Δευτέρα 27 Ιουλίου 2020

Πάπισσα Ιωάννα - Μέρος Δ΄

Η ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ

___

 

ΜΕΡΟΣ Δ΄

 

Φεύ της θηλείας, πή προβήσεται, φρενός;

Τί τέρμα τόλμης και θράσους γενήσεται;

(Ευριπίδης, Ιππόλυτος, στ. 935)

[= Αλίμονο! Πού μπορεί να φτάσει του ανθρώπου η πονηριά;

Σε ποιο τέρμα το θράσος του τραβάει κι η αδιαντοπιά;

Μετάφραση Βάρναλη, www.greek-language.gr]

 

 

          Όλων των σημαντικών ανδρών τη ζωή περικυκλώνουν πυκνά σκοτάδια, στα οποία μόνο οι ποιητές και οι μυθογράφοι τολμούν να ριψοκινδυνέψουν να μπουν, ανάβοντας το μαγικό φανάρι της φαντασίας τους, στου οποίου το φως βλέπουν χιλιάδες χλωμά ή χαμογελαστά φαντάσματα. Αλλά, όταν ο ήρωας γίνει άνδρας, όταν το λουλούδι μεταμορφωθεί σε καρπό, παρουσιάζεται ένα σμήνος ιστορικών, που κρατούν την αναμμένη και φωτεινή δάδα της κριτικής. Όταν εμφανίζονται οι κακόκεφοι εκείνοι δαδοφόροι, φεύγουν με τρόμο τα χρυσόφτερα πλάσματα της φαντασίας, τα οποία, όπως τα αστέρια και οι σαραντάχρονες γυναίκες νιώθουν ευχαρίστηση μόνο στο σκοτάδι. Αλλά αν το φως είναι πολύ έντονο, ακόμα και ο ήρωας ο ίδιος εξαφανίζεται πολλές φορές από τα μάτια του κριτικού, όπως ο Όμηρος από τα μάτια του Βόλφιου [Βολφ Φρήντριχ Αουγκούστ, Γερμανός φιλόλογος του 18ου αι., που ισχυρίστηκε ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια δεν είναι έργα του Ομήρου, αλλά μία συλλογή προηγούμενων προφορικών κειμένων]  και ο Ιησούς από τα μάτια του Στράους [Στράους Ντάβιντ Φρήντριχ, Γερμανός ιστορικός του 19ου αι., εξέδωσε βιβλίο το 1835 με τίτλο Η ζωή του Ιησού, στο οποίο ισχυρίστηκε ότι τα ευαγγελικά κείμενα πρέπει να θεωρούνται συμβολικά, δηλαδή μύθοι, και όχι πραγματικά]. Όμως η Ιωάννα έμεινε ακλόνητη στην υψηλή της θέση, χωρίς να πτοηθεί καθόλου από το φως. Αλλά από εκείνη τη στιγμή και μετά

Σελ. 228

ο ήρωας γίνεται ιστορικό πρόσωπο, ενώ τα άλλα πρόσωπα αποτελούν ελαφριά στεφάνια, με τα οποία στόλιζαν τα ξανθά μαλλιά δεκαεπτάχρονων κοριτσιών, και είναι πια αταίριαστα για το κεφάλι που πρόκειται σε λίγο να στολιστεί με το τριπλό στεφάνι του Αγίου Πέτρου. Το υλικό για την αφήγησή μου, αντί να το πάρω, όπως νωρίτερα, από το κεφάλι μου [= δεν είναι πια προϊόν φαντασίας], αναγκάζομαι να το αντλώ από αξιόπιστους Χρονογράφους. Αν, όμως, θεωρήσεις λιγότερο νόστιμο αυτό το μέρος του βιβλίου, σ’ ευχαριστώ, αναγνώστη, για την προτίμηση.

          Η Ρώμη, όταν έχασε την οικουμένη που κατέκτησε με το ξίφος [= με τα όπλα], προσπαθούσε να επαναφέρει την κοσμοκρατορία της, στέλνοντας στις πρώην επαρχίες δόγματα αντί για λεγεώνες και υφαίνοντας σιωπηλά τον απέραντο εκείνο ιστό, στον οποίο θα έπεφταν όλοι οι λαοί. Η αράχνη του ιστού εκείνου, όταν έφτασε στη Ρώμη η δική μας ηρωίδα, ήταν ο Άγιος Λέων ο Δ΄, που διαδέχτηκε τον Σέργιο τον Γουρουνόστομο. Όλοι σχεδόν οι αρχιερείς εκείνης της εποχής, είτε θέλοντας είτε όχι, έπαιρναν τον τίτλο του Αγίου. Αλλά ο Λέων αληθινά τον είχε αποκτήσει με τον ιδρώτα του, επειδή είχε βρει τα σώματα των αγίων μαρτύρων Σεμπρονιανού, Νικόστρατου και Καστόριου, προκαλώντας με την ποιμαντική ράβδο του, όπως ο Ποσειδώνας με την τρίαινά του, φοβερή τρικυμία, η οποία σκόρπισε τα πλοία των Σαρακηνών, σκοτώνοντας με μια ευχή μόνο έναν δράκο που είχε τη φωλιά του στην εκκλησία της Αγίας Λουκίας, αποκρούοντας πολλές φορές τις επιθέσεις των απίστων και –το πιο αρεστό στον Θεό- είχε ιδρύσει μέσα στο παπικό

Σελ. 229

παλάτι γυναικείο μοναστήρι, όπου κάτω από την πατρική στέγη του άγιαζαν οι πιο εκλεκτές παρθένες της Ρώμης. Αλλά, εκτός από τις καλόγριες, προστάτευε και τα γράμματα ο φιλόμουσος [= αυτός που αγαπά τις Μούσες, δηλαδή τις Καλές Τέχνες] Ποντίφικας και είχε τόσο πολύ γοητευτεί από την Ιωάννα, ώστε, αφού μίλησε μαζί της για όλα τα γνωστά θέματα και για κάποια άλλα ακόμα, τη διόρισε αμέσως δάσκαλο της Θεολογίας στο σχολείο του Αγίου Μαρτίνου, όπου δίδαξε κάποτε και ο Άγιος Αυγουστίνος.

          Η Ιωάννα ή καλύτερα ο πατήρ Ιωάννης (επειδή το θηλυκό της όνομα είναι πια αταίριαστο, θα το δίνουμε στην ηρωίδα μας, μόνο όσες φορές είμαστε μόνοι μαζί της, όπως ο Αυτοκράτορας Αλέξανδρος έδινε τον τίτλο του κλέφτη στους υπουργούς του μόνο στις συναντήσεις τους) ξόδεψε τις πρώτες μέρες τριγυρίζοντας στην αιώνια πόλη. Αλλά τότε τα μνημεία της Ρώμης δεν άξιζαν τα παπούτσια που χαλούσε, για να τα επισκεφτεί. Ο δάσκαλος του λόρδου Έλγιν, ο Κάρολος ο Μέγας, ακολουθώντας τη συνήθεια των Φράγκων, είχε αρπάξει από τους αρχαίους ναούς στήλες και ανάγλυφα, για να στολίσει τη Μητρόπολη του Ακυϊσγράνου [δε βρήκα ποια πόλη είναι]. Και οι χριστιανικές εκκλησίες που χτίστηκαν από τους προκατόχους του Λέοντα, ήταν αναμείξεις της ρωμαϊκής και της ανατολικής αρχιτεκτονικής, χωρίς συγκεκριμένο αρχιτεκτονικό ρυθμό και με τερατώδη μορφή, που έμοιαζαν πολύ με τον τότε χριστιανισμό στη Δύση, ο οποίος ήταν ασυνάρτητο [= χωρίς συνοχή και συνέπεια] και αχώνευτο κράμα εβραϊσμού και ειδωλολατρίας, που στο μέλλον θα συγχωνεύσουν και θα καθαρίσουν

Σελ. 230

οι Γάλλοι θεολόγοι, όπως οι απόγονοί τους καθάρισαν τις σκουριές του Λαυρίου. Αλλά τότε κανείς ακόμα δε νοιαζόταν για τα δόγματα και οι αρχαίοι θεοί, όσοι τουλάχιστον από αυτούς δε μετατράπηκαν σε χριστιανικούς αγίους, όταν εξορίστηκαν από τον Όλυμπο, μετακόμισαν στον Άδη και εκεί ζούσαν ειρηνικά μαζί με τον Διάβολο των Χριστιανών και τον Σατανά των Εβραίων, έχοντας την αναγνώριση των θεολόγων, εισακούoντας τις κλήσεις για βοήθεια των μάγων και μετακομίζοντας μερικές φορές και στα σώματα των χριστιανών, οι οποίοι ονομάζονταν τότε Δαιμονισμένοι. Την ημέρα που η Ιωάννα έφτασε στη Ρώμη, γινόταν κάποια παράξενη τελετή στις εκκλησίες προς τιμήν των αρχαίων θεών. Ομάδες μεθυσμένων χριστιανών χόρευαν ψάλλοντας ιερόσυλα τραγούδια, κραυγάζοντας Ευοί! Ευοί! και κυνηγώντας ο ένας τον άλλο με μαστίγια, όπως συνέβαινε στη γιορτή του Κρόνου, ενώ οι ιέρειες της Αφροδίτης [δηλαδή οι πόρνες], φορώντας μόνο φυλακτά στο λαιμό και μικρά κουδουνάκια στα πόδια, έτρεχαν γύρω από το πλήθος, προσφέροντας για λίγα σόλδια [= νόμισμα της εποχής εκείνης] κρασί και φιλιά στους χορευτές, προκαλώντας πολύ σκανδαλισμό στους νεοφώτιστους χριστιανούς που επισκέπτονταν τη Ρώμη, οι οποίοι νόμιζαν ότι όλα αυτά συμπεριλαμβάνονταν στη χριστιανική λατρεία, όπως υποθέτουν όσοι παρευρίσκονται σε θορυβώδη συνεδρίαση των αμερικανικών κοινοβουλίων, ότι και οι κλωτσιές αποτελούν μέρος της δημοκρατικής ελευθερίας.

          Τέτοιοι ήταν οι άνθρωποι, που σκόπευε να

Σελ. 231

αλατίσει η ηρωίδα μας με το αλάτι της Αττικής. Τις πρώτες μέρες προσπάθησε να τους μιλήσει για τη Δογματική, αλλά οι ακροατές της  θεωρούσαν ότι αυτές οι πάρα πολλές συζητήσεις που απασχολούσαν τους Γραικούς [= Έλληνες] για τη φυσιολογία [= κλάδος της ιατρικής που περιγράφει πώς λειτουργεί ένα όργανο] της Αγίας Τριάδας, ήταν περιττές, όπως και τα μακριά γένεια που τους στόλιζαν. Οι διάδοχοι του θεϊκού Πλάτωνα [= οι Νεοέλληνες] συζητούσαν ακόμα στην Ανατολή για τη φύση του Θεού, αλλά και οι απόγονοι [οι νεότεροι κάτοικοι της Ρώμης] του Κάτωνα [Ρωμαίος ρήτορας και πολιτικός, που προσπαθούσε να διασώσει τη ρωμαϊκή παράδοση, αντιδρώντας σε οποιαδήποτε αλλαγή] και του Κιγκινάτου [Ρωμαίος πολιτικός και στρατιωτικός ηγέτης, που έμεινε στην ιστορία ως εξαιρετικά ενάρετος], καθώς ήταν περισσότερο πρακτικοί, θεωρούσαν τη θεολογία ένα σημαντικό επάγγελμα, από το οποίοι ο ιερέας περίμενε να πάρει το καθημερινό ψωμί του και επιπλέον υψηλά αξιώματα, επισκοπές, άλογα, ερωμένες και άλλα ωραία πράγματα, τα οποία αποκτώνται μόνο με δράση και πρακτικές γνώσεις. Επομένως, αντί να ερευνούν τα μυστήρια του ουρανού, επιδίωκαν ως συνετοί άνθρωποι να μεγαλώσουν τη βασιλεία του Πάπα σε όλη τη γη, στο όνομα του οποίου μάζευαν φόρους από όλους τους λαούς. Η Ιωάννα, επειδή ήταν εύστροφη και προσαρμοζόταν εύκολα, σαν φίδι ή σαν γυναίκα, μάντεψε γρήγορα τις επιθυμίες των μαθητών της. Αφού πέταξε από πάνω της τις βυζαντινές ιδεολογίες, γρήγορα κατέβηκε από τον ουρανό στη γη και από τις συννεφιασμένες κορυφές της μεταφυσικής στις παχιές και πλούσιες σε κόπρους πεδιάδες του Κανονικού Δικαίου, μιλώντας άνετα κάθε μέρα για την κοσμική εξουσία του Πάπα, τη δωρεά του Καρόλου, τους φόρους, τα δέκατα, τις χρυσές στολές και άλλα ιερατικά καρυκεύματα, με τα οποία οι ρασοφόροι προσπαθούν να κάνουν

Σελ. 232

λιγότερο ανυπόμονη την προσδοκία του Παραδείσου, όπως διασκέδαζαν και οι μνηστήρες της Πηνελόπης με τις υπηρέτριες, περιμένοντας να απολαύσουν την οικοδέσποινα. Μιλώντας με αυτόν τον τρόπο, κατάφερε τελικά να προκαλέσει την καλή διάθεση των ακροατών της, όπως μπόρεσε και ο Ορφέας με τη λύρα του να συγκινήσει τις πέτρες. Η παρομοίωση αυτή δεν είναι υπερβολική, γιατί, αν δεν υπήρχαν πέτρες, τουλάχιστον γαϊδούρια θα ονομάζονταν τότε οι Ιταλοί από τους άλλους λαούς και οι σύνοδοί τους [θα ονομάζονταν] γαϊδουροσυνέδρια. Επίσης οι λίγοι δάσκαλοι που βρίσκονταν στη Ρώμη, στέλνονταν από την Ιρλανδία, τη Σκωτία και τη Γαλατία [= Γαλλία] στους κακότυχους απογόνους του Κικέρωνα [αρχαίος Ρωμαίος πολιτικός, ρήτορας και φιλόσοφος του 1ου αι. π.Χ.], όπως σήμερα σε μας στέλνονται οι ελληνιστές [μορφωμένοι με ειδίκευση στην ελληνική γλώσσα] από τη Γερμανία. Αλλά ο Κλαύδιος [Ελληνο-Ρωμαίος μαθηματικός, αστρονόμος, γεωγράφος και ποιητής, που έζησε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου τον 1ο αι. μ.Χ.], ο Δουνγάλλος, ο Βιγιντίμιλλος [αυτοί οι δύο δε βρέθηκαν, γιατί ο Ροΐδης ελληνοποιούσε τα ξένα ονόματα, ελληνική συνήθεια της εποχής του, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνει αντιστοίχιση με τα ιστορικά ονόματά τους] και οι άλλοι ξένοι σοφοί είχαν πια πεθάνει ή γεράσει και στη μέση του Μεσαιωνικού σκοταδιού ξεχώριζε η Ιταλία ανάμεσα στα αμόρφωτα έθνη που την περικύκλωναν, όπως η Καλυψώ ξεπερνούσε στο ύψος τις νύμφες της. Οι περισσότεροι από τους ιερείς δε γνώριζαν ανάγνωση και αντί να κάνουν κήρυγμα από τον άμβωνα, αφηγούνταν το Ευαγγέλιο ως παραμύθι στους πιστούς, πώς στήριζε η Παναγία με τα λευκά χέρια της τα πόδια του εγκληματιών που ήταν στην κρεμάλα, όσες φορές αυτοί άναβαν κεριά μπροστά από στις εικόνες της, και πώς, για να σώσει από την αμαρτία μια ευσεβή καλόγρια, έπαιρνε τη μορφή και το κρεβάτι της, στο οποίο δεχόταν η Παναγία, αντί της καλόγριας, τους εραστές, πώς όσοι απαρνούνταν τον Θεό, αλλά έμεναν πιστοί στην Παρθένο, έμπαιναν κρυφά με τη βοήθειά Της στα

Σελ. 233

γαλήνια μοναστήρια και πώς η ελεήμονας Θεοτόκος έδινε στους ευσεβείς εραστές φίλτρα και μαγικά ποτά, για να απολαύσουν με αυτά την ερωμένη τους. Τέτοια ακούγοντας οι Λογγοβάρδοι, οι Φράγκοι, οι Βουργούνδιοι και άλλοι βάρβαροι λαοί που ζούσαν γύρω από την Ιταλία, περιφρονούσαν τόσο πολύ τους υπηκόους του Πάπα, ώστε το επίθετο Ρωμαίος ήταν γι’ αυτούς πιο προσβλητικό από οποιαδήποτε βρισιά, όπως κατάντησε και το Γραικός συνώνυμο του απατεώνα στους χαρτοπαίκτες.

          Η σοφία της δικής μας ηρωίδας έλαμπε στο πυκνό εκείνο σκοτάδι σαν φάρος στην ομίχλη μιας συννεφιασμένης νύχτας. Πλήθος ακροατών, πολλές φορές και ο Πάπας Λέων, πήγαιναν στο Μοναστήρι του Αγίου Μαρτίνου, για να ακούσουν τον νεαρό εκείνο Αυγουστίνο [ο Αυγουστίνος Ιππώνος ήταν σημαντικός χριστιανός θεολόγος και φιλόσοφος στη Δυτική Εκκλησία τον 4ο-5ο αι. μ. Χ], ο οποίος αντί να ασχολείται με τα φοβερά μυστήρια της θρησκείας, μιλούσε μόνο για ευχάριστα και χρήσιμα θέματα, υμνώντας τις αρετές του Ποντίφικα και διασύροντας τους Βυζαντινούς, εξηγώντας τις θεωρίες του Αριστοτέλη ή αφηγούμενος των απογόνων του [των Νεοελλήνων] την αθλιότητα, τα σκόρδα, τις πληγές και τις νηστείες [που είχε γνωρίσει, όταν ήταν στην Αθήνα]. Οι παραδόσεις της Ιωάννας έμοιαζαν με τα φιλόξενα εκείνα σπίτια του Αμβούργου, όπου υπάρχουν για κάθε όρεξη τα κατάλληλα φαγητά, λουλούδια για κάθε όσφρηση και γυναίκες που μιλούν όλες τις γλώσσες και ευχαριστούν όλες τις ορέξεις. Πολλές φορές και η δική μας ηρωίδα άρχιζε από τη Θεοδικεία [θεολογικός όρος για την εφαρμογή της θεϊκής δίκης στους ανθρώπους αλλά και φιλοσοφικός όρος για την ανοχή του Θεού απέναντι στην ύπαρξη του κακού στον κόσμο μας] και τελείωνε στη μαγειρική. Αλλά την εποχή εκείνη, τα προϊόντα του ανθρώπινου μυαλού δεν ήταν ακόμα

Σελ. 234

τακτοποιημένα σε χωριστές θέσεις, όπως τα ερπετά σε φιάλες Μουσείου. Μόνη επιστήμη τότε ήταν η Θεολογία, που είχε εκατό χέρια, όπως ο Βριάρεως [ένα από τα τέρατα παιδιά του Ουρανού και της Γης, στην αρχαία ελληνική μυθολογία], κρατώντας τα πάντα σφιχτά στην αγκαλιά της, αλλά ήταν ολόκληρη [η θεολογική επιστήμη] μέσα στο κεφάλι της ηρωίδας μας με τις ξανθές μπούκλες.

          Για δύο χρόνια η Ιωάννα συνέχισε να διδάσκει και χρωστούσε όλη την εκτίμηση που της είχαν, στην ικανότητά της να μιλάει, γιατί κανείς τότε στη Ρώμη δεν υποπτευόταν ποιοι θησαυροί κρύβονταν κάτω από το ράσο της. Όλων τα πρόσωπα εκεί ήταν ξυρισμένοι και μόνο η μύτη των καλογέρων φαινόταν από την κουκούλα. Σταδιακά, όμως, μέσα στο μεθύσι της αγάπης για τον εαυτό της, έφτασε σχεδόν στο σημείο και η ίδια να πιστεύει ότι μεταμορφώθηκε σε άνδρα, όπως ο Τειρεσίας [αρχαίος Έλληνας μάντης] σε γυναίκα. Ο Φρουμέντιος είχε ξεχαστεί προ πολλού, αλλά η φιλόδοξη ρασοφόρος δε βιαζόταν να τον αντικαταστήσει, επειδή το μυαλό της ήταν απασχολημένο με σπουδαιότερα θέματα. Τον μανδύα του Ηγούμενου, τα μουλάρια του Ληγάτου, τα στέμματα του Επισκόπου, μερικές φορές και τις χρυσές παντόφλες του Πάπα ονειρευόταν πια η ξανθή ηρωίδα μας, ενώ ως συνετή γυναίκα τοποθετούσε τους εραστές στο βάθος της σκηνής, όπως φυλάγονται και τα γλυκά για το τέλος του τραπεζιού. Αλλά αντί να παραδίδεται σε μάταιες μόνο ονειροπολήσεις, εργαζόταν νύχτα και μέρα για την άνοδό της, κολακεύοντας τους δυνατούς, διδάσκοντας, γράφοντας κείμενα και ύμνους για τον Χριστό και τον Πάπα με ρυθμικούς ομοιοκατάληκτους στίχους, τους οποίους πρώτη εκείνη εισήγαγε στην Ιταλία. Αλλά και την ιατρική ασκούσε,

Σελ. 235

σύμφωνα με τις κακές γλώσσες, και τη μαγεία, αναγκάζοντας τα κακά πνεύματα, δηλαδή τους προηγούμενους θεούς [τους ειδωλολατρικούς], τον Βάκχο [= Διόνυσο], την Ήρα, τον Πάνα και την Αφροδίτη, να αφήσουν τις πύλες του σκοταδιού και να τρέξουν στα καλέσματά της σαν πιστοί υπηρέτες.

          Στο μεταξύ ο κοσμαγάπητος Πάπας Λέων, έχοντας γεράσει πια και υποφέροντας από ρευματικά, από τη στιγμή που θέλησε να περπατήσει πάνω στη θάλασσα, όπως ο Άγιος Πέτρος, και έκανε μπάνιο χωρίς να το περιμένει, χάνοντας την κορώνα του και μέρος της τιμής του, έκανε τον Πατέρα Ιωάννη μυστικό του γραμματέα. Από την εποχή εκείνη υπήρχαν στην Αυλή του Πάπα, εκτός από τους επίσημους και μυστικοί, όχι μόνο αξιωματούχοι αλλά και κατώτατοι υπηρέτες, μυστικοί μάγειρες, ηλιοκαμένοι, υπηρέτες για τα δωμάτια και καθαριστές για τις σκάλες. Αλλά και σκάλες και πόρτες και δωμάτια μυστικά υπήρχαν στο Βατικανό και πολλές φορές ο αντιπρόσωπος του Ιησού πάνω στη γη, προσέφερε σε εκείνους τους χώρους μυστικά δείπνα, αλλά δε γνωρίζω αν φιλοξενούσε στο τραπέζι του Αποστόλους [Ωωωωωω, ειρωνεία και σχήμα κατ’ ευφημισμόν, δηλαδή εννοεί ακριβώς το αντίθετο]. Η δική μας ηρωίδα, όταν στην αρχή μπήκε στα μυστικά δωμάτια της Αγιότητάς του, μόλις που τολμούσε να βάλει το πόδι της πάνω στα παχιά εκείνα χαλιά της Ανατολής, πάνω στα οποία ο καθένας θα ήθελε να γλιστρήσει, όπως τα άλογα του Εριχθόνιου [μυθικός βασιλιάς της Αθήνας], των οποίων τα πέταλα, όταν έτρεχαν, μόλις που άγγιζαν τις άκρες των λουλουδιών [ούτε καν τη χλόη αλλά τα λουλούδια που είναι πιο ψηλά]. Όταν έφτασε μπροστά στον αρχηγό της Χριστιανοσύνης, που καθόταν πάνω σε βαθυκόκκινο και χρυσό θρόνο, ανάμεσα σε ασημένια κάνιστρα [δοχεία για υγρά, όπως νερό και κρασί], ολόχρυσα πιάτα (Σημ. του συγγ.: Ο Βαρόνιος, από τον οποίο πάρθηκε αυτή η περιγραφή, χρησιμοποιεί την ελληνική λέξη «γαβάθα» (gabathum), Ann. Eccles. τ. Ι΄, σελ. 83),

Σελ. 236

θυμιατήρια στολισμένα με σμαράγδια και άλλα κειμήλια, θαμπώθηκε τόσο πολύ από τη λάμψη εκείνη, ώστε, αν χρειαζόταν να φτύσει, θα τολμούσε να το κάνει μόνο στο ρυτιδιασμένο πρόσωπο του Αγιότατου πατέρα, επειδή δε θα εύρισκε πιο βρόμικο σημείο στο αστραφτερό εκείνο δωμάτιο. Αλλά αντί γι’ αυτό, αφού γονάτισε, φίλησε με ευλάβεια τα σανδάλια του Λέοντα, ο οποίος, αφού σήκωσε με πατρική στοργή τον Πατέρα Ιωάννη, συνεργάστηκε μαζί του μέχρι το απόγευμα, και ευχαριστήθηκε τόσο πολύ, ώστε από την ημέρα εκείνη πιο εύκολα [ο Πάπας Λέων] μπορούσε να στερηθεί τη Θεία Λειτουργία παρά τον πολυαγαπημένο γραμματέα του.

          Όσοι περικύκλωναν τον Λέοντα, οι Κουβικουλάριοι, οι δαπίφεροι, οι οστιάριοι, οι σκρίπτορες, οι αρκάνιοι (Σημ. του συγγ.: Βλέπε την εξήγηση των λέξεων αυτών στον Μουρατόρη, Aquit. Ital. Med. Aevi. Dissert. VI) [Πρόκειται για αξιώματα στην αυλή του Πάπα] και άλλοι αυλικοί, οι οποίοι υπερηφανεύονταν, επειδή προσέφεραν στην Αγιότητά του τις υπηρεσίες τους, όπως υπηρετούσαν οι δούλοι τους Αυτοκράτορες της Ρώμης, ψιθύριζαν στην αρχή εναντίον του καινούργιου ευνοούμενου, όπως οι σωματοφύλακες της σεμνής Αικατερίνης [αυτοκράτειρας της Ρωσίας], όσες φορές ο νέος υποψήφιος [ο Πάπας] χτυπούσε την πόρτα της κρεβατοκάμαράς της. Αλλά τόσο φιλική και γλυκιά ήταν η συμπεριφορά του Πατέρα Ιωάννη [δηλαδή της Ιωάννας] και

Σελ. 237

τόση η αφιλοκέρδειά του, ώστε μετά από λίγο καιρό κατέκτησε όλες τις καρδιές και όλοι απευθύνονταν σε αυτόν, κάθε φορά που είχαν να ζητήσουν κάτι από τον Άγιο Πατέρα [τον Πάπα]. Η Ιωάννα, επειδή ήταν ξένη στη Ρώμη και δεν είχε την απληστία να απολαύσει ούτε ανιψιούς ούτε ερωμένες [και οι δύο θα έμεναν μαζί της], έσπευδε με προθυμία να υποβάλει στον Πάπα τα αιτήματα των φίλων της, των οποίων ο αριθμός αυξανόταν μέρα με τη μέρα, όπως και η ευγνωμοσύνη [προς το πρόσωπό της], ώστε μετά από λίγο έγινε αληθινός κομματάρχης ο μυστικός γραμματέας, περικυκλωμένος από σμήνος άπληστων αυλικών, οι οποίοι συνωθούνταν γύρω της, όπως τα πτηνά γύρω από τον αγρονόμο, κι εκείνη τίναζε την ποδιά της που ήταν γεμάτη από στάχυα [δηλαδή τους έκανε τα χατίρια].

          Ενώ φρόντιζε για όλους τους φίλους της, δεν ήθελε τίποτα για τον εαυτό της η Ιωάννα ή –καλύτερα- ό,τι ήθελε μόνο από την Παναγία τολμούσε να το ζητήσει, ικετεύοντας την ελεήμονα Παντάνασσα [= βασίλισσα, εννοεί την Παναγία] να βραβεύσει όσο πιο γρήγορα γίνεται τις αρετές του αγίου Πάπα Λέοντα, μεταθέτοντάς τον σε καλύτερη ζωή [δηλαδή να τον πάει στον Παράδεισο, επομένως να τον πάρει από τη ζωή]. Αχάριστη και ασεβής η ευχή που απευθυνόταν στην Θεοτόκο! Αλλά στη Ρώμη οι πιστοί έχουν τόση πολλή οικειότητα με την Παναγία, ώστε ζητούν όχι μόνο πλούτη, άλογα, θέσεις και τιμές από Αυτήν, αλλά και το θάνατο ενός εχθρού, ενός πλούσιου συγγενή, ενός αντίζηλου εραστή και άλλα ακόμα, τα οποία κάποιος ζητώντας από έναν μαστροπό, θα κοκκίνιζε. Οι φονιάδες τοποθετούν το μαχαίρι τους στους βωμούς Της, πριν το βυθίσουν στου θύματός τους

Σελ. 238

τα σπλάχνα, οι πόρνες γυμνές κρεμούν μπροστά στις εικόνες Της τη ζώνη τους [εννοεί το ρούχο τους] και οι μέθυσοι αδειάζουν μπουκάλια και στάμνες στην υγειά Της. Και η Ιωάννα, ως έξυπνη γυναίκα, ακολουθούσε τα έθιμα του τόπου εκείνου και απηύθυνε προς την Παναγία τα φιλόδοξα αιτήματά της. Αλλά δεν αρνιόταν ούτε του Διαβόλου την προστασία και κατέφευγε και στις απαίσιες τελετές της μεσαιωνικής μαγείας. Πήγαινε στα ερείπια ενός αρχαίου ναού και καλούσε τα πνεύματα της αβύσσου, βυθίζοντας μια πολύ μυτερή βελόνα στα στήθη ενός κέρινου ομοιώματος του Λέοντα και ταυτόχρονα έκαιγε πάνω σε τρίποδα δηλητηριώδη βότανα στο φως της σελήνης, η οποία υπάκουε τότε στα καλέσματα των μάγων, όπως ο ήλιος στον Ιησού του Ναυή.

          Δε γνωρίζω αν η Παναγία ή ο Διάβολος ανταποκρίθηκε στις προσευχές της ηρωίδας μας ούτε εκείνη γνώριζε ποιον από τους δύο να ευχαριστήσει, αλλά σε κάθε περίπτωση ο Λέων αρρώστησε μετά από λίγο καιρό και η αρρώστια του τον έκανε κάθε μέρα όλο και πιο βαρύ, με αποτέλεσμα, αφού εξάντλησαν οι γιατροί τα βότανα και οι καλόγεροι τις προσευχές τους στον Αρχάγγελο Μιχαήλ, τον διάδοχο του Ασκληπιού [θεότητα της θεραπευτικής στην κλασική αρχαιότητα], και αφού χωρίς αποτέλεσμα οι Ιουδαίοι «γόητες» [= μάγοι] και οι Άραβες αστρολόγοι εφάρμοσαν τις απόκρυφες γνώσεις τους, αποφασίστηκε από το Γενικό Συμβούλιο των Επισκόπων να μεταφερθεί ο αρχηγός της Χριστιανοσύνης στον υπόγειο ναό του Αγίου Τιβουρκίου, για να περιμένει εκεί το όνειρο, με το οποίο ο άγιος θα του φανέρωνε το κατάλληλο φάρμακο για τη θεραπεία του [Ωωωωωω, αυτό παραπέμπει ευθέως στη διαδικασία που ακολουθούσαν οι ιερείς στους αρχαίους ναούς του Ασκληπιού, αφού πρόκειται για το ίδιο ακριβώς τελετουργικό, που συνεχιζόταν και τον 19ο αι. στον ελλαδικό χώρο, όπως μαθαίνουμε από το διήγημα του Βιζυηνού, Το αμάρτημα της μητρός μου]. Τότε οι πιστοί, όταν δεν ήξεραν τι να κάνουν, κατέφευγαν στα

Σελ. 239

σταλμένα από τον ουρανό όνειρα [έτσι πίστευαν τότε και ίσως όχι μόνο τότε αλλά ακόμα και σήμερα], όπως οι πρόγονοί τους πίστευαν στους χρησμούς της Πυθίας [η πρώτη ιέρεια που έδινε τους χρησμούς στο μαντείο των Δελφών] και οι σημερινοί ασθενείς πιστεύουν στις συνταγές των περιστρεφόμενων τραπεζών [Ορίστε;;; Ίσως εννοεί ότι οι άνθρωποι τον 19ο αιώνα είχαν τυφλή εμπιστοσύνη στις τράπεζες, μόνο και μόνο εξαιτίας του πολυτελούς και ευρηματικού στολισμού τους με εκείνες τις κυκλικές πόρτες που σήμερα συναντάμε σε ξενοδοχεία]. Όμως η Εκκλησία, από τη δική της πλευρά, μολονότι έκαιγε [τον 9ο αι.] τους μάγους, παραδεχόταν την ονειρομαντεία, όπως σήμερα [τον 19ο αι.] οι γιατροί, αν και κυνηγούν τους μαγνητιστές, χρησιμοποιούν και οι ίδιοι τον Μαγνητισμό [μέθοδος θεραπείες με μαγνήτες].

          Ο κακότυχος Πάπας μεταφέρθηκε από το κρεβάτι του με μαύρο φορείο, το οποίο κουβαλούσαν τέσσερις μεγαλόσωμοι καλόγεροι, στην υπόγεια εκκλησία, όπου τοποθετήθηκε μπροστά από το θυσιαστήριο [την Αγία Τράπεζα], περικυκλωμένος από αναμμένες λαμπάδες, απελπισμένους γιατρούς και ιερείς που έψαλλαν. Ο δοξασμένος εκείνος Ποντίφικας, αν και ήταν άγιος, ποτέ δεν υπήρξε υπερβολικά καλός στο κακό, καθώς ξόδεψε τη ζωή του στολίζοντας τη Ρώμη, μαζεύοντας θησαυρούς, υψώνοντας περισσότερους προμαχώνες παρά ναούς και πολεμώντας, για να φυλάξει τα εδάφη που του ανήκαν, περισσότερο εναντίον των Σαρακηνών παρά εναντίον του Διαβόλου, χωρίς να κάψει κανένα αιρετικό, αλλά σκοτώνοντας πολλούς εχθρούς του, οπότε ήταν περισσότερο άξιος του τίτλου του μεγάλου βασιλιά παρά του αγίου, όπως ο ίδιος ο Βολταίρος γράφει. Αν, όμως, υπήρχε ανάγκη να κάνει κάποιο θαύμα, το έκανε, κάνοντας το χατίρι στους ανόητους υπηκόους του, όπως ο Ιησούς στους Εβραίους. Αλλά η αρρώστια ακόμα και τα λιοντάρια τα μετατρέπει σε λαγούς και τον πιο σκεπτόμενο άνθρωπο σε ευσεβή χριστιανό [Άουτς!]. Ο πιο μεγάλος ποιητής του αιώνα μας, ο Βύρων [ο Λόρδος Μπάυρον], του οποίου το μυαλό ζύγιζε εξακόσια τριάντα οκτώ δράμια [Πώς το γνώριζε αυτό ο Ροΐδης;; -Μήπως απλώς τότε υπολογίστηκε το βάρος του εγκεφάλου από τους ανατόμους;], λέει ξεκάθαρα ότι, όταν κάποιος αρρωστήσει,

Σελ. 240

μετά από την πρώτη φλεβοτομία [μεσαιωνική μέθοδος θεραπείας, για όλες τις ασθένειες, η οποία ήταν κόψιμο των φλεβών, ώστε να φύγει από τον οργανισμό το «κακό» αίμα, που προκαλούσε την αρρώστια] πίστευε στα θαύματα του Μωυσή, μετά από τη δεύτερη στην Ενσάρκωση, μετά από την τρίτη στην άχραντη σύλληψη και μετά από την τέταρτη λυπόταν, επειδή δεν υπήρχε τίποτα άλλο, για να πιστέψει. Έτσι και ο καλός Πάπας Λέων, ο πιο συνετός άνθρωπος ίσως του αιώνα εκείνου, περίμενε τη θεραπεία του από τον Άγιο Τιβούρκιο. Τρεις ολόκληρες μέρες έμεινε νηστικός και ακίνητος ο Ποντίφικας, περιμένοντας τον ερχομό του θεϊκού ονείρου. Αλλά ούτε να κοιμηθεί ούτε να δει όνειρα τον άφηναν οι πόνοι. Μετά από την αγωνία των τριών ημερών, έκλεισε επιτέλους τα μάτια του και κοιμήθηκε για πάντα χωρίς όνειρα.

          Μετά τις συνηθισμένες τελετές, το σώμα του κοσμαγάπητου Λέοντα, αφού πλύθηκε με κρασί και λάδι, παραδόθηκε στα σκουλήκια για φάγωμα, αφού σώπασαν οι καμπάνες και στέγνωσαν τα μάτια, οι Αρχιερείς, ο κατώτερος κλήρος, οι πρεσβευτές του Αυτοκράτορα, οι προύχοντες και όλος ο λαός συγκεντρώθηκαν στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, για να σκεφτούν για την εκλογή του επόμενου που θα ζωνόταν τα κλειδιά του Παραδείσου [δηλαδή του επόμενου Πάπα]. Τον 9ο αιώνα ο Ποντίφικας δεν εκλεγόταν ακόμα στα κρυφά σκοτάδια του ιερατικού συνεδρίου, ούτε υπήρχε Κονκλάβιο [η επιτροπή που εκλέγει τον Πάπα και αποτελείται από Καρδινάλιους] ούτε Καρδινάλιοι κλεισμένοι σε κατασκότεινα κελιά και ο καθένας να ψηφίζει τον εαυτό του, μέχρι που αναγκάζονταν από την πείνα να συμβιβάσουν τις απαιτήσεις τους (Σημ. του συγγ.: Σύμφωνα με τους κανόνες της Συνόδου στο Λούγδουνο, οι Καρδινάλιοι κλείνονταν σε σκοτεινά κελιά όλο το διάστημα της διαδικασίας εκλογής. Την πρώτη μέρα τους προσφέρονταν δύο φαγητά, τη δεύτερα ένα και τις υπόλοιπες μόνο ξερό ψωμί), αλλά οι Ποντίφικες

Σελ. 241

εκλέγονταν στην αγορά από το λαό, με τον ήλιο να βρίσκεται στη μέση του ουρανού, να ρέει άφθονο το κρασί και το αίμα πολλές φορές και οι αντίπαλες παρατάξεις να παλεύουν με ρόπαλα και με πέτρες περισσότερο παρά με ραδιουργίες. Οι Πάπες αντιπροσώπευαν τότε το λαό, όπως οι δήμαρχοι στην αρχαία Ρώμη, και στο λαό ήταν ανατεθειμένη στο μεγαλύτερο ποσοστό η εκλογή του αντιπροσώπου του. Αλλά οι ψήφοι του λαού εξαγοράζονταν ολοφάνερα με υποσχέσεις, χρυσό, κρασί ή γυναίκες, οι οποίες έτρεχαν στην αγορά χωρίς ζώνη [= χωρίς ρούχα], ανταλλάσσοντας φιλιά με ψήφους (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε την Εισαγωγή, σελ. 10). Επομένως ο θάνατος του Πάπα ήταν αληθινή χαρά για τους υπηκόους του, οι οποίοι, όπως σήμερα οι λαοί που έχουν σύνταγμα, είχαν μόνο ένα απόκτημα, την ψήφο τους, η οποία έδινε σε κάθε νέα εκλογή και στους ίδιους τους αχθοφόρους ακόμα την τιμή να σφίξουν το χέρι του ολόχρυσου άρχοντα, πίνοντας φαλερνό κρασί [το καλύτερο κρασί στην αρχαία Ρώμη, το οποίο πήρε το όνομά του από την περιοχή όπου παραγόταν] στο χρυσό του ποτήρι και χαλαρώνοντας στα στήθη της μοσχομυρισμένης εταίρας του. Σύμφωνα με τον Άγιο Προυδέντιο, υπάρχουν στον Άδη μέρες, κατά τις οποίες σβύνεται [ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου] το αιώνιο πυρ και διακόπτονται τα βάσανα των τιμωρημένων. Τέτοιες ήταν και πάνω στη γη οι ημέρες των εκλογών για το λαό, οι μόνες στις οποίες έρχεται στο μυαλό ότι ο

Σελ. 242

ο δούλος και ο αφέντης ανήκουν στο ίδιο είδος, όπως το πήλινο και το κόκκινο δοχείο, αφού είναι πλασμένα από τον ίδιο πηλό και από τον ίδιο δημιουργό.

          Ενώ όλοι οι κάτοικοι της Ρώμης ήταν στην πλατεία, η δική μας ηρωίδα, έχοντας ετοιμάσει από πολύ καιρό πριν τα πάντα για την επιτυχία των φιλόδοξων σκοπών της, στεκόταν σε ένα δωμάτιο ψηλά στη Μονή του Αγίου Μαρτίνου, έχοντας σταυρωμένα στα χέρια στο στήθος, όπως ο Ναπολέων, και παρατηρώντας με ανήσυχο βλέμμα τις περιπέτειες του εκλογικού αιώνα [= η διαδικασία της εκλογής της φαινόταν βασανιστικά μακρόχρονη]. Πολλοί ήταν τη χρονιά εκείνη αυτοί που συναγωνίζονταν για την τιάρα [= είδος σκούφου, περσικής προέλευσης, που δηλώνει εξουσία], αλλά οι τετρακόσιοι μαθητές της Ιωάννας, οι μοναχοί του ίδιου σχήματος [= που ανήκαν στο ίδιο τάγμα μοναχών], οι αυλικοί που ευεργετήθηκαν από αυτήν, οι γυναίκες που θαύμαζαν την ομορφιά και την ευγλωττία του νεαρού Βενεδικτίνου, οι αρχαίοι υπηρέτες του Λέοντα [= πολύ μεγάλοι σε ηλικία], όλοι αυτοί εργάζονταν μόνο υπέρ του Πατρός Ιωάννου, υμνώντας στο λαό τη σοφία, την αφιλοκέρδεια [= ότι δεν ήθελε το προσωπικό κέρδος] και τις άλλες αρετές του υποψηφίου τους, ο οποίος, αν και ήταν ξένος και επειδή δεν είχε ούτε ανιψιούς ούτε χώρο για γυναίκες, επρόκειτο να μοιράσει στους φτωχούς τα εισοδήματα του Αγίου Πέτρου. Τέσσερις ολόκληρες ώρες κράτησε η πάλη, στις οποίες το πρόσωπο της Ιωάννας άλλαξε όλα τα χρώματα, όπως τα χέρια των Συριανών βαφέων, αλλά, επειδή είχε ήδη νικηθεί από τη συγκίνηση, είχε πέσει βαριά σε ένα μαρμάρινο κάθισμα και με κλειστά μάτια περίμενε το πεπρωμένο, όταν οι χαρούμενες φωνές των φίλων της, χαιρετώντας τον Πάπα Ιωάννη τον Όγδοο! την έβγαλαν

Σελ. 243

από εκείνο τον αγωνιώδη λήθαργο. Ο νέος Ποντίφικας κλονισμένος από τη χαρά, όπως το οπωροφυλάκιο του Ησαΐα (Σημ. του συγγρ.; Ησαΐου, κεφ. ΒΔ΄, εδ. 20), έριξε στους ώμους το κατακόκκινο ρούχο και φόρεσε τα σανδάλια με το σταυρό, τα οποία όμως, είτε γιατί απέρριπταν τα γυναικεία πόδια είτε γιατί ήταν πολύ μεγάλα, τρεις φορές έφυγαν από τα πόδια της, καθώς κατέβαινε τη σκάλα του μοναστηριού. Πλήθος ενθουσιασμένου λαού και ένα χρυσοστολισμένο μουλάρι περίμεναν δίπλα στην πόρτα τον νεοεκλεγέντα Πάπα, ο οποίος, αφού καβαλίκεψε το ζώο, πήγε αμέσως στο Λατεράνο [αρχαίο ανάκτορο στη Ρώμη, το οποίο στη συνέχεια έγινε η παπική κατοικία και βρίσκεται δίπλα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Λατερανού, από τον οποίο πήρε την ονομασία του], όπου κάθησε πάνω σε χρυσό θρόνο και έβαλε στο κεφάλι το τριπλό στέμμα, της Ρώμης, της οικουμένης ολόκληρης και του ουρανού, ενώ οι γραμματείς έγραφαν το διάταγμα της εκλογής και αντηχούσαν παντού οι ζητωκραυγές του πλήθους. Τη στιγμή εκείνη, για να γίνει πιο λαμπρός ο θρίαμβος της ηρωίδας μας, μπήκε στη Ρώμη ως προσκυνητής ο βασιλιάς της Αγγλίας, ο Εθελούλφος, ο οποίος ζήτησε πρώτος εκείνος να φιλήσει τα πόδια του νέου Πάπα, βάζοντας με το φιλί εκείνο τις κτήσεις του κάτω από την εξουσία της Αγίας Έδρας, ενώ συγχρόνως παρουσιάζονταν οι πρεσβευτές της Κωνσταντινούπολης, φέροντας από τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ πολύτιμα δώρα και την παραχώρηση των Συρακουσών. Η Ιωάννα έβλεπε τελικά το όνειρο της νιότης της να γίνεται πραγματικότητα (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε το Μέρος Α΄, σελ. 89). Στεκόταν

Σελ. 244

πάνω σε ψηλό θρόνο και γύρω της υπήρχαν πυκνά σύννεφα ευωδιαστού θυμιάματος. Κυριευμένη από χαρά που δεν μπορεί να περιγράφει, έστρεφε λαμπερές ματιές στο γονατισμένο εκείνο πλήθος και στη συνέχεια υψώνοντας τα μάτια της στον ουρανό φώναξε «Λιόββα, Λιόββα, ευχαριστώ!»

          Ο τελετάρχης διέκοψε την έκσταση του νεοεκλεγμένου Πάπα και τον κάλεσε να καθήσει σε πιο χαμηλό κάθισμα, το επονομαζόμενο κοπρανικό, στο οποίο καθόταν μετά την αναγόρευσή του κάθε Ποντίφικας, για να θυμάται ότι, μολονότι φοράει τριπλό στέμμα, βρίσκεται όμως, όπως ακόμα και ο τελευταίος από τους υπηκόους του, κάτω από την εξουσία των αναγκών του στομαχιού του (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε την Εισαγωγή, σελ. 47). Καθώς καθόταν εκεί η αυτού [ή καλύτερα αυτής] Αγιότητα, οι ιερείς έψαλλαν το «Κύριος από κοπριάς», καίγοντας ταυτόχρονα άχυρα και στουπί, για να του θυμίσουν ότι, όπως η φλόγα, έτσι και στον κόσμο αυτό η δόξα σβήνει [ορθογραφία του πρωτότυπου κειμένου] και χάνεται.

          Οκτώ ολόκληρες μέρες διήρκεσαν οι τελετές, τα ποδοφιλήματα και οι φωταψίες. Αλλά, ενώ οι τυφλοί ιερείς έτριβαν τα χείλη τους πάνω στα σανδάλια της ηρωίδας μας, η φύση ολόκληρη επαναστατούσε εναντίον μιας τέτοιας ιεροσυλίας. Την επόμενη μέρα, μετά τη στέψη, μολονότι ο χρόνος ήταν στη μέση του καλοκαιριού, όλοι οι δρόμοι της Ρώμης σκεπάστηκαν από σεντόνι χιονιού, σαν να ήθελε η Αγία Πόλη να ανακοινώσει το πένθος της,

Σελ. 245

σαν ντυμένη νεκρικό σάβανο, την πένθιμη φορεσιά του χειμώνα. Αλλά και στη Γαλλία και στη Γερμανία ακολούθησαν τέρατα και σημεία. Σεισμοί ταρακούνησαν όλη την αυτοκρατορία, ενώ στη Βρεσέννη [ποια πόλη εννοεί άραγε;] έπεφτε κόκκινη βροχή και στη Νορμανδία [περιοχή της Γαλλίας] χαλάζι νεκρών ακρίδων, των οποίων η αποσύνθεση προκάλεσε επιδημία πανούκλα με άπειρους νεκρούς. Ακόμα και τα πουλιά που είχαν τις φωλιές τους στις οροφές του Βατικανού, κουκουβάγιες και νυχτοκόρακες, κραύγαζαν απαίσια για τρεις νύχτες, όπως οι χήνες του Καπιτωλίου, όταν οι Γαλάτες απειλούσαν τη Ρώμη. Ποιος ξέρει (αν υπήρχαν εκείνη την εποχή περιστρεφόμενες τράπεζες) πόσο και εκείνες θα ήταν οργισμένες και θα έκαναν θόρυβο με τα πόδια! Όλα αυτά τα σημαδιακά γεγονότα που αναφέρονται από αξιόπιστους χρονογράφους, τα συμπεριέλαβα, για να δικαιολογήσω τον Άγιο Πέτρο, που κατηγορήθηκε άδικα από τους αιρετικούς ότι δεν έσπευσε να υπερασπιστεί με διάφορα θαύματα το βεβηλωμένο θρόνο του. Άλλα περίεργα γεγονότα, εκτός από τα κοράκια, την πανούκλα, τα αίματα και τους σεισμούς, δεν μπόρεσε να χρησιμοποιήσει ο Απόστολος εναντίον της Ιωάννας, γιατί σύμφωνα με τον Σειράχ «Δεν υπάρχει καλό σημάδι για γυναίκα» (Σημ. του συγγρ.: Super mulierem numquam bonnum est signum, από Ecclisi. XLVI, 6).

          Μετά από τόσες πολλές συγκινήσεις, όταν έμεινε τελικά μόνη της η Ιωάννα στην τεράστια παπική κρεβατοκάμαρα, την τόσο ήρεμη, μεγαλόπρεπη και ευωδιαστή, μάταια προσπαθούσε να κοιμηθεί στο κατακόκκινο κρεβάτι της, που έμοιαζε με βωμό χτισμένο

Σελ. 246

προς τιμήν του Μορφέα [αρχαία ελληνική θεότητα του ύπνου]. Η λύπη, η χαρά και ο καφές έχουν την ίδια επίδραση στα μάτια. Ο Μέγας Αλέξανδρος, που κοιμόταν τόσο βαθιά την προηγούμενη μέρα δε θυμάμαι ποιας μάχης, αμφιβάλλω αν κοιμήθηκε την επόμενη μέρα της νίκης του. Αλλά για ποιο λόγο να θέλουμε τον ύπνο και τα όνειρα, όταν η ίδια αλήθεια ή η πραγματικότητα, όπως λένε σήμερα, είναι πιο γλυκιά από οποιοδήποτε όνειρο; Ποιος θυμάται χωρίς πόθο και συγκίνηση την άγρυπνη νύχτα, που πέρασε, από τη στιγμή που απολαμβάνει χιλιάδες χιλιάδων από λαχείο, δάφνη [= βραβείο] από ποίημα ή ενός φίλου του τη θέση ή τη γυναίκα; Η Ιωάννα, αφού πέταξε τα χρυσοκεντημένα παπλώματα του αποστολικού κρεβατιού, έτρεχε πέρα δώθε ξυπόλητη στη νέα της κατοικία. Παντού πάνω σε κρύσταλλα, χρυσό, κυανόλιθο [μπλε πολύτιμη πέτρα, η lapis lazouli, η οποία συμβολίζει την ανώτερη εξουσία] και πορφυρίτη [βαθύ κόκκινο πέτρωμα, που χρησιμοποιείται ως δομικό υλικό] αντανακλούσε το φως του κεριού. Το παπικό δωμάτιο έμοιαζε με τον Παράδεισο του Αγίου Ιωάννη, ο οποίος ως γνήσιος Εβραίος προκαλούσε την πλεονεξία των συμπατριωτών του, όταν έλεγε ότι η κατοικία των μακάρων [= νεκρών και ευτυχισμένων, επομένως δικαιωμένων πιστών] είναι στρωμένη με χρυσό και διαμάντια. Και αυτό βοήθησε πολύ στην εξάπλωση της χριστιανικής πίστης, επειδή όλοι προτιμούσαν τον πολυτελή εβραϊκό Παράδεισο περισσότερο από τα φτωχά Ηλύσια Πεδία των αρχαίων Ελλήνων, όπου αντί για ζαφείρια και μαργαριτάρια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο παρά μόνο ένα μικρό δάσος με μυρτιές, καθαρά ρυάκια και ελεφάντινη πύλη. Η Ιωάννα περπατούσε στο δωμάτιο, χωρίς να μπορεί να χορτάσει το θέαμα τόσων πολλών θησαυρών, ζυγίζοντας στα λευκά χέρια της τα στολισμένα με πολύτιμες πέτρες ποτήρια, μετρώντας τα

Σελ. 247

διαμάντια και τα σμαράγδια που στόλιζαν το άγαλμα της Παναγίας και εξετάζοντας τα στολίδια και τους τροχούς του αραβικού ρολογιού. Όταν πλησίασε έπειτα σε ένα μικρό τραπεζάκι που βρισκόταν κοντά στο κρεβάτι, πάνω στο οποίο ήταν τοποθετημένο ένα μικρό δείπνο, για να χρησιμοποιηθεί από την Αγιότητά του [ή της], αν τυχόν ξυπνούσε τη νύχτα, ήπιε ένα ποτήρι από το πιο γλυκό νέκταρ του Βεζούβιου, το Δάκρυ του Χριστού (Σημ. του συγγρ.: Lacryma Christi), όπως βάφτισαν οι ευσεβείς Ιταλοί εκείνο το κρασί, για κάθε σταγόνα του οποίου κάθε αυθεντικός κρασοπότης θα έδινε μια σταγόνα από το αίμα του. Η μυρωδιά του κρασιού ενωμένη με τη μυρωδιά των φιλοδοξιών έφτασε τη μέθη της ηρωίδας μας στο κατακόρυφο. Αν εκείνη τη στιγμή εμφανιζόταν ο αυλάρχης [= ο αρχηγός της αυλής, δηλαδή του προσωπικού του παπικού ανακτόρου], καλώντας την να καθήσει στο κοπρανικό κάθισμα ή αν εμφανιζόταν ο υπηρέτης του Φιλίππου φωνάζοντας «Μέμνησο άνθρωπος ών» [= να θυμάσαι ότι είσαι άνθρωπος], θα απαντούσε και στους δύο ότι ήταν ζώα. Βρίσκοντας το τεράστιο εκείνο δωμάτιο στενάχωρο για το μεγαλείο της, άνοιξε το παράθυρο, από το οποίο έσκυψε και άρχισε να κοιτάει κάτω από το φως της σελήνης την κοιμισμένη Ρώμη, αναζητώντας μάταια στην ιστορία μια ηρωίδα αρκετά άξια για να συγκρίνει με τον εαυτό της. Πολλές γυναίκες πριν από αυτήν ζώστηκαν το σπαθί ή έβαλαν το στέμμα στο κεφάλι τους, αλλά τι είναι οι μαραμένες πολεμικές δάφνες ή η προσωρινή βασιλεία πάνω στη γη συγκρινόμενα με την Παπική

Σελ. 248

εξουσία, που με θεϊκό δικαίωμα κυβερνά τις ψυχές και τα σώματα και έχει κάτω από την κυριαρχία της την Οικουμένη [όλο τον κατοικημένο κόσμο], τον Παράδεισο και τον Άδη; Ποιος, όμως, θα τολμούσε να συγκρίνει τη Σεμίραμη, τη Μοργάνα, την Αυρηλιανή Παρθένο ή οποιαδήποτε άλλη ηρωίδα με τη δική μας Ιωάννα; Αλλά ούτε εμείς έχουμε άλλο πρόχειρο παράδειγμα για σύγκριση, επειδή, όσες φορές ο άνθρωπος ξεπερνά τους ομοίους του σε οποιοδήποτε προτέρημα, μόνο με κάποιο ζώο μπορεί τότε να συγκριθεί, παραδείγματος χάριν με βόδι, αν υπήρξε μεγάλος βασιλιάς, με γάιδαρο, αν ήταν γενναίος (Σημ. του συγγρ.: Γνωστοί είναι οι στίχοι του Ομήρου που παρομοιάζουν τον Αγαμέμνονα με βόδι και τον Αίαντα με γάιδαρο), με αλεπού, αν διακρίθηκε ως διπλωμάτης, αλλά με ποιο ζώο, αν κατορθώσει να γίνει Πάπας, δε γνωρίζω.

          Το πρωινό κρύο και τα οι κραυγές των κοιμισμένων γαϊδάρων που έφερναν καθημερινά λάχανα στους υπηκόους της διέκοψαν τις φιλόδοξες σκέψεις της Ιωάννας, η οποία έκλεισε το παράθυρο και επέστρεψε στο κρεβάτι. Την επόμενη μέρα, όταν σηκώθηκε στις δέκα, ακολουθώντας την παπική συνήθεια, έπλυνε τα χέρια της και έτρεξε ν’ αναλάβει τα ηνία του κράτους [του Παπικού, αφού έχουμε μάθει ήδη ο Πάπας τότε είχε πολλές δικές του κτήσεις]. Λίγες μέρες της ήταν αρκετές για να μάθει την τέχνη του να είναι Πάπας. Μόλις πριν από μία εβδομάδα καθόταν πάνω στον αποστολικό θρόνο και ο καθένας μπορούσε να διαβάσει αυτό που ήταν καθαρά γραμμένο στο μέτωπό της,

Σελ. 249

«ουκ έσονταί σοι πλην εμού έτεροι Θεοί» [= δε θα υπάρχουν για σένα εκτός από μένα άλλοι Θεοί]. Κανένας Ποντίφικας πριν από αυτή δεν άπλωσε με περισσότερη χριστιανική ταπεινότητα τα πόδια του, για να τα φιλήσουν. Αλλά η Ιωάννα ως γυναίκα ήταν συνηθισμένη σε αυτό από πολύ καιρό πριν. Αξιοθαύμαστη υπήρξε και η ικανότητά της, με την οποία ήξερε να συνδυάζει την κοσμική εξουσία με την πνευματική, φορολογώντας στο όνομα του Ιησού με τους εισπράκτορες και σφάζοντας με τους δήμιους και επιπλέον δημεύοντας, φυλακίζοντας και κάνοντας όσα άλλα αποτελούν την τέχνη του να κυβερνά κάποιος. Και μη νομίσεις, αναγνώστη, ότι αυτά τα αναφέρω, για να την κατηγορήσω, αλλά ως λυπηρές ανάγκες της θέσης της, στις οποίες υποτασσόταν η Ιωάννα με χριστιανική υπομονή. Οι γυναίκες, οι ενσαρκωμένοι αυτοί συνδυασμοί αγάπης, αφοσίωσης, ευσπλαχνίας και όλων των άλλων τρυφερών αρετών, όσες φορές το ζητήσει η ανάγκη, βυθίζονται στο αίμα σαν σε ευωδιαστό λουτρό. Οι Εστιάδες, δηλαδή οι καλόγριες της αρχαίας Ρώμης [= οι ιέρειες της Θεάς Εστίας, που έμεναν παρθένες για όσο διάστημα υπηρετούσαν στο ναό της] κατέβαζαν πολλές φορές τον αντίχειρα, για να σφαγιαστεί ο νικημένος μονομάχος, η Αγία Ελένη έσφαξε χιλιάδες ανθρώπους και τύφλωσε και τον γιο της και οι σεμνές βασίλισσες, η Ελισάβετ της Αγγλίας και η Αικατερίνη της Ρωσίας, χρησιμοποιούσαν το τσεκούρι και τον κνούτο [μαστίγιο με δερμάτινες λωρίδες οι οποίες έχουν στις άκρες τους μεταλλικά σφαιρίδια] με την ίδια ευκολία που χρησιμοποιούσαν και τη βεντάλια τους. Αλλά οι Πάπες τα έκαναν αυτά με το δικαίωμα που τους δόθηκε από το Θεό ή καλύτερα με διαταγή από το Θεό [ειρωνεύεται ο συγγραφέας, μη νομίζετε ότι τους αναγνωρίζει ότι ενεργούσαν με θεϊκή καθοδήγηση]. Ο Άγιος Πέτρος, επειδή πεινούσε κάποια μέρα, έπεσε σε έκσταση και είδε ένα όραμα, στο οποίο υπήρχαν όλα

Σελ. 250

τα τετράποδα, ερπετά και δίποδα ζώα, και άκουσε ταυτόχρονα μια φωνή να του λέει «Αναστάς, Πέτρε, θύσε και φάγε» [= Σήκω, Πέτρο, θυσίασε [= σφάξε] και φάγε] (Σημ. του συγγρ.: Πράξεις Αποστόλων, κεφ. Ι΄, εδ. 19 και έπειτα). Τέτοιου είδους ήταν η πρώτη αποκάλυψη της κοσμικής εξουσίας των Παπών, οι οποίοι από τότε θυσίαζαν και έτρωγαν, για να μιμούνται σε όλα τον Απόστολο, κοντά στα πόδια του οποίου οι πλούσιοι τοποθετούσαν την τιμή των κτημάτων που πουλούσαν (Σημ. του συγγρ.: Πράξεις Αποστόλων, κεφ. Δ΄, εδ. 34), κάνοντας και εκείνοι όλο τον κόσμο φτωχό με τη δικαιολογία να δώσουν τα πάντα στους φτωχούς (Σημ. του συγγρ.: Ζώσιμ. βιβλ. Ε΄, κεφ. 13: «Το πολύ μέρος της γής ωκειώσαντο΄ προφάσει δε του μεταδιδόναι τα πάντα τους πτωχούς πάντας πτωχούς κατέστησαν» [= οικειοποιήθηκαν το πιο μεγάλο μέρος της γης, με την πρόφαση/δικαιολογία να δώσουν τα πάντα στους φτωχούς, έκαναν τους πάντες φτωχούς]). Αν και σκότωναν μερικές φορές στο Μεσαίωνα, το έκαναν, γιατί εκείνη την εποχή η πίστη στην αθάνατη ζωή έκανε λίγο άξια τη ζωή πάνω στη γη και ούτε όταν έκαιγαν ανθρώπους, αισθάνονταν τύψεις συνείδησης, επειδή ήταν βέβαιοι ότι και οι Απόστολοι, αν είχαν δήμιους και ξύλα, θα έκαναν τα ίδια και εκείνοι.

          Η Ιωάννα, σύμφωνα με τις μαρτυρίες όλων των ιστορικών, υπήρξε, στην αρχή τουλάχιστον, καλός Πάπας, τηρώντας όλες τις παραδόσεις των προκατόχων της και υφαίνοντας ακούραστα το δογματικό εκείνο δίχτυ που προοριζόταν να κρύψει τον ουρανό από τα μάτια των ευσεβών χριστιανών. Αλλά κανένας τότε δε φρόντιζε να ερευνήσει αν το παπικό εκείνο ύφασμα ήταν πραγματικά ο ουράνιος θόλος. 

Σελ. 251

Άρτο και θεάματα ζητούσαν από τους Αυτοκράτορες τους οι παλαιοί Ρωμαίοι και τα ίδια επιθυμούσαν και οι απόγονοί τους από τον Πάπα. Αλλά τη θέση των θεαμάτων είχε στη Ρώμη η θρησκεία και η δική μας ηρωίδα ή καλύτερα ο αγιότατος Πάπας Ιωάννης ο 8ος, επειδή ήταν νέος, αγαπούσε την ομορφιά και ήθελε να παρουσιάζει θεάματα, δεν παρέλειπε καθόλου να κάνει πιο λαμπρές θρησκευτικές παραστάσεις. Νύχτα και μέρα κάπνιζε το θυμίαμα, έκαιγαν τα κεριά και αντηχούσαν οι καμπάνες και οι ζητωκραυγές του λαού. Μόνο οι κυρίες της Ρώμης είχαν μερικές φορές παράπονα εναντίον του Ποντίφικα, επειδή κατά τη γνώμη τους δεν έδινε όσα περίμεναν από τα νιάτα και την ομορφιά του, αλλά και εκείνες είχαν ελπίδες ότι γρήγορα θα καταλάβαινε και θα διόρθωνε το λάθος του, ακολουθώντας σ’ αυτόν τον τομέα το παράδειγμα των προκατόχων του και παραδίνοντας σε αυτές τα κλειδιά της καρδιάς και του ταμείου του.

          Σχεδόν δύο χρόνια κράτησε η φιλόδοξη μέθη της ηρωίδας μας και η ασυναγώνιστη δράση της, στο διάστημα των οποίων  χειροτόνησε δεκατέσσερεις επισκόπους, έχτισε πέντε εκκλησίες, πρόσθεσε ένα νέο σημείο στο Πιστεύω (Σημ. του συγγρ.: Σε εκείνη τουλάχιστον τη χρονική περίοδο, στις εκκλησίες της Ρώμης, έγινε η προσθήκη των Ισπανών για την εκπόρευση του Αγίου Πνεύματος), έγραψε τρία βιβλία εναντίον των εικονομάχων, κούρεψε τον Αυτοκράτορα Λοθάριο, έστεψε ως διάδοχό του τον Λουδοβίκο και έκανε πολλά άλλα, τα οποία με θαυμασμό αναφέρουν οι Χρονογράφοι, ενώ όσοι δε

Σελ. 252

θέλουν να παραδεχθούν ότι η Ιωάννα έγινε Πάπας, άλλα τα αποδίδουν στον προκάτοχό της και άλλα στο διάδοχό της ή τα εξαφανίζουν από την παπική ιστορία. Με τον ίδιο τρόπο αντιμετώπισαν και οι βουρβονιστές [οι οπαδοί της οικογένειας των Βουρβόνων που βασίλεψαν στη Γαλλία από τα μέσα του 16ου αι. μέχρι τη Γαλλική Επανάσταση και μετά την ήττα του Ναπολέοντα] τη βασιλεία του Λουδοβίκου του 18ου από την ημέρα του θανάτου του αδελφού του, παραβλέποντας ως ανάξια την κοσμοκρατορία και τις δάφνες του Ναπολέοντα. Αν μέχρι το τέλος ήταν πιο ισχυροί οι απόγονοι του Αγίου Λουδοβίκου, αν κατόρθωναν να γκρεμίσουν όλα τα αγάλματα του Κορσικανού [= του Ναπολέοντα, γιατί ήταν από την Κορσική] και να σβήσουν το όνομά του από όλα τα βιβλία, όπως προσπάθησαν να κάνουν οι Καθολικοί εναντίον της Ιωάννας, ποιος ξέρει αν με το πέρασμα των χρόνων δε θα γινόταν και αυτός ο γίγαντας [= ο Ναπολέων] περισσότερο αβέβαιος και προϊόν μυθολογίας από τους προηγούμενους γίγαντες, οι οποίοι έβαζαν το ένα βουνό πάνω στο άλλο, για να πολιορκήσουν τον ουρανό. Μετά από χίλα ή δύο χιλιάδες χρόνια, αφού, όπως η Ελλάδα, έτσι και η Γαλλία κατάντησε χώρα αναμνήσεων, θα εμφανιζόταν ίσως κάποιος αρχαιολόγος, για να εξετάσει τι συνέβη με τον Βοναπάρτη [= τον Ναπολέοντα], όπως εμείς σήμερα εξετάζουμε τι έγινε με την Ιωάννα, και θα ενημέρωνε τους αναγνώστες του ότι στη σκοτεινή εκείνη περίοδο της ιστορίας έζησε κάποιος τολμηρός άνδρας, τον οποίο άλλοι ονομάζουν Ναπολέοντα και άλλοι Προμηθέα, ο οποίος προσπάθησε να αρπάξει την εξουσία των βασιλιάδων και, αφού καρφώθηκε σ’ έναν έρημο βράχο στην άκρη του κόσμου, ένας αχόρταγος γύπας με το όνομα Ούδσων (Σημ. του συγγρ.: Hudson Love ονομαζόταν ο δεσμοφύλακας του Ναπολέοντα στο νησί της εξορίας του, το οποίο ονομαζόταν Αγία Ελένη) κατέτρωγε

Σελ. 253

τα σπλάχνα του. Αλλά, ας επιστρέψουμε στην Ιωάννα.

          Οι ψηλές κοινωνικές θέσεις μοιάζουν με τα βουνά, τα οποία φαίνονται από μακριά τόσο αρμονικά στο σχήμα και τόσο ευχάριστα στην όψη, άλλοτε φορώντας ένα παρθενικό ρούχο από σύννεφα, άλλοτε θυμίζοντας με το χρώμα τους το χρυσό των εμπόρων ή την πορφύρα [= το κατακόκκινο ένδυμα που συμβολίζει τη βασιλική εξουσία] των βασιλιάδων. Αλλά, όταν κάποιος ανέβει στην κορυφή, περικυκλώνεται από αγκάθια και άγρια ζώα στην Αττική και από ληστές. Τέτοιος ήταν και για τη δική μας ηρωίδα ο θρόνος του Αγίου Πέτρου. Νύχτα και μέρα ήταν πολιορκημένη από γραμματείς, κόλακες, αυλοδούλους και άλλους παρόμοιους παμφάγους ζητιάνους, οι οποίοι περικυκλώνουν τους θρόνους, όπως τα κοράκια τους νεκρούς. Γρήγορα κουράστηκε να απλώνει τα πόδια στους συρόμενους στη γη, για να τα φιλήσουν, καθώς θυμόταν με πάθος τις χρυσές μέρες, όταν αντί για τα πόδια έτεινε τα χείλη της, για να γευτεί τα θερμά φιλιά του Φρουμέντιου. Η φιλοδοξία μοιάζει με τις βδέλλες, που πεθαίνουν, όταν χορτάσουν. Έτσι και η Ιωάννα άρχισε πια να αισθάνεται αηδία από τη μυρωδιά του θυμιάματος, όπως οι μάγειρες από την μυρωδιά των ψητών ορτυκιών. Πολλές φορές χασμουριόταν, όταν λειτουργούσε μπροστά στην Αγία Τράπεζα [στο ναό] του Αγίου Πέτρου και όταν ευλογούσε από το ύψος του Βατικανού τη Ρώμη και όλη την οικουμένη (Σημ. του συγγρ.: Urbi et orbi [= στην πόλη και στο σύμπαν]).

          Αλλά, ενώ σκορπίζονταν οι ατμοί της φιλοδοξίας, ξυπνούσαν

Σελ. 254

και πάλι οι πολύ παλιές επιθυμίες της. Η πλήξη μαλακώνει τις γυναικείες καρδιές, όπως η θερμότητα το κερί, ενώ η αποχή από την εργασία καθώς και το καλό φαγητό έχουν την ίδια επίδραση στα ανθρώπινα πάθη, όπως το λάδι στη φωτιά. Επειδή το γνώριζαν αυτό οι αρχαίοι Αιγύπτιοι έδιναν στους βασιλιάδες τους σε μικρές ποσότητες ψωμί, κρέας και ώρες στο κρεβάτι, εξαναγκάζοντάς τους, για να μένουν κατάλληλοι να κυβερνούν, όπως τον ίδιο περίπου τρόπο ζωής επιβάλλουν και οι Άγγλοι στα άλογά τους που τρέχουν σε ιπποδρομίες. Όμως, ζούσαν διαφορετικά οι διάδοχοι του Αγίου Πέτρου, αναπαυόμενοι πάνω σε φτερά κύκνων και τρώγοντας πυραμίδες από πέρδικες και εκατόμβες από ελάφια, ενώ τις νηστήσιμες μέρες έτρωγαν φτερωτά ψάρια, δηλαδή χήνες και πάπιες, και επιπλέον αυγά ψαριών, βολβούς [π.χ. πατάτες, παντζάρια, καρότα,...], στρείδια, μανιτάρια και άλλα ωραία πράγματα, που αναπλήρωναν τα μήλα της Εδέμ, τα οποία σύμφωνα με τους Ραβίνους περιείχαν αντί για κουκούτσια κατσαρίδες. Όλα αυτά έκαναν την ηρωίδα μας πρότυπο συνταγματικού βασιλιά [= βασιλιά ο οποίος λέει ότι δεσμεύεται από νομικό πλαίσιο, το οποίο δεν υπερβαίνει – ειρωνεύεται ο Ροΐδης, για να μην πω σαρκάζει, γιατί οι βασιλιάδες στην εποχή του και προηγουμένως, ενώ θεωρητικά δεσμεύονταν, πρακτικά έκαναν ό,τι ήθελαν], οι οποίοι, όπως οι θεοί του Επίκουρου, ροχαλίζουν πάνω στον ψηλό θρόνο τους [δηλαδή δεν κάνουν τίποτα], παραδίνοντας τη ράχη των υπηκόων τους στα ψαλίδια των υπουργών, όπως παρέδωσε σύμφωνα με τους Μανιχαίους [ο Μανιχαϊσμός είναι γνωστική θρησκεία που εμφανίστηκε τον 3ο αι. μ.Χ. με ηγήτορα τον Πέρση ευγενή και μεταρρυθμιστή Μάνη ή Μανιχαίο, ο οποίος ανέμειξε στη χριστιανική διδασκαλία στοιχεία του Παρσισμού και του Βουδισμού] και ο Πλάστης τον κόσμο στη διάθεση του Διαβόλου. Στο μεταξύ, η κατάσταση στη Ρώμα πήγαινε από το κακό στο χειρότερο και οι θησαυροί που είχαν συγκεντρωθεί από τον Λέοντα [τον προηγούμενο Πάπα]

Σελ. 255

είχαν μετατραπεί σε άλογα, λιτανείες, τραπεζώματα και συντάξεις, ενώ οι ταμίες του Πάπα, αν και είχαν αδειάσει το ταμείο από πολύ καιρό πριν, δε βιάζονταν να φύγουν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Διογένη, ο οποίος, αφού ήπιε το κρασί, κλείστηκε μέσα στο βαρέλι [πρόκειται για τον Διογένη, τον κυνικό φιλόσοφο στην αρχαία Αθήνα, με τον οποίο υποτίθεται ότι συναντήθηκε ο Μέγας Αλέξανδρος, πριν φύγει για την εκστρατεία στην Ανατολή, οπότε έζησε τον 4ο αι. π.Χ.]. Ο Μακαριότατος Ιωάννης ο 8ος [δηλαδή η Ιωάννα], επειδή είχε φορτωθεί και με υποθέσεις και με υπηκόους και αποφάσεις και αφορισμούς και άλλα παπικά διασκεδαστικά παιχνίδια, αποσύρθηκε στην Όστια [τόπος αναψυχής έξω από τη Ρώμη, από την αρχαιότητα], η οποία ήταν η Κέρκυρα των παπών τότε, και εκεί, ανάμεσα σε χαρούμενους αμούστακους ιερείς περνούσε ξένοιαστες μέρες, νανουρισμένος από τα γλυκά κύματα της Μεσογείου και από τη μελωδία των αυλών, των βαρβίτων [= μουσικό όργανο με πολλές χορδές, παρόμοιο με τη λύρα], των τριχόρδων (Σημ. του συγγρ.: Τα βιολιά τότε είχαν μόνο τρεις χορδές) και των ευνούχων, οι οποίοι ακολουθούσαν παντού την Αγιότητά του, όπως τον έκπτωτο βασιλιά μας ακολουθεί το κυβερνητικό του χαρτοφυλάκιο και η φροντίδα των υπηκόων του. Η Ιωάννα βρισκόταν τότε στη μέση της ζωής της, όπως ο Δάντης, όταν συνάντησε στο δάσος το λιοντάρι, τη λεοπάρδαλη και το λύκο. Εκείνη, όμως, αισθανόταν ότι άλλα θηρία πλησίαζαν, όχι λιγότερο φοβερά από τους λύκους και τα λιοντάρια για τις γυναίκες, όπως είναι οι άσπρες τρίχες και οι ρυτίδες. Η ομορφιά της έψαλλε το κύκνειο άσμα της [= είχε φτάσει στο τέλος της]. Αλλά, αν και είχε φάει πάρα πολλούς απαγορευμένους καρπούς, διατηρούσε ακόμα λευκά και ακέραια όλα τα δόντια της και η όρεξή της

Σελ. 256

που είχε θυσιαστεί για χάρη της φιλοδοξίας της, άρχισε και πάλι να ταράζει τα στήθη της, τα οποία ήταν και εκείνα όχι λιγότερα σταθερά από τα δόντια της [= εξίσου καλά] και καλοδιατηρημένα. Πολλές φορές, συγκεντρώνοντας σε πολυτελές τραπέζι όλους τους όμορφους αυλικούς της, μετά το φαγητό συναστρεφόταν τους ρασοφόρους εκείνους Αδώνιδες [= ωραίους άνδρες], όπως η σεμνή Αικατερίνη τους σωματοφύλακές της, διστάζοντας σε ποιον από αυτούς να δώσει το μήλο [ο νοών νοείτω] και πολύ περισσότερο με ποιον τρόπο μπορούσε να το προσφέρει. Άλλοτε υποχωρούσε με τρόμο, καταλαβαίνοντας το μέγεθος του τολμήματος, όπως ένας συνταγματικός βασιλιάς μπροστά στις αυθαιρεσίες, που είναι ο απαγορευμένος καρπός των συνταγματικών Ενδυμιόνων [ο Ενδυμιών είναι πρόσωπο της μυθολογίας, ένας βοσκός τον οποίο είχε ερωτευτεί η Σελήνη]. Η Ιωάννα νοιαζόταν λίγο για το μέγεθος της ασέβειας και φοβόταν ακόμα λιγότερο την απόφαση του ουράνιου δικαστηρίου, το οποίο τιμωρεί τη στιγμιαία αδυναμία με την αιώνια φωτιά [της Κόλασης], βράζοντας μέσα στο ίδιο καζάνι αυτόν που προκάλεσε λύπη ή κάποια ευχαρίστηση στο διπλανό του. Αλλά επειδή είχε πολλή πείρα και ήταν έξυπνη γυναίκα, δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ο Θεός έδωσε τόσα πολλά αγαθά στη γη, για να μην τα απολαμβάνουμε, όπως υπάρχουν στα τραπέζια των Άγγλων τα σταφύλια, για να μην τα τρώνε, αλλά φοβόταν το σκάνδαλο, την εγκυμοσύνη και τις κακές γλώσσες, τους τρεις αυτούς σωματοφύλακες της γυναικείας σύνεσης. Αν οι άνδρες ήταν στείροι, όπως τα μουλάρια, και βουβοί, όπως τα ψάρια, όχι για να αναστενάξουν, αλλά ούτε για να αναπνεύσουν, νομίζω ότι θα τους άφηναν οι απόγονοι της Εύας.

Σελ. 257

          Για δύο ολόκληρους μήνες πάλευε εναντίον του Δαίμονα η Ιωάννα, σκορπίζοντας φύλλα άγνου [είδος φυτού της οικογένειας των βερβενιδών, όπως η ιτιά] πάνω στο κρεβάτι της, όπως οι Αθηναίες στη γιορτή της θεάς Δήμητρας, πίνοντας αφεψήματα νυμφαίας [= νούφαρο, πήρε το όνομα από τις Νύμφες, που ήταν οι θεότητες των νερών στην αρχαιότητα, και αποτελούσε τότε ένδειξη ή απόδειξη της ύπαρξής τους σε έναν τόπο] σύμφωνα με τη συμβουλή του Πλινίου [Ρωμαίος συγγραφές, φυσιοδίφης και φυσικός φιλόσοφος του 1ου αι. μ.Χ.], τρώγοντας τις κορυφές θριδάκων [= μαρούλια], όπως ο Άγιος Ιωάννης ο νηστευτής, και χωρίς να παραλείπει κανένα από τα μεσαιωνικά φάρμακα, για να καταπνίξει τους νεανικούς πόθους, που φύτρωναν στα σαραντάχρονα στήθη της, όπως τα λουλούδια στα ερείπια. Αλλά όλοι αυτοί οι πόθοι μοιάζουν με τον ασβέστη, που, όσο περισσότερο βρέχεται, τόσο περισσότερο ανάβει. Μετά από κάθε νίκη εναντίον της σάρκας, αντί να ψάλλει νικητήριους ύμνους η Ιωάννα έκλαιγε, όπως ο Βρούτος, αφού θυσίασε το γιο του για την πατρίδα. «Μία ακόμα τέτοια νίκη και χάθηκα» κραύγασε ο Πύρρος [βασιλιάς στην Ήπειρο, όταν οι Ρωμαίοι άρχισαν τις επιθέσεις στην Ελλάδα], μετρώντας τους πεσμένους στρατιώτες του. Τα ίδια έλεγε και η Ιωάννα, βγάζοντας μετά από μια άγρυπνη νύχτα τρεις άσπρες τρίχες. Προβλέποντας ότι η ήττα της ήταν βέβαιη, θεώρησε περιττό να συνεχίσει τον αγώνα της. Εξάλλου από καιρό είχε επιλέξει τον νικητή της. Λίγο πριν πεθάνει ο Άγιος Λέων είχε δώσει ως κληρονομιά στον μονογενή γιο του ή καλύτερα ανιψιό του (γιατί ανίψια αποκαλούσαν στη Ρώμη τα παιδιά των παπών, όταν μάλιστα αυτοί τύχαινε να είναι και άγιοι), έναν εικοσάχρονο τότε νέο, ξανθό σαν σκύλο της Λακωνίας (Σημ. του συγγρ.: Fulvus Lacon amica vis pastorum κτλ. [= ο σκύλος της Λακωνίας είναι φιλική δύναμη για τους βοσκούς]) και αφοσιωμένο στην Ιωάννα, όπως οι σκύλοι. Εκείνη τον είχε κάνει μυστικό καμαριέρη της, που ήταν σπουδαίο και ζηλευτό αξίωμα την

Σελ. 258

εποχή εκείνη. Το παπικό εκείνο βλαστάρι ονομαζόταν Φλώρος και κοιμόταν πάντα σε ένα δωμάτιο δίπλα στην παπική κρεβατοκάμαρα, έτοιμος να τρέξει στην πρόσκληση της καμπανούλας του Πάπα. Η ηρωίδα μας συνήθιζε, όπως οι αρχαίοι Αθηναίοι, να κάνει όσα αποφάσιζε χωρίς καθυστέρηση. Αλλά τότε βρισκόταν για πρώτη φορά σε μεγάλο αδιέξοδο, ψάχνοντας μάταια να βρει πώς μπορεί, αφού ήταν Πάπας, να προσφέρει κάτι άλλο, εκτός από τα σανδάλια της, για να πάρει φιλιά από τον αθώο εκείνο νεαρό. Πολλές φορές, στη μέση της νύχτας, φεύγοντας ξυπόλητη από το άγρυπνο κρεβάτι της, έμπαινε πατώντας στις άκρες των ποδιών της στο δωμάτιο, όπου κοιμόταν ο υποψήφιος διάδοχος του Φρουμέντιου, και κρύβοντας με τα δάκτυλά της το φως του λυχναριού, όπως η Σελήνη τις ακτίνες της με τα σύννεφα, όταν επισκεπτόταν τον Λάτμιο τον βοσκό, έμενε ώρες ολόκληρες κοιτώντας τον κοιμισμένο νεαρό. Κάποιο βράδυ τόλμησε να χαϊδέψει με την άκρη των χειλιών της το μέτωπο του κοιμισμένου και έφυγε με τρόμο, όταν είδε τα βλέφαρά του να κινούνται. Ο καλός Φλώρος διηγήθηκε την επόμενη μέρα στους συντρόφους του πως τον επισκέφτηκε στον ύπνο του ένα νυχτερινό όραμα, ντυμένο με κεντητή πουκαμίσα. Αλλά τα οράματα, τα όνειρα και τα φαντάσματα ήταν την εποχή εκείνη συνηθισμένα, όπως είναι σήμερα οι ψυχές των ηρώων και των ζώων που φωλιάζουν στα τραπέζια (Σημ. του συγγρ.: Στην τελευταία έκδοση της εργασίας του (Παρίσι 1865) ο γνωστός τραπεζοστρόφος [μάγος μάλλον] Αλλαγκαρδέκος λέει με ποιο τρόπο μπορεί κάποιος να συναντηθεί με την ψυχή του πεθαμένου αλόγου ή σκύλου του. Βλέπε Vivre des Mediums [= Βιβλίο των μέντιουμ], σελ. 376), ώστε αντί να εκπλήσσονται οι περισσότεροι

Σελ. 259

χασμουριούνταν ακούγοντας τις αφηγήσεις του νεαρού καμαριέρη. Αλλά εκείνος, επειδή ήταν βέβαιος ότι το φάντασμά του δεν ήταν συνηθισμένο, την επόμενη νύχτα έτρεμε στο κρεβάτι του, χωρίς να μπορεί να κλείσει τα μάτια του. Όλα είχαν ησυχάσει στο παπικό μέγαρο, εκτός από τις κουκουβάγιες και τα ρολόγια, όταν ένας ελαφρύς κρότος σαν πτήση νυχτερινού πουλιού ή βάδισμα κάποιας δεσποινίδας, που βιαζόταν για την πρώτη της συνάντηση και φοβόταν τον παρθενικό αντίλαλο των παπουτσιών της, ακούστηκε μπροστά στην πόρτα του δωματίου του. Η πόρτα ανοίχτηκε αθόρυβα, σαν να την έσπρωξε ένα άυλο αεράκι, και το φάντασμα κατευθύνθηκε στο κρεβάτι, βαδίζοντας στις άκρες των γυμνών ποδιών του. Ο Φλώρος αισθάνθηκε την πουκαμίσα του να μουσκεύει από κρύο ιδρώτα σαν το νερό της Στυγός (εννοώ το ποτάμι της Αρκαδίας και όχι το υπόγειο [του Άδη] το οποίο είναι ζεστό), ενώ το σκοτάδι μεγάλωνε ακόμα περισσότερο τον τρόμο του, επειδή η μορφή ούτε είχε δικό της φως, όπως τα άλλα φαντάσματα, ούτε κρατούσε λυχνάρι, αλλά με δυσκολία διέκρινε με τη βοήθεια των σπινθήρων της σόμπας που έσβηνε, ότι ένα άσπρο και περίεργο σύννεφο προχωρούσε αργά και απειλητικά προς το κρεβάτι του. Το σύννεφο, το φάντασμα, ο βρικόλακας, η Ιωάννα τέλος πάντων, στάθηκε κοντά στο κρεβάτι του νεαρού και νιώθοντας θάρρος, επειδή εκείνος δεν κινήθηκε καθόλου, άρχισε με την άκρη των χειλιών της να γλείφει τον απαγορευμένο καρπό, τον οποίο δεν τολμούσε να δαγκώσει. Το θερμό

Σελ. 260

εκείνο χάδι σκόρπισε ακαριαία το ρίγος που έτρεχε στις φλέβες του νεαρού, αλλά αμέσως μόλις συνήλθε, άπλωσε και τα δυο χέρια του, για να πιάσει το φάντασμα, που μόλις πρόλαβε να διαφύγει, αφήνοντας στα χέρια του τη μισή πουκαμίσα και πέντε τρίχες από το κεφάλι του. Αλλά ο καλός Φλώρος δεν μπορούσε να αρκεστεί σε τέτοια λάφυρα. Το αίμα του έβραζε ήδη από τη συγκίνηση και την περιέργεια και τα πόδια του κυνηγούσαν τη νυχτερινή οπτασία, που έφευγε γρήγορα. Δυο και τρεις φορές έτρεχε γύρω στο δωμάτιο, μέχρι που το φάντασμα μπερδεύτηκε στις άκρες της σχισμένης πουκαμίσας ή του σάβανού του και έπεσε πάνω στο χαλί κάτω από το ανοιχτό παράθυρο. Ο Φλώρος άπλωσε τότε και πάλι το χέρι του, αλλά αντί να συναντήσει κόκκαλα, σκουλήκια, σαπίλα ή άλλα παρόμοια κλασικά στολίδια των βρικολάκων, το χέρι του αναπαύτηκε πάνω σε ζεστή και λεία επιδερμίδα, η οποία φαινόταν ότι χρησίμευε ως θήκη για μια ζωντανή καρδιά που χτυπούσε. Ήδη άπλωνε και το άλλο χέρι, αλλά εκείνη τη στιγμή πρόβαλε πίσω από ένα σύννεφο η σελήνη και έλαμψε ολόκληρη πάνω στο πρόσωπο και τα γυμνά στήθη του Αγιότατου Πάπα Ιωάννη του 8ου!

          Σε αυτό το σημείο, αναγνώστη μου, θα μπορούσα, αν ήθελα, να δανειστώ από τον αββά Κάστη, από τον πανοσιότατο Πούλκη, από τον αιδεσιμότατο Ραβελαί ή από κάποιο άλλο σεμνό ιερέα, λίγα αισχρά λόγια, για να κοπρίσω [κοπρίζω = λιπαίνω με κόπρο = γεμίζω με σκατά] με αυτά κάπως την αφήγησή μου, η οποία κινδυνεύει να καταντήσει στείρα, όπως η συκιά

Σελ. 261

του Ευαγγελίου. Αλλά, επειδή δεν είμαι ούτε θεολόγος ούτε ιερέας ούτε καν διάκονος, αμφιβάλλω αν έχω το δικαίωμα να λερώσω τα χέρια μου και τα αυτιά σου [ή καλύτερα τα μάτια του αναγνώστη]. Στο ίδιο αδιέξοδο βρέθηκε και ο ποιητής του Δον Ζουάν, όταν μετά από μακρόχρονο κυνηγητό το χέρι του ήρωά του αναπαύθηκε τελικά πάνω στο γυμνό στήθος της τρίτης ή της τέταρτης ηρωίδας του, όπως η κιβωτός πάνω στο όρος Αραράτ. Επειδή δεν ήξερε με ποιο τρόπο μπορούσε να παρουσιάσει με ευπρέπεια όσα ακολούθησαν, ο Βύρων παράτησε το ποίημα και την ποίηση, μίσησε τους ανθρώπους, αγάπησε τους Έλληνες και έτρεξε απελπισμένος να ταφεί στους βούρκους του Μεσολογγίου. Αλλά εγώ, επειδή γράφω μια αληθινή ιστορία, αναγκάζομαι, είτε θέλω είτε όχι, να ομολογήσω ότι ανάμεσα στην Ιωάννα και τον Φλώρο προχώρησε τόσο πολύ η κατάσταση μετά από τις αναγκαίες εξηγήσεις [από την Ιωάννα], ώστε τα μάγουλα της Παναγίας, την οποία ξέχασαν να σκεπάσουν, κοκκίνισαν από ντροπή, του Αγίου Πέτρου κιτρίνισαν από οργή, η εικόνα του Σταυρωμένου έπεσε και έσπασε και ο προστάτης Άγγελος του Πάπα Ιωάννη του 8ου, ο οποίος δεν είχε ακόμα καταλάβει ότι ο κλειδοκράτορας του Παραδείσου ήταν γυναίκα, έφυγε πετώντας στον ουρανό, κρύβοντας το πρόσωπό του με τις φτερούγες του. Αν ήταν μέρα, όταν έγινε εκείνη η ανόσια πράξη, θα είχε γίνει χωρίς αμφιβολία και έκλειψη ηλίου, όπως όταν σφαγιάστηκε ο Καίσαρας ή όταν πέθανε ο Αύγουστος ή όταν σταυρώθηκε ο Ιησούς. Αλλά, επειδή ήταν μαύρη νύχτα, οι ειλικρινείς Χρονογράφοι μόνο τη νύχτα μπόρεσαν να μας παρουσιάσουν να κρύβεται πίσω

Σελ. 262

από ένα αιματοβαμμένο σύννεφο. Σύμφωνα με άλλους, το θαύμα πάλι αναβλήθηκε μέχρι το επόμενο πρωί, όταν μάταια περίμεναν οι κάτοικοι της αιώνιας πόλης [της Ρώμης] το άστρο της ημέρας, με αποτέλεσμα η νύχτα εκείνη να είναι τριπλή, όπως όταν ο Δίας φύτεψε τον Ηρακλή. Αλλά αμφιβάλλω αν θεώρησε μεγάλη εκείνη τη νύχτα η Ιωάννα, γιατί σύμφωνα με τον Σολομώντα «Ο Άδης και η φωτιά και ο έρωτας μιας γυναίκας δεν αρκεί να μη μιλήσουν» (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Παροιμ. Κεφ. Λ΄, εδ. 16. Και η έκδοση Βουλγάτα, μεταφρασμένη πιστά από το εβραϊκό κείμενο και αποφεύγοντας τις περιφράσεις αποδίδει το απόσπασμα περισσότερο κυριολεκτικά «Tria insaturrabilia, infernus, terra et os vulvae» [= τρία ακόρεστα, ο κάτω κόσμος, η γη και το στόμιο της κάμαρας = της μήτρας].

          Την επόμενη από εκείνη την τριπλή νύχτα, όταν ο Πάπας Ιωάννης παρουσιάστηκε στους αυλικούς του, το πρόσωπο της Αγιότητάς του ακτινοβολούσε, τα χείλη και τα χέρια μου μοίρασαν απλόχερα ευχές, συντάξεις και ευλογίες και όλη εκείνη η παπική χαρά έκανε αντανάκλαση πάνω στα πρόσωπα των αυλικών, οι οποίοι σήκωναν με χαρά το κεφάλι σαν στάχυα που ποτίστηκαν μετά από μακρόχρονη έλλειψη βροχής. Ο αρχηγός της χριστιανοσύνης μοίρασε εκείνη τη μέρα τέσσερεις επισκοπές, χειροτόνησε δεκαέξι διακόνους σε ιερείς, προσέθεσε δύο αγίους στο Συναξάρι, απάλλαξε από την κρεμάλα πέντε εγκληματίες και από την πυρά είκοσι αιρετικούς, με λύπη επειδή δεν είχε εκατό χέρια, όπως ο Βριάρεως [ένα από τα τέρατα παιδιά του Ουρανού και της Γης στην αρχαία ελληνική μυθολογία], για να μοιράσει περισσότερες χάρες. Μετά από αυτά πήγε η Ιωάννα στην εκκλησία και έπειτα υποδέχτηκε τους πρεσβευτές του πρίγκηπα Ανσίγιζου, ο οποίος ζητούσε βοήθεια εναντίον των Σαρακηνών. Αλλά ενώ όλα αυτά τα έκανε μηχανικά,

Σελ. 263

τα μάτια της αναζητούσαν παντού τον Φλώρο και το μυαλό της φτερούγιζε γύρω από το κρεβάτι της σαν μέλισσα γύρω από ένα λουλούδι και πολλές φορές εκείνη την ημέρα ψιθύρισε, όπως ο Προφητάναξ [ο πρώτος ή αρχηγός των προφητών, ο Δαβίδ] «Κάποιος θα μου δώσει φτερά σαν του περιστεριού και θα πετάξω και θα σταματήσω!» (Σημ. του συγγρ.: Ψαλμοί ΜΔ΄, εδ. 7).

          Δύο ολόκληρους μήνες συνέχιζε η Ιωάννα να πλέει σαν κύκνος στις πηγές ατελείωτων ηδονών και απολαμβάνοντας τη λατρεία του νέου εραστή της, αν και είχε περάσει πια το μεσαίο στάδιο της ζωής, μετά από το οποίο στρέφουμε με πόθο το βλέμμα προς τα πίσω. Αλλά ο Φλώρος βρισκόταν ακόμα στην καλότυχη εκείνη ηλικία, στην οποία ακόμα και τα αγκάθια μας φαίνονται ευωδιαστά και όλες οι γυναίκες ωραίες, στην οποία [ηλικία] βάζουμε σε δημοπρασία την καρδιά και τα χείλη μας, ρίχνοντας τον εαυτό μας χωρίς φόβο σε κάθε αγκαλιά που μας ανοίγεται, όπως ο Δανιήλ στο λάκκο των λεόντων, αναζητώντας νερό, για να σβήσουμε τη δίψα μας, και αδιαφορώντας, όπως οι Άραβες, αν είναι καθαρό ή έχει άμμο και είναι θολό. Εξάλλου, αν και ήταν σαράντα χρονών, δεν ήταν καθόλου ευκαταφρόνητη [= άρα ήταν πολύ ποθητή – σχήμα λιτότητας, για να δοθεί έμφαση στην ομορφιά της ή τη μπογιά της, που περνούσε ακόμα] η δική μας ηρωΐνη [-Τι;; Άραγε πρόκειται για τυπογραφικό λάθος ή για λογοπαίγνιο του ίδιου του συγγραφέα;], αφού είχε ακόμα δόντια πιο λευκά από τα μαλλιά της και επειδή αναπλήρωνε το χνούδι και το άρωμα της νιότης με την ευχάριστη εκείνη στρογγυρότητα και το ηγεμονικό πάχος, που πάρα πολύ γοητεύει τους αμούστακους νεαρούς, που τους αρέσει να εμπιστεύονται τα χαλινάρια της καρδιάς τους σε δυνατά και έμπειρα χέρια.

Σελ. 264

Πολλοί κριτικοί (δε γνωρίζω αν είναι ορθόδοξοι ή αιρετικοί) προτιμούν την Οδύσσεια από την Ιλιάδα, ενώ υπάρχουν και ζωγράφοι που προτιμούν τα ερείπια από τις νεόχτιστες οικοδομές και καλοφαγάδες που αγαπούν τις σάπιες πέρδικες. Έτσι και πολλοί οπαδοί του Σολομώντα ισχυρίζονται ότι μόνο οι ώριμες κυρίες γνωρίζουν πώς να καρυκεύουν έμπειρα τον απαγορευμένο καρπό, στρώνοντας με λουλούδια το δρόμο που οδηγεί σε αυτόν, όπως οι Ιησουΐτες το δρόμο του Παραδείσου. Ο Πετράρχης [Ιταλός ποιητής της Αναγέννησης], όταν γέρασε, ονειρευόταν την ιδανική γυναίκα που συνδυάζει την τέχνη αυτή με την όμορφη νιότη, και μάταια γυρνούσε σε κήπους και δάση, για να βρει το μυθικό αυτό πλάσμα, το οποίο ο ίδιος ονόμαζε καρπό με ευχάριστο χυμό πάνω σε ανθισμένο μικρό δένδρο (Σημ. του συγγρ.: Στα ιταλικά «Frutο viril su giovenil fiore»). Αλλά ο Φλώρος δεν είχε φτάσει ακόμα στο σημείο να ονειρεύεται λευκά κοτσύφια, αλλά την Ιωάννα του, αν και ήταν σαράντα χρονών, δε θα την άλλαζε ούτε με δύο εικοσάχρονες παρθένες.

          Στο μεταξύ το καλοκαίρι είχε περάσει από πολύ καιρό πριν και ο αγιότατος Πατήρ [η Πάπισσα] δε βιαζόταν να επιστρέψει στην έδρα του. Τα τελευταία φύλλα του χρόνου μαζεύονταν στις ρίζες των δένδρων, η θάλασσα μούγκριζε αντί να ψιθυρίζει, οι λύκοι κατέβαιναν από τα βουνά, αλλά οι δύο εραστές παρέμεναν ανάμεσα σε όλα αυτά χαρούμενοι και παιχνιδιάρηδες, όπως τα τρυγόνια την άνοιξη. Πολλοί φιλόσοφοι προσπάθησαν να βρουν σε τι διαφέρει ο άνθρωπος από το ζώο. Οι Εβραίοι από τη μία ισχυρίστηκαν

Σελ. 265

ότι δεν υπάρχει καμία διαφορά (Σημ. του συγγρ.: «Τι περισσότερο έχει ο άνθρωπος από το ζώο; Τίποτα, επειδή όλα είναι μάταια...», βλέπε Εκκλησ. Κεφ. Γ΄, εδ. 19), ενώ οι χριστιανοί από την άλλη ότι ο άνθρωπος έχει αθάνατη ψυχή, οι φιλόσοφοι ότι ο άνθρωπος είναι λογικός και ο Αριστοτέλης ότι φτερνίζεται πιο συχνά από τα άλλα ζώα (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Προβλημ. Ανέκδοτ. τμήμα Β΄, να΄). Αλλά από αυτούς καλύτερα πέτυχε, νομίζω, ο Σωκράτης, όταν έκανε την παρατήρηση ότι σε αυτό υπερέχουμε από τα ζώα, ότι δηλαδή όσα εκείνα κάνουν μόνο την άνοιξη, αυτά οι άνθρωποι μπορούν να τα κάνουν όλο το χρόνο (Σημ. του συγγρ.: Ξενοφ. Απομνημ. Α΄, 4). Ο Δίας, για να δικαιολογήσει τις τεράστιες συζυγικές [ερωτικές] απαιτήσεις του, ρίχνοντας το σφάλμα του στην επίδραση της άνοιξης, διέταζε τη γη να βγάζει λουλούδια, κάθε φορά που επιθυμούσε να «μιλήσει» με την  Ήρα (Σημ. του συγγρ.: Με την έννοια που δίνει σε αυτό το ρήμα ο Κυρ. Φίλιππος Ιωάννου). Αλλά η Ιωάννα,  επειδή δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει το ίδιο θαύμα [δηλαδή να φέρνει την άνοιξη, όποτε ήθελε], αναπλήρωνε τις ακτίνες του ανοιξιάτικου ήλιου με ξύλα και λαμπάδες, τη μυρωδιά των λουλουδιών με αλόη και κιννάμωμο [= καμφορά] και το κελάιδισμα των πουλιών με αυλούς και τραγούδια. Τα τραπεζώματα, τα ζάρια, οι νάνοι, οι μίμοι, οι γελωτοποιοί και οι άλλες διασκεδάσεις του Μεσαίωνα διαδέχονταν η μία την άλλη χωρίς σταματημό στο παπικό ανάκτορο και σύμφωνα με τους χρονογράφους πολλές φορές ακούγονταν εκεί τραγούδια βακχικά [= ερωτικά και ίσως πρόστυχα] και θόρυβοι από τα πόδια χορευτών. Ποτέ πια δεν παρευρισκόταν στους όρθρους ο Ποντίφικας, ακολουθώντας το

Σελ. 266

τα λόγια του Σολομώντα «Είναι μάταιο για σας να πηγαίνετε στον όρθρο» (Σημ. του συγγρ.: Ψαλμός ρηβ΄, εδ. 2), ενώ τις ευχές, τις λειτουργίες και τις ακολουθίες συνέθετε ο ίδιος (Σημ. του συγγρ.: Οι λειτουργίες αυτές σώζονταν μέχρι τον 16ο αι., όταν τις είδαν ο Φήλιξ Αμερλίνος και ο Μαρτίνος ο Φράγκος. Πιθανόν να υπάρχουν ακόμα και σήμερα αντίγραφα τους στα βάθη της βιβλιοθήκης του Βατικανού) σύμφωνα με το ρητό του Ευαγγελίου, που απαγορεύει στους χριστιανούς τα ανόητα λόγια. Πολλές φορές, όμως, αφού μετά από εκείνη την τρισευτυχισμένη νύχτα έφυγε από την αγκαλιά του αγαπημένου της, της συνέβη, όπως νόθευσε το Πιστεύω, έτσι και το Πάτερ ημών να αλλάξει, ζητώντας από τον Ουράνιο Πατέρα αντί για επιούσιον άρτον, τον Φλώρο της τον επιούσιον [= καθημερινά].

Κάποιος βασιλιάς της Περσίας, ο Κύρος, ο Καμβύσης, ο Ξέρξης ή ο Χοσρόης, δε θυμάμαι ακριβώς ποιος από αυτούς, υποσχόταν τεράστια αμοιβή σε εκείνον που θα επινοούσε κάποιο καινούργιο είδος ηδονής. Σε μένα θα ήταν αρκετές οι ηδονές που υπάρχουν μετά από την πτώση του Αδάμ από τον Παράδεισο, αλλά το κακό είναι ότι ούτε εκείνες διαρκούν. Το ποτήρι με το γλυκό ποτό ή ξεφεύγει από το χέρι, προτού προλάβουμε να σβύσουμε τη δίψα μας ή το θεϊκό νέκταρ, που υπάρχει μέσα, μετατρέπεται σε ξύδι και τότε εμείς αποστρέφουμε τα χείλη με αηδία. Η δική μας ηρωίδα, ενώ έπλεε με φουσκωμένα πανιά στο πέλαγος της ηδονής, έπεσε ξαφνικά πάνω σε κάποιο φοβερό ύφαλο, τον οποίο από πολύ καιρό πριν είχε

Σελ. 267

σταματήσει να φοβάται. Τα δέκα χρόνια που έζησε με τον Φρουμέντιο και με τους αντιζήλους του, την είχαν πείσει σχεδόν ότι μπορούσε να φάει όσα απαγορευμένα μήλα ήθελε, χωρίς φόβο να μεγαλώσει η κοιλιά της. Αλλά από πολύ καιρό, επειδή δεν είχε ανοίξει τις Γραφές, είχε ξεχάσει ότι όλες σχεδόν οι βιβλικές ηρωίδες, η Σάρα, η Ρεβέκκα, η Ραχήλ και οι άλλες, ήταν στείρες μέχρι τα γηρατειά και τότε γέννησαν πατριάρχες και προφήτες. Επομένως απόρησε πολύ, όταν τα συμπτώματα που περιγράφονται στο τέταρτο βιβλίο του Αριστοτέλη, την ειδοποίησαν, όπως ο άγγελος τη μητέρα του Σαμψών (Σημ. του συγγρ.: «Και παρουσιάστηκε άγγελος στη γυναίκα και της είπε: Να, εσύ η στείρα, και δεν έχεις γεννήσει και θα συλλάβεις γιο», Κριτών κεφ. ΙΓ΄, εδ. 3) ότι ο Ύψιστος ευλόγησε τελικά τα σπλάχνα της. Αλλά εκείνη η Εβραία ταράχτηκε από χαρά στο πρώτο κούνημα του μωρού της [μέσα στην κοιλιά της], ενώ η Ιωάννα άφησε από την αναστάτωση να της πέσει κάτω το ποτήρι, που ήταν κοντά στα χείλη της, και οι άλλοι στο τραπέζι ζητωκραύγαζαν με ενθουσιασμό εξηγώντας ότι το χυμένο κρασί είναι καλό σημάδι. Εκείνη έτρεξε στο δωμάτιό της, όπου κλείστηκε και άρχισε να κλαίει τη συμφορά της.

          Όλα τα μάτια ήταν κλειστά από ώρα στο παπικό ανάκτορο, ενώ η Ιωάννα αγρυπνούσε ακόμα στηρίζοντας το κεφάλι της στα χέρια της, όπως ο Άγιος Πέτρος, όταν αρνήθηκε τον Χριστό, και ψάχνοντας μάταια πώς θα μπορούσε να αποφύγει τον κίνδυνο που την απειλούσε.

Σελ. 268

Άλλοτε σκεφτόταν να εγκαταλείψει τη Ρώμη και τα κλειδιά του Παραδείσου και να πάει μαζί με τον Φλώρο σε κάποια άγνωστη γωνιά της γης, άλλοτε με εξορκισμούς ή και με ιατρικά μέσα να διώξει από την κοιλιά της τον απρόσκλητο και ενοχλητικό ένοικο. Αλλά και τα δύο αυτά σχέδια παρουσίαζαν πολλές δυσκολίες και αγκάθια, επειδή ούτε τον αποστολική θρόνο [το αξίωμα του Πάπα] ήθελε να χάσει ούτε επιθυμούσε να θέσει τη ζωή της σε κίνδυνο, και μάταια αναζητούσε να βρει άλλο τρόπο, για να λύσει εκείνο τον κόμπο. Το κεφάλι της ήταν βαρύ, τα αυτιά της βούιζαν και μπροστά στα μάτια της περιπλανιούνταν οι σπίθες και τα σκοτάδια εκείνα, τα οποία ο Σταγειρίτης [= ο Αριστοτέλης] θεωρούσε σίγουρα σημάδια εγκυμοσύνης, όταν ξαφνικά πολύς θόρυβος φτερών ακούστηκε στα αυτιά της. Στο άκουσμα εκείνο η Ιωάννα σήκωσε το κεφάλι και μπροστά της στεκόταν ένας νεαρός με λευκά φτερά, ντυμένος με ρούχο που άστραφτε, έχοντας πολύχρωμο φως πάνω στο κεφάλι, κόκκινη λαμπάδα στο δεξί χέρι και ένα ποτήρι στο αριστερό. Η ηρωίδα μας, επειδή ποτέ δεν είχε δει άγγελο παρά μόνο σε εικόνες, τόσο πολύ ταράχθηκε από το όραμα, ώστε δεν μπόρεσε ούτε να σηκωθεί, για να υποδεχθεί τον ξένο, ούτε καν φρόντισε να του προσφέρει κάθισμα. Στο μεταξύ ο ουράνιος απεσταλμένος, αφού δίπλωσε τα φτερά του και απομάκρυνε τις ξανθές μπούκλες που έπεφταν στο μέτωπό του, είπε καρφώνοντας το πύρινο βλέμμα του πάνω στην άθλια Πάπισσα «Ιωάννα, η λαμπάδα αυτή σου ανακοινώνει την αιώνια φωτιά ως τιμωρία των ανόσιων πράξεών σου και το

Σελ. 269

ποτήρι τον πρόωρο θάνατο και την ντροπή πάνω στη γη. Διάλεξε ανάμεσα σε αυτά». Εκείνα τα λόγια του αγγέλου έριξαν σε φοβερή αμηχανία τη δυστυχισμένη ηρωίδα μας, η οποία για πολύ δεν ήξερε τι να κάνει, όπως ο Δαβίδ, όταν έπρεπε να διαλέξει ανάμεσα στην πείνα, τον πόλεμο και την πανούκλα. Ο φόβος του θανάτου και ο τρόμος της Κόλασης πάλευαν μεταξύ τους μέσα στα στήθη της φτωχής Ιωάννας, όπως ο Ησαύ και ο Ιακώβ μέσα στην κοιλιά της Ρεβέκκας (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Γένεσις, κεφ. ΚΕ΄, εδ. 22). Στην αρχή άπλωσε το χέρι προς τη φλεγόμενη δάδα, θυσιάζοντας τη μελλοντική ζωή της για χάρη της τωρινής, αλλά τόσο άγρια ξέσπασαν σε δυνατά γέλια τα πνεύματα της αβύσσου, που ήταν παρόντα πάντα, χωρίς να φαίνονται, σε τέτοιου είδους καταστάσεις, και τόση σκοτεινιά σκέπασε το πρόσωπο του αγγέλου, ώστε μετανιωμένη άπλωσε το άλλο χέρι και, αφού πήρε το ποτήρι της ντροπής, το άδειασε μέχρι τον πάτο.

          Αυτά, αναγνώστη μου, αφηγούνται οι καλοί Χρονογράφοι, αλλά εσύ, αν ανήκεις στη σχολή των Ευημεριστών, οι οποίοι ερμηνεύουν τα θαύματα της Αγίας Γραφής ως αποτελέσματα φυσικών αιτιών, όπως ο Πλάτωνας όσα περιέχει η μυθολογία, ισχυριζόμενοι ότι το αστέρι που οδήγησε τους Μάγους στη φάτνη του νεογέννητου Ιησού, ήταν απλώς ένα φανάρι, ότι ο άγγελος που προσέφερε τον κρίνο στην Παναγία, ήταν ένας μεταμφιεσμένος εραστής (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε την ανάλογη σημείωση), ο Λάζαρος κοιμόταν βαθιά, όταν αναστήθηκε από τον Χριστό, αν –λέω- ανήκεις

Σελ. 270

στη σχολή αυτή, μπορείς να υποθέσεις ότι και η Ιωάννα είδε τον άγγελο στο όνειρό της ή ότι κάποιος διάκονος που του άρεσε να κάνει αστεία, όταν έμαθε τα μυστικά της, στολίστηκε με φτερά, για να την τρομάξει. Αν, όμως, προτιμάς το σύστημα του Στράους, ο οποίος αντί να χάνει χρόνο αναζητώντας εξηγήσεις για περίεργα γεγονότα, βρήκε πιο ξεκούραστο να ονομάσει τα θαύματα και τα Ευαγγέλια μύθους, μπορείς να θεωρήσεις το όραμα της ηρωίδας μας σαν ένα απλό εύρημα των ρασοφόρων βιογράφων της. Κατά τη δική μου γνώμη, επειδή δεν ανήκω σε καμία σχολή, προτιμώ να πιστέψω το γεγονός όπως το διάβασα, γιατί σύμφωνα με τον Σολομώντα «ο άκακος πιστεύει τα πάντα» (Σημ. του συγγρ.: Παροιμ. Κεφ. ΙΔ΄, εδ. 15).

          Την επόμενη μέρα, όταν ο Φλώρος μπήκε στην παπική κρεβατοκάμαρα, βρήκε την Αγιότητά του ξαπλωμένη πάνω στο χαλί να είναι κυριευμένη από φοβερούς σπασμούς. Μάταια ο φτωχός νεαρός προσπαθούσε σαν άλλος Πυγμαλίων να ζεστάνει με τα χείλη του την αγαπημένη του, που είχε πετρώσει από τον τρόμο. Για δεκαπέντε ολόκληρες μέρες η Ιωάννα έμεινε στο κρεβάτι της, πηγαίνοντας μια προς το θάνατο και μια στη ζωή. Μετά από τη μεγάλη αυτή αγωνία, όταν σηκώθηκε τελικά, επέστρεψε βιαστικά στη Ρώμη και κλείστηκε στο παρεκκλήσι της, απαγορεύοντας την είσοδο σε όλους τους αυλικούς, ακόμα και στις ακτίνες του ήλιου. Εκεί, καθώς την πολιορκούσαν νύχτα και μέρα απαίσια οράματα, όπως ο Σαούλ, όταν είδε τη σκιά του Σαμουήλ, κατάντησε

Σελ. 271

γρήγορα η σκιά της προηγούμενης Ιωάννας, αναπηδώντας τρομαγμένη κάθε φορά που έτριζε η πόρτα και λιποθυμώντας, αν μία κουκουβάγια ή ένας νυχτοκόρακας κραύγαζε τη νύχτα πάνω στη στέγη του Βατικανού. Η θέα των κατοίκων του ουρανού ποτέ δε βοήθησε τους δυστυχισμένους θνητούς, οι οποίοι υπήρξαν άξιοι να δουν κατά πρόσωπο θεούς, αγγέλους ή αγίους. Η Σεμέλη [μητέρα του Διονύσου, ο οποίος ήταν καρπός της συνεύρεσής της με τον Δία, κόρη του βασιλιά Κάδμου της Θήβας] κατακάηκε από τη λάμψη του Δία [η ίδια είχε απαιτήσει από τον Δία να εμφανιστεί μπροστά της με τη θεϊκή όψη του], ο όσιος Νίκων έμεινε με ένα μάτι, όταν είδε τη δοξασμένη ομορφιά της Παναγίας (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Αμαρτωλών Σωτηρίαν), ο Άγιος Παύλος τυφλώθηκε από τη λάμψη του Ιησού (Σημ. του συγγρ.: Πράξεις Αποστόλων, κεφ. ΚΒ΄, εδ. 11: «Επειδή δεν έβλεπα από τη δόξα του φωτός Εκείνου, οδηγημένος από τους συντρόφους μου έφτασα στη Δαμασκό») και ο Ζαχαρίας έμεινε βουβός μετά από την εμφάνιση του Αγγέλου (Σημ. του συγγρ.: Κατά Λουκάν, κεφ. Α΄, εδ. 22: «Όταν βγήκε, δεν μπορούσε να μιλήσει... και τους έκανε νοήματα και έμεινε για πάντα κουφός»). Και οι Εβραίοι τόσο πολύ φοβούνταν τα οράματα, ώστε το βράδυ πριν ξαπλώσουν, παρακαλούσαν τον Ύψιστο να τους φυλάει από τα φοβερά εκείνα πράγματα που περπατούν στο σκοτάδι (Σημ. του συγγρ.: Ψαλμοί ς΄, εδ. 6).

          Αλλά, ενώ ο Ποντίφικας έτρεμε τους κατοίκους του άλλου κόσμου, πιο φοβεροί εχθροί απειλούσαν την εξουσία του και κορυφωνόταν η αποδοκιμασία των κατοίκων της Ρώμης εναντίον του. Οι Ιταλοί τότε δεν έμοιαζαν με τα σημερινά συνταγματικά έθνη που θεωρούν τους βασιλιάδες απλά αρχιτεκτονικά στολίδια τοποθετημένα στην κορυφή του πολιτικού οικοδομήματος,

Σελ. 272

όπως είναι τα αγάλματα πάνω στη στέγη των ναών. Επιπλέον, επειδή δεν ασχολούνταν με μελέτη συνωνύμων, δεν είχαν φτάσει ακόμα να εξακριβώσουν τη διαφορά ανάμεσα στις λέξεις βασιλεύω και κυβερνώ, αλλά απαιτούσαν από αυτόν που τους εξουσίαζε, να εξουσιάζει, όπως απαιτούν από τον μάγειρά τους να μαγειρεύει. Και βλέποντας τα ταμεία άδεια, τις εκκλησίες σιωπηλές, τα μοναστήρια να έχουν γίνει καπηλειά, τους Σαρακηνούς να ληστεύουν τα παράλια και τους ληστές να έχουν στήσει σκηνές έξω από τη Ρώμη, ρωτούσαν οι καλοί Ρωμαίοι στην αρχή με απορία, έπειτα με ανυπομονησία και στο τέλος με οργή, τι έκανε η Αγιότητά του και γιατί, ενώ υπήρχαν τόσοι πολλοί εχθροί να πολεμήσει, άφηνε στη θήκη τα κοσμικά και τα πνευματικά του όπλα. Οι ευλαβείς παραπονιούνταν, γιατί δε μοιράζονταν τρόφιμα, όπως φακή, οι φανατικοί ανέφεραν με δάκρυα ότι από έξι μήνες ήδη δεν κάηκε κανένας μάγος ή αιρετικός, οι κουτσοί, οι δαιμονισμένοι και οι παράλυτοι ρωτούσαν γιατί δεν έκανε θαύματα πια ο Πάπας. Αλλά αυτοί που ήταν περισσότερο εξαγριωμένοι εναντίον του Αγίου Πατρός, ήταν οι ιερείς χωρίς εκκλησία, οι ηγούμενοι χωρίς μοναστήρια, οι καγκελλάριοι και οι κοντόσταυλοι [αξιωματούχοι της παπικής αυλής], για τους οποίους δεν υπήρχε πια τόπος στην αυλή, οι παράσιτοι που διώχθηκαν από το παπικό μαγειρείο και κυρίως οι μαστροποί και οι κουρείς, που δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί αποκλείστηκαν από το παπικό ανάκτορο, ενώ η συνήθεια και η παράδοση επέβαλλαν στον Πάπα

Σελ. 273

το ξύρισμα και την έντονη παρουσία γυναικών. Όλοι αυτοί, αφού μάταια προσέφεραν την αφοσίωσή τους, εκδουλεύσεις, ξυράφια και υπότροφες, όταν απελπίστηκαν, τελικά μετατράπηκαν σε φοβερούς επαναστάτες. Επειδή δεν μπορούσαν να απολαύσουν το κουτάλι, για να αντλήσουν από την κατσαρόλα της παπικής μεγαλοδωρίας, ήθελαν να την ανατρέψουν, όπως οι Ινδοί βγάζουν με τη ρίζα τα δένδρα, για να φάνε τους καρπούς τους. Αλλά και η ίδια η φύση φαίνεται ότι είχε επαναστατικές διαθέσεις τη χρονιά εκείνη. Ο ποταμός Τίβερης πλημμύριζε παρασύροντας φράχτες, βάρκες, πύργους και γέφυρες, τα λουλούδια ξεχνούσαν να ανθήσουν και τα κεράσια να ωριμάσουν, αν και ήταν μέσα Μαΐου, τα πουλιά έμεναν στα κλαδιά σιωπηλά και κακόκεφα, όπως οι ευσεβείς πετεινοί της Ιερουσαλήμ την εβδομάδα των Παθών. Αλλά το στοιχείο που ενόχλησε περισσότερο τους Ρωμαίους, ήταν τα πολύ πυκνά σύννεφα από ακρίδες, που είχαν ως αποτέλεσμα να κρύψουν για οκτώ μέρες τις ακτίνες του ήλιου, και ο θόρυβος των φτερών τους έμοιαζε με τον κρότο τροχοφόρων που τρέχουν στον πόλεμο (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Αποκάλυψις, κεφ. Θ΄, εδ. 9). Τα καταστροφικά εκείνα έντομα είχαν έξι φτερά, οκτώ πόδια, μακριές τρίχες, όπως οι γυναίκες, και δηλητηριώδεις ουρές, όπως οι σκορπιοί. Δε γνωρίζω αν η περιγραφή αυτή είναι ιστορική ή αν τη μάζεψαν οι Χρονογράφοι του 9ου αι. από την Αποκάλυψη, όπως οι Ευαγγελιστές πήραν την Καινή Διαθήκη από την Παλαιά, αλλά

Σελ. 274

σε κάθε περίπτωση οι ακρίδες αυτές ήταν τόσο αχόρταγες, ώστε, αφού έφαγαν εντελώς τα στάχυα και τα δένδρα, όρμησαν μέσα στα σπίτια και στις ίδιες τις εκκλησίες, κατατρώγοντας τους άρτους της Πρόθεσης και τα κεριά στην Αγία Τράπεζα. Και αφού έφαγαν εντελώς και αυτά, άρχισαν να τρώνε η μία την άλλη, πολεμώντας στον αέρα με τόση μανία, ώστε τα πτώματά τους έπεφταν  στη γη πιο πυκνά και από φθινοπωρινό χαλάζι και κανένας κάτοικος της Ρώμης δεν τολμούσε εκείνες τις μέρες να βγει από το σπίτι του χωρίς ομπρέλα, πλατύγυρο καπέλο ή αδιάβροχο (Σημ. του συγγρ.: Οι ομπρέλες, με σχήμα που σήμερα έχουν, αν και χρησιμοποιούνταν από τους Σίνες από πάντα, ήρθαν στην Ευρώπη πολύ αργότερα. Αλλά και πριν από αυτές υπήρχαν παρόμοια αντικείμενα για τη βροχή και τον ήλιο. Βλέπε του Δουκάγκιου Lexicon Infimae Latin. στις λέξεις baldaquinum και unbellam). Στην τελευταία αυτή πληγή η χολή [δηλαδή η οργή] των πιστών ξεχείλισε τελικά ασταμάτητη και ορμητική, σαν τα νερά του πλημμυρισμένου ποταμού τους. Επειδή ήταν βέβαιοι ότι αρκούσε ένα νεύμα του Πάπα, για να φύγουν τα φτερωτά εκείνα θηρία, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο με απελπισία γιατί ο αντιπρόσωπος του Χριστού άφηνε τα παντοδύναμα χέρια του στις τσέπες του ρούχο του και τους υπηκόους του στη διάθεση των ακρίδων. Οι αξιότιμοι αντίπαλοι του Πάπα, οι οποίοι αναφέρθηκαν παραπάνω, άνοιγαν τα ρουθούνια και μύριζαν άπληστα την τρικυμία που πλησίαζε, όπως τα αραβικά άλογα μυρίζουν το νερό στην έρημο, και όταν ήρθε η ώρα, αφού το ρωμαϊκό σκυλολόι κατατάχθηκε

Σελ. 275

σε φάλαγγες και λόχους, οδήγησαν εκείνη τη σπείρα [όρος για τη στρατιωτική παράταξη των αρχαίων Ρωμαίων] που ούρλιαζε, κάτω από τα παράθυρα του Βατικανού. 

          Στη θέα του αφηνιασμένου πλήθους, οι φύλακες από τη μία έτρεξαν να οχυρωθούν πίσω από τις μεγάλες κολώνες και οι αυλικοί να αγκάλιασαν τους σταυρούς και τα εικονοστάσια, όπως οι Θηβαίες παρθένες τα είδωλα της ακρόπολης [του φρουρίου της πόλης], όταν έσειαν μπροστά από τις πύλες της Θήβας τις ασπίδες τους οι επτά στρατάρχες. Μόνο ο Φλώρος, ο οποίος, επειδή από καιρό είχε στερηθεί την πολυαγαπημένη του, περπατούσε πάνω κάτω νύχτα και μέρα μπροστά από την κλειστή πόρτα του παρεκκλησιού της, όπως ο Αδάμ μπροστά από τον Παράδεισο που είχε χάσει, αναπήδησε από χαρά, επειδή βρήκε τελικά μια καλή δικαιολογία, για να περάσει το απαγορευμένο εκείνο κατώφλι. Η κακόμοιρη Ιωάννα καθόταν σε ένα στασίδι, καρφώνοντας το ανήσυχο βλέμμα της, σαν Αιγύπτιος καλόγερος, στην πρησμένη κοιλιά της, από την οποία όμως αντί για το Άγιο Πνεύμα περίμενε να δει να βγαίνει η ατιμία και η ντροπή της, αλλά μετά από πολλά παρακάλια συμφώνησε να εμφανιστεί στους υπηκόους της, για να ηρεμήσει την τρικυμία. Όταν η χλωμή και αλλαγμένη μορφή του Ποντίφικα έλαμψε στο παράθυρο, φωτισμένη από μια μικρή ακτίνα φωτός, η οποία περνούσε ανάμεσα από τα σύννεφα των ακρίδων, πολλοί από τους επαναστάτες, κυριευμένοι από αυτόματο σεβασμό έσκυψαν στη γη, όπως οι σημαίες των Ρωμαίων στρατιωτών μπροστά στον Χριστό, όταν εμφανίστηκε [ο Χριστός] μπροστά στον Πιλάτο, αλλά και πολλά ασεβή χέρια σηκώθηκαν κουνώντας πέτρες και σάπια λεμόνια και πολλά Φαρισαϊκά

Σελ. 276

χείλη έβγαλαν βρισιές και κατάρες εναντίον του αντιπροσώπου του Ιησού. Ο Ποντίφικας, απλώνοντας το άγιο χέρι του, για να ζητήσει το λόγο, ανακοίνωσε ότι την επόμενη μέρα, που άρχιζαν οι τελετές των Δεήσεων (Σημ. του συγγρ.: Rogations [= μέρες προσευχής και γιορτής για τους δυτικούς, οι οποίες ισχύουν ακόμα και σήμερα, με πιο σημαντική μέρα την 25η Απριλίου]), θα έριχνε ανάθεμα στις ακρίδες σε επίσημη λιτανεία, αλλά θα αναθεμάτιζε και όσους δεν επέστρεφαν αμέσως στα σπίτια τους. Η παπική εκείνη υπόσχεση σκόρπισε ακαριαία τις ανησυχίες και ηρέμησε την οργή των καλών Ρωμαίων, των οποίων οι φωνές είχαν φτάσει να μοιάζουν με τις τρικυμίες της Προποντίδας, τις οποίες, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, λίγες σταγόνες λαδιού αρκούσαν, για να τις ηρεμήσουν.

          Την επόμενη μέρα όλοι στα ανάκτορα ήταν από το πρωί σε κινητικότητα. Οι αρχιερείς ετοίμαζαν τις χρυσές στολές τους, οι διάκονοι έτριβαν τους δίσκους και οι ιπποκόμοι τα μουλάρια και στην πλατεία [του Αγίου Πέτρου] πλήθος ευλαβών χριστιανών έτριβαν κι εκείνοι τα χέρια τους από χαρά. Η λιτανεία των Δεήσεων ήταν, όπως και οι πιο πολλές τελετές του Χριστιανισμού, κληρονομιά από τους ειδωλολάτρες, οι οποίοι στην ίδια περίοδο του χρόνου έκαναν θυσίες για τη γονιμότητα της γης, χορεύοντας, τρώγοντας και διασκεδάζοντας γύρω από τους βωμούς της Δήμητρας και του Διονύσου, από τους οποίους ζητούσαν να ευλογήσουν τα στάχυα, τα αμπέλια και τα ραπανάκια. Οι απόγονοί τους με παρόμοιες τελετές ζητούσαν την προστασία της Σταχυοδοτείρας [= που δίνει στάχυα, δηλαδή σοδειά] Παναγίας και του

Σελ. 277

Αγίου Μαρτίνου, αντικαθιστώντας τη Δήμητρα και τον Διόνυσο. Αλλά την ημέρα εκείνη η τελετή θα ήταν διπλή, επειδή θα πρόσθεταν στις Δεήσεις και τον αφορισμό των ακρίδων. Στο χρυσό εκείνο αιώνα της πίστης, όχι μόνο οι κακοί άνθρωποι αλλά και όλα τα καταστροφικά ζώα, τα ποντίκια, τα κοράκια, τα αγριογούρουνα, τα σκουλήκια, οι κάμπιες και οι ίδιοι οι ψύλλοι, ήταν κάτω από την εξουσία των αφορισμών της Εκκλησίας, όποτε τολμούσαν να φάνε τα λάχανα ή να ταράξουν τον ύπνο των πιστών. Το πλήθος και η κακία των ακρίδων έκανε τον αφορισμό εναντίον τους φοβερή και επίσημη τελετή, στην οποία έτρεχαν να παρευρεθούν όλοι οι ευσεβείς χριστιανοί της Ρώμης και των γύρω περιοχών.

          Καθώς οι αυλικοί σπρώχνονταν με ελπίδα και με θόρυβο στις στοές και τους διαδρόμους του Βατικανού, η Ιωάννα αποχαιρετούσε με δάκρυα τον εραστή της. Η δυστυχής ηρωίδα μας είχε περάσει κακή και άγρυπνη νύχτα στο παρεκκλήσι της, όπου άλλοτε σκεφτόταν για την αθανασία της ψυχής και άλλοτε δοκίμαζε αρχιερατικές στολές, για να βρει ποια από αυτές μπορούσε να κρύψει καλύτερα τον σκανδαλιστικό όγκο της κοιλιάς της. Τα φοβερά λόγια του αγγέλου αντηχούσαν με απαίσιο τρόπο στα αυτιά της άθλιας, η οποία, αφού έχασε όλη τη φιλοσοφική της ικανότητα μετά από την εμφάνιση του αγγέλου, θυμόταν με τρόμο τις πλάστιγγες, με τις οποίες ο αρχάγγελος Μιχαήλ ζύγιζε τις ψυχές, το φυσητήρα του Διαβόλου, τα καζάνια, τα κάρβουνα, τα μαστίγια και τα άλλα

Σελ. 278

αντικείμενα της μεσαιωνικής Κόλασης [= όπως φαντάζονταν την Κόλαση την εποχή του Μεσαίωνα στην Ευρώπη]. Στη συνέχεια άρχισε να σκέφτεται τα διάφορα φιλοσοφικά συστήματα, τη μετάβαση των ψυχών στη σελήνη και τέλος τους σεισμούς, τις ακρίδες, τη λέπρα και την πανούκλα, καταλήγοντας πάντα στο ίδιο συμπέρασμα, ότι δηλαδή ο Θεός, αν και ήταν παντοδύναμος, κακώς έδωσε βάσανα και λύπες στον κόσμο αυτό και δαίμονες και φλόγες στον άλλο. Τέτοιες σκέψεις έκανε εκείνη τη νύχτα η ηρωίδα μας και πολλές άλλες ακόμα, τις οποίες αναγκάζομαι να παραλείψω, επειδή βιάζομαι να τελειώσω την ιστορία μου. Αν ήμουν ποιητής, θα έλεγα ότι ο Πήγασος [το μυθικό φτερωτό άλογο] μύρισε το σταύλο του και, θέλοντας ή όχι, με έσυρε προς αυτόν. Αλλά επειδή είμαι πεζός [εννοεί γράφει πεζογράφημα και όχι ποίημα, αλλά και είναι πεζός, όχι καβαλάρης, άρα κατώτερος από τους ποιητές, που προτιμούν να παρουσιάζονται στα κείμενά τους ως καβαλάρηδες], έχω ακόμα περισσότερο το δικαίωμα να πω ότι μετά από τόσες πολλές περιπλανήσεις κουράστηκα τελικά και επιθυμώ με πολύ πόθο το σταύλο μου, δηλαδή την καταστροφή του δράματός μου [= το τέλος της τραγικής αφήγησης και της προσωπικής δύσκολης διαδικασίας συγγραφής της].

          Ο καλός Φλώρος βλέποντας της αγαπημένης του τη χλωμότητα και την ανησυχία, προσπαθούσε με κάθε τρόπο να τη στηρίξει, ικετεύοντας με δάκρυα στα μάτια του να αναλάβει τη λιτανεία. Αλλά αφού η Ιωάννα δέχτηκε μια φορά το πικρό ποτήρι, έπρεπε να το πιει μέχρι τον πάτο. Άλλωστε ήταν αδύνατο πια να οπισθοχωρήσει. Τα πλήθη που είχαν στρατοπεδεύσει κάτω από τα ανάκτορα, χτυπούσαν τα πόδια τους ανυπόμονα και τα στολισμένα με φτερά μουλάρια τα πέταλά τους. Οι λαμπάδες ήταν αναμμένες, οι καμπάνες αντηχούσαν και το θυμίαμα κάπνιζε, ενώ ο Παναγιώτατος, αφού έβαλε πάνω

Σελ. 279

στο κεφάλι του την τιάρα και αφού πήρε στα χέρια την ποιμαντική ράβδο, έφυγε τελικά από την αγκαλιά του πολυαγαπημένου του, κυριευμένη από μαύρα προαισθήματα, όπως τα κοράκια που φτερούγιζαν πάνω από το κεφάλι του Γράκχου [δήμαρχος της αρχαίας Ρώμης που δολοφονήθηκε με εντολή των Συγκλιτικών πατρικίων] την ημέρα του θανάτου του.

          Όταν ο αρχηγός των πιστών εμφανίστηκε στο βάθρο του Βατικανού, άπειροι κάτοικοι της Ρώμης ήταν ήδη παραταγμένοι για την λιτανεία, ο Πάπας ήταν καβαλάρης. Το αμέτρητο εκείνο ανθρώπινο φίδι άρχισε να ξετυλίγει αργά τις ρασοφόρες σπείρες του με κατεύθυνση την εκκλησία του Αγίου Ιωάννη. Στην κεφαλή βάδιζαν οι σημαιοφόροι κρατώντας τους σταυρούς και τις εικόνες των Αγίων που προστάτευαν την πόλη, μετά από αυτούς οι αρχιερείς ντυμένοι με κατακόκκινα ρούχα και μετά οι Ηγούμενοι και οι καλόγεροι, ο οποίοι περπατούσαν ξυπόλητοι, με σκυμμένα στη γη τα κεφάλια τους που ήταν σκεπασμένα με στάχτες. Οι μοναχές και οι διακόνισσες ακολουθούσαν κάτω από τη σημαία του Αγίου Μαρκελλίνου, οι παντρεμένες γυναίκες κάτω από τη σημαία της Αγίας Ευφημίας και στο τέλος οι παρθένες μισόγυμνες και με λυμένα μαλλιά αλλά κακόκεφες, γιατί οι ακρίδες δεν είχαν αφήσει ούτε τριαντάφυλλα ούτε νάρκισσους, με τα οποία συνήθιζαν στα ανθηρά εκείνα τα χρόνια της πίστης να στολίζουν τα κεφάλια και τα στήθη τους στις επίσημες λιτανείες. Ο κατώτερος κλήρος, οι στρατιώτες και ο λαός ακολουθούσαν τελευταίοι, ακολουθούμενοι από πλήθους θερμοπωλών και κρασοπώληδων, οι οποίοι ζέσταιναν την ευλάβεια των πιστών με μπύρα, υδρόμελο και τσάι κυδωνιών.

Σελ. 280

Όλο εκείνο το πλήθος έψαλλε ύμνους στον Ιησού και στον Άγιο Πέτρο, επειδή ανάμεσα σε όσους ήταν στη λιτανεία, υπήρχαν και νεοφώτιστοι [= πρόσφατα βαπτισμένοι] Σαρακηνοί, Γερμανοί Βενεδικτίνοι, Έλληνες καλόγεροι, Άγγλοι θεολόγοι και πάρα πολλοί άλλοι ξένοι, οι οποίοι, επειδή δεν είχαν προλάβει να μάθουν λατινικά, απήγγειλαν ο καθένας στη γλώσσα του τους ψαλμούς, δημιουργώντας μια παράξενη κακοφωνία, την οποία ο ευσεβής Σατωμβριάνδος χωρίς αμφιβολία θα ονόμαζε την πιο αρμονική συμφωνία όλων των λαών για τον Χριστό.

          Η λιτανεία, αφού πέρασε το φόρο του Τραϊανό [μνημείο για τον αρχαίο Ρωμαίο αυτοκράτορα] και αφού πέρασε κοντά από το αμφιθέατρο του Φλάβιου [Εβραίος λόγιος στη Ρώμη του 1ου αι. μ.Χ.], σταμάτησε τελικά για να ξεκουραστεί στην πλατεία του Λατεράνου. Ο καύσωνας και η σκόνη, σύμφωνα με τους Χρονογράφους, ήταν τόσο έντονα την ημέρα εκείνη, ώστε και ο ίδιος ο Διάβολος θα πλενόταν μέσα σε αγιασμένο νερό, ενώ τα πτώματα των ακρίδων, των οποίων η πάλη συνεχιζόταν στον αέρα, έτριζαν απαίσια κάτω από τα πόδια των προσκυνητών και των ζώων. Όλα αυτά αύξαναν τη δυστυχία και την ανυπομονησία της φτωχής Ιωάννας, η οποία μόλις που μπορούσε να κρατηθεί πάνω στο μουλάρι της, καθώς αισθανόταν επιπλέον τέτοια αναταραχή στα σπλάχνα της, ώστε σταμάτησε δύο φορές, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά του μεγαλοπρεπούς θρόνου, που ήταν στημένος στη μέση της πλατείας, για να εκσφενδονίσει από ψηλά το ανάθεμα εναντίον των ακρίδων. Η Αγιότητά του, αφού βύθισε το ραντιστήρι μέσα στο αγιασμένο νερό και ράντισε προς

Σελ. 281

τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, στη συνέχεια, αφού πήρε στα χέρια της μια εικόνα του Εσταυρωμένου φτιαγμένη από ελεφαντόδοντο, τη σήκωσε ψηλά, για να σταυροκοπήσει την ατμόσφαιρα που ήταν μολυσμένη από τις ακρίδες. Αλλά ξαφνικά ο άγιος σταυρός πέφτει από τα χέρια της και σπάει στη γη, ενώ σε λίγο πέφτει και ο ίδιος ο Ποντίφικας χλωμός και μισοπεθαμένος από το θρόνο του. μπροστά σε εκείνη τη σκηνή ταράχθηκε με τρόμο το κοπάδι των ανθρώπων, οι οποίοι σφίγγονταν μεταξύ τους σαν πρόβατα που κυριεύτηκαν από λυκοφοβία. Αυτοί που κρατούσαν την άκρη του παπικού ρούχου, έτρεξαν, για να βοηθήσουν τον αρχηγό της Εκκλησίας, ο οποίος αναστέναζε και κυλιόταν στη σκόνη σαν κομμένο στη μέση φίδι. Άλλοι έλεγαν ότι ο Παναγιώτατος είχει πατήσει μανδραγόρα [είδος δηλητηριώδους φυτού], άλλοι ότι ένας σκορπιός τσίμπησε την ιερή γάμπα του και άλλοι ότι είχε φάει δηλητηριώδη μανιτάρια. Αλλά οι περισσότεροι ισχυρίζονταν ότι η Αγιότητά του κυριευτεί από δαίμονα και ο επίσκοπος Πόρτου, ο πιο σημαντικός εξορκιστής εκείνης της εποχής, έτρεξε να ρίξει πάνω της αγιασμένο νερό, για να αναγκάσει το πονηρό δαιμόνιο να διαλέξει άλλη κατοικία. Τα βλέμματα όλων των πιστών ήταν καρφωμένα στο χλωμό πρόσωπο του Ποντίφικα, περιμένοντας να δουν το ακάθαρτο πνεύμα να βγαίνει από το στόμα ή από το αυτί του, αλλά αντί για δαίμονα κύλησε ένα πρόωρο και μισοπεθαμένο βρέφος κάτω από το ρούχο του αρχηγού της Χριστιανοσύνης! Όσοι ιερείς υποστήριζαν τον Πάπα, πισωπάτησαν με φρίκη, ενώ ο κύκλος των περίεργων έσφιγγε,

Σελ. 282

σταυροκοπιόταν και φώναζε. Οι γυναίκες ανέβαιναν στις πλάτες των ανδρών και οι καβαλάρηδες πάνω στα μουλάρια, ενώ οι διάκονοι χρησιμοποιούσαν τις σημαίες και τους σταυρούς σαν ρόπαλα, για να ανοίξουν δρόμο μέσα από το πλήθος. Κάποιοι ιεράρχες, που ήταν ολόψυχα αφοσιωμένοι στην Αγία Έδρα, προσπαθούσαν να μετατρέψουν τη μανία του πλήθους σε κατάνυξη, φωνάζοντας «Θαύμα!» με δυνατή φωνή και καλώντας τους πιστούς να προσκυνήσουν. Αλλά το θαύμα εκείνο ήταν ανήκουστο και πρωτοφανές στα χρονικά της χριστιανικής θαυματουργίας, η οποία, αν και δανείστηκε πολλά τέρατα από τους ειδωλολάτρες, δεν έκρινε όμως καθόλου δικαιολογημένο να παρουσιάσει κάποιον από τους αγίους να είναι έγκυος και να γεννά, όπως ο βασιλιάς του Ολύμπου. Τελικά οι φωνές των ευσεβών ιερέων πνίγηκαν από τις κραυγές του οργισμένου λαού, που κλωτσούσε, έφτυνε και ήθελε να ρίξει στον Τίβερη την Πάπισσα και το παπίδιο. Ο Φλώρος, αφού κατάφερε να σχίσει το πλήθος, κρατούσε στην αγκαλιά του τη δυστυχισμένη Ιωάννα, της οποίας η χλωμάδα αυξανόταν κάθε στιγμή, μέχρι που ύψωσε στον ουρανό το μισοπεθαμένο βλέμμα της, για να θυμίσει ίσως σε όποιον κατοικεί εκεί ότι άδειασε το ποτήρι της μέχρι την τελευταία σταγόνα.  Τότε παρέδωσε το πνεύμα της ψιθυρίζοντας του Ησαΐα «το σαγόνι μου έδωσα για χτυπήματα, το πρόσωπό μου δε απέστρεψα από τη ντροπή και τα φτυσίματα» (Σημ. του συγγρ.: Ησα. Κεφ. Ν΄, εδ. 6).

Σελ. 283

          Μόλις η αμαρτωλή εκείνη ψυχή εγκατέλειψε την προσωρινή κατοικία της, πλήθος δαιμόνων όρμησαν έξω από την Άβυσσο, για να αρπάξουν τη λεία, πάνω στην οποία νόμιζαν ότι ήταν γραμμένη αναμφισβήτητη υποθήκη από πολύ καιρό πριν, αλλά συγχρόνως κατέβαινε από τον ουρανό, για να αποκρούσει τα πονηρά πνεύματα, μια φάλαγγα αγγέλων, που ισχυρίζονταν ότι η μετάνοιά της είχε διαγράψει όλα τα δικαιώματα του Άδη. Αλλά οι δαίμονες ήταν δύσκολο να αλλάξουν γνώμη και στα επιχειρήματα των αγγέλων αντέτασσαν τα κέρατά τους, ενώ οι άγγελοι έβγαζαν τις ρομφαίες τους. Η πάλη ανάμεσα στα πνεύματα κορυφωνόταν, τα όπλα τους αντηχούσαν σαν σύννεφα που συγκρούονταν, και μια αιματηρή βροχή έσταζε πάνω στους πιστούς που ήταν συγκεντρωμένοι στην πλατεία, όταν ξαφνικά ο άγγελος που είχε φανερωθεί στην Ιωάννα, αφού διέσχισε τους αντιμαχόμενους, πήρε τη άθλια ψυχή της  - δεν γνωρίζω από πού -  και αφού ανέβηκε πάνω σε ένα σύννεφο, τη μετέφερε... στο Καθαρτήριο πιθανώς. Αυτά, αναγνώστη μου, τα θαύματα αφηγούνται όχι τέσσερις ψαράδες, όπως συνέβη στην Ιουδαία, αλλά πάνω από τετρακόσιους σεβαστοί και ρασοφόροι Χρονογράφοι κι εμείς μπροστά σε μια τέτοια ομάδα ολοσέβαστων μαρτύρων σκύβουμε το κεφάλι, κραυγάζοντας μαζί με τον Άγιο Τερτουλλιανό «Τα πιστεύουμε, γιατί είναι απίστευτα» (Σημ. του συγγρ.: Credo, quia absurdum).

          Το σώμα της φτωχής Ιωάννας τάφηκε μαζί με το παιδί της

Σελ. 284

εκεί όπου πέθανε και πάνω από αυτό χτίστηκε μαρμάρινο μνημείο στολισμένο με άγαλμα που παρίστανε μια γυναίκα να γεννάει. Ο Φλώρος έγινε ερημίτης και οι ευσεβείς προσκυνητές, για να μη μολύνουν τα σανδάλια τους πατώντας πάνω στα ίχνη της ιερόσυλης Πάπισσας, από τότε πηγαίνουν από άλλο δρόμο στο Λατεράνο.