Κυριακή 28 Ιουνίου 2020

Πάπισσα - Μέρος Γ΄




Η ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ


---


Μέρος Γ





But the fact is that Juan have nothing planned

Unless it were to be a moment merry.

(Byron. Don Juan Canto iv)

[= Αλλά στην πραγματικότητα ο Ζουάν δεν είχε σχέδια

Παρά για μια στιγμή ευχάριστη.

Λόρδος Μπάυρον, Δον Ζουάν, μέρος 4.]





          Αγαπάς, αναγνώστη μου, το καλό κρασί; Αν πραγματικά το αγαπάς, μισείς με βεβαιότητα τους ασυνείδητους εκείνους εκμεταλλευτές, οι οποίοι από αισχρή επιθυμία για κέρδος νοθεύουν το καλό αυτό ποτό, ανακατεύοντάς το με νερό, βαφές ή δηλητήρια και αντί για θεϊκό νέκταρ προσφέρουν στα διψασμένα χείλη σου ένα ποτό χωρίς γεύση ή που προκαλεί εμετό. Τέτοιοι εκμεταλλευτές υπήρξαν από αιώνες όσοι ασχολούνταν επαγγελματικά με τη φρούρηση και τη διανομή του γενναίου κρασιού της πίστης, όπως ονόμαζε τη θρησκεία ο σοφός Αλβίνος, αλλά η παραλληλισμός ανάμεσα στους εκμεταλλευτές και τους ιερείς, το χριστιανισμό και το βαρέλι, ανήκει σε κάποια Σύνοδο του 9ου αιώνα, επομένως οι εκφράσεις μου, αν και δεν είναι ευγενικές, είναι τουλάχιστον Κανονικές. Έλεγαν, λοιπόν, ότι, όπως ο αληθινός κρασοπότης απεχθάνεται όσους νοθεύουν το κρασί, έτσι και ο καλός χριστιανός αποστρέφεται αυτούς που κάνουν αναμείξεις στη θρησκεία, για να την κάνουν περισσότερο κερδοφόρα, τις κάθε είδους επινοήσεις του κουρεμένου ή πολύτριχου κεφαλιού τους, τα θαύματα των εικόνων, τους θεούς της


Σελ. 152

ειδωλολατρίας μεταμφιεσμένους σε αγίους, τα προσκυνήματα, τα εισιτήρια του Παραδείσου, τα άγια λείψανα, τα κομποσκοίνια και τα άλλα ιερατικά εμπορεύματα, μέσω των οποίων το επάγγελμα των Αποστόλων έγινε περισσότερο αλήτικο και από την ίδια την ιατρική και από την ερμηνεία των ονείρων. Από μικρό παιδί αγαπούσα τη Χημεία, αλλά το βιβλίο μου αυτό είναι μόνο κάποια χημική ανάλυση του θρησκευτικού κρασιού, με το οποίο οι λαοί της Δύσης ποτίζονταν την εποχή του Μεσαίωνα από εκμεταλλευτές με ράσα. Όλα τα βλαβερά ζώα, τα φίδια, οι σφήκες, τα κουνούπια και οι σκορπιοί γίνονται τόσο περισσότερα φαρμακερά και κακά, όσο πιο κοντά στον ήλιο ζουν. Μόνο οι ιερείς εξαιρούνται, οι οποίοι στις χώρες της Δύσης, όπου δεν υπάρχει πολύς ήλιος, απέκτησαν μυτερά και δυνατά νύχια και δηλητηριώδη δόντια, ενώ στην Ανατολή κατάντησαν βαθμιαία αβλαβείς και υποχείρια, όπως τα χέλια της λίμνης Κωπαΐδας, αφού ούτε τρώγονται, όπως εκείνα, ούτε δαγκώνουν, όπως οι Φράγκοι, αλλά ήσυχα και τίμια ασκούν το επάγγελμά τους, κάνοντας το σταυρό τους, θυμιάζοντας, βαφτίζοντας και εξομολογώντας, επομένως θα ήταν αμαρτία να πειράξει κάποιος τους άκακους αυτούς κληρονόμους της βασιλείας των Ουρανών. Σου τα είπα αυτά, αναγνώστη, για να σε πείσω για την ορθόδοξη πίστη μου, αλλά επιστρέφω πια στους ήρωές μου.

          Μετά το θάνατο του Μεγάλου Καρόλου, ούτε ταχυδρομικοί σταθμοί ούτε χωροφύλακες ή αστυνομία υπήρχε πια στη Γερμανία και τα σαξονικά άλογα ήταν, όπως και σήμερα [τον 19ο αι.], τόσο πολύ παχουλά και αργοκίνητα, ώστε λίγο


Σελ. 153

φοβούνταν οι δραπέτες μας την καταδίωξη. Άλλωστε το ζώο τους ήταν από τα παρασημοφορημένα εκείνα ζώα, που κατάγονταν από το μακάριο γαϊδούρι, στο οποίο ανέβηκε ο Ιησούς, όταν μπήκε στα Ιεροσόλυμα, και πάνω στη ράχη του οποίου έμεινε χαραγμένο, σύμφωνα με τον μεγάλο Αλβέρτο, το σημάδι του Σταυρού, όπως η εικόνα του θείου προσώπου πάνω στο πέπλο της Βερονίκης [μάλλον εννοεί το σεντόνι με οποίο πιστεύεται ότι τυλίχθηκε το νεκρό σώμα του Ιησού και αποτελεί ιερό κειμήλιο της Καθολικής Εκκλησίας, χωρίς να έχει ακόμα αποδειχθεί ότι αυτό ισχύει, καθώς μπορεί να πρόκειται για πλαστό αντικείμενο της εποχής του Μεσαίωνα]. Αυτοί οι γάιδαροι, που ξεχωρίζουν από μία μαύρη γραμμή που τέμνεται σε σχήμα σταυρού στη μέση της ράχης τους, ονομάζονταν σταυροφόροι και μπορούσαν, αν τύχαινε ανάγκη, να συναγωνιστούν και με τα ίδια τα άλογα και με τους σκύλους στην ταχύτητα, χρησίμευαν το Μεσαίωνα μόνο στους ηγούμενους και τους ιεράρχες. Το είδος τους εξαφανίστηκε σταδιακά στην Ευρώπη, αλλά υπάρχει ακόμα χωρίς διασταυρώσεις και δυνατό στην Αίγυπτο και την Παλαιστίνη, όπου, αν πας, αναγνώστη, θα τους δεις να έχουν χρυσοκεντημένα χαλινάρια και να τρώνε βραστά κουκιά μέσα από κόκκινα δοχεία. Με ένα τέτοιο υποζύγιο έτρεχαν με ασφάλεια οι δραπέτες, όπως ο Κόκκινος Πειρατής πάνω στο φτερωτό πλοίο του, στρέφοντας το μυαλό τους σε χιλιάδες σχέδια για τη μελλοντική ζωή τους. Όταν ανέτειλε ο ήλιος μετά από λίγο, ζεστός και ασυννέφιαστος, πίσω από τις κορυφές του Βιβραστείνου, ωρίμασε τις ιδέας που φύτρωναν ξανά και ξανά στο κεφάλι τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να περιπλανηθούν σε ολόκληρο τον κόσμο πάνω στο γάιδαρο, ζητώντας φιλοξενία από τους δυνατούς, απλώνοντας το χέρι στα χείλη των πιστών και αφήνοντας σε άλλους τη φροντίδα να κάνουν


Σελ. 154

χριστιανούς τους άπιστους. Άρχισαν τις περιπλανήσεις με κατεύθυνση προς τη Μογουντία, για να παραστούν στην τελετή συμφιλίωσης του Αυτοκράτορα Λουδοβίκου με τους γιους του. Αλλά, όταν μετά από πορεία τριών ημερών έφτασαν στην πόλη εκείνη, πένθιμες ψαλμωδίες και ενοχλητικές καμπάνες αντηχούσαν από παντού αντί για χαρούμενα τραγούδια΄ και αντί για τη μυρωδιά ψητών κρεάτων, νεκρώσιμες αναθυμιάσεις λιβανιού μόλυναν την ατμόσφαιρα. Ο κακότυχος Λουδοβίκος ο Ευσεβής ή Ευήθης (Σημ. του συγγρ.: Τα δύο αυτά επίθετα του αποδίδονταν χωρίς διαφορά, σαν συνώνυμα΄ οι ιστορικοί τον ονομάζουν άλλοτε Louis le Pieux και άλλοτε Louis le Debonnaire.) είχε παραδώσει την προηγούμενη μέρα στον Πλάστη την άχολη [= χωρίς χολή, άρα καλή] ψυχή του λέγοντας «Συγχωρώ τους γιους μου, όπως συγχωρεί και ο κατάδικος τους δημίους». Το σώμα του συρόταν στην τελευταία κατοικία από τέσσερα μαύρα άλογα, τα οποία έχοντας μείνει νηστικά από την προηγούμενη μέρα προχωρούσαν μελαγχολικά, όπως τα άλογα του Ιππόλυτου, ανάμεσα σε διπλή σειρά ιερέων που κρατούσαν λαμπάδες, εξυμνώντας τις αρετές του μακαρίτη΄ επειδή ο Λουδοβίκος είχε δώσει στην Εκκλησία τη Σαρδηνία, την Κύρνο και τη Σικελία, που, αν και ήταν κυριευμένες από τους Σαρακηνούς και τους Έλληνες, ανήκαν σε αυτόν, όπως σήμερα η Κύπρος και τα Ιεροσόλυμα ανήκουν στο βασιλιά της Ιταλίας (Σημ. του συγγρ.: Τότε οι βασιλείς της Σαρδηνίας έπαιρναν τον τίτλο και του βασιλιά της Κύπρου και των Ιεροσολύμων).


Σελ. 155

Αλλά σε κάθε περίπτωση βέβαια η καλή του επιλογή άξιζε επαίνους, θυμίαμα και λιτανείες. Οι δικοί μας μοναχοί, κατεβάζοντας την κουκούλα πάνω στο πρόσωπό τους, προχωρούσαν μαζί με τον μακαρίτη στο δρόμο εκείνο, που σύμφωνα με τον Βίωνα ήταν ο πιο ομαλός από όλους (γιατί και με κλειστά μάτια τον βρίσκουμε), αλλά έπειτα απομακρύνθηκαν σιωπηλά από τα τείχη της μαυροφορεμένης Μογουντίας.

          Μετά το θάνατο του ευσεβούς Λουδοβίκου, ο αέρας της Γερμανίας δεν ήταν πια, όπως νωρίτερα, υγιεινός για τα πνευμόνια των μοναχών, από τους οποίους πολλοί άρχισαν να μεταναστεύουν, όπως εγκαταλείπουν και οι Άγγλοι με τα πονεμένα πόδια εγκατέλειψαν τη Νίκαια μετά την προσάρτησή της στη Γαλλία, λέγοντας ότι διατάχθηκαν από τον γιατρό  να αναπνέουν ιταλικό και όχι γαλατικό αέρα. Οι γιοι του Καρόλου ήταν σε διαμάχες με όπλα για την κληρονομιά του πατέρα τους, ο μεγαλύτερος, ο Λοθάριος, θέλοντας να πάρει με το μέρος του τους Σάξονες, χρησιμοποίησε, όπως οι δικοί μας Υπουργοί, μέσα διαφθοράς, επιτρέποντάς τους να σηκώσουν και πάλι τους ειδωλολατρικούς θεούς των προγόνων τους, προσφέροντας μερικές φορές ως εξιλαστήρια θυσία στους πατρικούς βωμούς χωρίς διακρίσεις κάποιον ιεροκήρυκα ή παχουλό Βενεδικτίνο. Κάποιοι κακόγλωσσοι Χρονογράφοι προσθέτουν μάλιστα ότι ο αθεόφοβος Λοθάριος κατασκεύασε μέσα στα ανάκτορα αγάλματα του Ιρμινσούλ και του Τουΐτονα, τα οποία έστειλε ως διαπραγματευτικά δώρα στους Σάξωνες και τους Θουρίγγιους, όπως στέλνουν και σήμερα οι βιομήχανοι Άγγλοι στις αποικίες τους αγάλματα ινδικών ή αυστραλιανών θεών,


Σελ. 156

λαξευμένα στα εργοστάσια του Λονδίνου από ευσεβείς Καθαριστές [αίρεση του 12ου αι. η οποία ξεκίνησε από τη Γαλλία] και Κουάκερους [αυτός ο κλάδος ιδρύθηκε το 17ο αι. στην Αγγλία, άρα είναι ετεροχρονισμός, δηλαδή δεν υπήρχαν την εποχή της Ιωάννας], φορτώνοντας στο ίδιο πλοίο ως αντίδοτο και κάποια δερμάτινα [γιατί ήταν γραμμένα σε περγαμηνές, που φτιάχνονταν από δέρματα ζώων, κυρίως κατσικιών] χειρόγραφα Αγίων Γραφών της Βιβλικής Εταιρίας, για να είναι ειρηνικό [= εύκολο] το ταξίδι κάτω από την προστασία της αγγλικής σημαίας.

          Οι διαμάχες των κληρονόμων του Λουδοβίκου έκαναν γρήγορα τη Γερμανία τόπο δύσκολο να κατοικηθεί. Το δυστυχισμένο γαϊδούρι των εραστών σκόνταφτε σε κάθε βήμα σε πτώματα ή γλιστρούσε σε βάλτους από αίμα και, καθώς σπάνια εύρισκε κριθάρι, χορτάρι ή φύλλα έφτασε στο σημείο να μασάει με τα νηστικά δόντια του αγκάθια και βάτους. Στο μεταξύ πλησίαζε ο χειμώνας ο σαξονικός, τόσο σκληρός και δυνατός, ώστε ακόμα και τα κοράκια πέθαιναν από την πείνα, επειδή δεν μπορούσαν να σχίσουν τις σάρκες των πτωμάτων, που είχαν γίνει πέτρα από το κρύο. Οι κακότυχοι δραπέτες περιπλανώνταν σαν άστεγοι στρουθοκάμηλοι πάνω στο χιόνι, ρίχνοντας κατάρες στον ακρωτηριασμένο εκείνο σάτυρο που τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν τη ζεστή και ευωδιαστή φωλιά τους. Ο φόβος των εχθρών και η σκληρότητα του χειμώνα είχε ψυχράνει τη διάθεση φιλοξενίας των Σαξόνων, ώστε μάταια τις περισσότερες φορές χτυπούσαν οι δύο μοναχοί τις πόρτες στα καλύβια και τα κοινόβια. Άλλοτε δεν τους απαντούσαν καν, άλλοτε έσκυβε από μια μικρή πορτούλα ένα σαξονικό κεφάλι κόκκινο από το κρύο ή χλωμό από τον τρόμο, παρακινώντας τους ικέτες να συνεχίσουν το δρόμο τους, ενώ σπάνια κάποιο χέρι πιο ευσπλαχνικό από το


Σελ. 157

κεφάλι τους έριχνε για το δρόμο ένα κομμάτι μαύρου ψωμιού ή αποξηραμένου ψαριού. Με αυτόν τον τρόπο περιπλανώνταν για δύο ολόκληρους μήνες, παρακολουθώντας σαν τα κοράκια τα ίχνη των στραυτευμάτων, για να ζεσταθούν στη φλόγα μιας μισοσβησμένης φωτιάς ή για να γλείψουν τα κόκκαλα που έμειναν στο τραπέζι που εγκαταλείφθηκε.  Όμως ήρθε η μέρα που κοιτώντας με φθόνο τα τσακάλια να σχίζουν τα πτώματα κάποιων στρατιωτών του Λοθάριου, τη στιγμή που η πείνα έσχιζε τα δικά τους σωθικά, όπως ο γύπας τα σωθικά του Προμηθέα, δικαίωσαν σχεδόν την άποψη του σοφού Χρύσιππου, ο οποίος ανάμεσα στα άλλα δίδασκε τους μαθητές του ότι ακόμα και η νεκροφαγία επιτρέπεται.

          Η Ιωάννα υποτάχθηκε χωρίς βογκητά σε τόσες ταλαιπωρίες, υπομένοντας την πείνα και το κρύο, όπως η καμήλα της ερήμου υπομένει τη ζέστη και τη δίψα. Ούτε αναστεναγμός ούτε παράπονο βγήκε ποτέ από τα χλωμά χείλη της, με τα οποία μερικές φορές σκούπιζε τα δάκρυα του συντρόφου της, που εκμεταλλευόταν την αφορμή να ευλογήσει τη στιγμή που στο ρεύμα της ζωής του έπιασε στα δίχτυα του το ξανθό εκείνο μαργαριτάρι. Ο χαρακτήρας των γυναικών μπορεί να συγκριθεί μόνο με το χαλκό της Κορίνθου, ο οποίος αποτελείτο από χιλιάδες διαφορετικά στοιχεία, ανάμεσα στα οποία όμως υπήρχε και ανόθευτος χρυσός. Έτσι νηστεύοντας, δακρύζοντας, παρηγορώντας τον εαυτό τους, φυσώντας στα δάχτυλά τους [για να ζεσταθούν] και πηγαίνοντας όλο και πιο νότια, σαν τα χελιδόνια και οι φυματικές Αγγλίδες, πέρασαν πάνω από τις χιονισμένους ερήμους των Βαυαρών, διέσχισαν τη λίμνη της Κωνστάντιας και


Σελ. 158

και βρήκαν τελικά φιλοξενία στη Μονή του Αγίου Γάλλου, όπου οι καλοί μοναχοί τους προσέφεραν άσυλο από τους λύκους και από τους στρατιώτες του Λοθάριου. Οι δύο εραστές ετοιμάζονταν πια να στήσουν τους πενάτες τους [οι οικιακές θεότητες των Ρωμαίων, όπως η θεά Εστία για τους αρχαίους Έλληνες] κάτω από εκείνη την ιερή και απόρθητη στέγη, όταν κάποιος περίεργος καλόγερος, κοιτώντας με προσοχή την Ιωάννα, παρατήρησε ότι τα αυτιά της ήταν τρυπημένα, αφού ταράχθηκε από την παρατήρηση αυτή, αμέσως κυριεύτηκε από παράξενες υποψίες και επιθυμίες. Αρκούσε η άκρη ενός θηλυκού αυτιού, για να ταραχθεί η ηρεμία των μοναχών τότε, όπως και σήμερα μόνο η μυρωδιά μιας γυναικείας επιστολής αρκεί, για να αναστατώσει όλους τους κατοίκους του Αγίου Όρους (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε τη σημείωση). Η Ιωάννα, επειδή φοβόταν τις συνακόλουθες ανακαλύψεις και απαιτήσεις του Όσιου Πατέρα, έπεισε τον Φρουμέντιο να φύγουν την ίδια μέρα από τη μάνδρα των περίεργων εκείνων Ελβετών.

          Από τη Μονή του Αγίου Γάλλου πήγαν στην Τίγυρο, την πιο παλιά πόλη στην Ελβετία, γνωστή για τη δύναμη των κατοίκων της και το ρακιού της, και από εκεί στην Λυκέρνα [= Λουκέρνη], όπου έφτασαν τη νύχτα, για να θαυμάσουν το τεράστιο φανάρι, το οποίο σύμφωνα με τους Χρονογράφους άφηνε τόση λάμψη, ώστε έκανε αόρατα τα αστέρια αλλά ορατούς τους λάκκους, στους οποίους έπεφταν προηγουμένως οι περισσότεροι διαβάτες, όπως ο Μιλήσιος φιλόσοφος [ο Θαλής]. Από τη Λυκέρνα κατευθύνθηκαν στο Αυεντικό,


Σελ. 159

την πρωτεύουσα των παλιών Ελουήτιων, όπου είδαν τα ίχνη των παπουτσιών του Αττίλα χαραγμένα πάνω στο σκληρό βράχο, όπως του Ιησού στο όρος των Ελαιών, και από εκεί στο Σέδουνο, όπου βρήκαν μια μικρή βάρκα, με την οποία ταξίδεψαν στο Ροδανό ποταμό μέχρι το Λούγδουνο [= πόλη που ίδρυσαν οι Ρωμαίοι στη Γαλατία, η σημερινή Λυών].

          Εκείνο το μικρό πλοίο ανήκε σε Εβραίους εμπόρους που πήγαιναν στη Μασσαλία, για να πουλήσουν χριστιανούς δούλους στους Σαρακηνούς της Ισπανίας. Την εποχή εκείνη οι απόγονοι του Ισραήλ, αντί να καταπιέζονται ήταν παντοδύναμοι στη μεσημβρινή [= νότια] Γαλλία. Ο Αυτοκράτορας δανειζόταν κάθε μέρα από αυτούς μεγάλα ποσά και πλήρωνε τους τόκους του χρέους του επιτρέποντάς τους να προσηλυτίζουν τους υπηκόους του, όπως ανεχόμαστε κι εμείς τις αδελφές του Ελέους, τις Αγίες Γραφές της Βιβλικής Εταιρίας [βρετανικός οργανισμός, βλέπε και παραπάνω], τα οράματα του Αγαθαγγέλου, των αγαθαγγελιστών [= όσοι πίστευαν στις προφητείες του Αγαθάγγελου και γενικότερα στις προφητείες για εκπλήρωση των ελληνικών εθνικών διεκδικήσεων] τις χρυσές προσδοκίες και άλλες εφευρέσεις των τριών Εγγυητριών μας [Εγγυήτριες δυνάμεις του νεοσύστατου Ελληνικού Κράτους το 19ο αι. ήταν η Αγγλία, η Γαλλία και η Ρωσία, σύμφωνα με τη Συνθήκη του Λονδίνου, του υπογράφηκε στις 6 Ιουλίου 1827]. Οι δε Εβραίοι του Λουγδούνου χρησιμοποιούσαν τα διατάγματα που είχαν αγοράσει από τον Αυτοκράτορα σαν δόντια, για να τρώνε μ’ αυτά τους χριστιανούς, σκοτώνοντας τα γουρούνια τους, κλέβοντας τα παιδιά, αναγκάζοντας τους δούλους τους να «αγιάζουν» [= να ακολουθούν τον εβραϊκό κανόνα της απόλυτης αργίας] το Σάββατο και να εργάζονται την Κυριακή, πωλώντας σαν ζώα όσους δεν υπάκουαν ή βαφτίζοντας τα παιδιά τους και προσπαθώντας μερικές φορές ακόμα και τις ερωμένες των αρχιερέων να τις κάνουν Εβραίες. Οι κακότυχοι Επίσκοποι έστελναν στον Αυτοκράτορα συνέχεια αναφορές και οι Εβραίοι


Σελ. 160

τον ένα σάκο μετά τον άλλο [με δώρα προφανώς, για να τον έχουν με το μέρους τους]. Αλλά στους πρώτους ο μονάρχης ούτε που απαντούσε, ενώ στους Ιουδαίους έστελνε στρατιώτες, για να προστατεύουν τα σπίτια τους και να αναγκάζουν τους οφειλέτες να πληρώσουν τα χρέη τους, όπως φυλακίζουν και σήμερα χριστιανοί κλητήρες του οφειλέτες του Ροσίλδου [κάποιος επιτήδειος πλούσιος τοκογλύφος της εποχής του Ροΐδη;;]. Άδικα επομένως κατηγορούμε το σημερινό αιώνα ως περισσότερο φιλοχρήματο από τους προηγούμενους. Ο χρυσός ήταν πάντα ο μόνος σεβαστός θεός στον κόσμο και οι προφήτες του ήταν οι Εβραίοι΄ μάλιστα εκείνη την εποχή και το ίδιο το Ευαγγέλιο γραφόταν με χρυσά γράμματα, για να είναι σεβαστό. 

          Ανάμεσα στους επιβάτες του μικρού πλοίου ήταν και ένας γέρος Ραβίνος, με το όνομα Ισαχάρ, ο οποίος, για να διασκεδάσει κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, προσπάθησε να προσηλυτίσει τους νεαρούς καλόγερους, επιδιώκοντας ο ασυνείδητος τοκογλύφος να πάρει από αυτούς την ψυχή τους αντί για τα ναύλα. Άρχισε λοιπόν να λέει στους νεαρούς ότι ο Ιησούς ήταν ένας τιποτένιος Εβραίος, ο οποίος, αφού διδάχθηκε την τέχνη να κάνει θαύματα από κάποιον μάγο, που ονομαζόταν Ιωάννης Βαπτιστής, είχε υποσχέθει στην κόρη του [Ρωμαίου] Αυτοκράτορα Τιβέριου να την κάνει μητέρα χωρίς ανδρική μεσολάβηση και η νεαρή κοπέλα ακολουθώντας τις συμβουλές του γέννησε πέτρα αντί για παιδί΄ γι’ αυτό θύμωσε ο Αυτοκράτορας και διέταξε τον Πιλάτο να σταυρώσει τον αλήτη, του οποίου το σώμα τάφηκε κοντά σε ένα υδραγωγείο και παρασύρθηκε τη νύχτα από το νερό που πλημμύρισε και από αυτό προέκυψε


Σελ. 161

η πεποίθηση των Ναζωραίων για την ανάσταση. Αφού έβγαλε από το στομάχι του αυτές και άλλες χυδαίες φλυαρίες ο βρομόλογος εκείνος Εβραίος, στη συνέχεια άρχισε να πλέκει στο θεό του Ισραήλ στεφάνι από σύννεφα και αστέρια. Τον παρουσίασε να κάθεται πάνω σε άρμα που το έσερναν τέσσερις πάνθηρες, όπως το άρμα του Βάκχου, να κρατάει στο δεξί του χέρι ένα πολύ μακρύ χωνί, με το οποίο φυσούσε τις διαταγές του στο αυτί των Προφητών, να γεννά από το κεφάλι του οπλισμένους δαίμονες, όπως ο Δίας γέννησε την πάνοπλη Αθηνά, να έχει φιλικές σχέσεις με τα γράμματα της αλφαβήτας, τα οποία ήταν άγγελοι με φτερά, και να αλέθει με τεράστιες μυλόπετρες το μάννα, με το οποίο φτιάχνεται το ψωμί των κατοίκων του Παραδείσου. Οι δύο νεαροί άλλοτε γελούσαν ακούγοντας εκείνες τις τερατολογίες του Ραβίνου και άλλοτε φοβούνταν μήπως εκείνες οι χυδαιότητες βυθίσουν το πλοίο στα βάθη των κυμάτων και ψιθύριζαν για αντίδοτο κάποιο τροπάριο στον Άγιο Μεδάρδο, ο οποίος, όπως ο Ποσειδώνας στους αρχαίους και ο Άγιος Νικόλαος σε μας, σήκωνε τότε και ηρεμούσε τα κύματα των νερών.

          Χάρη σ’ εκείνο το τροπάριο και την άπνοια, το μικρό πλοίο έφτασε ευτυχώς στο λιμάνι την επόμενη μέρα στο Λούγδουνο, όπου τότε είχε την έδρα του ο Άγιος Αγοβάρδος, ο μόνος από τους άγιους, του οποίου κι εγώ θα φιλούσα με σεβασμό την άκρη του ράσου. Αυτός έλεγε ότι, αφού ο Ιησούς είναι αιώνιος και πανταχού παρών, όλοι όσοι


Σελ. 162

ακολουθούν τις εντολές Του, είτε γεννήθηκαν πριν την ενανθρώπισή Του είτε μετά είτε Τον γνώριζαν είτε όχι, ήταν χριστιανοί και νόμιμοι κληρονόμοι της βασιλείας των ουρανών΄ αλλά απέρριπτε τη λατρεία των άγιων εικόνων, θεωρώντας ασέβεια την απεικόνιση με ανθρώπινη μορφή μιας άυλης θεότητας και διδάσκοντας ότι οι πρώτοι χριστιανοί είχαν τις εικόνες του Ιησού, των Αποστόλων και των Μαρτύρων ως ομοιώματα ανθρώπων, τους οποίους γνώρισαν και αγαπούσαν, όπως εμείς σήμερα έχουμε τις φωτογραφίες των φίλων που απουσιάζουν, και όχι ως αντικείμενα δεισιδαίμονος λατρείας. Επιπλέον ο καλός Επίσκοπος θεωρούσε γελοίο να πιστεύουμε ότι ο Ύψιστος υπαγόρευε στους προφήτες  κατά λέξη τι να γράψουν, όπως ο Άγγελος υπαγόρευε τα ρητά στο γάιδαρο του Βαλαάμ. Επίσης απέτρεπε τους πιστούς να κάνουν προσκυνήματα και τους διέταζε να δίνουν τα ελέη τους στους φτωχούς και όχι στις εκκλησίες, θεωρώντας αμαρτία, τη στιγμή που τόσοι πολλοί φτωχοί δεν έχουν χάλκινα νομίσματα, για να αγοράσουν ψωμί, να δίνεται χρυσός στους ιερείς, για να ανάβουν κεριά το μεσημέρι ή να στολίζουν με αναπαραστάσεις τους ναούς (Σημ. του συγγρ.: Στους Δυτικούς, εκτός από τις εικόνες, υπάρχουν στις εκκλησίες και αγάλματα της Παναγίας, ντυμένης με μεταξωτά ρούχα και στολισμένης με σκουλαρίκια και με κολιέ) ή τα στήθη των ερωμένων τους. Τέτοιες χριστιανικές ή μάλλον αιώνιες αλήθειες δίδασκε ο καλός


Σελ. 163

εκείνος ιερέας του Υψίστου, τις οποίες, αν τις είχε πει αργότερα, θα καιγόταν στη φωτιά, όπως ο Ούσιος, ή θα ριχνόταν άκλαυτος και άταφος στα βράχια, όπως ο Καΐρης [Θεόφιλος Καΐρης, 1784-1853, σημαντικότατος φιλόσοφος, πολιτικός και δάσκαλος του Γένους, από εύπορη και επιφανή οικογένεια της Άνδρου, σπούδασε στην Ευρώπη και επιστρέφοντας στην προεπαναστατική Ελλάδα προσέφερε στο ελληνικό έθνος τις υπηρεσίες του με πολλούς και διάφορους τρόπους΄ ανέπτυξε και μια προσωπική θρησκευτική θεωρία, τη «Θεοσέβεια», για την οποία δικάστηκε από εκκλησιαστικό δικαστήριο και εκδιώχθηκε τελικά από τη χώρα το 1842, αλλά, όταν επέστρεψε, συνεχίστηκε η δίωξή του και πέθανε στις φυλακές της Σύρου, τάφηκε στο λοιμοκαθαρτήριο της Ερμούπολης και μετά από λίγες μέρες το πτώμα του βεβηλώθηκε από αγνώστους]. Αλλά την εποχή εκείνη οι ιερείς της Δύσης, επειδή ασχολούνταν αποκλειστικά με την καλοπέραση και τη φιλοχρηματία, δεν είχαν ακόμα κυριευτεί από τη μανία να δικάζουν και να καίνε ανθρώπους. Αλλά την εποχή εκείνη της γενικότερης έλλειψης μόρφωσης και της διαφθοράς, αν σε κάποιον από αυτούς ερχόταν η παράξενη όρεξη να ζήσει ενάρετα ή να μιλήσει λογικά, εκείνοι έτρωγαν τη μερίδα του καλού αυτού ανθρώπου, κοροϊδεύοντάς τον για την ανοησία του και αφήνοντας σε αυτόν τον τίτλο του αγίου, ο οποίος τίτλος δινόταν τότε απλόχερα στους ιερείς, όπως σήμερα το εξοχότατος στους γιατρούς. Τέτοιος ήταν ο Αγοβάρδος, διαμάντι ανάμεσα σε χαλίκια, κύκνος ανάμεσα σε κοράκια, λάμποντας στο σκοτάδι του ένατου αιώνα σαν μαργαριτάρι στη μύτη γουρουνιού (Σημ. του συγγρ.: Παροιμ. Κεφ. ΙΔ΄, εδ. 22). Όταν τον συνάντησα [στα βιβλία], καθώς ανακάτευα με κόπο και με αηδία την κοπριά του Μεσαίωνα, αποφάσισα να ηρεμήσει για λίγο κοντά του, όπως ο κουρασμένος Άραβας κοντά σε μια πηγή στην έρημο. Σε έναν τέτοιο άνθρωπο ντρέπεται σχεδόν κάποιος να δώσει τον αστείο και καταλεκιασμένο τίτλο του Αγίου, όπως ντρέπονται και οι τίμιοι άνθρωποι της εποχής μας να φέρουν το σταυρό του Σωτήρα.


Σελ. 164

          Ο Φρουμέντιος προχώρησε μαζί με την Ιωάννα, για να φιλήσει τα χέρια του καλού Επισκόπου. Οι ταξιδιώτες τότε, μόλις έφταναν σε ξένη πόλη, αναζητούσαν την κατοικία του Αρχιερέα, όπως σήμερα ψάχνουν το Προξενείο. Εκεί παρέδιδαν τις συστατικές επιστολές τους και ζητούσαν οδηγίες ή βοήθεια, για να συνεχίσουν το ταξίδι με τα πόδια, έναντι των οποίων προσέφεραν συνήθως στον Επίσκοπο κάποια ιερά λείψανα Αγίων του τόπου τους, επειδή ανθούσε στους χριστιανούς τότε η συνήθεια να κάνουν συλλογές αγίων λειψάνων από κάθε χώρα και εποχή, όπως πέρυσι στην Αθήνα μάζευαν γραμματόσημα. Οι δικοί μας πεζοπόροι, επειδή είχαν πολλά να ζητήσουν και τίποτα να προσφέρουν στην Αγιότητά του, παρουσιάστηκαν μπροστά του κόκκινοι από ντροπή και μαζεμένοι, όπως οι πεινασμένες χήρες των ηρώων μας που πολέμησαν τους Τούρκους στα κατώφλια των υπηρετών της βασιλικής αυλής. Αλλά ο Άγιος Αγοβάρδος, επειδή ήταν συνηθισμένος, όπως οι εξομολογητές ιερείς και οι γιατροί, να εξετάζει νεφρά και καρδιές, γνώριζε πώς να ξεχωρίζει την αξία του ανθρώπου, ακόμα κι αν ήταν κρυμμένη κάτω από κουρέλια. Κάλεσε στο λιτό του τραπέζι το πολυπαθές εκείνο ζευγάρι και θαύμασε των νεαρών καλεσμένων του την ομορφιά, τη σοφία και την αδελφική στοργή και τους συνέκρινε με τον Κάστορα και τον Πολυδεύκη. Όταν ήρθε η ώρα να φύγουν, τους έδωσε καλές συμβουλές, καινούργια παπούτσια, την ευχή του και χρήματα, για να συνεχίσουν το ταξίδι τους πεζοί.

          Αυτοί ταξίδεψαν με πλοίο και πάλι κατά μήκος του ποταμού Ροδανού, έφτασαν μετά από έξι μέρες στην Αρελάτια, την ένδοξη


Σελ. 165

τότε έδρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, γνωστή τώρα για τα σύκα και τις παρθένες της, οι οποίες χρωστούν την ομορφιά τους, όπως και τα αγγλικά άλογα, στην ανάμειξη με τους Άραβες. Οι δύο ταξιδιώτες, αφού θαύμασαν τα ερείπια του αυτοκρατορικού οίκου, τη Μητρόπολη, το αμφιθέατρο και τον οβελίσκο, ένιωσαν την ανάγκη να φροντίσουν και για το στομάχι τους, που ήταν για πολύ καιρό άδειο, όπως ο ναός της Αθηνάς, μπροστά από τον οποίο βρίσκονταν εκείνη τη στιγμή. Κατευθύνθηκαν λοιπόν προς το εκεί γυναικείο μοναστήρι, το πιο παλιό στη Γαλλία, το οποίο ίδρυσε ο Άγιος Καισάριος τον 6ο αιώνα, γράφοντας, όπως λένε, με το αίμα του τον κανονισμό, όπως ο Δράκων τους νόμους του και ο Ερρίκος ο Γ΄ τις επιστολές προς την ερωμένη του (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε του Σατωβριάνδου Analys. histor.). Ο κανονισμός αυτός ήταν πολύ σκληρός, όπως το ράσο του άγιου συντάκτη του. Σε κανένα ξένο, είτε άνδρα είτε γυναίκα, δεν επιτρεπόταν η είσοδος στο κοινόβιο και στις μοναχές δεν επιτρεπόταν ούτε το κεφάλι τους να προβάλλουν στα παραθυράκια της εισόδου και όσες από αυτές έπλεναν το σώμα τους, χτένιζαν τα μαλλιά και έδειχναν γελώντας τα δόντια τους ή περπατούσαν, μαστιγώνονταν με βούνευρα [= είδος μαστίγιου με προέλευση από την αρχαία Αίγυπτο, οι δερμάτινες λωρίδες του οποίου κατέληγαν σε καρφιά ή μεταλλικά σφαιρίδια, για να σκίζουν τη σάρκα] ή ρίχνονταν αλυσοδεμένες σε υπόγειες φυλακές. Αλλά σε τέτοιους κανόνες ήταν αδύνατο να υποταχθούν για πολύ καιρό οι κοπέλες της


Σελ. 166

ζεστής Προβιγγίας που αγαπούσαν τις ηδονές. Οι αξιολύπητες παρθένες μαραίνονταν στο κοινόβιο, όπως τα φυτά στη συλλογή ενός βοτανολόγου, μέχρι που καταπάτησαν με τα σανδάλια τους τη γριά Ηγουμένη τους και τους σκληρούς κανόνες του Αγίου Καισαρίου και ξανακέρδισαν με τη ελευθερία το χρώμα και τη ζωντάνια τους. Από τότε η διοίκηση της μονής γινόταν με σύνταγμα, χτίστηκε θέατρο στο χώρο, έβγαιναν δύο φορές την εβδομάδα και νήστευαν όταν πονούσαν τα δόντια τους. Όταν προσπάθησε ο ευσεβής Λουδοβίκος να οδηγήσει πάλι τις αποπλανημένες αυτές αμνάδες κάτω από το ζυγό του Αγίου Βενέδικτου, εκείνες απάντησαν στην πολυμελή Σύνοδο ότι χρωστούν υπακοή μόνο στην Ηγουμένη, ενώ τις νηστείες και την αγνότητα θα τα τηρούσαν όσο μπορούσαν, αλλά δεν επιθυμούσαν ούτε με όρκο ούτε με οποιαδήποτε υπόσχεση να δεσμευτούν, από φόβο, όπως έλεγαν, μήπως στο αμάρτημα της σάρκας προσθέσουν και την καταπάτηση του όρκου. Τέτοια ήταν τότε η κατάσταση στα περισσότερα παρθενοτροφεία στην Ευρώπη, τα οποία ο Άγιος Πέτρος Δαμιανός ονόμαζε παρθενοφθορεία [= εκεί όπου φθείρονται/καταστρέφονται οι παρθένες].

          Όταν ξέχασε ο ήλιος, όπως συχνά συμβαίνει στην Προβιγγία, ότι ήταν ακόμα χειμώνας, βρισκόταν στη μέση του ουρανού και ζέσταινε τις πλάκες της αυλής του Μοναστηριού, όταν παρουσιάστηκαν στην είσοδό του οι δύο πεζοί ταξιδιώτες. Η θυρωρός ροχάλιζε δίπλα στην ανοιχτή πόρτα, την οποία πέρασαν οι τυχοδιώκτες και, αφού για λίγο περιπλανήθηκαν στις έρημες στοές και σιωπηλούς διαδρόμους, έφτασαν τελικά στο


Σελ. 167

υπνωτήριο [= χώρο ύπνου], όπου συνήθως στις ζεστές περιοχές περνούσαν το μεσημέρι οι μοναχές παρθένες. Ψάθινα καλύμματα στα παράθυρα προστάτευαν από τον ήλιο του μεσημεριού τα βλέφαρα αυτών που κοιμούνταν και το μισόφως έκανε ακόμα πιο χαριτωμένες τις ρασοφόρες εκείνες Αφροδίτες. Ανάμεσα σε αυτές τις νύφες του Ιησού, όπως και στο γυναικώνα του Σουλτάνου, υπήρχαν παρθένες από κάθε έθνος και με κάθε παρουσιαστικό, κοκκινομάλλες από την Ελβετία, άσπρες σαν το γάλα από τις κατσίκες τους και ήρεμες σαν τις λίμνες της πατρίδας τους, νεοφώτιστες Σαρακινές, με μαύρα μαλλιά σαν το κάρβουνο και ζεστές όπως εκείνο, γελαστές Γαλλίδες και βοσκοπούλες που μεγάλωσαν τα Πυρηναία όρη. Ο κοιτώνας του κοινοβίου έμοιαζε με τους βοτανικούς εκείνους κήπους, στους οποίους ανθίζουν λουλούδια κάθε είδους, διαφορετικά στο χρώμα, τη μυρωδιά και την προέλευση αλλά συγγενή στην ομορφιά και αιχμάλωτα μέσα σε μια γυάλινη φυλακή. Άλλη από τις κοιμισμένες, κυριευμένη από παθιασμένο όνειρο, χαμογελούσε στηρίζοντας πάνω στο μπράτσο της το φλογισμένο μάγουλό της, ενώ τα ταραγμένα στήθη της αχνοφαίνονταν κάτω από το λευκό ρούχο της, όπως η σελήνη φαίνεται πίσω από ένα σύννεφο, άλλη χλωμή και συνοφρυωμένη έμοιαζε με άγαλμα της κοιμισμένης Λύπης, βλέποντας ίσως στον ύπνο της τις όχθες της πατρίδας της ή τα χείλη της μητέρας της, άλλη φαινόταν να απλώνει τα χέρια της στη βέργα της Ηγουμένης και άλλη να ανοίγει την αγκαλιά της στον ουράνιο μνηστήρα της. Αλλά οι περισσότερες κοιμώνταν ήσυχα και σεμνά, όπως οι Φαραώ μέσα στη μεγάλη πυραμίδα, μερικές μάλιστα ροχάλιζαν κιόλας, αλλά


Σελ. 168

αυτές ήταν γριές που ονειρεύονταν τη μακαριότητα του Παραδείσου.

          Οι δύο εραστές ξέχασαν την πείνα τους, θαυμάζοντας τις ποικίλες εκείνες προσωποποιήσεις του Μορφέα [= αρχαία ελληνική θεότητα, γιος του Ύπνου], όταν ακούστηκε ξαφνικά η φωνή του ασημένιου κόκορα, με τον οποίο ήταν στολισμένο το ρολόι του κοιτώνα, ένα αριστούργημα αραβικής τέχνης, που ήταν δώρο ενός Σαρακηνού ηγεμόνα, ο οποίος φιλοξενήθηκε στη Μονή, όπου βρήκε σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, όλες τις απολαύσεις των ανακτόρων του. Στον ήχο εκείνο, ένα πλήθος από μάτια μαύρα, γαλάζια, γκρίζα ή καστανά αποτίναξαν τον ύπνο και άστραψαν σαν αστέρια στο μισόφως του δωματίου, καρφωμένα με περιέργεια στους δύο απροσδόκητους ξένους. Οι μοναχές της εποχής εκείνης ούτε σεμνότυφες ούτε δειλές ήταν, ενώ των δικών μας ηρώων το παρουσιαστικό δεν είχε τίποτα που να προκαλεί φόβο, αντίθετα ο αδελφός Φρουμέντιος ήταν υγιέστατος και δυνατός σαν το λείριο [σήμερα ονομάζεται λίλιουμ, στα ελληνικά είναι ο κρίνος] της Ολλανδίας και ο Ιωάννης σαν βιολέτα του λιβαδιού ήταν χαριτωμένος και τρυφερός. Οι παρθένες του μοναστηριού, επειδή αγαπούν τα λουλούδια, όπως όλοι οι φυλακισμένοι, σπρώχνονταν άσπρες και θορυβώδεις σαν τα κύματα της θάλασσας γύρω από τους νέους μοναχούς, ρωτώντας ποιοι ήταν και πώς φύτρωσαν στον κοιτώνα τους. Αφού ικανοποίησαν την περιέργειά τους, φρόντισαν να ικανοποιήσουν και την πείνα των ξένων, προσκαλώντας τους να καθήσουν μαζί τους στο τραπέζι του ηλιοβασιλέματος, όπου πρώτα γεύτηκαν τα παιδιά εκείνα της Άρκτου [= του βορρά] τους γλυκούς καρπούς του νότου, τα σύκα και τις σταφίδες,


Σελ. 169

για τις οποίες ρωτούσε η σοφή Ιωάννα, γλείφοντας τα χείλη κα τα δάκτυλά της, αν αυτά ήταν ο γλυκός καρπός του λωτού.

          Τρεις μήνες αναπαύθηκαν οι δύο εραστές ανάμεσα στις φιλόξενες παρθένες, στις οποίες οι κανόνες επέτρεπαν να έχουν κοντά τους κηπουρούς και εξομολογητές, για να κυβερνούν τις ψυχές τους και να ποτίζουν τους κήπους του μοναστηριού τους, όπως έλεγαν οι καλοί Χρονογράφοι, οι οποίοι βέβαια δε μάντευαν πόσων παρεξηγήσεων και βρόμικων λογοπαίγνιων αφορμή έμελλε να δώσει στους εχθρούς της θρησκείας η φράση αυτή, η οποία δίνει υλικό μόνο για το χιαστό σχήμα στην άκακη πένα μου. Όλα στην αρχή προχωρούσαν κατ’ ευχή και οι δύο ήρωές μας πάχαιναν και ξεχνούσαν την πατρίδα τους κάτω από τον γλυκό ουρανό της Προβιγγίας, κάτω από τον οποίο ξεχνούν σήμερα και οι Χιώτες το μυρωδάτο νησί τους. Όπου καλό, εκεί πατρίδα, έλεγε ο Ευριπίδης (Σημ. του συγγρ.: Πατρίδα είναι για να είναι ευτυχισμένος κάποιος.). Παντού φυτρώνει ο μελένιος καρπός του λωτού, που προσφέρεται σε κάθε είδους μορφή στα αχόρταγα χείλη των ανθρώπων, όπως ο θρόνος στους βασιλείς και όπως η όμορφη παρθένα στους εραστές, όπως ο χρυσός στους εμπόρους και όπως οι έπαινοι στους τεχνίτες. Και στις χιονισμένες κορυφές των βουνών ακόμα και στην άμμο της ερήμου βλάσταινε νωρίτερα ο λωτός, όταν


Σελ. 170

οι ερημίτες αναζητούσαν εκεί την αγιότητα και οι δούλοι την ελευθερία, αλλά σήμερα κατάντησε φυτό του κήπου σαν το πράσο και γι’ αυτό ίσως τον εξόρισαν οι ποιητές του Ελικώνα [βουνό στη Βοιωτία].

          Έλεγαν, λοιπόν, ότι οι δύο μοναχοί, όταν βρήκαν και πάλι την ανάπαυσή τους, πάχαιναν και ζούσαν ευχαριστημένοι στη γυναικεία μάνδρα. Αλλά μετά από λίγο καιρό η Ιωάννα κυριεύτηκε από κάποια άγνωστη και φοβερή αρρώστια. Τα μάγουλά της βαθούλωναν, όπως τα πλοία των Αχαιών, και τα μάτια της θόλωναν και έχαναν τη λάμψη τους, όπως τα αστέρια το πρωί, αντί για φαγητό έτρωγε τα νύχια της και αντί να κοιμάται αναστέναζε όλη τη νύχτα. Ο σύντροφός της δε σταματούσε να τη ρωτά τι έχει, αλλά αυτή απαντούσε μόνο με δάκρυα και βογκητά, όσες φορές την πλησίαζε για να τη φιλήσει, και του έστρεφε την πλάτη αντί για το μάγουλο και τον έστελνε να φιλήσει άλλοτε την αδελφή Μάρθα άλλοτε την οσία Βαθίλδη ή κάποια άλλη παρθένα. Ο καλός Φρουμέντιος, συνηθισμένος να υπακούει σε όλες τις διαταγές της αγαπημένης του, έτρεχε να εκτελέσει την παραγγελία της, αλλά, όταν επέστρεφε να ζητήσει την ανταμοιβή της πρόθυμης υποταγής του, έβρισκε ο κακότυχος νεαρός προσβολές αντί για ευχαριστίες και νύχια αντί για χείλη.

          Αφού περιέγραψα τα συμπτώματα, νομίζω ότι είναι περιττό να πω ποια ήταν η αρρώστια. Η θέση της φτωχής ηρωίδας μου ήταν πόσο περισσότερο οικτρή, εφόσον έλιωνε από ασταμάτητη ζήλεια, ώστε δεν μπορούσε καν να συμπεριφερθεί αντάξια στον εραστή της και ήταν άοπλη, καθώς φορούσε την ανδρική στολή της


Σελ. 171

σαν τίγρη μέσα σε σιδερένιο κλουβί. Οι άλλες μοναχές συσσώρευαν υποθέσεις κι άλλες υποθέσεις, όπως οι γίγαντες βουνά το ένα πάνω στο άλλο, προσπαθώντας να μαντεύσουν από ποια παράξενη μανία είχε κυριευθεί εκείνος ο ξανθός και καλός καλόγερος, ο οποίος όχι μόνο απέφευγε τα χάδια τους, όπως τα λυσσασμένα σκυλιά το νερό, αλλά και οργιζόταν εναντίον του συντρόφου του, όσες φορές τον έβλεπε να συζητάει μαζί τους. Στις αρχές αυτού του αιώνα [του 19ου] όλες οι αρρώστιες αποδίδονταν στον ερεθισμό του στομαχιού και με την ονομασία γαστρεντερίτιδα θεραπεύονταν χωρίς εξαιρέσεις με βδέλλες από τον αιμοβόρο Προυσσαίο [μάλλον γιατρός του 19ου αι. στην Ελλάδα, αλλά δεν υπάρχουν πληροφορίες], ενώ τον ένατο αιώνα όλα και τα ψυχικά και τα σωματικά πάθη αποδίδονταν στην ύπαρξη δαιμόνων στο σώμα, εναντίον των οποίων ως μόνο φάρμακο υπήρχαν οι εξορκισμοί και τα λείψανα των αγίων. Η θεολογία και η ιατρική, από τις οποίες περιμένουμε τη σωτηρία της ψυχής και του σώματός μας, είναι οι μόνες επιστήμες που υπάρχουν, όπως τα ρούχα της μόδας. Όσα πίστευαν οι πρόγονοί μας, σήμερα τα ονομάζουμε μυθολογία και οι ίδιοι οι ιατροκουρείς [= κουρείς που παρείχαν και ιατρικές υπηρεσίες] κοροϊδεύουν τις θεραπείες του Γαληνού [γιατρός του 2ου αι. μ.Χ. από την Πέργαμο που περιέθαλπε μέχρι και αυτοκράτορες στην αρχαία Ρώμη] και του Παράκελσου [φημισμένος αλχημιστής του 16ου αι. στην Κεντρική Ευρώπη]. Ο Θεός ξέρει τι θα λένε και οι επόμενοι από μας, όταν διαβάσουν όσα γράφτηκαν για τη Χρωμίδρωση (Σημ. του συγγρ.: Αρρώστια άγνωστη μέχρι το 1862, η οποία χαρακτηρίζεται από μαύρο ιδρώτα που τρέχει από τα βλέφαρα και η οποία προέρχεται από την αλλοίωση των υγρών ή σύμφωνα με άλλους από κάποια μαύρη βαφή, την οποία βάζουν οι άρρωστοι στα βλέφαρα. Βλέπε τα διάφορα άρθρα της Gazette des Hopitaux, της χρονιά που προαναφέρθηκε). 


Σελ. 172 

από την Ιατρική Ακαδημία του Παρισιού ή για την άσπιλη σύλληψη της Αγίας Άννας τη μελέτη του Πάπα Πίου, και τι θα πουν και για τα θαύματα της Πεψίνης [= στομαχικό ένζυμο που όταν πρωτοανακαλύφτηκε, δεν έπειθε για την ύπαρξή του] και για τη θαυματουργή εικόνα στην Τήνο.

          Όταν έγινε συμβούλιο των μοναχών, αποφασίστηκε να σταλεί για θεραπεία ο αδελφός Ιωάννης στη σπηλιά της Αγίας Μαγδαληνής στην Αγία Βώμη, όπου είχε φυτρώσει ένα δένδρο, που η μυρωδιά του έδιωχνε τότε τους δαίμονες και θεράπευε τους τυφλούς, όπως ο καπνός των ψαριών την εποχή του Τωβίτ (Σημ. του συγγρ.: «Η καρδιά και το συκώτι των ψαριών, για να ενοχλεί κάποιο δαίμονα, πρέπει να καπνιστούν μπροστά σε άνθρωπο ή γυναίκα, για να φύγει, ενώ η χολή να σταλάξει σε όποιον έχει γλαύκωμα στα μάτια και θα θεραπευθεί.» Τωβίτ, Κεφ. Στ΄, εδάφια 7 και 8) Ο καλός Φρουμέντιος, αφού ανέβασε στο πιστό ζώο τη δαιμονισμένη αγαπημένη του, την οδήγησε με βαριά καρδιά στο άγιο σπήλαιο, στρέφοντας πολλές φορές το κεφάλι του προς τα πίσω και ρίχνοντας κατάρες στους ευνούχους και στους δαίμονες, που τους έσπρωχναν κάθε μέρα σε νέες παραλίες, όπως η κατάρα του Ιησού τον Ιουδαίο παπουτσή.

          Η ζήλεια, όταν δεν είναι αρρώστια «ιδιοπαθής» [χαρακτηρισμός για αρρώστια που δεν έχει γνωστά παθολογικά αίτια] ή συνταγματική (Σημ. του συγγρ.: Το Syphil…. Constitutionnelle μεταφράζεται ως Συνταγματική συφ... [= σύφιλη] στο κουτί των αντισυφ.... χαπιών που πωλιούνται στην Κωνσταντινούπολη.), όπως η «θεσοθηρία» [= το κυνήγι θέσεων] στην Ελλάδα, είναι πάντα κακή και ενοχλητική αρρώστια, αλλά έχει και το καλό ότι σταματάει αμέσως,


Σελ. 173

μόλις σταματήσουν να υπάρχουν τα αίτια που την υποκινούν, όπως η ναυτία όσων ταξιδεύουν στη θάλασσα, μόλις σταματήσει το πλοίο. Έτσι ησύχασε και ο κακιασμένος δαίμονας που βασάνιζε στη δική μας ηρωίδα, μόλις η παρουσία των αντίζηλών της σταμάτησε να ακονίζει τα νύχια και τα δόντια του. Προτού φτάσουν στα μισά της διαδρομής, η Ιωάννα είχε ήδη ξαναβρεί την όρεξη και την καλή της διάθεση, επομένως η Αγία είχε λίγα να κάνει για την ολοκληρωτική θεραπεία της. Όταν έφτασαν μετά από πορεία τριών ημερών στους πρόποδες του βουνού, στην κορυφή του οποίου ανοιγόταν το σπήλαιο, άρχισαν οι μοναχοί να ανεβαίνουν με κόπο την απότομη ανηφόρα, ακολουθούμενοι από το γάιδαρό τους, ο οποίος, επειδή ήταν νηστικός και έτρεχε από την προηγούμενη μέρα, κουνούσε μελαγχολικά το κεφάλι του, σαν να του ήταν βάρος η άθλια ζωή του. Οι πρώτοι γονείς του δυστυχισμένου αυτού ζώου έφαγαν ίσως κι εκείνοι μερικά στάχυα κριθαριού σε κάποια γωνία του Παραδείσου, αλλά οι απόγονοί τους πληρώνουν το φόρο, όπως κι εμείς, για το προγονικό αμάρτημα. Μετά από δίωρη ανάβαση πάτησαν τελικά οι τρεις προσκυνητές πάνω στο δενδρόφυτο οροπέδιο, στο κέντρο του οποίου ήταν το σκιερό σπήλαιο, όπου η ξανθή κόρη της Γεννησαρέθ έκλαιγε για τριάντα χρόνια τις αμαρτίες της. Στη μέση του σπηλαίου αυτού φαινόταν ένας λάκκος, που σκάφτηκε στο βράχο από τα δάκρυα της Αγίας, τα οποία, καθώς έπεφταν, μεταμορφώνονταν σε μαργαριτάρια, που η ερημίτισσα τα μοίραζε στους φτωχούς. Κοντά στο λάκο


Σελ. 174

αυτό αναπαυόταν το σώμα της, που τοποθετήθηκε εκεί από τους Αγίους Λάζαρο, Τρόφιμο και Μαξίμινο, όταν ήρθαν και εκείνοι στη Γαλλία, όπου κατέφευγαν τότε όσοι είχαν καταγραφεί ως μαθητές του Ιησού, όπως σήμερα οι οπαδοί του Μαζίνη καταφεύγουν στη Μεγάλη Βρετανία. Ένα ευωδιαστό και πάντα ανθισμένο μικρό δένδρο έριχνε τη σκιά του στον τάφο, δείχνοντας στους προσκυνητές πού έπρεπε να γονατίσουν. Μπροστά σε αυτό, γονατισμένοι οι εραστές άρχισαν με ταπεινή φωνή και με την καρδιά τους να ψάλλουν το τροπάριο της αγιασμένης εκείνης πόρνης, της οποίας οι αμαρτίες έκαναν περισσότερες γυναίκες αμαρτωλές, από όσες η μετάνοιά της. Όλοι θέλουμε να μοιάσουμε κάπως στους σπουδαίους άνδρες, μιμούμαστε τα ελαττώματά τους, όσες φορές δεν μπορούμε να μιμηθούμε τις αρετές τους. Πολλοί έγιναν μέθυσοι, για να έχουν κάτι κοινό με τον Αλέξανδρο, ενώ οι αυλικοί του μεγάλου Λουδοβίκου έβγαζαν τα δόντια τους, για να μοιάσουν στον μονάρχη. Αλλά της ωραίας Μαγδαληνής τα σφάλματα και η αγιοσύνη χιλιάδες φορές προσέλκυσαν περισσότερους μιμητές. Οι λίγες καλές χριστιανές που έμειναν, αυτήν έχουν ως αντικείμενο λατρείας και πρότυπο της ζωής τους, δαγκώνοντας τον απαγορευμένο καρπό, όσο ακόμα έχουν αληθινά δόντια, και έπειτα προσφέρουν στον Θεό τις ρυτίδες και τις περούκες τους ως αντίτιμο για τον Παράδεισο.

          Καθώς οι δύο προσκυνητές επικαλούνταν τις χάρες της Αγίας, ο γάιδαρος, που τους είχε ακολουθήσει στο σπήλαιο αναζητώντας καταφύγιο από τον ήλιο, μύριζε το


Σελ. 175

μικρό δένδρο πάνω από τον τάφο της Αγίας με συνεχώς αυξανόμενη επιθυμία. Το κακότυχο ζώο από πολύ καιρό είχε να γευτεί φρέσκια τροφή, αλλά, επειδή είχε πάρει μοναστηριακή ανατροφή, ήξερε να σέβεται τα άγια, αλλά υπήρχε τρομερή διαμάχη στην καρδιά του ανάμεσα στην πείνα και την ευσέβεια. Τα μάτια του δάκρυζαν, τα ρουθούνια του άνοιγαν, άνοιγε κι έκλεινε το στόμα, γλείφοντας απαλά τα ευωδιαστά εκείνα φύλλα με την άκρη της γλώσσας του, όπως ένας εραστής τα χέρια της κοιμισμένης αγαπημένης του, από φόβο μην την ξυπνήσει. Αλλά τελικά επικράτησε πάνω σε κάθε άλλο αίσθημα η πείνα. Γέρνοντας τα μακριά αυτιά του, όπως συνηθίζουν οι όμοιοί του, όσες φορές ετοιμάζονται να κάνουν κάποια ανοησία, με τόση δύναμη κούνησε με τα δόντια του το θαυματουργό εκείνο δενδράκι, ώστε ξεριζώθηκε και έμεινε σηκωμένο στο βέβηλο στόμα του. Όταν είδαν οι εραστές ότι είχε αρπαχθεί ο βωμός, μπροστά στον οποίο προσεύχονταν, σηκώθηκαν με φρίκη καρφώνοντας τα έντρομα μάτια τους πάνω στο ιερόσυλο ζώο και ακόμα πιο έντρομα βλέποντας το άφθονο αίμα, που έσταζε από τη ρίζα του φυτού, ενώ από την ανοιγμένη τρύπα ακούγονταν θρηνητικοί αναστεναγμοί, όπως του Πολύδωρου, όταν έβγαζε ο Αινείας από το σώμα του τα βέλη που είχαν βλαστήσει. Επιπλέον ακουγόταν μια πένθιμη γυναικεία φωνή να ρίχνει τέτοιες κατάρες στο λαίμαργο ζώο «Από την καρδιά μου και όχι από το αναίσθητο κορμί μου ρέει αυτό το αίμα. Να πέσουν οι κατάρες πάνω σε σένα που την έσχισες΄ θα σκύβεις κάτω από βαρύ φορτίο και θα τρως ξύλο όλες τις ημέρες της ζωής


Σελ. 176

σου». Από την ημέρα εκείνη υποφέρουν οι γάιδαροι διπλή κατάρα, όπως οι Ιουδαίοι. Και οι δύο, σκορπισμένοι σε όλη τη γη, δέχονται βρισιές, χτυπήματα και περιφρόνηση, πληρώνοντας εκτός από το προγονικό  αμάρτημα που επιβαρύνει όλους μας, και την τιμωρία του δεύτερου αμαρτήματος, με πρώτο το θάνατο του θεού και με δεύτερο την ιερόσυλη λαιμαργία. Ο γάιδαρος που ήταν υπεύθυνος γι’ αυτήν τη δεύτερη πτώση, έγινε πιο δυστυχισμένος και από τον ίδιο τον Αδάμ και δεν πρόφτασε ούτε να χωνέψει τον απαγορευμένο καρπό, αλλά κυριεύτηκε από φοβερούς σπασμούς και παρέδωσε αμέσως το πνεύμα του στην κιβωτό του Υψίστου, όπως ο Οζάς [Ισραηλίτης που ξαναέχτισε την Ιεριχώ με τους δυο γιους του]. Από τότε οι τυφλοί, οι κουτσοί, οι δαιμονισμένοι και οι παράλυτοι της Προβιγγίας, όσοι είχαν θεραπευτεί νωρίτερα από το δένδρο της Μαγδαληνής, πηγαίνουν κάθε χρόνο στο μέρος, όπου βρίσκονται τα άταφα κόκκαλα του πλάσματος που εξαφάνισε το θαυματουργό φάρμακό τους, και εκεί συσσωρεύουν χιλιάδες κατάρες στη μνήμη του και χιλιάδες πληγές στη ράχη των απογόνων του.

          Οι δύο προσκυνητές, των οποίων οι τρίχες ήταν όρθιες από τη φρίκη και τα δόντια τους χτυπούσαν όπως τα κροτάλια μιας Ισπανής χορεύτριας, έφυγαν από το βουνό κατρακυλώντας στην πλαγιά με ορμή, όπως οι χιονοστιβάδες των Πυρηναίων, και δε σταμάτησαν μέχρι που είδαν από μακριά τα γαλανά νερά της Μεσογείου. Αφού αναπαύθηκαν τότε για μερικές ώρες κάτω από τη σκιά μιας βελανιδιάς, περπάτησαν και πάλι όλη τη νύχτα και το πρωί μπήκαν στην Τουλώνη [η γαλλική πόλη Τουλόν, ελληνοποιημένη με ελληνική κατάληξη], έχοντας ακόμα στα αυτιά τους να τρέχει σαν χείμαρρος την κατάρα της Μαγδαληνής που σκότωσε το γάιδαρο και του


Σελ. 177

κακόμοιρου ζώου τα επιθανάτια μουγκρητά.

          Το λιμάνι της Τουλώνης ήταν άδειο, εκτός από μία βενετική τριήρη, που, αφού μετέφερε από την Αλεξάνδρεια στη Βενετία το σώμα και το χειρόγραφο Ευαγγέλιο του Αγίου Μάρκου, στη συνέχεια πήγε στις ακτές της Προβιγγίας, για να αγοράσει δούλους, τους οποίους επρόκειτο να ανταλλάξει στα λιμάνια της Ανατολής με λιβάνι, βαμβάκι και άγια λείψανα. Η εποχή εκείνη ήταν ο χρυσός αιώνας της σωματεμπορίας. Βενετοί, Αμαλφίτες [Αμάλφι, ιταλική πόλη], Πισανοί [από την Πίζα της Ιταλίας] και Γενουήνσιοι [από τη Γένοβα της Ιταλίας] διάβαιναν σαν καρχαρίες τη Μεσόγειο, συναγωνιζόμενοι ποιος πρώτος να αγοράσει περισσότερους ανθρώπους από οπλαρχηγούς και ληστές, οι οποίοι μετά το θάνατο του Καρόλου λεηλατούσαν τη Γαλατία και την Ιταλία, ασκώντας το επάγγελμά τους ελεύθερα και ανενόχλητα, όπως συμβαίνει σήμερα στην Αττική. Αλλά εκείνοι τουλάχιστον αντί να ληστεύουν και τους συγγενείς τους ακόμα, ζητώντας λύτρα, άναβαν φωτιές στην όχθη της θάλασσας, για να ειδοποιήσουν τους αγοραστές που έπλεαν πιο πέρα, στους οποίους πουλούσαν την ίδια μέρα τον αιχμάλωτο, ωφελώντας περισσότερο παρά βλάπτοντας τους κληρονόμους τους. Οι ιερείς αναθεμάτιζαν μερικές φορές όσους έκαναν τέτοιο εμπόριο, αλλά και δέχονταν από αυτούς χρυσοκεντημένες στολές, πολύτιμα αρώματα, σταυρούς στολισμένους με πολύτιμους λίθους και άλλα προϊόντα της βιομηχανίας τους, όπως και σήμερα οι Άγγλοι, που αγαπούν τους μαύρους, εκφράζονται αρνητικά εναντίον της δουλείας, ενώ ανακατεύουν στο τσάι τους ζάχαρη και ρούμι, τον ιδρώτα και το αίμα των


Σελ. 178

μαύρων. Κάποιες κακές γλώσσες διατυμπάνιζαν μάλιστα ότι πολλοί από τους αξιωματούχους της παπικής αυλής, ανάμεσα στους οποίους και ο κηριμονάριος, δηλαδή ο Αρχηγός της Αυλής, είχαν μυστικές σχέσεις με τους αρχιληστές, αποσκοπώντας στον πλουτισμό και το στολισμό της Εκκλησίας.

          Το πλοίο ήταν έτοιμο να φύγει, ενώ στην παραλία βρισκόταν δεμένη μια μικρή βάρκα, περιμένοντας την επιστροφή του πλοιάρχου, ο οποίος είχε πάει να συναντήσει τον ανταποκριτή του τον Ιουδαίο, για να συμπληρώσει το φορτίο. Μετά από λίγο εμφανίστηκε ο τίμιος αυτός θαλασσινός, ακολουθούμενος από οκτώ ναύτες, που κρατούσαν ένα μαστίγιο στη δεξί χέρι και με το αριστερό ένα σκοινί, στην άκρη του οποίου ήταν δεμένοι ανά δύο σαν τρυγόνια στην αγορά οι μόλις αγορασμένοι δούλοι, δεκαέξι στον αριθμό, εννιά άνθρωποι και επτά γυναίκες΄ είπα άνθρωποι και όχι άνδρες, γιατί εκείνη την εποχή αμφισβητούσαν ακόμα αν ανήκουν στο ανθρώπινο γένος οι γυναίκες, ενώ, όσοι αρνούνταν ότι αυτές συμπεριλαμβάνονται στην ανθρωπότητα, προέβαλλαν [ως επιχειρήματα] τους τραγικούς τους έρωτες στην Αίγυπτο και τους ιππικούς στη Θεσσαλία, τη γνώμη του Αριστοτέλη, την κακία τους, την κόρη του Αριστόξενου, η οποία είχε πόδια γαϊδάρου, και το απόσπασμα του Τωβίτ (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε την παραπάνω σημείωση.). Ο πλοίαρχος ήταν Ραγουζαίος [από τη Ραγούζα, το σημερινό Ντουμπρόβνικ στην Κροατία΄ υπάρχει βιβλίο του 1580 με τον τίτλο Ραγουζαίος έμπορος], ψαράς και ειδωλολάτρης στα νιάτα του,


Σελ. 179

ο οποίος, αφού μυήθηκε στα μυστήρια της χριστιανικής πίστης, ήθελε να μιμηθεί τον Απόστολο, και να γίνει, όπως εκείνος, ψαράς ανθρώπων, τους οποίους έπιανε με το αγκίστρι και τους πουλούσε, όπως νωρίτερα πουλούσε τα ψάρια. Όταν παρατήρησε τους δύο εραστές, οι οποίοι σφιγμένοι μέσα στα ράσα τους κάθονταν μελαγχολικοί σαν ναυαγοί στα σκαλοπάτια της αποβάθρας, σκέφτηκε ότι θα ήταν καλό να πάρει στο πλοίο εκείνους τους δύο οπαδούς του Αγίου Βενέδικτου, για να βοηθήσουν τον δήμιο στη διατήρηση της τάξης ανάμεσα στους δεσμώτες, απειλώντας όσους παραπονιούνταν, με τις φλόγες της Κόλασης, όπως εκείνος τους απειλούσε με την αγχόνη. Ο πολύπειρος εκείνος ναυτικός ήταν ταυτόχρονα και «βαθύς» πολιτικός, επειδή καταλάβαινε, όπως τότε οι βασιλιάδες, ότι μόνο με τους ιερείς και με τους δήμιους γίνονται οι άνθρωποι υπάκουο κοπάδι, το οποίο προσφέρει πειθήνια τη ράχη του για κούρεμα. Οι κακόμοιροι νεαροί, επειδή είχαν γευτεί όλες τις πίκρες, όσες φυτρώνουν πάνω στη γη, δέχτηκαν με προθυμία τις προτάσεις του ανδροκάπηλου [= εκμεταλλευτή ανθρώπων], ελπίζοντας να βρουν τελικά ανάπαυση στα κύματα, όπως ο Νώε στην Κιβωτό, στην οποία δεν επιτράπηκε να μπει κανένα πονηρό πλάσμα, παρά μόνο τίγρεις, φίδια, σκορπιοί και ψείρες, όσες βρέθηκαν στη γενειάδα του Πατριάρχη. Στο μεταξύ τα κουπιά έσχιζαν το κύμα και μετά από λίγο ναύτες, δούλοι, πλοίαρχοι και μοναχοί πατούσαν τις σανίδες του Αγίου Πορκάριου, γιατί τέτοιο όνομα είχε το ευσεβές εκείνο πλοίο.

          Οι εραστές κάθισαν πάνω σ’ ένα σωρό από σκοινιά στην πλώρη,


Σελ. 180

βλέποντας τα παράλια της πράσινης Προβιγγίας να φεύγουν. Η ζήλεια είχε αναζωπυρώσει τον έρωτα της Ιωάννας και οι ιδιοτροπίες της τον έρωτα του Φρουμέντιου, με αποτέλεσμα να σφίγγονται ο ένας πάνω στον άλλο, απολαμβάνοντας την ευχαρίστηση της συμφιλίωσης και κάνοντας χιλιάδες σχέδια για τη μελλοντική ζωή τους. Το πλοίο επρόκειτο να πάει στην Αλεξάνδρεια, αλλά εκείνοι σκέφτονταν να κατέβουν στην Αθήνα και εκεί ανάμεσα στις κολόνες του Παρθενώνα και τις δάφνες του Ιλισσού ποταμού να πλέξουν τη νέα φωλιά τους. Ο θετός πατέρας της Ιωάννας, επειδή καταγόταν, όπως είπαμε, από Έλληνες, είχε διδάξει στην κόρη της συζύγου του τη γλώσσα και την ιστορία των προγόνων του, ώστε τα μικρά πόδια της ηρωίδας μας έτρεμαν ελαφρά από χαρά, επειδή επρόκειτο μετά από λίγο να πατήσουν το χώμα που κάλυπτε τη σκόνη του Περικλή και της Ασπασίας, και το υποτιθέμενο ελληνικό αίμα της έβραζε στις φλέβες της σαν το νερό στον Ιορδάνη ποταμό, όταν βυθίστηκε μέσα σ' αυτό το σώμα του Σωτήρα. Στο μεταξύ το πλοίο έπλεε ήδη κοντά στις ευωδιαστές ακτές της Αγίας Μαργαρίτας [το μεγαλύτερο από τα νησιά των Λερίνων νήσων, απέναντι από την Κυανή Ακτή και την πόλη των Καννών]. Η μέρα ήταν λίγο ζεστή, ο ήλιος έλαμπε πίσω από γαλακτόχρωμα σύννεφα, όπως το πρόσωπο νεαρής Τουρκάλας κάτω από τις δίπλες του γιασμακίου [= η καλύπτρα του προσώπου], η θάλασσα κοιμόταν, όπως ο Επίσκοπος μετά το γεύμα, και λευκοί γερανοί [πτηνά σαν τους πελαργούς, αλλά μικρότερα στο μέγεθος] ταξίδευαν κι εκείνοι στον ουρανό. Δεν υπάρχει τίποτα πιο γλυκό, όταν ο καιρός είναι τέτοιος, από το να βρίσκεται κάποιος πάνω στο κατάστρωμα ενός ωκυπόρου [= γρήγορου] πλοίου, περιμένοντας μετά το πρωινό φαγητό την ώρα του μεσημεριανού, στηρίζοντας το κεφάλι πάνω στα


Σελ. 181

γόνατα της ερωμένης του και μαζί της να θαυμάζει του ουρανού, της γης και των νερών τις ομορφιές. Το στομάχι και η καρδιά πρέπει να είναι ευχαριστημένα, για να μπορούμε να απολαμβάνουμε τη φύση, αλλιώς ο ήλιος μας φαίνεται, σε μένα τουλάχιστον, μια μηχανή με σκοπό την ωρίμανση των πεπονιών, η σελήνη ένα φανάρι για τους κλέφτες, τα δένδρα υλικό για κάψιμο, η θάλασσα ένα ρευστό υγρό και η ζωή χωρίς ουσία σαν νερόβραστο κολοκύθι.

          Μετά από ταξίδι τριών ημερών, το πλοίο άραξε στο λιμάνι της Αλερίας, της πρωτεύουσας του νησιού Κύρνο [ποιο είναι άραγε;;], όπου βγήκε το πλήρωμα, για να πάρει νερό, και μαζί κατέβηκαν και οι μοναχοί, για να πάνε να προσκυνήσουν στο νησί τα πάνσεπτα και γνωστά σε όλη την οικουμένη λείψανα, γιατί εκεί φυλάσσεται η ράβδος του Μωυσή, κάποιοι σβώλοι χώματος με το οποίο πλάστηκε ο Αδάμ, η πλευρά του Αποστόλου Βαρνάβα, μία φιάλη που περιέχει μερικές σταγόνες γάλακτος της Θεοτόκου, ένα κομμάτι υφάσματος που υφάνθηκε από τα άγια χέρια Της και μερικές άλλες αρχαιότητες, όχι λιγότερο ιερές και πρωτότυπες, τις οποίες ακόμα και σήμερα μπορεί να προσκυνήσει ο ευσεβής ταξιδιώτης. Την επόμενη μέρα, επειδή έπνεε πιο δυνατός άνεμος, πέρασαν το νησί Σαρδώ [= Σαρδηνία], που είναι ξακουστό σύμφωνα με τους ποιητές για τα τυριά της και την απιστία των κατοίκων της, και την τρίτη μέρα όταν έπεσε αυτός... Αλλά εγώ, επειδή είμαι μέτριος κολυμβητής, δεν μπορώ να παρακολουθήσω τα ίχνη του πλοίου που μετέφερε την ηρωίδα μου, όπως παρακολουθούσα το βήμα του μακαρίτη του γαϊδάρου της.


Σελ. 182

Άλλωστε και οι ναυτικές περιγραφές, τα κύματα, τα σκοινιά, η πίσσα και τα ναυάγια, κατάντησαν τετριμμένα, σαν τα παπούτσια του ταχυδρόμου, και προκαλούν ναυτία στον αναγνώστη, όπως η κίνηση του πλοίου στον ταξιδιώτη, εκτός μόνο αν συμπεριληφθούν κάποια χαριτωμένα περιστατικά πείνας ή ανθρωποφαγίας. Γι’ αυτό στέλνουμε αυτούς που τους αρέσουν αυτά, για τιμωρία τους, στις γαλατένιες περιγραφές του κ. Παναγιώτη Σούτσου, στις οποίες ούτε η ελάχιστη ποιητική πνοή δεν ταράζει τον 


          σιγανό γιαλό, που γελάει γάλα όλος,


θα ενημερώσουμε του υπόλοιπους αναγνώστες ότι οι ήρωές μας με χασμουρητά, κάνοντας εμετό, εξαπατώμενοι από τα κύματα και παθαίνοντας όσα άλλα συμβαίνουν στους ταξιδιώτες, έφτασαν χωρίς άλλα προβλήματα μετά από δύο μήνες στην Κόρινθο και, αφού κατέβηκαν, κατευθύνθηκαν μέσω των Μεγάρων στην Αθήνα, ακολουθώντας τις οδηγίες κάποιου νεαρού Έλληνα δούλου με το όνομα Θεωνάς, ο οποίος τους χαρίστηκε ως δώρο από τον πλοίαρχο.

          Ο ήλιος ανέτειλε πίσω από τον Υμηττό λαμπερός και χωρίς σύννεφα, όπως ο ήλιος που ωρίμασε τα μήλα της Εδέμ, όταν οι τρεις πεζοπόροι παρακάμπτοντας το Ποικίλο [;;] μπήκαν στην πόλη του Αδριανού. Πολλοί Αθηναίοι συγκεντρώνονταν από παντού στις εκκλησίες, για να γιορτάσουν την Κυριακή της Ορθοδοξίας, δηλαδή την αναστήλωση των άγιων εικόνων. Ακολουθώντας τους οι τρεις ταξιδιώτες μπήκαν στο Θησείο, που ήταν χριστιανική εκκλησία, αφιερωμένη στον Άγιο Γεώργιο.


Σελ. 183

Ο χριστιανισμός έπνιξε εντελώς την ειδωλολατρία και στο μεταξύ αυτό το άκακο θύμα [= την ειδωλολατρία] μετέτρεψε τον φονιά [= τον χριστιανισμό] σε γενικό κληρονόμο, δίνοντας σε αυτόν τους ναούς, τις τελετές, τις θυσίες, τους μάντεις, τους ιερείς και τους ονειροκρίτες. Όλα αυτά αφού τα πήραν οι χριστιανοί, τα άλλαξαν κάπως, για να τα χρησιμοποιήσουν, όπως οι λογοκλόποι τις ξένες ιδέες, ονομάζοντας εκκλησίες τους ναούς, θυσιαστήρια τους βωμούς, τις πομπές λιτανείες και τους θεούς αγίους, τον Ποσειδώνα Άγιο Νικόλαο, τον Πάνα Άγιο Δημήτριο και τον Απόλλωνα Άγιο Ηλία΄ αλλά οι ιερείς προσέθεσαν σε αυτούς, για να τους κάνουν πιο σεβαστούς, και μακριά γενειάδα, όπως οι προαγωγοί της Ρώμης έβαζαν ξανθή περούκα στις υπότροφές τους, για να ελκύουν περισσότερους πελάτες. Αλλά ας επιστρέψουμε στην Αθήνα.

          Μετά από το θάνατο του βέβηλου Θεόφιλου, ο οποίος έκοβε τα χέρια των ζωγράφων και άλειφε με ασβέστη τις άγιες εικόνες, όπως οι τροφοί [= οι γυναίκες που έτρεφαν με το μητρικό γάλα τους άλλα βρέφη επί πληρωμή] τα στήθη τους με αλόη, για να αηδιάζουν τα βρέφη που θήλαζαν, οι κακότυχοι ανατολικοί, που στερούνταν από έντεκα χρόνια ήδη τις εικόνες, αισθάνονταν από τη μακρόχρονη εκείνη στέρηση την επιθυμία τους γι’ αυτές να διπλασιάζεται. Από παντού κατέβαιναν από τα βουνά οι ορθόδοξοι μοναχοί και οι ζωγράφοι που είχαν σημειωθεί [ως παραβάτες του νόμου για την απομάκρυνση των εικόνων από τις εκκλησίες] από πριν από τον τύραννο. Μάλιστα σύμφωνα με κάποιους αγιογράφους πήγαιναν μαζικά στις εκκλησίες όχι μόνο οι ζωντανοί αλλά και πολλοί νεκροί Μάρτυρες που σηκώθηκαν από τα μνημεία τους, για να παρευρεθούν στη χαρούμενη εκείνη τελετή, στην οποία


Σελ. 184

μιλούσαν οι εικόνες και χοροπηδούσαν τα καρβουνάκια από τη χαρά στα θυμιατήρια. Αλλά και οι πιο σκληροί εικονοκλάστες [αυτοί που τάσσονταν εναντίον των εικόνων] μετατράπηκαν ξαφνικά σε θερμούς εικονολάτρες, αμέσως μόλις διαδέχθηκε [στο θρόνο] τον θεομίσητο Θεόφιλο η θεοδώρητη Θεοδώρα (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε τα Συναξάρια και κυρίως την Καλοκαιρινή. Επιπλέον ο Λάββαιος (Sac. Concil. Collect. τ. Γ΄, στήλη 403) την αποκαλεί «foemina veri dei munere, ut nomen indicat» [= μια γυναίκα του δώρου του Θεού, όπως λέει το όνομά της]). Οι γονείς «κολλούσαν» [έτσι ακριβώς το γράφει ο Ροΐδης, τώρα τι εννοεί ακριβώς, μόνο εκείνος γνωρίζει] τις τρίχες των παιδιών τους στα εικονίσματα, οι μοναχοί προσέφεραν τα μαλλιά τους ως θυσία και οι γυναίκες ξύνοντας τα χρώματα από τις εικόνες, όπως οι πρόγονοί τους το φαλλό του Πριάπου, τα αναμείγνυαν, όπως παλιότερα, με νερό και το έπιναν και οι ίδιοι οι ιερείς τόλμησαν πολλές φορές με τέτοια χρώματα να νοθεύσουν το ιερό κρασί της μετουσίωσης [= της Θείας Μετάληψης]. Στην Αθήνα, την κλασική έδρα των ειδωλολατρικών θεών, τέτοιος ήταν ο ζήλος των πιστών, ώστε ο Επίσκοπος αναγκάστηκε να σκεπάσει με γυαλί τις εικόνες, για να μη χάνονται τα χρώματα από τα πολλά φιλιά, καταντώντας μετά από λίγες μέρες χλωμές και θολές, όπως η εικόνα του Σωτήρα πάνω στο μαντήλι για τη μύτη της Προυνίκης [δεν τη βρήκα την κυρία]. Σύμφωνα με τους νομικούς, κάθε κατάχρηση γεννά κάποιο νέο νόμο και στην Εκκλησία του Χριστού γεννιέται το ορθόδοξο δόγμα από κάθε αίρεση. Η τρέλα των Εικονομάχων γέννησε την Εικονολατρεία, ο Υιός έγινε Ομοούσιος τω Πατρί σε πείσμα των Αρειανών, η Παναγία ονομάστηκε Θεοτόκος


Σελ. 185

με σκοπό την αναίρεση των χυδαιοτήτων του Νεστόριου και ο Πάπας Πίος ο 9ος, για να τιμωρήσει τις ασεβείς αμφιβολίες των λιγόπιστων υπηκόων του για την άχραντη [= αγνή, άσπιλη] σύλληψη της Θεοτόκου, τους επέβαλε ως άρθρο της πίστης και την αμόλυντη εγκυμοσύνη της μητέρας της, της «θεοπρομήτορος» [= της γιαγιάς του Χριστού]  Άννας. Ποιος ξέρει ποια καινούργια θα φυτρώσουν και από το χυδαίο βιβλίο του Ρενάν, το οποίο σύμφωνα με τον πανάγιο αββά Κρελιέρο ήδη ωφέλησε πολύ τη θρησκεία, δίνοντας αφορμή σε αυτόν και στους συντρόφους του να απορρίψουν ότι η φωτεινή Αλήθεια είναι το φως του ήλιου.

          Οι εραστές, αφού μπήκαν μαζί με τον υπηρέτη τους στο Θησείο, κατάφεραν με πολλή δυσκολία να χωρέσουν σε μια στενάχωρη γωνιά του γεμάτου με κόσμο ναού. Εκείνο το πρωινό τελούσε τη λειτουργία ο ίδιος ο Επίσκοπος Αθηνών Νικήτας, αστράφτοντας σαν μόλις κομμένο φλουρί με την ολόχρυση στολή του. Τα δύο παιδιά της Άρκτου [= από το βορρά] θαύμαζαν την πολυτέλεια εκείνου του υπηρέτη του Θεού, ο οποίος [ο Επίσκοπος] δίδασκε τη φτώχεια, υποσχόμενος στους πιστούς ως αντάλλαγμα γι’ αυτήν μετά το θάνατό τους τον Παράδεισο, στρωμένο με χρυσό, ζαφείρια, σμαράγδια και διαμάντια. Αλλά τότε οι αρχιερείς προτιμούσαν ήδη το σημερινό αυγό περισσότερο από την αυριανή κότα, αφήνοντας στους ασκητές, τους διαδόχους των κυνικών, τα σχισμένα ράσα, τις ψείρες και τα σμαράγδια του Παραδείσου, ενώ εκείνοι τελούσαν λειτουργίες ολόχρυσοι μέσα σε εκείνους τους ναούς, όπου σύμφωνα με τον Πλούταρχο κανένας ειδωλολάτρης δεν τολμούσε να μπει έχοντας πάνω του χρυσό.  Στο μεταξύ ο Θεωνάς [ο δούλος που τους χαρίστηκε από τον πλοίαρχο δουλέμπορο], ο όποιος ήταν


Σελ. 186

καντηλανάφτης στο παρελθόν, έσκυβε στο αυτί της Ιωάννας εξηγώντας της τη δική μας λειτουργία, δηλαδή γιατί οι ανατολίτες κάνουν το σημείο του Σταυρού με τα τρία δάκτυλα, για να δηλώνουν την Αγία Τριάδα, και τοποθετούν τα δάκτυλα πρώτα στο μέτωπο, με σκοπό να θυμούνται ότι ο Θεός κατοικεί στον ουρανό, έπειτα στην κοιλιά, για να δηλώσουν ότι ο Ιησούς κατέβηκε στον Άδη, στο δεξί ώμο, γιατί στα δεξιά του Πατέρα κάθισε ο Υιός, και τελικά στον αριστερό, για να απομακρύνουν από την καρδιά τους τον Σατανά. Μετά από αυτά της εξήγησε την ονομασία και τη χρησιμότητα κάθε στοιχείου χωριστά της ιερής «πανοπλίας» [= εννοεί τα άμφια] αυτού που τελεί τη λειτουργία, της ζώνης, η οποία τον ζώνει με δύναμη, του επιγονατίου, που είναι σαν ρομφαία [= όπλο των αρχαίων Θρακών, μετά του βυζαντινού στρατού και των αγγέλων, με καμπυλωτή λεπίδα μήκους 2 μ. που χρησιμοποιούνταν από τους ιππείς και το οποίο συμβολίζει τη θεϊκή δικαιοσύνη] στο μηρό του (Σημ. του συγγρ.: Ψαλμός ΜΔ΄, εδάφιο 4), του φελονίου [ή φελώνιο ή φαιλόνιο είναι το ένδυμα που φοριέται πάνω από όλα τα άλλα στην ιερατική ενδυμασία, καλύπτοντας μπροστά μόνο το θώρακα και φτάνοντας στις φτέρνες πίσω, με κεντημένο σταυρό στην πλάτη], του οποίου τα τρίγωνα υποδηλώνουν τον Ιησού Χριστό, τον ακρογωνιαίο λίθο της Εκκλησίας, και τη λόγχη, την οποία τοποθετούσε πλάγια ο ιερέας στον άρτο της πρόθεσης, με σκοπό την ανάμνηση της πληγής στα πλευρά του Σωτήρα από τον Ρωμαίο στρατιώτη. Καθώς έλεγε αυτά ο Θεωνάς, αυτός που τελούσε τη λειτουργία, έκοβε και το δεύτερο άρτο, τον οποίο μετέβαλλε σε σώμα της Παρθένου (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε τη σημείωση στο τέλος του βιβλίου), της οποίας την πραγματική παρουσία στα μυστήρια πίστευαν τότε οι ανατολίτες, κυρίως από τη στιγμή που κάποια μέρα, καθώς εκφωνούσε ο ιερέας το «Εξαιρέτως


Σελ. 187

της Παναγίας Αχράντου», μεταμορφώθηκε ξαφνικά ο άρτος της πρόθεσης σε ορατή Παρθένο, κρατώντας τον Υιό στην αγκαλιά της. Οι υπόλοιποι άρτοι καθαγιάζονταν για τον Άγιο Ιωάννη Βαπτιστή, τους Προφήτες, τους Μάρτυρες και τους άλλους αγίους και στη συνέχεια γινόταν αναφορά και στους ζωντανούς, δηλαδή στον Αρχιεπίσκοπο, στους ιερείς, τους ευεργέτες της Εκκλησίας και άλλους. Αφού όλοι πήραν τη μερίδα του θύματος [= του Ιησού] που τους ανήκε, όπως στο παρελθόν στον ίδιο ναό στη γιορτή του Θησέα, θύμιασε ο διάκονος την Αγία Τράπεζα και τον Αστερίσκο και στη συνέχεια ψάλθηκε το Εκ βαθέων και μετά.... Αλλά είναι περιττό, νομίζω, αναγνώστη, να ακούσουμε τη λειτουργία μέχρι το τέλος, η οποία άλλωστε ήταν, όπως και σήμερα, βυζαντινή και τέτοια θα μείνει σύμφωνα με τους Καθολικούς για τιμωρία του σχίσματος για πάντα, χωρίς να επιδέχεται εκπολιτισμό, κολλημένη στο Μεσαίωνα, όπως το στρείδι στο βράχο.

Οι δύο Γερμανοί θαύμαζαν το μήκος της ατελείωτης εκείνης τελετής, η οποία ήταν συντόμευση της συντόμευσης της Συντόμευσης του Αγίου Ιακώβου, αλλά και οι απόγονοι του Περικλή έβλεπαν με απορία τους δύο ξένους, όπως ένας φυσικο-ιστορικός κάποιο παράξενο πλάσμα του ζωικού βασιλείου, γιατί δεν μπορούσαν να καταλάβουν πώς συνδυάζεται το ράσο τους με το χωρίς γένεια πρόσωπό τους και τα κοντοκουρεμένα μαλλιά. Όταν τελείωσε η τελετή και πήραν όλοι αντίδωρο, σχηματίστηκε γύρω από τα δύο παιδιά της Δύσης ένας πολυκέφαλος κύκλος περίεργων,


Σελ. 188

που τα παρατηρούσαν από την κορυφή ως τα νύχια και ρωτούσαν τα πάντα, από πού ήταν και πώς, αφού ήταν μοναχοί, δεν ντρέπονταν να έχουν κομμένα τα γένεια τους και, το πιο αποτρόπαιο, να φορούν σώβρακο, το οποίο θεωρούσαν οι ανατολίτες καλόγεροι ως την πιο ασυγχώρητη θηλυπρέπεια. Η Ιωάννα και ο Θεωνάς μόλις που προλάβαιναν να απαντούν σε κάθε είδους ερωτήσεις, ενώ η ανθρώπινη αλυσίδα που τους περικύκλωνε, γινόταν όλο και πιο σφιχτή, με αποτέλεσμα ακόμα και η αναπνοή τους να δυσκολεύεται, αλλά ο Φρουμέντιος, ο οποίος ούτε ελληνικά καταλάβαινε ούτε είχε πολλή υπομονή, προσπαθούσε ήδη να ανοίξει δρόμο με τις γροθιές του, όταν για καλή τους τύχη έφτασε ο Επίσκοπος και τους ελευθέρωσε, μαλώνοντας τους πιστούς για την αδιακρισία τους. Στη συνέχεια, αφού πήρε τους δύο ξένους με το αρχιερατικό φορείο του, που το κρατούσαν οκτώ νεοφώτιστοι Βούλγαροι, που υπηρετούσαν σαν άλογα την Αυτού Μακαριότητα, τους μετέφερε στην Επισκοπή στους πρόποδες της Ακρόπολης, όπου είχε ετοιμαστεί πλούσιο τραπέζι για τη μεγάλη γιορτή της αναστήλωσης των Εικόνων.

          Το τραπέζι ήταν στρωμένο στον κήπο, κάτω από την πράσινη σκιά ενός γέρου πλάτανου, και λύγιζε από το βάρος των κεραμικών σκευών και των κρεάτων, των οποίων οι αναθυμιάσεις μπερδεύονταν με τη μυρωδιά των λουλουδιών. Μετά από λίγο άρχισαν να φτάνουν και οι καλεσμένοι, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ορθόδοξοι καλόγεροι, που είχαν καταφύγει σε σπηλιές και σε βουνά κατά τη διάρκεια της Εικονομαχίας, για να μην αναγκαστούν από τον


Σελ. 189

Θεόφιλο να φτύσουν τις ιερές εικόνες ή να παντρευτούν καλόγριες στη μέση της αγοράς. Οι καλοί αυτοί ερημίτες είχαν καταντήσει άγριοι και τρομακτικοί στην όψη, επειδή έμειναν μαζί με ζώα για μεγάλο χρονικό διάστημα, και ανάμεσά τους ξεχώριζε ο Πατήρ Βατθαίος, από το στόμα του οποίου έβγαιναν σκουλήκια εξαιτίας της υπερβολικής νηστείας, ο Αθανάσιος, ο οποίος ποτέ δεν είχε πλύνει το πρόσωπο ή τα πόδια του ούτε είχε φάει μαγειρεμένο φαγητό, γιατί, όσες φορές έβλεπε την προσωρινή φωτιά του μαγειρείου, θυμόταν το άσβεστο πυρ της Κόλασης και έκλαιγε, και ο Μελέτιος, του οποίου το σώμα ήταν καλυμμένο από το κεφάλι ως τα πόδια με πονηρές πληγές, όπως του Ιώβ. Αλλά ο Ιώβ ξυνόταν με ένα όστρακο, για να ανακουφίζεται, ενώ ο όσιος Μελέτιος, όσες φορές έπεφτε στη γη ένα σκουλήκι από τις πληγές του, το μάζευε και το τοποθετούσε πάλι στη θέση του, για να έχει περισσότερους πόνους στο δέρμα και περισσότερες αμοιβές στην ψυχή του με τον τρόπο αυτό.

          Μαζί τους ήρθε ο Πατήρ Παφνούτιος, ο οποίος, επειδή ήταν συνέχεια βυθισμένος σε ουράνια έκσταση, φρόντιζε ελάχιστα για τα επίγεια, με αποτέλεσμα, όταν διψούσε, να πίνει αντί για νερό λάδι από το καντήλι του, ο όσιος Τρύφων, ο οποίος ποτέ δε φόρεσε καθαρό πουκάμισο, αλλά προτιμούσε τα άπλυτα ρούχα του Ηγουμένου του, ο ερημίτης Νίκων, ο οποίος, όταν έπεσε σε αμαρτία της σάρκας, κλείστηκε σε νεκροταφείο, για να μετανοήσει, όπου έμεινε για τριάντα χρόνια και κοιμόταν όρθιος, όπως τα άλογα, και έτρωγε μόνο


Σελ. 190

τα χόρτα, τα οποία φύτρωναν από τη γη που ποτιζόταν από τα δάκρυά του. Στη συνέχεια ήρθαν και άλλοι καλόγεροι από τα βουνά, οι οποίοι στήριζαν με μακρύ ραβδί το αργό και κλονισμένο βήμα τους. Κάποιοι από αυτούς ήταν σαν αρχαία αγάλματα ακρωτηριασμένοι, αλλά όλοι ανεξαιρέτως ήταν βρόμικοι, ψειριασμένοι και αφήναν γύρω τους μια ανυπόφορη μυρωδιά από την αφαγία, την αγιότητα και τα σκόρδα. Η βασανισμένη Ιωάννα οπισθοχωρούσε με φρίκη μπροστά στα αηδιαστικά εκείνα πλάσματα του ανατολικού φανατισμού, άλλοτε κλείνοντας τη μύτη της, άλλοτε κλείνοντας τα μάτια της, αμφιβάλλοντας αν εκείνοι ήταν ανθρώπινα όντα και αναπολώντας όσα είχε διαβάσει από τους αρχαίους συγγραφείς για τους κυνοκέφαλους [= σκυλοκέφαλους] και τους πιθηκάνθρωπους ή στα Συναξάρια για τους Σάτυρους, οι οποίοι ζούσαν μαζί με τον Άγιο Αντώνιο στις ερήμους της περιοχής της Θήβας [στην Αίγυπτο], συζητώντας μαζί του για θεολογικά θέματα. Αλλά οι δύσοσμοι και σκουληκοφαγωμένοι εκείνοι σκελετοί, για τους οποίους η απόλαυση και η στέρηση, η Κόλαση και η καθαριότητα ήταν λέξεις συνώνυμες, εννοώ οι μοναχοί, οι αναχωρητές, οι ερημίτες και οι ασκητές εκείνοι, των οποίων μόνο η θύμηση προκαλεί σήμερα λύπηση ή φρίκη, είχαν μεγάλη υπόληψη, όταν βασίλευε η Ευσεβής Θεοδώρα, όπως οι αμαξηλάτες την εποχή του Μιχαήλ του Γ΄, οι πίθηκοι στα χρόνια του Πάπα Ιουλίου και οι φοιτητές των Χαυτίων στη δική μας μεσοβασιλεία. Ο φιλόδοξος και αυλικός Επίσκοπος Νικήτας αναγκαζόταν να τους φροντίζει, όπως οι δικοί μας υποψήφιοι βουλευτές αναγκάζονται να δίνουν το χέρι στα καθάρματα της


Σελ. 191

αγοράς και στους εγκληματίες των βουνών [τους ληστές που αποτελούσαν το 19ο αι. μεγάλη πληγή για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος]. Εκτός από τους καλόγερους ήταν καλεσμένοι στο τραπέζι του Επισκόπου και δύο δάσκαλοι ελληνικής γλώσσας, ένας αστρολόγος και τρεις ευνούχοι της βυζαντινής αυλής, που έφεραν στην Αθήνα το αυτοκρατορικό διάταγμα για την αναστήλωση των εικόνων.

          Αφού όλοι αυτοί πήραν θέση στο τραπέζι και απήγγειλαν το «Φάγονται πένητες», ο Νικήτας έκοψε ένα κομμάτι ψωμιού και το προσέφερε πάνω σε ασημένιο δίσκο στην εικόνα της Παναγίας, η οποία στα τραπέζια των ευσεβών τότε χριστιανών έπαιρνε πάντα την πρώτη μερίδα, όπως η κόρη της Ρέας (Σημ. του συγγρ.: Η Εστία) στους αρχαίους. Στη συνέχεια ο Επίσκοπος φρόντισε και τους καλεσμένους του, βυθίζοντας το μαχαίρι στην κοιλιά του παχουλού κατσικιού, από την οποία, όταν ανοίχθηκε, απλώθηκε αμέσως η ευχάριστη μυρωδιά σκόρδων, κρεμμυδιών και πράσων, με τα οποία εκείνο το ζώο ήταν παραγεμισμένο με θαυμάσια τέχνη. Μετά το κατσίκι τοποθετήθηκαν στο τραπέζι ψάρια καρυκευμένο με χαβιάρι και στη συνέχεια πρόβατο με μέλι και κυδώνια. Η Ιωάννα συνηθισμένη στα απλά και χωρίς καρυκεύματα φαγητά της τότε Γερμανίας, όπου ακόμα και τα επίσημα τραπέζια άρχιζαν και τελείωναν, όπως στην Ιλιάδα, με ψητά κρέατα, βύθισε το πιρούνι με δισταγμό και δυσπιστία στα πολύπλοκα εκείνα παρασκευάσματα της


Σελ. 192

βυζαντινής μαγειρικής, όπως οι Ευρωπαίοι ταξιδιώτες στα ύποπτα φαγητά των αθηναϊκών ξενοδοχείων, και όταν γεύτηκε το κρασί της Αττικής που ήταν ανακατωμένο με πίσσα, γύψο και ρητίνη, απέστρεψε τα χείλη της με τρόμο, επειδή φοβήθηκε μήπως εκείνοι οι Αθηναίοι της προσέφεραν κώνειο, όπως στον Σωκράτη, ή ξύδι, όπως οι Εβραίοι στον Ιησού. Ο καλόγερος που καθόταν δίπλα της, της έδωσε ως αποζημίωση άλλο ποτήρι, αλλά και αυτό προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη αηδία στη Γερμανίδα μας, επειδή ήταν γεμάτο από κάποιο καλογερικό ποτό, το οποίο ονομάζεται βαλάνιο (Σημ. του συγγρ.: Το βαλάνιο αναφέρεται και από τον Αθήναιο, αλλά δεν είναι γνωστό αν πρόκειται για το υγρό εκείνο που χρησιμοποιούσαν στην Ανατολή το Μεσαίωνα. Βλέπε Αθήναιο Α΄, 62 και Ζεμπελίου Βυζαντινές Μελέτες, Σημ. 325. Για το ρητινίτη και τα φαγητά βλέπε τις σημειώσεις), το οποίο έφτιαξε πιθανώς ο Άγιος Αντώνιος, βράζοντας τους βαλάνους του γουρουνιού του και το οποίο σώζεται ακόμα στα Σχολεία της Ελλάδας, όπου δίνεται αντί για καφέ στους κακότυχους υπότροφους. Με λίγα λόγια, και η Ιωάννα και ο Φρουμέντιος κάθονταν στο πλούσιο εκείνο τραπέζι νηστικοί και διψασμένοι, όπως οι Φράγκοι πρέσβεις στα συμπόσια του Νικηφόρου, μέχρι που τους λυπήθηκε ο φιλόξενος Νικήτας και διέταξε να τους προσφέρουν ψητά τρυγόνια, μέλι Υμηττού και ανόθευτο κρασί Χίου. Στη θέα του της κόκκινης στάμνας που περιείχε το θεϊκό εκείνο ποτό, τα σκοτεινά πρόσωπα των καλών ασκητών άστραψαν από τη


Σελ. 193

χαρά, όπως ο Άδης, όταν κατέβηκε σ’ αυτόν ο Ιησούς, και όλοι άπλωναν με προθυμία το ποτήρι στο πορφυρό νέκταρ της πατρίδας του Ομήρου, αποδεικνύοντας έτσι ότι η ανθρώπινη φύση υπόκειται από τη μία πλευρά, όπως οι έγκυες γυναίκες, σε ιδιότροπες ορέξεις, δίνοντας τη δυνατότητα ν’ αγαπήσουν το βαλάνιο, τη βρομιά, τα γουρούνια και τη ρητίνη, αλλά συγχρόνως επιτρέποντας να λάμψει το αληθινό και ανόθευτο ωραίο με οποιαδήποτε μορφή εμφανίζεται. Αμέσως οι καλεσμένοι του Νικήτα στράφηκαν σ’ εκείνη τη στάμνα της Χίου, όπως ο μαγνήτης στον πόλο. Σοφιστές μου φαίνονται όσοι ισχυρίζονται ότι κάθε λαός ή και άνθρωπος χαρακτηρίζεται από ιδιαίτερη αντίληψη για το ωραίο και ότι είναι ψεύτικη η παροιμία για την όρεξη δε γίνεται λόγος (Σημ. του συγγρ.: De gustibus non disputandum.). Από την ίδια ζύμη είναι πλασμένα τα μάτια όλων των απογόνων του Αδάμ, τα αυτιά και τα χείλη΄ ένας άρτος και ένα σώμα είμαστε οι περισσότεροι (Σημ. του συγγρ.: Προς Κορινθ. Δ΄, κεφ. ι΄, εδάφ. 17) και σε όλους αρέσουν οι παρθένες της Κιρκασίας, τα διαμάντια της Ινδίας, τα άλογα των Αράβων, οι κολώνες του Παρθενώνα, τα σταφύλια της Κωνσταντινούπολης, τα πόδια των Ισπανίδων γυναικών, ο πάγος το καλοκαίρι, τα ιταλικά τραγούδια και τα γαλλικά κρασιά. Και οι μαύροι της Αφρικής προτιμούν τις λευκές γυναίκες περισσότερο από τις γυναίκες της Αιθιοπίας. Αν σε κάποια από τις δικές μας εκκλησίες εμφανιζόταν κάποια Παναγία του Ραφαήλ ή ακουγόταν


Σελ. 194

ξαφνικά κάποια ιερή μελωδία του Ροσσίνη ή του Μότσαρτ, νομίζω ότι προς αυτά θα γύριζαν τα αληθινά ορθόδοξα μάτια και αυτιά, ενώ αντάξιοι της ονομασίας «σχισματικοί» [έτσι ονόμαζαν οι Καθολικοί τους Ορθόδοξους προσβλητικά, επιρρίπτοντάς μας την ευθύνη για το διαχωρισμό της Εκκλησίας] θα ήταν όσοι προτιμούσαν τις βυζαντινές μαυρογραφίες και ρινοφωνίες.

          Ο Νικήτας κερνούσε [ή σύμφωνα με την αρχική σημασία του ρήματος: αναμείγνυε το κρασί με νερό για] τους καλεσμένους του, απαγγέλλοντας από τις Παροιμίες το κομμάτι «Πίνετε το κρασί, που σας κέρασα ή ανέμειξα για σας» (Σημ. του συγγρ.: Παροιμίες, κεφ. Θ΄, εδάφ. 5), και οι μοναχοί άπλωναν το ποτήρι, ψάλλοντας του Ησαΐα «Ορίστε, παίρνουμε κρασί και μεθούμε» (Σημ. του συγγρ.: Ησαΐα, κεφ. νς΄, εδάφ. 12), αλλά πριν πιουν, έκλειναν τα μάτια με σεβασμό σύμφωνα με την κατηγορηματική διαταγή του Σολομώντα, ο οποίος απαγόρευε σε όσους έπιναν να βλέπουν το κρασί, πριν το πιουν (Σημ. του συγγρ.: Παροιμ. Α΄, εδάφ. 4, αλλά στη μετάφραση των Ο΄ το εδάφιο αναφέρει ότι όποιος κοιτάξει τα ποτήρια και τα μπουκάλια θα γίνει στόχος μυτερού αντικειμένου), όπως ο Μωάμεθ απαγόρευε στους Τούρκους να κοιτάξουν τις συζύγους τους, πριν το γάμο. Το να μεθάει κάποιος εύκολα είναι σημάδι ότι δεν είναι μέθυσος, όπως και το να επιθυμεί όσες γυναίκες βλέπει, είναι απόδειξη σύνεσης [εννοεί αυτό που γράφει ο Ροΐδης ή κάτι άλλο;]. Τα κεφάλια των καλών εκείνων ασκητών, οι οποίοι από πολλά χρόνια γνώριζαν μόνο την ηθική μέθη της προσευχής και της ουράνιας έκστασης, άρχισαν μετά από λίγο να γυρίζουν, όπως η γη γύρω από τον ήλιο. Αλλά και μεθυσμένοι μιλούσαν μόνο για άγια θέματα 


Σελ. 195

οι όσιοι εκείνοι ερημίτες. Όπως οι γέροι αγωνιστές [της Επανάστασης του 1821] χαίρονται να μιλούν μετά το φαγητό για τις μάχες και τα τρόπαιά τους, έτσι άρχισαν και εκείνοι να υμνούν τα θαύματα και τους ηθικούς αγώνες τους΄ άλλος έλεγε ότι τον φίλεψε ένας φτωχός, που δεν είχε τίποτα άλλο να του προσφέρει παρά μόνο λίγη φακή, και ο μοναχός φύτεψε στα γένεια του φιλόξενου ανθρώπου έναν κόκκο σιταριού, ο οποίος πολλαπλασιάστηκε τόσο πολύ, ώστε ο καλός εκείνος άνθρωπος, όταν κούνησε τα γένεια του, γέμισε πενήντα σακιά με σιτάρι΄ άλλος έλεγε ότι σύμφωνα με διαταγή του Ηγουμένου του φύτεψε στον κήπο της Μονής την ποιμαντική του ράβδο, η οποία ποτιζόταν κάθε μέρα με νερό και με δάκρυα και βλάστησε μετά από τρία χρόνια και έδωσε τόσο πολλούς και κάθε είδους καρπούς, μήλα, ροδάκινα, σύκα και σταφύλια, ώστε χόρτασαν όλοι οι αδελφοί του΄ και ο όσιος Νίκων είπε ότι πληγώθηκε στην καρδιά από έντονη επιθυμία να δει τη δοξασμένη ομορφιά της Παναγίας και γι’ αυτό νήστευε και προσευχόταν νύχτα και μέρα, μέχρι που η ελεήμων Παντάνασσα [= βασίλισσα] τον λυπήθηκε και εμφανίστηκε μπροστά του με τόση ομορφιά και λάμψη, ώστε θαμπώθηκε και έμεινε μονόφθαλμος, και θα έμενε τυφλός, αν δεν προλάβαινε να κλείσει το ένα μάτι. Στη συνέχεια πήρε το λόγο ο όσιος Παγκράτιος, του οποίου η ράβδος έκανε να φυτρώνουν κρίνα στις πέτρες και ο Αθηναίος ερημίτης Αιγίδιος, του οποίου η σκιά θεράπευε όσους αρρώστους ήταν κάτω από αυτήν, ώστε, όποτε περπατούσε σε δρόμους πόλεων, οι ασθενείς μάχονταν γι’ αυτήν, όπως οι αρχαίοι


Σελ. 196

για τη σκιά του γαϊδάρου, και ο Βατθίας, τον οποίο αντί να καίνε, δρόσιζαν οι φλόγες, όπως τους Ολλανδούς το πιπέρι. Τέτοιες και άλλες θαυμάσιες ιστορίες διηγούνταν οι καλοί ασκητές, πίνοντας το κρασί της Χίου στην υγεία της ορθόδοξης και πολυαγαπημένης οικοδέσποινάς τους Θεοδώρας. Και μη νομίσεις, αναγνώστη, ότι οι οπτασίες των ξαναμμένων καλόγερων ή τα παραληρήματα των συναξαριστών είναι μόνο αυτά, αντίθετα είναι θαύματα αυθεντικά και αναγνωρισμένα από την Εκκλησία, τα οποία σύμφωνα με τον κανόνα της ολοσέβαστης Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας κάθε χριστιανός οφείλει να δέχεται με όλη την ψυχή του, ενώ αν προσπαθήσει να τα παρουσιάσει ως αδύνατα ή σύμφωνα με τη γνώμη του να τα ερμηνεύσει διαφορετικά, να είναι Αναθεματισμένος!

          Ενώ οι ασκητές μιλούσαν για θαύματα, ο Νικήτας συζητούσε με τους δύο Βενεδικτίνους και τους Βυζαντινούς ευνούχους για τη δογματική. Στην αρχή ρώτησε την Ιωάννα τι πίστευαν οι σοφοί της Δύσης για την Ευχαριστία (Σημ. του συγγρ.: Τη λέξη Μετουσίωση δεν τη χρησιμοποιούσαν ακόμα τότε), αν δηλαδή πίστευαν ότι το ψωμί και το κρασί μεταβάλλονται πράγματι σε σώμα και αίμα του Σωτήρα ή τη θεωρούν σύμβολο και εικόνα του θείου σώματος. Το θέμα αυτό απασχολούσε τότε τα μυαλά, όπως σήμερα το ανατολικό ζήτημα, αλλά η Ιωάννα, επειδή δε γνώριζε την άποψη του οικοδεσπότη γι’ αυτό το θέμα, απάντησε διπλωματικά ότι, όπως ο ήλιος βρίσκεται στον ουρανό, αλλά η λάμψη και η θερμότητά του


Σελ. 197

είναι πάνω στη γη, έτσι και το σώμα του Χριστού που κάθεται στα δεξιά του Πατέρα, βρίσκεται στο ψωμί και στο κρασί της Μετάληψης. Αλλά η μεταφορική αυτή απάντηση δεν ευχαρίστησε στον Νικήτα, ο οποίος πιστεύοντας στην πραγματική παρουσία [του Ιησού στη Μετάληψη] εξήγησε στην Ιωάννα ότι το ψωμί και το κρασί είναι το ίδιο το νεκρό σώμα του Σωτήρα, ενώ το στομάχι μας είναι ο τάφος Του, όπου ενταφιάζεται από τον ιερέα, αλλά μετά από λίγο ανασταίνεται από αυτό, όπως και μετά από τη Σταύρωση αναστήθηκε ο Ιησούς μετά από τρεις μέρες από τον τάφο. Στη συνέχεια τη ρώτησε αν οι χριστιανοί στη Δύση τιμούσαν και εκείνοι την Παναγία με το επίθετο Θεοτόκος και η Ιωάννα απάντησε ότι ωοτόκους [= αυτές που γεννούν αυγά] (Σημ. του συγγρ.: Οvipare) ονόμαζαν τα πουλιά και ζωοτόκους [= αυτές που γεννούν ζώα] (Σημ. του συγγρ.: Vivepare) τις γάτες, οπότε φοβούνταν μήπως εξαιτίας των λέξεων αυτών η λέξη Θεοτόκος σκανδαλίσει τα αυτιά των πιστών και επιπλέον μήπως δώσει αφορμή στους ειδωλολάτρες να παρομοιάσουν τη Θεομήτορα με τη Ρέα [= η μητέρα του Δία], όπως οι οπαδοί της Υπατείας στην Αίγυπτο. Θέλοντας έπειτα να φέρει κι εκείνη τον Επίσκοπο σε δύσκολη θέση, τον ρώτησε γιατί δεν κόβουν τα μαλλιά τους οι ανατολίτες, παραβαίνοντας τη συμβουλή του Αποστόλου Παύλου, ο οποίος θεωρούσε γυναικείο και άτιμο χαρακτηριστικό να έχει ο άνδρας μακριά μαλλιά (Σημ. του συγγρ.: Αν ο άνδρας έχει μακριά μαλλιά, είναι ανέντιμο γι’ αυτόν, αλλά αν έχει η γυναίκα, είναι δόξα). Καθώς δεν είχε τίποτα σε αυτό


Σελ. 198

να απαντήσει ο Νικήτας (Σημ. του συγγρ.: Είναι πιθανό να υπάρχει η κατάλληλη απάντηση, αλλά δεν μπόρεσα να τη βρω και οι ιερείς, τους οποίους ρώτησα γι’ αυτό, δε γνώριζαν περισσότερα από τον Νικήτα.) έξυσε τη μακρυμαλλούσα κεφαλή του και γύρισε τη συζήτηση και πάλι στα δόγματα, στην αντίδοση, σχετικά με τη διπλή φύση του Ιησού μετά την ενσάρκωσή Του, στο αν ο λόγος [του Θεού] ενώθηκε με το σώμα του Σωτήρα μέσα στην κοιλιά της Παρθένου ή μετά τον τοκετό και άλλους θεολογικούς κόμπους, τους οποίους έλυσαν οι πατέρες στην Έφεσο με το μαχαίρι, όπως ο Μέγας Αλέξανδρος το γόρδιο δεσμό, ή με κλωτσιές, όπως οι γάιδαροι λύνουν τις ερωτικές ή χορτοφαγικές διαφορές τους (Σημ. του συγγρ.: Σύμφωνα με τον Ευάγριο (βιβλ. Β΄, κεφ. 2) ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Φλαβιανός σηκώθηκε τη δεύτερη μέρα στη Σύνοδο στην Έφεσο και κλώτσησε τον Διόσκορο, Πατριάρχη Αλεξανδρείας, που κατά τη μαρτυρία του Ζωναρά (βιβλ. ΙΓ΄, σ. 44) είχε την κακή συνήθεια να κλωτσάει σαν μουλάρι).

          Στο μεταξύ, όταν έφτασε η νύχτα, οι διάκονοι που υπηρετούσαν τον Επίσκοπο, έσπευσαν να φέρουν λαμπάδες, για να τον φωτίσουν, καθώς συζητούσε, για να μη γίνει επίσκοτος [= σκοτεινός], όπως οι Πατέρες που κατήργησαν τις εικόνες στα χρόνια του Κοπρώνυμου [πρόκειται για προσβλητικό επωνύμιο [= παρατσούκλι] που δόθηκε στον βυζαντινό αυτοκράτορα Κωνσταντίνο τον Ε΄(718-775 μ.Χ.), από τους πολιτικούς αντιπάλους, τους εικονολάτρες, με την αιτιολογία ότι, όταν τον βάπτιζαν μωρό, ρύπανε την κολυμβήθρα]. Αλλά οι καλεσμένοι του, αηδιασμένοι πια από την αμήχανη εκείνη συζήτηση, άφησαν τα επιχειρήματα, για να πιάσουν και πάλι τα ποτήρια. Και η Ιωάννα, ζαλισμένη από το κρασί και από τις φωνές των καλόγερων που κάθονταν γύρω της, οι οποίοι δίδασκαν πια στα πιάτα να χορεύουν και στα ποτήρια να


Σελ. 199

πετούν, σηκώθηκε ήσυχα και έφυγε από την Επισκοπή, ακολουθούμενη από τον πιστό Φρουμέντιο.

          Εκείνος ο κήπος βρισκόταν, όπως είπαμε, στους πρόποδες της Ακρόπολης, ώστε μετά από σύντομη ανηφόρα βρέθηκαν οι εραστές στην κορυφή του μαρμάρινου εκείνου βράχου, σχετικά με τον οποίο κάποιος οπαδός των τελικών αιτιών θα έλεγε ότι σκόπιμα τοποθετήθηκε εκεί, για να χρησιμοποιείται ως υπόβαθρο για τα μνημεία του Περικλή, όπως τοποθετήθηκε σύμφωνα με αυτούς και η μύτη στη μέση του προσώπου, για να στηρίζει τα γυαλιά. Ήταν η ώρα που οι βρικόλακες, οι τυμπανιτικοί [= όσοι έπασχαν από υδρωπικία, ασθένεια που χαρακτηρίζεται από συγκέντρωση ορώδους υγρού στις κοιλότητες του σώματος ή στους ιστούς], οι λάμιες [= δράκαινες ή κακές γυναίκες] και οι άλλοι κάτοικοι του σκοταδιού ξεφεύγουν από τα σκουλήκια του τάφου ή του Άδη τις πόρτες, αφού δεν τις φρουρεί πια ο τρικέφαλος Κέρβερος, και περιπλανιώνται στα χωράφια, ταράζοντας τα όνειρα των προβάτων και τα φιλιά των εραστών. Αλλά οι μοναχοί μας, έχοντας στο λαιμό τους κρεμασμένο δόντι της Αγίας Σαβίνας, απέφευγαν με αυτό τις κακές συναντήσεις και από μακριά μόνο είδαν μια αγέλη [= κοπάδι] παγωνιών με κεφάλια γαϊδάρου, που κουνώντας τα μακριά αυτιά τους παρατηρούσαν ερωτικά τη σελήνη, στο φως της οποίας αναζητούσαν τον Μεσσία που περίμεναν. Δύο ή τρεις φορές σκόνταψαν πάνω σε καλόγερους που κοιμούνταν πάνω στις πλάκες των Προπυλαίων, οι οποίοι ούτε καν μετακινήθηκαν, επειδή οι Έλληνες είχαν συνηθίσει πια να τους πατούν σαν τα σταφύλια τα πόδια των ξένων. Η Ιωάννα, που μέχρι τότε δεν είχε δει άλλους ναούς παρά μόνο τους μονόλιθους δρυϊδικούς και κάποια άμορφα ρωμαϊκά


Σελ. 200

ερείπια, ενώ οι πιο πολλές εκκλησίες της πατρίδας της ήταν ξύλινες και απελέκητες, όπως οι Γερμανοί που τις έχτισαν, δεν μπορούσε να χορτάσει να θαυμάζει τις στήλες του Παρθενώνα και τις Καρυάτιδες του Ερεχθείου, σχετικά με τις οποίες ρωτούσε φιλώντας τα πόδια τους ο καλός Φρουμέντιος αν είναι μαρμαρωμένοι άγγελοι. Ο ναός της παρθένου Αθηνάς ανήκε τότε στην παρθένο Μαρία. Αλλά εκείνη τη στιγμή ούτε ρινόφωνες ψαλμωδίες ούτε νεκρώσιμες αναθυμιάσεις από λιβάνι ή ενοχλητικές καμπάνες υπήρχαν, για να ταράξουν τις ομορφιές των αναμνήσεων, παρά μόνο κάποιες κουκουβάγιες είχαν τις φωλιές τους στα κοιλώματα της οροφής και κατά διαστήματα έβγαζαν μια πένθιμη κραυγή, σαν να πενθούσαν την εξορία της δέσποινάς τους [της θεάς Αθηνάς, της οποίας η κουκουβάγια ήταν το σύμβολο]. Ο δίσκος της Εκάτης [αρχαία ελληνική θεότητα της μητριαρχικής εποχής, που συνέχισε να λατρεύεται και αργότερα, ταυτόχρονα με το Δωδεκάθεο του Ολύμπου], περικυκλωμένος από διάφανα σύννεφα σαν σεμνή παρθένα με τα νυχτερινά πέπλα της, έλαμπε ακίνητη σε αμέτρητο ύψος, σκορπώντας πάνω στα αθάνατα εκείνα μάρμαρα μια ανεπαίσθητη λευκή λάμψη, όπως και πάνω στον κοιμισμένο Άδωνη, όταν τον επισκεπτόταν η θεά πάνω στις βουνοκορφές της Λάτμου [= βουνό στα μικρασιατικά παράλια, δυτικά της αρχαίας πόλης της Μιλήτου]. Οι στήλες του Ολυμπίου Διός, το ρεύμα του Ιλισσού, τα γαλάζια κύματα του Φαλήρου, οι ελαιώνες, οι ροδοδάφνες, οι κορυφές των λόφων στεφανωμένες με εκκλησίες ή με μνημεία, όλα αυτά έσφιγγαν το βλέμμα των δύο νεαρών με τη ζώνη και μάλιστα τη ζώνη της περισσότερο ελκυστικής Αφροδίτης, ενώ η ευχαρίστηση την οποία αισθάνονταν από όλο αυτό το τοπίο, την έκανε διπλάσια, γιατί ήταν μεθυσμένοι και τα έβλεπαν όλα διπλά. Η Ιωάννα


Σελ. 201

είχε καθήσει πάνω σε ένα μαρμάρινο κάθισμα και ο Φρουμέντιος, έχοντας ξαπλώσει στα πόδια της αγαπημένης του, της έδειχνε το ναό της απτέρου [= άφτερης] Νίκης, ευχόμενος ο έρωτάς τους να μείνει άπτερος όπως εκείνη [για να μη φύγει, να μην τελειώσει η αγάπη τους]. Λέγοντας αυτά και διακόπτοντας τη συζήτησή τους πολλές φορές, για να φιληθούν, όπως οι συγγραφείς σταματούν να γράφουν για να βάλουν κόμματα στις περιόδους, αποκοιμήθηκαν πάνω στο μάρμαρο της Πεντέλης, όπως ο Ιακώβ πάνω στις πέτρες της Χαρράν [αρχαία πόλη της Μεσοποταμίας, που σήμερα βρίσκεται στην Τουρκία, και αναφέρεται στη Βίβλο].

          Την επόμενη μέρα το πρωί, τινάζοντας τον ύπνο από τα μάτια τους και την πρωινή δροσιά από τα ράσα τους, κατέβηκαν, για να επισκεφτούν και την Αθήνα. Η καρδιά της Ιωάννας έτρεμε από περιέργεια και από φόβο συγχρόνως, επειδή σκεφτόταν ότι σε λίγο θα θαυμάσει εκείνη την εντελώς ειδωλολατρική πόλη, της οποίας και μόνο η όψη, σύμφωνα με τον Άγιο Γρηγόριο, ήταν επικίνδυνη για τις ψυχές των χριστιανών, όπως η θέα της πρώην χαριτωμένης και χαμογελαστής ερωμένης για τον άνδρα που παντρεύτηκε μια άσχημη και κατσούφικη γυναίκα. Αλλά οι ελπίδες και οι φόβοι της ηρωίδας μας διαψεύστηκαν. Από καιρό οι ευσεβείς αυτοκράτορες του Βυζαντίου είχαν κατεδαφίσει εκείνα τα έργα του Μύρωνα, του Αλκαμένη και του Πολύκλειτου [και οι τρεις ήταν φημισμένοι γλύπτες της Κλασικής περιόδου], τα οποία θαύμασε ο Άγιος Λουκάς και σεβάστηκε και ο ίδιος ο Αλαρίχος [αρχηγός των Βησιγότθων, ο οποίος κατέλαβε και λεηλάτησε τη Ρώμη στα τέλη του 4ου αι. μ.Χ., σηματοδοτώντας την αρχή της παρακμής του Δυτικού Ρωμαϊκού Κράτους]. Το έργο της καταστροφής, το οποίο ξεκίνησε στα χρόνια του Κωνσταντίνου, ολοκληρώθηκε όταν βασίλευε ο Θεοδόσιος ο μικρός. Και έδειξαν τον χριστιανικό ζήλο τους όχι μόνο εναντίον των μαρμάρων εκείνοι οι ακούραστοι καταστροφείς των ειδώλων, αλλά και εναντίον των κακότυχων εκείνων


Σελ. 202

τους οποίους υποπτεύονταν ότι μένουν πιστοί στη θρησκεία των πατέρων τους [δηλαδή στους ειδωλολατρικούς θεούς]. Όποιος σφάζει ένα πρόβατο για το οικογενειακό φαγοπότι, όποιος προσφέρει λουλούδια στον τάφο του πατέρα του, όποιος μαζεύει χαμομήλι στο φως της σελήνης, όποιος αρωματίζει το σπίτι του ή έχει στο λαιμό του φυλακτό κατά του πυρετού, δεχόταν καταγγελία από κουκουλοφόρους κατασκόπους ότι τάχα ήταν μάγος ή ειδωλολάτρης, τον έδεναν με αλυσίδες και τον έστελναν στη Σκυθούπολη [πόλη που βρίσκεται δυτικά του ποταμού Ιορδάνη και νότια της λίμνης Τιβεριάδας, ονομαζόταν έτσι από τους αρχαίους Έλληνες, γιατί είχε καταληφθεί από τους Σκύθες σύμφωνα με τον Ηρόδοτο – στο Διαδίκτυο υπάρχουν πολλές αναρτήσεις που συζητούν αν ήταν πράγματι το σφαγείο των ειδωλολατρών Ελλήνων], όπου είχε στηθεί το χριστιανικό εργαστήρι κρεάτων. Εκεί συνεδρίαζαν ευσεβείς δικαστές, που συναγωνίζονταν ποιος θα ψήσει περισσότερους ειδωλολάτρες πάνω σε σχάρες, θα τους βράσει μέσα σε καυτό λάδι ή θα τους κόψει σε κομμάτια (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε τη σημείωση). Χιλιάδες μαρτυρολόγια αναφέρουν τους αγώνες των χριστιανών ομολογητών, από τις πληγές των οποίων έσταζε γάλα και τους οποίους δρόσιζαν οι φλόγες, αλλά κανείς δεν έγραψε ακόμα το αληθινό Συναξάρι για τους μάρτυρες εκείνους οι οποίοι αντί για μυθικό γάλα έχυσαν αίμα αληθινό και αντί να τους δροσίσει, τους κατέκαψε η φωτιά της χριστιανικής αυστηρότητας, η οποία, όπως φαίνεται, ήταν πιο καυτερή από την πολυθεϊστική ωμότητα.

          Οι δύο Βενεδικτίνοι, ακολουθούμενο από τον Θεωνά και από πλήθος Αθηναίων, οι οποίοι ακόμα και την εποχή του Αποστόλου δεν είχαν χρόνο για τίποτε άλλο παρά για να μιλούν και να ακούν για κάτι καινούργιο, έτρεχαν πάνω κάτω σε όλη την πόλη, η οποία


Σελ. 203

έχοντας στερηθεί τους ειδωλολατρικούς θεούς και τους βωμούς της, έμοιαζε με τον Πολύφημο που τυφλώθηκε από τον Οδυσσέα. Όπου υπήρχε προηγουμένως άγαλμα, είχε μπηχθεί ξύλινος σταυρός και όπου υπήρχε βωμός, αντικαταστάθηκε από μικροσκοπικό εκκλησάκι, με θολωτή σκεπή που έμοιαζε με πέτρινη περούκα. Εκείνοι οι μικροί ναοί είχαν χτιστεί από την Αθηναία Ευδοκία, η οποία, επειδή ήθελε να αφιερώσει σε καθένα από τους αγίους μια ιδιαίτερη «κατοικία», αναγκάστηκε να χτίσει πλήθος καλυβιών, που θύμιζαν περισσότερο την οικοδομική βιομηχανία των καστόρων παρά το μεγαλείο του άγνωστου Θεού [η έκφραση παραπέμπει στην αφήγηση που αναφέρει ότι ο Απόστολος Παύλος είδε στην Αθήνα ένα βωμό αφιερωμένο στον άγνωστο θεό, δείγμα της ευσέβειας των αρχαίων Αθηναίων σε κάθε θεό, ακόμα και σε όποιον δε γνώριζαν ακόμα]. Κοντά στις εξωτερικές πόρτες κάθονταν μοναχοί και ασκητές, ξύνοντας τις πληγές τους ή αρχαία χειρόγραφα, για να γράψουν Συναξάρια, πλέκοντας καλάθια, τρώγοντας για πρωινό κρεμμύδια και ευχαριστώντας ίσως και εκείνοι τον Θεό, επειδή γεννήθηκαν Έλληνες και όχι βάρβαροι. Μόνο την αρχαιοπρεπή ομορφιά των γυναικών θαύμαζαν οι δύο ξένοι. Εκείνο τον αιώνα η Αθήνα ήταν ο γυναικώνας των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, οι οποίοι έπαιρναν από εκεί τις συζύγους τους, όπως οι Σουλτάνοι στη συνέχεια παντρεύονταν γυναίκες από την Κιρκασία [η περιοχή αυτή βρίσκεται βόρεια του κράτους της Γεωργίας, με παράλια στη Μαύρη Θάλασσα]. Αυτή η πρόοδος της αττικής φυλής άρχισε από τα χρόνια της Εικονομαχίας, όταν, επειδή είχαν εξοριστεί τα βυζαντινά εικονίσματα, οι γυναίκες, αντί να έχουν ακατάπαυστα μπροστά στα μάτια τους τις αδύνατες Παναγίες και τους σκελετωμένους αγίους, κοιτούσαν και πάλι τα ανάγλυφα του Παρθενώνα και γεννούσαν παιδιά όμοια με αυτά, ώστε και από την άποψη της καλλιτεκνίας [= γέννηση ωραίων παιδιών] μου φαίνεται αναγκαία η μεταρρύθμιση


Σελ. 204

της εκκλησιαστικής εικονογραφίας μας. Απόδειξη αυτής της επιρροής των εικόνων ας είναι οι σύζυγοι των Εβραίων τραπεζιτών της Πρωσσίας, οι οποίες από το πρωί μέχρι το βράδυ, μετρώντας τάληρα και φλουριά με την προτομή του βασιλιά Γουλιέλμου, γεννούν παιδιά που μοιάζουν πάρα πολύ στον μονάρχη, ώστε δίκαια αυτός ονομάστηκε πατέρας των υπηκόων του (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Henrich Heine Reisebilder, τ. Β΄). Αλλά εκτός από την ομορφιά των γυναικών, τα δύο παιδιά της Άρκτου [= από τα βόρεια της Ευρώπης] θαύμαζαν και την ασυνήθιστη σεμνότητα των παρθένων, οι οποίες ήταν τυλιγμένες με μακριά πέπλα και σφίγγονταν πάνω στις μητέρες τους, όπως το ξίφος στο μηρό του στρατιώτη, ενώ τα βλέμματά τους αντί να μοιράζουν αντίδωρο στους περαστικούς, ήταν καρφωμένα στη γη, για να αποφύγουν τους λάκκους και τις λοξοδρομήσεις από τον ίσιο δρόμο, κοκκινίζοντας κάθε φορά που ο άνεμος κουνούσε το ρούχο τους και σε όλα ήταν διαφορετικές από τις σημερινές κοπέλες, οι οποίες τόσο πολύ μοιάζουν με παντρεμένες γυναίκες, ώστε απορεί ο καθένας για ποιο λόγο αναζητούν σύζυγο γι’ αυτές οι πατέρες τους. Στο μεταξύ, έχοντας φτάσει στον πύργο των Ανέμων [γνωστό σήμερα ως Αέρηδες, αρχαίο μνημείο στους βόρειους πρόποδες της Ακρόπολης της Αθήνας] και την αγορά, είδαν με θαυμασμό άρχοντες και επισκόπους να ψωνίζουν τα καθημερινά πράσα, πήγαν στην Ποικίλη Στοά [ή Πεισιανάκτειος, στο σημερινό Μοναστηράκι], όπου αντί για φιλοσόφους βρήκαν αστρολόγους, λεκανομάντεις [η λεκανομαντεία προήλθε από τους Βαβυλώνιους και διαδόθηκε την Ελληνιστική εποχή, μετά το θάνατο του Μ. Αλεξάνδρου – σε μία λεκάνη με νερό έριχναν λάδι και από τα σχήματα που δημιουργούνταν, έκαναν μαντείες], ονειροκρίτες και δασκάλους, οι οποίοι κατέβαιναν εκεί μία φορά την εβδομάδα από τα σχολεία


Σελ. 205

του Υμηττού, για να κερδίζουν μαθητές με τα γλυκά λόγια τους και μέλι με τις στάμνες. Επειδή η διδασκαλία δεν ήταν αρκετή πια, για να καλύψει τις ανάγκες τους, προσέθεταν σε αυτήν, για να ζήσουν, και τη μελισσουργία, όπως οι καλόγεροι της Φλωρεντίας προσέθεταν στα κέρδη της λειτουργίας και τα έσοδα των κρασοπωλείων.

          Δέκα ολόκληρες μέρες ξόδεψε η Ιωάννα, κάνοντας επισκέψεις μαζί με τον σύντροφό της στις αρχαιότητες, στις εκκλησίες και τα περίχωρα της Αθήνας και άλλες δέκα ξεκουράστηκε κάτω από τη φιλόξενη στέγη της Μονής στο Δαφνί. Οι καλόγεροι ήταν πρόθυμοι να προσφέρουν ισόβια φιλοξενία στους δύο Βενεδικτίνους, των οποίων οι απόγονοι μετά από λίγο καιρό θα έδιωχναν τους καλόγερους από το μοναστήρι τους (Σημ. του συγγρ.: Η Μονή στο Δαφνί πραγματικά κυριεύτηκε από τους Βενεδικτίνους την εποχή των Δουκών Λαρόχων, των οποίων οι τάφοι ακόμα φαίνονται κοντά στην είσοδο του ναού. Βλέπε Ραγκαβή Ελληνικά, τ. Α΄, σελ. 221) σαν αρπακτικοί λύκοι. Αλλά η νερόβραστη διατροφή, οι μακρόχρονες προσευχές, το αχυρένιο κρεβάτι και η βρομιά των καλών καλόγερων ήταν αδύνατο να ευχαριστήσουν για πολύ καιρό εκείνα τα παιδιά της Δύσης, που ήταν συνηθισμένα στα ξεχαρβαλωμένα μοναστήρια της Γερμανίας να τρώνε και πλένονται καθημερινά. Γι’ αυτόν το λόγο, αφού παραιτήθηκαν από τη δόξα των Μεγαλόσχημων και Αγγελικών οπαδών του Αγίου Βασιλείου και από τους κανόνες ακόμα των Μικρόσχημων, τους οποίους θεώρησαν δύσκολους,


Σελ. 206

κατατάχθηκαν στους Ιδιόρρυθμους (Σημ. του συγγρ.: Για τις διαφορές των Σχημάτων βλέπε τις διασαφηνίσεις του Λέοντος Αλλάτιου, De consensu Ecclesiae, βιβλ. Γ΄, κεφ. 8, και στο Εξομολογητάριον του Νικόδημου, σελ. 162), στη διάθεση των οποίων αφηνόταν με περισσότερες ή λιγότερες ευχές και μαστιγώσεις να κατακτήσουν κάποια ψηλή ή πιο ταπεινή θέση στον Παράδεισο, ενώ ήταν ελεύθεροι να πάνε και στην Κόλαση, αν αγαπούσαν τον πλησίον τους, το κρασί ή την κρεατοφαγία. Σε μικρή απόσταση από το Μοναστήρι βρισκόταν ένα ερημητήριο για όποιον ήθελε να πάει, επειδή είχε πεθάνει ο μοναχός που κατοικούσε εκεί, ο Όσιος Ερμύλος, ο οποίος, όταν προσπάθησε να μην καταναλώσει καμία άλλη τροφή εκτός από τη Θεία Μετάληψη, πέθανε μετά από δέκα μέρες αυτής της διατροφής. Εκεί έστησαν οι δύο εραστές το σπιτικό τους, ξοδεύοντας τη μικρή περιουσία τους για να αγοράσουν ένα παχύ στρώμα, μια μακριά σούβλα, μια χάλκινη κατσαρόλα, μια στάμνα με λάδι, δύο κατσίκες, δέκα κότες και ένα μεγάλο σκύλο, για να φυλάει όλα αυτά, αλλά και τα αναγκαία για τη σωτηρία της ψυχής τους, ένα μαστίγιο, το κρανίο ενός νεκρού και το καλό παράδειγμα από την κληρονομιά του μακαρίτη.

          Οι πρώτες μέρες της αποκατάστασης των δύο Βενεδικτίνων ήταν μια διαρκής γιορτή. Η Τεσσαρακοστή [= Σαρακοστή] είχε περάσει και ο Ιησούς αναστηνόταν από τους νεκρούς, οπότε από παντού ακούγονταν φιλιά και αρνιά γυρνούσαν πάνω από τις φωτιές και


Σελ. 207

η ίδια η φύση σαν να ήθελε να γιορτάσει την ανάσταση του Σωτήρα, τίναζε από πάνω της τη χειμωνιάτικη στολή, όπως μια νεαρή χήρα αποτινάζει το πένθος του συζύγου της. Οι δάφνες του Απόλλωνα κοκκίνιζαν, το χορτάρι φύτρωνε πάνω στα ερείπια και η άνοιξη δίδασκε τους γαϊδάρους να χορεύουν γύρω από τις συντρόφους τους. Η Ιωάννα σηκωνόταν την αυγή και ανέπνεε με αγαλλίαση τις πρωινές αναθυμιάσεις του βουνού, άρμεγε τις κατσίκες, καθώς ακόμα δεν υπήρχε νόμος, σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν το άρμεγμα από τους μοναχούς, επειδή τάχα εμπνέει πονηρές επιθυμίες, μάζευε κεράσια που έσταζαν δροσιά, έβραζε αυγά και έπειτα ξυπνούσε τον Φρουμέντιο. Μετά το πρόγευμα εκείνος πήγαινε για να ψαρέψει ψάρια ή να στήσει παγίδες για λαγούς, ενώ ο Θεωνάς καλλιεργούσε τον κήπο και η Ιωάννα αποσυρόταν στα βάθη του κελιού, άλλοτε για να αντιγράψει βίους αγίων, τους οποίους πουλούσε για αύξηση των σπιτικών εσόδων, άλλοτε για να περάσει τη μέρα διαβάζοντας τα όνειρα του Πλάτωνα ή του Θεόκριτου τους αναστεναγμούς σε χειρόγραφα, τα οποία της δάνειζαν ή της δώριζαν οι καλόγεροι, όπως η αλεπού του μύθου [του Αισώπου μάλλον] δάνειζε κριθάρι στο άλογο. Το απόγευμα στρωνόταν το τραπέζι μπροστά από την πόρτα του ασκητηρίου κάτω από ένα γέρικο πεύκο, το οποίο οι χωρικοί ονόμαζαν Πατριάρχη εξαιτίας του ύψους και της ηλικίας του. Τα προϊόντα του κήπου, του ψαρέματος και του κυνηγιού έκαναν μοναδικό το ορεινό τραπέζι των δύο μοναχών, οι οποίοι και ως Σάξονες και ως Βενεδικτίνοι ήταν από τη φύση τους παμφάγοι. Η Ιωάννα, διαβάζοντας νύχτα και μέρα Έλληνες


Σελ. 208

φιλοσόφους, άλλοτε και αποστολικούς ή και αιρετικούς Πατέρες, που έζησαν πριν την ανακάλυψη των νηστειών, των δογμάτων και των τροπαρίων, είχε σταδιακά ξύσει από πάνω της την καλογερική σκουριά και, επειδή ήταν εύστροφη και έξυπνη, συναρμολογούσε, για να χρησιμοποιεί, κάποιο είδος χαλαρού θρησκευτικού τυπικού, το οποίο έμοιαζε με τα συστήματα των σημερινών συμπατριωτών της, οι οποίοι, χάρη στην πρόοδο των επιστημών και στις θεολογικές σχολές του Βερολίνου και της Τουβίγγης, πέτυχαν να σχηματίζουν κάποιο είδος χριστιανισμού χωρίς τον Χριστό, όπως κατάφεραν να φτιάξουν και οι εξευγενισμένοι μάγειρες σκορδαλιά χωρίς σκόρδο και ο κ. Παναγιώτης Σούτσος ποιήματα χωρίς ποίηση. Ο Φρουμέντιος, από την άλλη, καθώς ήταν πρόθυμος, όπως οι ήρωες της ρομαντικής σχολής, να μοιραστεί τον Παράδεισο ή τον Άδη με την αγαπημένη του, έτρωγε μαζί της κότες την Παρασκευή και αρνί την Τετάρτη. Στη Ρώμη, όσες φορές εκλεγόταν δικτάτορας [ο δικτάτορας ήταν αξίωμα με θητεία έξι μηνών για την αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, ο οποίος οριζόταν από τη Σύγκλητο και είχε όλες τις εξουσίες με σκοπό την επίλυση των επειγόντων προβλημάτων], σταματούσε κάθε άλλη εξουσία. Έτσι, όταν και ο έρωτας γίνει απόλυτος κυρίαρχος, όλα τα άλλα συναισθήματα σβήνονται  στην καρδιά, όπως τα αστέρια στον ουρανό, όταν ο ήλιος ανατείλει. Ο Δίας, όταν ξεχνούσε τη θεϊκή του ιδιότητα, στολιζόταν με φτερά ή κέρατα, για να ευχαριστήσει τις ερωμένες του, ο Αριστοτέλης, έχοντας σαμάρι στην πλάτη και χαλινάρι στο στόμα, προσέφερε την εβδομηντάχρονη ράχη του στην Κλεοφίλη, στην οποία χρησίμευε σαν γαϊδούρι στην Ινδία (Σημ. του συγγρ.:  Βλέπε τη σημείωση),


Σελ. 209

ενώ ο Φρουμέντιος όχι μόνο κρέας την Παρασκευή αλλά και ξύλο κάθε μέρα θα έτρωγε για χάρη της Ιωάννας.

          Η μυρωδιά του ψημένου κρέατος της ασεβούς εκείνης κουζίνας σκανδάλιζε πολύ τα ευλαβή ρουθούνια των Ελλήνων καλόγερων. Πολλοί από αυτούς, περνώντας μπροστά από το ασκητήριο, έκαναν το σταυρό τους, κλείνοντας τη μύτη τους, όπως έκλεισε και ο Οδυσσέας τα αυτιά του, για να προφυλαχθεί από το τραγούδι των Σειρήνων, ενώ άλλοι πιο τολμηροί έμπαιναν εκεί, για να φοβίσουν τους σαρκοφάγους καλόγερους με τις φλόγες της Κόλασης ή με τους αφορισμούς της Εκκλησίας. Αλλά με πάρα πολλή ευγένεια τους υποδεχόταν η Ιωάννα και με πολλή χάρη τους προσέφερε την πιο παχιά μερίδα, ώστε οι Μεγαλόσχημοι εκείνοι οπαδοί του Αγίου Βασιλείου, οι οποίοι δεν έτρωγαν άλλα πτηνά παρά μόνο τις μύγες, που έπεφταν στο νερόβραστο ζουμί που ετοίμαζαν για να φάνε, έβγαιναν πολλές φορές έχοντας τρυγόνι στην κοιλιά τους και αμαρτία στη συνείδησή τους.

          Στο μεταξύ η φήμη της ευφυΐας, της ομορφιάς και των γνώσεων του νέου αδελφού Ιωάννη απλωνόταν σε όλο το βουνό, αρχίζοντας και στην πόλη να κατεβαίνει. Πολλοί από τους σοφούς δασκάλους του Υμηττού, αφήνοντας τις μέλισσες και τους μαθητές τους, πήγαιναν να επισκεφτούν την ηρωίδα μας, για να συζητήσουν με αυτήν για ακανθώδη [= δύσκολα] προβλήματα της Δογματικής ή για τους δαίμονες και τη λεκανολατρεία. Και ο ίδιος ο αρχιερέας [= Επίσκοπος] Νικήτας πήγε πολλές φορές για να ξεκουραστεί στη σκιά του γιγαντιαίου πεύκου, απορώντας, όπως ο Πετράρχης [Ιταλός λόγιος και ποιητής του 14ου αι.], πώς ο καρπός της γνώσης


Σελ. 210

μπορούσε τόσο γρήγορα να ωριμάσει κάτω από τις ξανθές μπούκλες του εικοσάχρονου εκείνου κεφαλιού. Αλλά όχι μόνο οι ιερείς και οι σοφοί αλλά και οι άρχοντες και οι περαστικοί πατρίκιοι της νέας Ρώμης [της Κωνσταντινούπολης, που την ονόμασε έτσι ο Μέγας Κωνσταντίνος, όταν μετέφερε την πρωτεύουσα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στο Βυζάντιο, αρχαία ελληνική αποικία του 8ου αι. π.Χ., αλλά σύντομα κυριάρχησε η ονομασία Κωνσταντινούπολη] έμαθαν σταδιακά το δρόμο του ασκητηρίου. Κανείς δεν περνούσε από το Δαφνί χωρίς να χτυπήσει την πόρτα των Βενεδικτίνων, ενώ πολλοί από τους επισκέπτες, παρατηρώντας τα λευκά μπράτσα ή φιλώντας τα λευκά δάχτυλα του Πατρός Ιωάννη κυριεύονταν, από κάποια ανεξήγητη αναστάτωση, σαν να δάγκωνε την καρδιά τους ο Δαίμονας της σαρκικής επιθυμίας. Η Ιωάννα, θεωρώντας το ανδρικό ράσο της ως ασφαλή πανοπλία εναντίον κάθε πονηρής επιθυμίας και μη γνωρίζοντας ακόμα τα ήθη εκείνων των νεοπλατωνικών, ανέπνεε με απληστία τη μυρωδιά του θυμιάματος, ζεύοντας κάθε μέρα στο άρμα της τον λάτρη της απέραντης σοφίας και των κόκκινων χειλιών της. Πολλές φορές, όμως, καθώς ήταν περικυκλωμένη από τόσο μεγάλο σμήνος, σκεφτόταν με αναστεναγμούς πόσο περισσότερους και θερμότερους λάτρεις θα είχε, αν αντί να κρύβει κάτω από το ράσο την ομορφιά της σαν χρυσή λεπίδα μέσα σε θήκη από μόλυβδο, εμφανιζόταν ξαφνικά με την αληθινή μορφή της, φορώντας φόρεμα μεταξωτό και έχοντας λυτά τα ξανθά μαλλιά της πάνω στους ώμους της. Αλλά η φτωχή κοπέλα δε γνώριζε ότι, αν συνέβαινε αυτό, οι πιο πολλοί από τους ανατολίτες εκείνους θα της γύριζαν την πλάτη τους, όπως εκείνη η ηρωίδα του Λουκιανού στον πολυαγαπημένο γάιδαρό της, όταν μεταμορφώθηκε σε άνθρωπο.

          Ο Φρουμέντιος στην αρχή χαιρόταν για την επιτυχία της αγαπημένης του,


Σελ. 211

αλλά σύντομα άρχισε να παρατηρεί κάποιες αλλαγές στη συμπεριφορά της Ιωάννας, οι οποίες τον ενόχλησαν πολύ, όπως οι πρώτες ρυτίδες μια φιλάρεσκη κυρία. Ο νεαρός μοναχός με τη σωματώδη και αρρενωπή μορφή έκρυβε καρδιά πιο μαλακή από σύκο, γεννημένος για να αγαπά, όπως το αηδόνι για να τραγουδά και ο γάιδαρος για να κλωτσά. Και ήταν ικανός να καταπιεί διακόσια κάστανα, χωρίς να αισθανθεί το παραμικρό βάρος στο στομάχι, αλλά της αγαπημένης του ούτε χασμουρητό ούτε ψυχρό βλέμμα μπορούσε να χωνέψει και αυτά μετά από επτάχρονη συνεχή συζυγική συμβίωση! Σύμφωνα με τους ηθολόγους [= ερευνητές της συμπεριφοράς και των αιτιών της, η ηθολογία αποτελούσε τότε κλάδο της ζωολογίας] η απόλαυση είναι ο τάφος του έρωτα, αλλά εγώ θα τη συνέκρινα περισσότερο με το φύσημα του αισώπειου εκείνου Σάτυρου, το οποίο άλλοτε προκαλούσε ζέστη και άλλοτε κρύο. Αλλά σε κάθε περίπτωση τα φιλιά και τα χάδια της ηρωίδας μας είχαν γίνει αναγκαία για τον καλό Φρουμέντιο, όπως το καθημερινό ψωμί, και όσο λιγόστευαν εκείνα, αυξανόταν ο πόθος του, όπως θα αυξανόταν και η όρεξή του, αν λιγόστευε το καθημερινό φαγητό. Οι μήνες και τα χρόνια έφευγαν, η Ιωάννα γινόταν πιο ψυχρή, όσο μεγάλωνε ο κύκλος των θαυμαστών της, και η έλλειψη διάθεσης του φτωχού νεαρού αυξανόταν κάθε μέρα και ένα χλωμό σύννεφο απλωνόταν πάνω στη νεανική και γελαστή όψη του, όπως μια μαύρη σκεπή πάνω σε ανθισμένη ροδιά. Για πολύ καιρό προσπαθούσε να κρύψει την ανησυχία του, όπως οι Σπαρτιάτες


Σελ. 212

την αλεπού που έσκιζε τις σάρκες τους, αλλά τελικά ξεχείλισαν τα δάκρυα από τα μάτια του και τα παράπονα από τα χείλη του. Η Ιωάννα προσπαθούσε αρχικά να καθησυχάσει τον σύντροφό της, βεβαιώνοντάς τον ότι τα κατασκότεινα σύννεφα που τον περικύκλωναν, ήταν απλώς μαύρες πεταλούδες, γεννήματα του ξαναμμένου μυαλού του. Αλλά ο Φρουμέντιος ήταν δύσκολο να αλλάξει άποψη, ενώ οι γυναίκες γρήγορα επιβαρύνονται από τη μελαγχολία. Και οι ίδιες οι Ωκεανίδες [της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας], αν και είναι θεές, μία μόνο μέρα έμειναν, για να παρηγορήσουν τον δεσμώτη Προμηθέα και έπειτα, επειδή στεναχωρήθηκαν από τα παράπονά του, τον εγκατέλειψαν στο βράχο με το γύπα που του έτρωγε τα σπλάχνα. Έτσι και η δική μας ηρωίδα, αφού έδινε στον σύντροφό της μια σύντομη παρηγοριά ή ένα γρήγορο φιλί, όπως κάποιος ρίχνει δέκα λεπτά [ποσό ανάλογο του σημερινού] στο χέρι ενός φτωχού, στη συνέχεια η Ιωάννα του γύριζε την πλάτη τη νύχτα, για να κοιμηθεί, και την μέρα, για να ασχοληθεί με τα βιβλία ή με τους αυλικούς της, των οποίων οι επισκέψεις διαδέχονταν η μία την άλλη από το πρωί ως το βράδυ. Ο Φρουμέντιος έμενε συνέχεια σε κάποια γωνία του δωματίου, χωνεύοντας, όπως οι ήρωες του Ομήρου, τη χολή του, και όταν αισθανόταν ανίκανος να κρατήσει πια τα δάκρυα ή τις γροθιές του, ορμούσε έξω από το δωμάτιο και έτρεχε να μαδήσει μια κότα για το γεύμα ή ένα λευκάνθεμο [= μαργαρίτα], για να μάθει αν η Ιωάννα τον αγαπούσε.


Σελ. 213

          Αλλά αυτή η κατάσταση ήταν αδύνατο να διαιωνιστεί. Ο νεαρός μοναχός σκεφτόταν άλλοτε να κόψει το κεφάλι της Ιωάννας, άλλοτε κάθε σχέση μαζί της. Η ωραιοπάθεια και η ερωτική διάθεση της ηρωίδας μας έπαιρναν κάθε μέρα και πιο έντονο χαρακτήρα, σύμφωνα με την έκφραση των δημοσιογράφων [της εποχής του Ροΐδη]. Ένας Ηγούμενος, δύο Αρχιερείς και ο Έπαρχος της Αττικής γνώριζαν ήδη το περιεχόμενο του ράσου της, πολλοί άλλοι το υποπτεύονταν και οι υπόλοιποι προσέφεραν στον αδελφό Ιωάννη το θυμίαμα της πλατωνικής λατρείας [= την αγαπούσαν χωρίς επιθυμία για σαρκική επαφή] και ο Φρουμέντιος δε σταματούσε να παραπονιέται και να βρίζει την πολυαγαπημένη του, η οποία, όταν έχανε τελικά την υπομονή της, του απαντούσε ξερά σαν τα σύκα των Καλαμών. Η σχέση των δύο νεαρών είχε καταντήσει σταδιακά να μοιάζει με τις ινδοσυκιές εκείνες που περικυκλώνουν το βασιλικό κήπο μας, των οποίων ο καρπός διαρκεί μια μέρα και τα αγκάθια όλο το χρόνο. Παρόλα αυτά, όσες φορές ο Φρουμέντιος σκεφτόταν να χωρίσει την αγαπημένη του, αισθανόταν τις τρίχες του να σηκώνονται από τη φρίκη. Ούτε με αυτήν ούτε χωρίς αυτήν μπορούσε να ζήσει, αλλά, επειδή δε γνώριζε ο κακότυχος νεαρός ότι η καρδιά της γυναίκας είναι κινούμενη άμμος, πάνω στην οποία μόνο σκηνή για μια νύχτα μπορεί να στηθεί, είχε χτίσει εκεί σπίτι, στο οποίο σκόπευε να μείνει όλη τη ζωή του. Όταν εκδιώχθηκε με βρισιές και με κλωτσιές από εκείνη την Εδέμ, αντί να υποταχθεί, όπως ο Αδάμ, στην καταδίκη του, αναζητούσε με κάθε τρόπο να μπει και πάλι


Σελ. 214

στον απαγορευμένο εκείνο κήπο, του οποίου την πόρτα έκλεινε η ψυχρότητα και η κακία της Ιωάννας, όπως ένας Άγγελος με ξίφος την πόρτα του Παραδείσου. Άλλοτε ξαπλωμένος κοντά στα πόδια της αγαπημένης του προσπαθούσε να τη συγκινήσει, θυμίζοντάς της τα τόσα πολλά φιλιά τους και τους όρκους τους, αλλά τα λόγια του γλιστρούσαν  πάνω στην απονιά της, όπως η βροχή πάνω στα φύλλα. Άλλοτε τρέχοντας πέρα δώθε σαν πληγωμένο ελάφι στο δάσος, αναζητούσε μια θαυματουργή ράβδο, για να αποσπάσει μ’ αυτήν κάποια δάκρυα από τα στεγνά μάτια της Ιωάννας, όπως ο Μωυσής προσπαθούσε να πάρει νερό από το βράχο της ερήμου. Άλλοτε πάλι, έχοντας χάσει κάθε ελπίδα, προσπαθούσε με όλες τις δυνάμεις του να ξεριζώσει τον έρωτα από την καρδιά του, όπως ο κηπουρός ξεριζώνει ένα δύσοσμο κρεμμύδι που φύτρωσε ανάμεσα σε ηλιοτρόπια, αλλά το κακό φυτό έχει ρίζες βαθιές, ώστε εγκατέλειπε την προσπάθεια μετά από μάταιους αγώνες και έπεφτε στη γη, εντελώς ιδρωμένος και ρίχνοντας κατάρες, όπως ο Ιώβ καταριόταν τη μέρα που γεννήθηκε, και την ώρα που είπαν «είναι αγόρι».

          Και μη νομίσεις, αναγνώστη, ότι ο καλός Φρουμέντιος είχε καταντήσει Ερωτόκριτος, ήρωας του Σούτσου ή άλλο παρόμοιο δίποδο του ρομαντικού θηριοτροφείου. Αντίθετα ήταν συνετό και ευσεβές παιδί της ηρωικής Γερμανίας, που τέτοια παιδιά γεννούσε η κλασική αυτή πατρίδα της μπύρας και των ξινολάχανων, προτού αλλοιωθεί από τους αναστεναγμούς του Βέρθερου [= ρομαντικός ήρωας του Γκαίτε, στο ομώνυμο βιβλίο του] και από τις βλαστήμιες του Στράους και του Έγελου, αγαπούσε την Ιωάννα ίσως όπως ο Αρίστιππος [φιλόσοφος της Κλασικής περιόδου, ο οποίος εγκατέλειψε την πατρίδα του στη Βόρεια Αφρική, για να πάει στην Αθήνα και μπει στον κύκλο του Σωκράτη] τη Λαΐδα [η πιο φημισμένη εταίρα της αρχαίας Ελλάδας, από την Κόρινθο]


Σελ. 215

και οι γάτες το γάλα. Αλλά εκτός από αυτήν, άλλη γυναίκα δε γνώριζε ούτε ήταν δυνατό να βρει στην Αθήνα, επειδή οι απόγονοι του Σόλωνα δεν ήταν ακόμα, όπως σήμερα, πολιτισμένοι, οι μητέρες, οι σύζυγοι, οι αδελφοί και τα άλλα παρόμοια ενοχλητικά πλάσματα που περικυκλώνουν τις γυναίκες, όπως τα αγκάθια περικυκλώνουν τα τριαντάφυλλα, δεν αμφισβητούσαν ακόμα την τιμή να κρατούν το κερί [ή αλλιώς το φανάρι] στους ξένους, ακόμα κι αν ήταν ναύαρχοι ή διπλωμάτες. Μόνο στους αυτοκράτορες του Βυζαντίου άπλωναν το χέρι τότε οι Αθηναίες και σε αυτούς πάλι μόνο το δεξί. Όλα αυτά έκαναν τρομερή τη θέση και συγχωρητές [= μπορούσαν να συγχωρεθούν] τις τρέλες του κακότυχου Φρουμέντιου, στου οποίου την ακμαία και σφριγηλή νεότητα η γυναίκα ήταν ένα σκεύος αναγκαίο, όπως το δεκανίκι στους κουτσούς και η κοπριά στους αγρότες. Σε μακρινές χώρες τοποθετούν οι ποιητές και σε μυθικές εποχές οι μυθολόγοι κάποια παράξενα και τερατώδη πλάσματα του φυτικού ή του ζωικού βασιλείου, τους λωτούς που στάζουν μέλι, τα δένδρα που τραγουδούν, στους τραγοπόδαρους σάτυρους, τις ύδρες [= τέρατα], τους γίγαντες, τις σειρήνες, τους ήρωες, τους μάγους, τους προφήτες, τους μάρτυρες, τους άγιους και άλλα παρόμοια όντα, τα οποία κανείς από μας δεν είδε ποτέ, παρά μόνο σε εικόνες ή σε όνειρα. Αλλά το ηθικό βασίλειο, αν επιτρέπεις αυτήν την έκφραση, αναγνώστη, έχει τη μυθολογία του, ηρωικές αφοσιώσεις, ευσεβείς εκστάσεις, υπεράνθρωπες θυσίες, σταθερούς δεσμούς φιλίας και άλλα παρόμοια τραγικά ή μυθιστορηματικά εφόδια. Ανάμεσα στα χιμαιρικά [= ανύπαρκτα] αυτά


Σελ. 216

προϊόντα του παρελθόντος νομίζω ότι ταιριάζει να κατατάξουμε και τον έρωτα, όπως θεωρούσαν οι ιππότες του Μεσαίωνα και του Πλάτωνα οι παρερμηνευτές, ενώ σύμφωνα με την υγιή φιλοσοφία δεν είναι τίποτα άλλο παρά μόνο άγγιγμα δύο επιδερμίδων (Σημ. του συγγρ.: Ο έξυπνος αυτός ορισμός ανήκει στον Σαμφόρτιο [ποιος είναι άραγε αυτός;]). Αν ο Φρουμέντιος ήταν έτοιμος να τα θυσιάσει όλα για χάρη της Ιωάννας, αν κυλιόταν μπροστά στα πόδια της και καταριόταν τη μέρα που γεννήθηκε, το έκανε για τον ίδιο λόγο που ο Αδάμ συγχώρεσε την άπιστη γυναίκα του, γιατί... δεν υπήρχε άλλη.

          Αλλά και η δική μας ηρωίδα, μολονότι ήταν περικυκλωμένη από αφοσιωμένους θαυμαστές, δεν της ήταν εύκολο να ξεκουράζεται πάνω σε τριαντάφυλλα. Τα κλάματα και οι θρήνοι του Φρουμέντιου, αν και δεν τη συγκινούσαν πια, τάραζαν τα νεύρα της και διέκοπταν πολλές φορές τον ύπνο ή την όρεξή της, και –το χειρότερο- αποκάλυπταν σε όλους το μυστικό της. Σύμφωνα με τον Αθήναιο ο έρωτας και ο βήχας ή ο βήξ, αν αρχαΐζεις, αναγνώστη, είναι τα μόνο που δεν μπορούν να κρυφτούν. Σύμφωνα με μένα (αν μου επιτρέπεται να έχω αντίθετη γνώμη από τους μεθυσμένους Δειπνοσοφιστές [= ο τίτλος του πολύτομου έργου του Αθήναιου]) νομίζω αντίθετα ότι δεν υπάρχει τίποτα πιο εύκολο να κρυφτεί, εννοώ τον έρωτα και όχι το βήχα, όποτε αυτός είναι καλότυχος. Μόνο η ζήλεια, οι ανησυχίες, η απελπισία και τα παρόμοια ερωτικά


Σελ. 217

καρυκεύματα εντυπώνονται, όπως τα χτυπήματα του δήμιου πάνω στο πρόσωπο, ενώ η χαρά και η ευτυχία μας απονέμονται με τόση τσιγκουνιά από τις κόρες της Εύας, ώστε όχι κάτω από το ράσο του καλόγερου αλλά και μέσα στο μικρό τσεπάκι του πιο στενού γιλέκου μπορούν να κρυφτούν. Αλλά όλες οι γυναίκες χωρίς εξαίρεση μοιάζουν με εκείνους τους αποκτηνωμένους Ρωμαίους της παρακμής, οι οποίοι απαιτούσαν από τα θύματα που σφάζονταν στα αμφιθέατρα να πέφτουν με χάρη, γυρίζοντας με προθυμία το λαιμό τους στο μεγαλοπρεπές φονικό ξίφος. Έτσι και η Ιωάννα, αφού με όλους τους τρόπους, με ζήλεια, ψυχρότητα, ιδιοτροπίες και άλλες γυναικείες εφευρέσεις βασάνιζε τον κακόμοιρο Φρουμέντιο, οργιζόταν έπειτα εναντίον του, αν ξέφευγε από τα χείλη του μια κραυγή πόνου ανάμεσα σε όλα αυτά τα βασανιστήρια ή αν μέσα στην ανησυχία του έδειχνε τα δόντια ή την πόρτα του μοναχικού κελιού σε κάποιον από τους αντίζηλούς του.

          Στο μεταξύ οι σκανδαλώδεις σκηνές του ασκητηρίου συγκινούσαν όλους τους ρασοφόρους κατοίκους στο Δαφνί, για τους οποίους η Ιωάννα, της οποίας κανείς πια δεν αγνοούσε το φύλο και τις τρέλες, ήταν τέρας σταλμένο από τους Φράγκους, για να κατασπαράξει την ορθόδοξη Εκκλησία. Και η αλήθεια είναι ότι πολλές γυναίκες πριν από αυτήν, η Αγία Ματρώνα, η Πελαγία και η Μακρίνα, φόρεσαν ράσα και έζησαν με καλόγερους, αλλά δεν το έκαναν, για να τρώνε τρυγόνια και να τιμωρούν τους Επισκόπους. Μέσα σε αυτήν την εντελώς οργισμένη αγέλη υπήρχαν κάποιοι μοναχούληδες, οι οποίοι προσπαθούσαν


Σελ. 218

μερικές φορές να υπερασπιστούν την όμορφη Γερμανίδα, αλλά η φωνή τους πνιγόταν από τη γενική κατακραυγή. Μάλλον όσοι είχαν εξαγριωθεί εναντίον της, ήταν κάποιοι αγγελικοί Μεγαλόσχημοι, δύσοσμοι και βρόμικοι, όπως όλοι όσοι ήθελαν να αρέσουν μόνο στον Θεό, οι οποίοι θέλοντας να αρέσουν και στην Ιωάννα, στάλθηκαν από αυτήν άλλοι να κουρευτούν, άλλοι να πλυθούν. Ήδη, όμως, εκδικούνταν την ακατάδεκτη καλόγρια, ρίχνοντας εναντίον της, όσες φορές περνούσαν έξω από το κελί της, αναθέματα και κατάρες, μερικές φορές και κρεμμύδια, όπως οι ευγενείς νεαροί της Αθήνας στις τραγουδίστριες του ιταλικού θεάτρου, όσες φορές οι αηδόνες αυτές της Ιταλίας βρίσκουν ενοχλητικούς τους αναστεναγμούς τους ή ανεπαρκείς τις προσφορές τους.

          Έτσι, μέσα στο κελί από τον Φρουμέντιο και έξω από αυτό από την κοινή γνώμη δεχόταν πόλεμο η Ιωάννα και βλέποντας το ζήλο των πιστών της να ψυχραίνεται κάθε μέρα από το φόβο του αναθέματος, ενώ αυξανόταν η αυθάδεια των εχθρών, άρχισε να σκέφτεται έντονα να φύγει από εκείνο τον τόπο. Οκτώ χρόνια ήδη βρισκόταν στην Αθήνα και γνώριζε πια όλα τα μνημεία, τα χειρόγραφα και τους κατοίκους, ώστε η πόλη της Αθήνας της φαινόταν πια χωρίς ουσία, όπως και τα φιλιά του Φρουμέντιου. Επιπλέον καιγόταν και από την επιθυμία να δείξει πάνω σε μεγαλύτερη σκηνή τις γνώσεις, την ομορφιά και το μυαλό της, αγγίζοντας πια το τριακοστό έτος της ζωής της, όταν οι γυναίκες, επειδή δεν αρκούνται στα ιδιαίτερα ελαττώματά τους, συνηθίζουν


Σελ.  219

να στολίζονται και με τα δικά μας [τα ανδρικά], αποκτώντας φιλοδοξία, σχολαστικότητα, υπερβολική αγάπη για το κρασί και, αν κάποιος έχει άλλη αρσενική κακία, η οποία μπορεί να κάνει την καρδιά τους πρότυπο γυναικείας τελειότητας, όπως έγινε σήμερα και η Ελλάδα εξαιτίας των πολιτικών ανδρών της πρότυπο βασιλείου στην Ανατολή [Ουάου!!! – Οποίο σχόλιο για την εποχή του Ροΐδη!]. Η Ιωάννα δεν έμοιαζε στις βοσκοπούλες εκείνες του Οβιδίου [ο τρίτος πιο σημαντικός Ρωμαίος ποιητής, του 1ου αι. π.Χ.], οι οποίες θα ένιωθαν ευχαρίστηση, μόνο αν ο Άθως [ένας από τους ήρωες του έργου του Αλέξανδρου Δουμά, Τρεις Σωματοφύλακες – ο Ροΐδης «παίζει» με ετεροχρονισμούς, μπερδεύοντας στοιχεία από διαφορετικές εποχές]  άκουγε το τραγούδι τους ή το ρυάκι αντανακλούσε το στολισμένο με λουλούδια πρόσωπό τους, αλλά αντίθετα δάκρυζε πολλές φορές πάνω από τα βιβλία, με τη σκέψη ότι θα έμενε άγνωστη και χωρίς να υμνηθεί η σοφία της σ’ εκείνη τη γωνιά της Αττικής, όπως κλαίνε και οι νέες καλόγριες, όσες φορές βγάζοντας τα ρούχα τους το απόγευμα, σκέφτονται ότι τα λευκά και ευτραφή μέλη τους βλέπει μόνο ο άυλος και αόρατος γαμπρός [δηλαδή ο Ιησούς]. Σε τέτοια διάθεση βρισκόταν, όταν κάποιο απόγευμα, καθώς περιπλανιόταν κοντά στην κοίλη όχθη του Πειραιά, όπου είχε πάει για να αποχαιρετήσει τον φίλο της Νικήτα [τον Επίσκοπο], που επέστρεφε στην Κωνσταντινούπολη, είδε να μπαίνει στο λιμάνι ένα ξένο πλοίο, του οποίου τα λευκά πανιά της φάνηκαν φτερά αγγέλου, ο οποίος ερχόταν για να τη λυτρώσει από εκείνη τη γη της εξορίας. Το πλοίο ήταν ιταλικό και ανήκε στον Επίσκοπο της Γένοβας, τον Γουλιέλμο τον Ελάχιστο, και ερχόταν στην Ανατολή, για να προμηθευτεί λιβάνι για τον Ύψιστο και στολές για τους υπηρέτες του. Η Ιωάννα μιλώντας στα λατινικά με τους ναύτες που κατέβαιναν από το πλοίο, έμαθε ότι θα αναχωρούσε την επόμενη μέρα το πρωί με προορισμό τη Ρώμη και ήταν


Σελ. 220

πρόθυμοι να την πάρουν μαζί τους, για να αντικαταστήσει τον ιερέα που ταξίδευε μαζί τους και ο οποίος αρπάχθηκε από τα κύματα τη στιγμή που στεκόταν κοντά στην πλώρη και προσπαθούσε σύμφωνα με τη συνήθεια των Καθολικών να ηρεμήσει την τρικυμία, ρίχνοντας στη θάλασσα ιερές μερίδες, οι οποίες χρησίμευαν για τη μετάληψη των δελφινιών. Αφού συμφώνησαν για όλα, η Ιωάννα πήγε πίσω στον Φρουμέντιο, ο οποίος την περίμενε στο σπήλαιο της Μουνιχίας, κοντά στον όρμο, όπου είχε στρώσει δείπνο και κρεβάτι. Ο καιρός ήταν υγρός, ο άνεμος δυνατός και η θάλασσα αναστέναζε πένθιμα κάτω από το σπήλαιο. Ο νεαρός Βενεδικτίνος έσπευσε να ανάψει φωτιά, κοντά στην οποία κάθησε η Ιωάννα, για να στεγνώσει τα ρούχα της, που είχαν μουσκέψει από τα κύματα. Η καρδιά της, μολονότι είχε σκληρύνει από πολύ καιρό εξαιτίας της σχολαστικότητας και της φιλαρέσκειας, ήταν κυριευμένη από κάποια ανησυχία, καθώς σκεφτόταν ότι σύντομα θα έφευγε, χωρίς να επιστρέψει πίσω, αφήνοντας τον σύντροφό της, από τον οποίο δεν είχε απομακρυνθεί ούτε στιγμή για διάστημα δεκαπέντε χρόνων. Για μερικές στιγμές σκέφτηκε να πάρει κι αυτόν στις νέες περιπλανήσεις της, αλλά η ιδιότροπη ζήλεια του φτωχού καλόγερου, που έτρεφε τη σκουριασμένη ιδέα ότι οι γυναίκες πρέπει να έχουν μόνο έναν εραστή, όπως τα γαϊδούρια έχουν ένα μόνο σαμάρι και οι λαοί έναν βασιλιά, τον έκανε ενοχλητικό σκεύος και δύσκολο στη μεταφορά. Αλλά ούτε να τον αποχαιρετίσει τολμούσε η Ιωάννα, επειδή φοβόταν  στον έρημο εκείνο τόπο τα


Σελ. 221

δάκρυα ή και τις γροθιές του. Επομένως θεώρησε πιο συμπονετικό και πιο συνετό να τον αποκοιμίσει στην αγκαλιά της, πριν τον εγκαταλείψει, όπως προσέφεραν και οι δήμιοι της Ιουδαίας στους κατάδικους μεθυστικό ποτό, πριν τους σταυρώσουν. Αφού πήρε, λοιπόν, το κεφάλι του Φρουμέντιου στα γόνατά της, άρχισε να χαϊδεύει τα μαλλιά του με τα δάκτυλα και το μέτωπό του με τα χείλη της και ο συγχωρητικός εκείνος νεαρός, ο οποίος είχε υποστεί τόσες προσβολές, είχε απατηθεί και είχε καταπατηθεί, ακαριαία ξέχασε και τις απιστίες και τις βρισιές και τα βάσανα. Μόνο το άγγιγμα των δακτύλων της Ιωάννας έκλεινε όλες τις πληγές του, όπως θεράπευαν μπροστά από το σύνταγμα και οι Γάλλοι βασιλείς τις πληγές των υπηκόων τους με απλή τοποθέτηση των χεριών τους πάνω τους. Ο Φρουμέντιος, καθώς είχε κυριευτεί από απερίγραπτη ευχαρίστηση, δε γνώριζε ποιον από τους αγίους να ευχαριστήσει για εκείνη την ξαφνική αλλαγή στη συμπεριφορά της Ιωάννας, γιατί όλους τους είχε καλέσει για βοήθεια στην κατάσταση απελπισίας που βρισκόταν, και επειδή ήταν άυπνος για πολύ καιρό, αποκοιμήθηκε τελικά πάνω στο γλυκύτατο εκείνο μαξιλάρι, υποσχόμενος σε όλους τροπάρια και κεριά.

          Την επόμενη μέρα, όταν, προτού ξημερώσει ακόμα, άνοιξε την αγκαλιά του, για να αγκαλιάσει την αγαπημένη του, αλλά αντί για εκείνη βρήκε μόνο τα άχυρα του στρώματός του. Πετάχτηκε με τρόμο και άπλωσε τα χέρια ψηλαφώντας το σκοτάδι, όπως ο τυφλωμένος Πολύφημος που έψαχνε τον Οδυσσέα. Η αυγή ακόμα πάλευε εναντίον του σκοταδιού, όταν χωρίς σκούφο, χωρίς παπούτσια και χωρίς ελπίδα βγήκε από τη σπηλιά ο κακότυχος


Σελ. 222

νεαρός, αλλά δε βρήκε πουθενά ίχνος της Ιωάννας. Αφού δύο ή τρεις φορές έτρεξε γύρω μάταια στο λόφο, όρμησε στην παραλία σαν αγριογούρουνο, πηδώντας από τον ένα βράχο στον άλλο και φωνάζοντας «Ιωάννα!» με δυνατή φωνή. Οι κοιλωμένοι βράχοι επαναλάμβαναν την κραυγή εκείνη και, όσες φορές ο Φρουμέντιος, τόσες φορές και εκείνοι φώναζαν τη φυγάδα, σαν να λυπούνταν τον κακότυχο άνθρωπο. Και ο ίδιος ο ήλιος ανέτειλε εκείνη τη στιγμή, για να τον βοηθήσει στην αγωνιώδη έρευνά του. Αλλά η παραλία ήταν έρημη και πάνω στη θάλασσα φαινόταν μία βάρκα που έσχιζε τα κύματα της Μουνιχίας και στην πρύμνη της στεκόταν η Ιωάννα σφιγμένη στο ράσο της. Η δραπέτιδα είδε ίσως στην ακτή τον νεαρό που απλώνοντας τα χέρια του προς αυτήν έπεσε στη θάλασσα, αλλά γυρίζοντας το πρόσωπό της προς την αντίθετη κατεύθυνση, ενθάρρυνε τους κωπηλάτες να επιταχύνουν και να συντομεύσουν τη διαδρομή.

          Μετά από λίγο η βάρκα ανασυρόταν στα πλευρά του πλοίου, το οποίο άνοιγε ήδη τα πανιά του στους ανέμους και ο Φρουμέντιος μετά από μάταιη καταδίωξη, έχοντας εξαντλήσει τις δυνάμεις του, βρέθηκε ξαπλωμένος σαν ξέπνοο ναυάγιο στην προκυμαία. Όταν συνήλθε, απομάκρυνε τη ζωή σαν εφιάλτη. Αλλά οι ώρες περνούσαν, ο ήλιος στέγνωνε τα ρούχα του και το κακό όνειρο δε σταματούσε. Για μια στιγμή σκέφτηκε να το πνίξει στη θάλασσα, όπως ο Σολομών έπνιγε τις λύπες του στο κρασί, αλλά το νερό ήταν ρηχό και επιπλέον φοβόταν την Κόλαση, όπου για πολύ ακόμα


Σελ. 223

έπρεπε να περιμένει την Ιωάννα [αφού ήταν ακόμα αρκετά νέοι για να πεθάνουν]. Στη συνέχεια σήκωσε προς τον ουρανό το βλέμμα του γκρινιάζοντας, αλλά καμία από τις αγίες δεν κατέβηκε, για να του προσφέρει τα χείλη της για παρηγοριά, όπως ο Βάκχος στην Αριάδνη. Εξάλλου ο Φρουμέντιος δεν ήταν γυναίκα και ποιος ξέρει αν, στην ψυχική κατάσταση που βρισκόταν, δε θα απωθούσε με βίαιο τρόπο και την ίδια την Αγία Θαΐδα ή την ξανθή Μαγδαληνή;

          Όταν νύχτωσε, επέστρεψε και πάλι στο σπήλαιο. Πόσο βασανιστική νύχτα πέρασε εκεί, κοιτάζοντας το κρεβάτι στο οποίο οι ομορφιές της Ιωάννας φαίνονταν ακόμα τυπωμένες σε βαθουλώματα! Αν έχασες κάποτε ερωμένη ή ολόκληρη περιουσία στα χαρτιά, μαντεύεις, αναγνώστη, πόσο πικρά ήταν τα δάκρυά του, αν έπινες άψινθο ως χωνευτικό μετά από το φαγητό. Δεκαπέντε μέρες έμεινε εκεί ρωτώντας «για ποιο σκοπό δίνεται φως στους πικραμένους και ζωή στις πονεμένες ψυχές» (Σημ. του συγγρ.: Ιώβ, κεφ. γ΄, εδάφ. 20). Αλλά τελικά τον λυπήθηκε και έτρεξε να τον βοηθήσει ο ουράνιος προστάτης του, ο Άγιος Βονιφάτιος. Ένα απόγευμα, αφού είχε εξαντλήσει τους θρήνους του, ο Φρουμέντιος κοιμόταν πάνω στην άμμο της παραλίας, όταν κατέβηκε από τον ουρανό εκείνος ο απόστολος των Σαξόνων και άνοιξε με μαχαίρι το στήθος του κοιμισμένου, έβαλε τα δάχτυλά του μέσα στο άνοιγμα και, αφού έβγαλε την καρδιά του, την έριξε σε ένα λάκκο γεμάτο με νερό, το οποίο είχε αγιάσει νωρίτερα. Η φλογισμένη


Σελ. 224

εκείνη καρδιά σπαρτάρησε μέσα στο νερό, σαν μαρίδα στο τηγάνι, και αφού κρύωσε, την τοποθέτησε πάλι ο Άγιος στη θέση της, έκλεισε την πληγή και επέστρεψε στη θέση του.

          Έτυχε ποτέ, αναγνώστη μου, να αποκοιμηθείς με ανυπόφορο βήχα, κοιμισμένος να ιδρώσεις και, όταν ξύπνησες, να βρεθείς θεραπευμένος; Χωρίς να ξέρεις ότι είσαι καλά, ανοίγεις μηχανικά το στόμα, για να πληρώσεις στον καταραμένο βήχα το συνηθισμένο φόρο. Αλλά πόση χαρά αισθάνεσαι, όταν δε βρίσκεις στο λάρυγγα το ενοχλητικό θηρίο! Με τον ίδιο τρόπο, όταν άνοιξε ο Φρουμέντιος τα μάτια του, ετοιμάστηκε να προσφέρει στην αχάριστη Ιωάννα τη συνηθισμένη προσφορά δακρύων, αλλά παρά όλες τις προσδοκίες του τα μάτια του ήταν στεγνά και αισθανόταν περισσότερο την όρεξη να φάει πρωινό παρά να κλάψει μετά από νηστεία πολλών ημερών ο καλός Βενεδικτίνος. Μια νεαρή βοσκοπούλα πέρασε μετά από λίγο από μπροστά του, έχοντας μια στάμνα με γάλα πάνω στο κεφάλι και ένα κομπολόι από κολλύρια [πρέπει να είναι οι κωδιές/κάλυκες από κάποιο φυτό, αλλά δεν το βρήκα] στο χέρι. Τη φώναξε και έφαγε πρόθυμα. Αλλά, όταν η Αμαρυλλίς [όνομα ηρωίδας στη λογοτεχνία] εκείνη πήρε ένα χάλκινο νόμισμα [επομένως μικρής αξίας], φίλησε το χέρι του καλόγερου και απομακρύνθηκε, ενώνοντας το χαρούμενο τραγούδι της με τη φωνή των κορυδαλλών. Καθώς ο άνεμος του πρωινού έπαιζε με τις πτυχές του ρούχου της, σηκώνοντάς το μέχρι τη μέση της γάμπας, βλέποντάς την ο Φρουμέντιος τότε για πρώτη φορά αισθάνθηκε ότι εκτός από την Ιωάννα υπήρχαν και άλλες γυναίκες στον κόσμο. Η θεραπεία του μπορούσε πια να θεωρηθεί ριζική. Έτσι με το θαύμα


Σελ. 225

του Αγίου αφού απαλλάχτηκε από το ανόητο πάθος του και καθώς είναι πια άχρηστος σε μας ως ήρωας του μυθιστορήματος, έγινε από εκείνη τη στιγμή το πιο χρήσιμο μέλος της κοινωνίας, πολύ κατάλληλος, αν ζούσε σήμερα, για να ασκήσει οποιοδήποτε τίμιο επάγγελμα, να γίνει ταχυδρόμος, κατάσκοπος, βουλευτής, προικοθήρας ή κυνηγός θέσης, να κρατά τα λογιστικά βιβλία ενός εμπόρου της Χίου ή τα πόδια ενός κατάδικου στην κρεμάλα. Αλλά την εποχή εκείνη τα Κύριε ελέησον ήταν η καλύτερη τέχνη, οπότε ενεργώντας σωστά παρέμεινε καλόγερος ο Φρουμέντιος. Αλλά προτού κυνηγήσω την Ιωάννα στη Ρώμη, θα ξεκουραστώ λίγο. Οι μεγάλοι ποιητές, ο Όμηρος και ο κύριος Παναγιώτης Σούτσος, γράφουν στον ύπνο τους ωραίους στίχους, αλλά εγώ σκουπίζω πάντα την πένα μου, πριν τοποθετήσω στο κεφάλι μου το νυχτερινό σκούφο. Μόνο στους εξαιρετικούς άνδρες συγχωρούνται οι υπναλέες φράσεις, ενώ εμείς οι ταπεινοί γραφιάδες πρέπει να είμαστε ξύπνιοι, όπως οι χήνες των Καπιτωλίου, οι οποίες ξυπνούν τους Ρωμαίους.