άκουσες την Ίδα να υποστηρίζει το γάμο, άκουσες κι εμένα να υπερασπίζομαι το μοναστήρι, διάλεξε πια, Ιωάννα, ανάμεσα σε αυτήν κι εμένα.»
          Η επιλογή δεν ήταν δύσκολη. Αντίθετα μπορούσε να γίνει και με κλειστά μάτια. Γι’ αυτό, χωρίς να διστάσει καθόλου μέσα στον ύπνο της η ηρωίδα άπλωσε και τα δύο τα χέρια στη μοναχή που μιλούσε όμορφα κι ωραία, ενώ η σύντροφός της, ντροπιασμένη και χωρίς να έχει τίποτα να αντιτάξει, άρχισε να μετατρέπεται σε καπνό, όπως οι δαίμονες με γυναικεία μορφή, οι οποίοι διέκοπταν τις ευσεβείς μελέτες του Αγίου Παχώμιου, βάζοντας τα λευκά στήθη τους ή τα κόκκινα χείλη τους ανάμεσα στα μάτια του και το ευχολόγιο. Η Αγία Λιόββα, αφού φίλησε τη νέα ακόλουθή της στο μάγουλο, προσέθεσε με χαρά, «Για να πειστώ ότι η επιλογή σου για τη μοναστική ζωή είναι ειλικρινής, δε σου είπα ποιο τρισένδοξο μέλλον σου επιφυλάσσω, ποια ανεκτίμητη ανταμοιβή. Η Σεμίραμις έγινε βασίλισσα των Ασσυρίων, η Μοργάνα των Βρετανών και η Βαθίλδη της Γαλλίας. Αλλά εσύ δες τι θα γίνεις, Ιωάννα!»

Σελ. 89
          Παράξενη τότε οπτασία, όνειρο μέσα στο όνειρο, θάμπωσε τη δική μας ηρωίδα. Της φάνηκε ότι καθόταν πάνω σε θρόνο τόσο ψηλό, ώστε το κεφάλι της, στολισμένο με τριπλό διάδημα, άγγιζε τα σύννεφα, ένα λευκό περιστέρι πετούσε γύρω της δροσίζοντάς την με τα φτερά του, ενώ πολύς κόσμος στριμωχνόταν στα πόδια του θρόνου γονατισμένος. Κάποιοι από αυτούς κουνούσαν απαλά ασημένια θυμιατήρια, των οποίων οι καπνοί δημιουργούσαν γύρω της πυκνά και ευωδιαστά σύννεφα και άλλοι ανεβαίνοντας προς τα πάνω φιλούσαν με ευσέβεια τα πόδια της.
          Έτυχε ποτέ, καλέ μου αναγνώστη, να ονειρευτείς ότι σε απαγχονίζουν ή ότι πέφτεις από ψηλό σημείο σε βάθος απροσμέτρητο; Τη στιγμή που το σκοινί σφίγγει το λαιμό ή πρόκειται το σώμα σου να συντριβεί, ξυπνάς και βρίσκεσαι σε ζεστό κρεβάτι, έχοντας το νυχτερινό σκούφο στο κεφάλι και το σκυλί σου στα πόδια. Τίποτε πιο γλυκό δεν υπάρχει από αυτό το ξύπνημα. Αγγίζεις τα μέλη σου και χαίρεσαι, επειδή τα βρίσκεις σώα, ανοίγεις έπειτα τα μάτια και το παράθυρο, για να μη σε επισκεφθεί πάλι το κακό όνειρο. Αλλά, αν έτυχε να δεις καλό όνειρο, όπως ότι βρήκες τη φιλοσοφική λίθο ή φρόνιμη γυναίκα, και ξύπνησες τη στιγμή που άπλωνες το χέρι στα ουτοπικά αυτά αντικείμενα, τότε όλα σου φαίνονται δυσάρεστα και αηδιαστικά. Απωθώντας την ενοχλητική πραγματικότητα, βυθίζεις το κεφάλι κάτω από το πάπλωμα, επιδιώκοντας με κάθε τρόπο να συλλάβεις και πάλι τις εικόνες εκείνες που φεύγουν. Κάπως έτσι αισθάνθηκε και η Ιωάννα, όταν ξύπνησε μετά το

Σελ. 90
γοητευτικό εκείνο όνειρο και βρέθηκε φτωχή, απροστάτευτη και μόνη κοντά στο φρέσκο τάφο του πατέρα της. Ο φιλόξενος Αρκούλφος πλησίασε μετά από λίγο, για να προσφέρει στην ορφανή παρηγοριά και τροφή. Αλλά αυτή και τα παρήγορα λόγια και τα ανάλατα χόρτα του καλού ασκητή τα απώθησε και ρώτησε «Ποιο είναι το πιο κοντινό μοναστήρι;» - «Το μοναστήρι της Αγίας Βλιθρούρδης στη Μοσβάχη», απάντησε έκπληκτος ο γέροντας, δείχνοντας με το τρεμάμενο δάκτυλό του προς τα ανατολικά. - «Ευχαριστώ», απάντησε η Ιωάννα και, αφού έσφιξε τη ζώνη του ρούχου της, ακολούθησε την πορεία που της υποδείχθηκε, σπεύδοντας να κατακτήσει τα αγαθά που της υποσχέθηκε η Αγία Λιόββα. Από την άλλη, ο ευσεβής ερημίτης, βλέποντάς την να απομακρύνεται με μεγάλα βήματα, κατέγραψε στο ημερολόγιό του ότι μέσω των παρακλήσεών του τα δέντρα που έριχναν τη σκιά τους στο ερημητήριό του, απέκτησαν την ιδιότητα να εμπνέουν ασυγκράτητη θέληση για τη μοναστική ζωή σε οποιονδήποτε αναπαυόταν κάτω από τη σκιά τους.
          Η Ιωάννα, η οποία εξαιτίας της ανυπομονησίας της δε φρόντισε ούτε να ζητήσει ακριβείς οδηγίες για το δρόμο, όσο ο δρόμος ανοιγόταν μπροστά της, έτρεχε σαν κυνηγημένο ελάφι. Αλλά, όταν μπλέχτηκε μετά από λίγο σε στενούς αγροτικούς δρόμους και αδιέξοδα μονοπάτια, έπεσε τελικά, όπως η Δήμητρα, κοντά στην άκρη ενός πηγαδιού, για να πιει νερό και να σκεφτεί τι έπρεπε να κάνει. Στο μεταξύ η νύχτα απλωνόταν χωρίς φεγγάρι, σκοτεινή στο δάσος και μέσα σ’ εκείνο το σκοτάδι εμφανίζονταν αποκρουστικά σαν σπινθήρες

Σελ. 91
ανάμεσα στα φύλλα τα μάτια των κουκουβαγιών και των λύκων. Η δυστυχισμένη κοπέλα, μόνη της σε εκείνη τη φοβερή ερημιά, άλλοτε στεκόταν μαζεμένη στη ρίζα κάποιας γέρικης βελανιδιάς και άλλοτε αντλώντας νέες δυνάμεις από το φόβο της έτρεχε σαν φάντασμα της νύχτας ανάμεσα στα δένδρα. Με αυτόν τον τρόπο περιπλανιόταν, ώσπου διέκρινε τελικά στο πιο πυκνό μέρος του δάσους ένα δυσδιάκριτο φως, προς το οποίο οδήγησε τα πόδια της που έτρεμαν, ελπίζοντας να βρει εκεί το φιλόξενο ασκητήριο κάποιου ερημίτη. Αλλά αντί γι’ αυτό βρήκε μόνο ένα ξύλινο μικρό άγαλμα της Θεοτόκου, που βρισκόταν στο κοίλωμα ενός δένδρου, κάτω από το οποίο έκαιγε ένα από εκείνα τα θαυματουργά λυχνάρια, των οποίων το λάδι ποτέ δεν τελειώνει, όπως αναφέρουν οι αγιογράφοι της εποχής εκείνης ή σύμφωνα με άλλους ανανεώνεται κάθε μέρα από τους αγγέλους. Μπροστά στο άγαλμα έπεσε στο έδαφος η Ιωάννα και προσευχήθηκε στην Παρθένο, ζητώντας προστασία και καθοδήγηση, για να βγει από τον πολύδενδρο εκείνο λαβύρινθο. Οι προσευχές της εισακούστηκαν, όταν τριπλές φωνές γαϊδουριών απάντησαν στις δεήσεις της νεαρής και μετά από λίγο εμφανίστηκαν κάποια ζώα, σκύβοντας κάτω από το βάρος τριών ευτραφών καλόγερων, ενώ ακολουθούσε και τέταρτος γάιδαρος, σέρνοντας μονότροχο αμάξι, πάνω στο οποίο φαίνονταν δύο μακρόστενα κιβώτια, καλυμμένα σε ευσέβεια με ασημοκεντημένο ύφασμα. Οι τρεις αναβάτες των γαϊδουριών ήταν φίλοι του πατέρα της Ιωάννας, οι πανοσιότατοι Ραλήγος, Ληγούνος και Ρεγιβάλδος, μεταφέροντας στη Μουλιγχείμη [Mulinheim]

Σελ. 92
τα σώματα των Αγίων μαρτύρων Πέτρου και Μαρκελίνου, ανάμεσα στους οποίους πήρε άδεια να καθήσει η δική μας ηρωίδα πάνω στο αμάξι που κουβαλούσε τους αγίους. Οι καλοί αυτοί πατέρες, όταν έμαθαν τι συνέβη στην Ιωάννα, της διηγήθηκαν έπειτα ότι σύμφωνα με διαταγή του Ηγουμένου τους, του Εγινάρδου, πήγαν στη Ρώμη, για να αγοράσουν άγια λείψανα, αλλά, επειδή δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στην τιμή, πήγαν τη νύχτα, οδηγούμενοι από άγγελο που κρατούσε φανάρι, στην υπόγεια εκκλησία του Αγίου Τιβουρκίου και, αφού άνοιξαν τους τάφους των Αγίων Πέτρου και Μαρκελίνου, που αναπαύονταν εκεί, έκλεψαν τα οστά τους, τα οποία με χίλιους κινδύνους και κόπους πέτυχαν να μεταφέρουν στη Γερμανία. Οι ξεθαμμένοι αυτοί άγιοι φαίνονταν αρχικά να δυσανασχετούν, επειδή διαταράχθηκε η ησυχία τους. Γοεροί στεναγμοί έβγαιναν από τα φέρετρα και άφθονο αίμα έσταζε κάθε μέρα από αυτά, αλλά σιγά σιγά υποτάχθηκαν στη νέα τύχη τους και αποκτώντας πάλι τις παλιές τους συνήθειες έκαναν θαύματα, θεραπεύοντας κουτσούς, τυφλούς και παράλυτους, διώχνοντας τους πονηρούς δαίμονες και μετατρέποντας την μπύρα σε κρασί, τα κοράκια σε περιστέρια και τους ειδωλολάτρες σε χριστιανούς. Τέτοια και άλλα πολλά διηγούνταν οι πανοσιότατοι στην Ιωάννα, επαινώντας τα θαύματα των αγίων τους, όπως οι ακόλαστοι τις αρετές της Σύριας θεάς. Αλλά η Ιωάννα, ακούγοντας ακόμα ζωηρά με τα αυτιά της τις χρυσές υποσχέσεις της Αγίας Λιόββας, λίγο πρόσεχε τις ιστορίες των συνταξιδιωτών της. Δύο και τρεις φορές χασμουρήθηκε

Σελ. 93
και τελικά αποκοιμήθηκε ανάμεσα στον Πέτρο και τον Μαρκελίνο. Από φόβο μήπως πάθεις κι εσύ, αναγνώστρια, το ίδιο, σε στέλνουμε στο επόμενο κεφάλαιο για να παρακολουθήσεις την αληθινή ιστορία μας.