Τετάρτη 25 Μαρτίου 2020

Πάπισσα Ιωάννα - Πρόλογος Ροΐδη


-         
                    

Η ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ

===============
>>>>>>> <<<<<<<
===============

Μεσαιωνική μελέτη
του
Εμμανουήλ Δ. Ροΐδη

>>><<<

Εν Αθήναις 1882

===================


(απόδοση στα νέα ελληνικά
 και περιστασιακός σχολιασμός
       από εμένα)
 

«Οι ελέγχοντες βελτίους φανούνται΄

επ΄αυτούς ήξει ευλογία.»

(Σολομ. Παροιμ. ΚΔ΄, 25)


[= όσοι ασκούν έλεγχο, θα αποδειχτούν καλύτεροι΄

σ’ αυτούς θα έρθει ευλογία]
 
                    
Σημείωμα του συγγραφέα   
προς τους αναγνώστες

                                                                   
Σελίδα α΄
Ο Ηρόδοτος έκρινε καλό να παρουσιάσει στην αρχή του έργου του τα αίτια, που τον παρακίνησαν να αφηγηθεί τα τρόπαια του Μιλτιάδη και τους τραγικούς έρωτες των Αιγύπτιων γυναικών. Το καλό αυτό παράδειγμα του πατέρα της ιστορίας μιμήθηκαν και οι επόμενοι ιστορικοί, ο Θουκυδίδης, ο Τάκιτος, ο Άγιος Λουκάς, ο Γίββωνας και ο Γυζώτος, με αποτέλεσμα όλες οι ιστορικές μελέτες να αρχίζουν στερεότυπα με τη «δικαιολόγηση» [= ισχυρισμοί για το δίκαιο] του ιστορικού, όπως τα επικά ποιήματα αρχίζουν με επίκληση της Μούσας. Υπακούοντας σε αυτόν τον ιστορικό κανόνα, σπεύδω κι εγώ να παρουσιάσω, για να μην κατηγορηθώ ως ιδιότροπος τυμβωρύχος [= αυτός που ανοίγει και κλέβει τάφους], με ποιον τρόπο έτυχε να ταράξω τη γαλήνη της Πάπισσας Ιωάννας, που αναπαυόταν ειρηνικά για τόσους αιώνες.
Το θρησκευτικό αίσθημα ήταν σε ακμή ακόμα στη Δύση (υπήρχαν δηλαδή άνθρωποι που έτρωγαν αστακούς την Παρασκευή  και φιλούσαν τη ζώνη των καλόγερων), όταν πριν είκοσι χρόνια περίπου πήγα μικρό παιδί ακόμα στην Ιταλία. Ακολουθώντας  τη συνήθεια που είχαν εκεί, να αγαπούν την αγροτική ζωή, έμενα πολλούς μήνες του χρόνου στην εξοχή και πολλές φορές τα μεγάλα απογεύματα του φθινοπώρου, ενώ σέρνονταν τα σαλιγκάρια πάνω στα γυμνά κλαδιά των αμπελιών και φύτρωναν τα μανιτάρια κάτω από τις καστανιές, καθόμουν κοντά στη φωτιά των ανθρώπων που τρυγούσαν, από τους οποίους δεν άκουγα τίποτα άλλο παρά μόνο θαύματα άγιων εικόνων, αποδράσεις βρικολάκων από τους τάφους και ψυχών από το καθαρτήριο, και είχα καταντήσει εξαιτίας εκείνης της συναναστροφής δεισιδαίμονας΄ τον δε Πάπα, τον οποίο άκουγα να ανοιγοκλείνει την πόρτα του Παραδείσου, να έχει φιλικές σχέσεις με το Άγιο Πνεύμα, το οποίο πετούσε κάθε πρωί πάνω στον ώμο του, και να απλώνει τα ιερά πόδια του στους βασιλείς για να τα φιλούν,

 Σελίδα β΄
νόμιζα τότε ότι ήταν ένα ον τεράστιο και μυθικό, σαν αερόστατο που βρίσκεται μεταξύ ουρανού και γης. 
          Σε τέτοια πνευματική κατάσταση βρισκόμουν, κατοικώντας στη Γένοβα [ο πατέρας του Ροΐδη είχε μετακομίσει με την οικογένειά του στη Γένοβα, για να εργαστεί σε μεγάλο εμπορικό οίκο εκεί, αλλά στη συνέχεια διορίστηκε Γενικός Πρόξενος της Ελλάδας], όταν ξέσπασε ξαφνικά η επανάσταση που συγκλόνισε ολόκληρη την Ιταλία το 1848. Οι ιερείς και η θρησκεία συμπεριλήφθηκαν στο ανάθεμα εναντίον των βασιλιάδων και της τυραννίας, όπως συμβαίνει σε όλους τους πολιτικούς σπαραγμούς στη Δύση. Πονηρό πνεύμα πλανιόταν από χρόνια πριν στην άτυχη χερσόνησο της Ιταλίας, δυσαρέσκεια, ανυπακοή και άσβεστη δίψα για ελευθερία, φυσώντας μέσα σε όλες τις καρδιές. Έτριζαν οι βασιλικοί θρόνοι, σαν να ήταν έτοιμοι να πέσουν, έτριζαν ακόμα πιο δυνατά των βασιλιάδων τα δόντια. Λέξεις κακόηχες και ασυνήθιστες στα ιταλικά αυτιά, σύνταγμα, εθνοφυλακή, ελευθεροτυπία, κοινοκτημοσύνη, αντηχούσαν παντού σαν σφυρίγματα οχιών. Αλλά η τυφλή πίστη, που ήταν συνηθισμένη από πολλούς αιώνες πριν, με σκοπό τη συμπάθεια και την περιποίηση των τυφλών, απομακρυνόταν με κλωτσιές ήδη σαν ενοχλητικός ζητιάνος και έφευγε έντρομη στα βουνά, αναζητώντας άσυλο στα σπίτια των χωρικών, αλλά και εκείνων την πόρτα πολλές φορές εύρισκε κλειστή και της ήταν αδύνατον να την παραβιάσει. Αλλά, ενώ περιπλανιόταν στα σκοτάδια, σκοντάφτοντας σε κάθε βήμα η άθλια, όσοι βασιλείς στήριζαν την εξουσία τους πάνω της, ήταν σε κίνηση [= κυνηγητό = αμφισβήτηση]΄ η Γένοβα, που είχε αποστατήσει, ήταν σε πολιορκία, οι βόμβες έσπαζαν τις στέγες των σπιτιών και οι δυστυχείς κάτοικοί της, επειδή φοβούνταν μήπως πάθουν ό,τι και οι στέγες τους, κατέφευγαν κάτω από τη γη, εκεί όπου φυλάσσονται τα πιο εύθραυστα σκεύη, τα μπουκάλια. Σε ένα τέτοιο κελάρι κατέφυγα κι εγώ στη μέση της νύχτας, μαζί με φίλους και γείτονες, οι οποίοι ήρθαν, για να ζητήσουν άσυλο κάτω από τις πτυχές της ελληνικής σημαίας [γιατί το κτίσμα στέγαζε το Προξενείο της Ελλάδας στη Γένοβα]. Περισσότεροι από πενήντα, άνδρες και γυναίκες, άρχοντες και ιχθυοπώλισσες, κόμισσες και καρβουνιάρηδες σπρωχνόμασταν μέσα στο στενό εκείνο χώρο ανάμεσα σε μπουκάλια και στάμνες, κρεμμύδια και ξερά σύκα. Οι σφαίρες που σκότωναν το λαό, του Βίκτωρα Εμμανουήλ, αποτυγχάνοντας τον τυραννικό σκοπό τους, γκρέμιζαν αντίθετα της κοινωνική

Σελίδα γ΄
ανισότητας τα παλιά προπύργια, συσφίγγοντας τους χλωμούς υπηκόους του σε μια δημοκρατική τρομαγμένη αδελφότητα. Κακοκεφιά και σιωπή τάφου επικρατούσε αρχικά στην υπόγεια εκείνη συνάθροιση. Αλλά το σπίτι είχε πέντε ορόφους και οι θόλοι του κελαριού ήταν σταθεροί και απλησίαστοι από τις σφαίρες, ώστε τα πρόσωπα γύρω μου, τα οποία ήταν προηγουμένως σταχτοπράσινα σαν το γυαλί των μπουκαλιών γύρω, έπαιρναν σιγά σιγά πιο ανθρώπινο χρώμα. Άφοβα σχεδόν ακούγαμε τους απαίσιους ήχους πάνω στην επιφάνεια της γης, επειδή ήμασταν βέβαιοι ότι ο Θάνατος που πετούσε πιο πάνω από μας, δεν μπορούσε, όσο κι αν έσκυβε, να φθάσει τόσο χαμηλά. Καθώς απομακρυνόταν ο κίνδυνος, λύνονταν βαθμιαία οι γλωσσοδέτες που συγκρατούσαν τα ιταλικά στόματα, ενώ η ηχώ του θόλου επαναλάμβανε ασυνάρτητα λόγια, υποσχέσεις κεριών στην Παρθένο, αντιπαραθέσεις ανδρών, επικλήσεις Αγίων και φρικτές κατάρες εναντίον του Bombardatore [έψαξα ξανά και ξανά, αλλά δε βρήκα κάτι αξιόπιστο]. Αλλά, όπως στις μάχες του Αριόστου [= Ιταλός ποιητής και κωμωδιογράφος της Αναγέννησης], όταν δύο δοξασμένοι ήρωες έρθουν στα χέρια, ενώ οι υπόλοιποι πολεμιστές αφήνουν κάτω τα όπλα και στέκονται σιωπηλοί, παρακολουθώντας την πάλη, έτσι σιώπησαν και μέσα στο κελάρι ο ένας μετά τον άλλο, όταν ο γκριζομάλλης αβάς του Αγίου Ματθαίου και ο γέρος συντάκτης της "Γενουηνσίας εφημερίδας" [= της Εφημερίδας της Γένοβας], οι οποίοι κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο πάνω σε "αντιμέτωπα" [= αντικρυστά] βαρέλια, άρχισαν να μαλώνουν με θέμα την ελευθερία και τους βασιλείς, την πρόοδο και την παποσύνη [= τον παπικό θεσμό]. Όσα συνέβαιναν πιο πάνω από μας, έκαναν τη συζήτηση εκείνη πιο επίκαιρη από κάθε άλλη, ενώ και οι δύο αντίπαλοι ήταν προετοιμασμένοι για τέτοιες αντιπαραθέσεις και οι ακροατές τους έκαναν κύκλο γύρω τους, με ανοιχτά τα στόματα και τα αυτιά, όπως οι Καρχηδόνιοι είχαν περικυκλώσει τον Αινεία [= ο πρώτος ήρωας της ρωμαϊκής μυθολογίας, της εμβέλειας του δικού μας Οδυσσέα]. Από τη μία ο δημοσιογράφος έλεγε ότι, όσα βάσανα υποφέραμε, προέρχονταν από την επιρροή των ιερέων, ενώ ο αβάς επέμενε ότι το αδελφικό αίμα, που έρρεε γύρω μας, ήταν εξιλαστήρια θυσία στον Ύψιστο. Ενώ συνέβαιναν αυτά, η νύχτα προχωρούσε και η συζήτηση δε φαινόταν να φτάνει στο τέλος [της]. Οι γλώσσες συστρέφονταν ευκίνητες και κοφτερές σαν τα σπαθιά μονομάχων΄ εγώ, από την άλλη, καθώς συνήθισα βαθμιαία στο

Σελίδα δ' 
γλωσσοχτύπημα εκείνο, παραδινόμουν σιγά σιγά, χωρίς να το θέλω, σε νάρκωση, στηρίζοντας το δεκάχρονο κεφάλι μου στα γόνατα της διπλανής μου, όταν ξαφνικά παράξενα λόγια έδιωξαν μακριά από τα βλέφαρά μου τον ύπνο. Ο οξύθυμος εφημεριδογράφος, αφού έχασε τελικά την υπομονή του από το πείσμα του αβά, ο οποίος στα πιο λογικά επιχειρήματα επέμενε να απαντάει με καλογερικά λόγια και αποσπάσματα από τον Βονάδο [η ελληνοποίηση του ονόματος δε μου επέτρεψε να βρω ποιος είναι] και τον Δεμαίτρο [δεν μπόρεσα να τον ταυτοποιήσω κι αυτόν, για τον ίδιο λόγο], άλλαξε τακτική. Αφού έχασε κάθε ελπίδα να ανοίξει τα μάτια του καλού εκείνου χριστιανού, που φοβόταν το φως, όπως οι νυχτερίδες τις ακτίνες του ήλιου, σταμάτησε να συζητά και προσπαθούσε πια να αποδείξει σε όσους ήταν εκεί ότι οι απόψεις του αβά ήταν αηδιαστικές και γελοίες. Ξετυλίγοντας τα πιο βρώμικα φύλλα της παπικής ιστορίας και συγκεντρώνοντας από εκεί κάθε ντροπή και κάθε στίγμα, έφτυνε, όπως η οχιά, σάλιο στο πρόσωπο του φτωχού ιερέα. Μας παρουσίασε τον Βενέδικτο τον 9ο, τον Γρηγόριο τον 6ο και τον Σιλβέστρο τον 3ο, σύγχρονους Πάπες, τον τρικέφαλο Κέρβερο, να αφορίζουν ο ένας τον άλλο και με αίμα να πλημμυρίζουν τη Ρώμη΄ τον Ζαχαρία να καταδικάζει στις φλόγες τους γεωγράφους, οι οποίοι δίδασκαν την ύπαρξη αντιπόδων, γιατί μέσα στην πολλή σοφία του, για να υπάρχουν αντίποδες, έπρεπε να υπάρχουν και δύο ήλιοι και διπλή σελήνη΄ τον Στέφανο τον 7ο, αισχρό τυμβωρύχο, να ξεθάβει το πτώμα του προκατόχου του Φορμόσου και να σέρνει το σάπιο σώμα μπροστά στη Σύνοδο και να το υποβάλλει σε γελοία και σιχαμερή ανάκριση΄ τον Ιωάννη τον 22ο να σπαταλά τη ζωή του στην αναζήτηση της φιλοσοφικής λίθου και τελικά να τη βρίσκει στη σύνταξη ενός πίνακα, στον οποίο ήταν σημειωμένη με ακρίβεια η τιμή της άφεσης κάθε αμαρτήματος, φόνου, βιασμού ή άλλης ανόσιας πράξης΄ τον Ιούλιο τον 3ο, νέο Καλλιγούλα  [Ρωμαίος αυτοκράτορας, με πολύ κακή φήμη για σεξουαλικές υπερβολές], να αναγορεύει ανάμεσα σε ποτήρια και γυναίκες τον πίθηκό του Καρδινάλιο και τον Ιωάννη τον 12ο, να απλώνει τα χαλιά της Αγίας Τράπεζας κάτω από τα πόδια της ερωμένης του, να μεθάει μαζί της με τα κύπελα των μυστηρίων και να δολοφονείται από τον εμφανιζόμενο σύζυγό της, ή

 Σελίδα ε΄ 
από τον Διάβολο, όπως θέλουν [να λένε, αλλά και να πιστεύουν;] οι χρονογράφοι. Αλλά ανάμεσα στο Διάβολο και τον ατιμασμένο σύζυγο υπάρχει κάποιο κοινό χαρακτηριστικό. Τέτοια έλεγε ο γέροντας μέσα σε βαθιά σιωπή, που τη διέκοπτε μερικές φορές μια σφαίρα που έσκαγε πιο κοντά ή μια στέγη που έπεφτε. Άλλοι από τους ακροατές έκαναν το σημείο του σταυρού, ενώ άλλοι έκλειναν τα αυτιά και οι γυναίκες έκρυβαν το πρόσωπό τους στη φούστα΄ αλλά τι έκανα εγώ, όταν ο ανελέητος ρήτορας, επειδή δεν του ήταν αρκετά τα αίσχη των αρσενικών Παπών, άρχισε να αφηγείται και της Πάπισσας Ιωάννας την ιστορία; Πάπα έρωτες και μητρότητες και γέννα στη μέση της αγοράς!
          Ύστερα από λίγο ξημέρωσε η μέρα΄ οι πυροβολισμοί αραίωσαν και σταμάτησαν βαθμιαία. Η απόρθητη Γένοβα συνθηκολόγησε μετά από τρεις μέρες πολιορκίας, παραδίνοντας στα νύχια του "τυράννου", όπως ονόμαζαν τότε τον Βίκτωρα, τους αρχηγούς της επανάστασης, η οποία ονομάστηκε την επόμενη μέρα "στάση" [= εξέγερση]. Οι μεταμφιεσμένοι σε εθνοφύλακες έμποροι, οι υψίφωνοι και οι βαρύτονοι του μελοδράματος, οι οποίοι σκούπισαν το μακιγιάζ από τα μάγουλά τους, ζωσμένοι με μεσαιωνικά ξίφη και ψάλλοντας "Ελευθερία ή θάνατος" στους δρόμους, οι φοιτητές, οι οποίοι υπερηφανεύονταν ότι έχοντας ως μόνα όπλα τα νομικά ή τα ιατρικά βιβλία τους, ήταν ικανοί να τρέψουν σε φυγή τις αγέλες του τυράννου, όλοι αυτοί εξαφανίστηκαν στην πρώτη λάμψη των βασιλικών ξίφων, όπως οι νυχτοκόρακες εξαφανίζονται, αμέσως μόλις ανατείλει ο ήλιος. Και οι ίδιες οι Ιταλίδες, που κέντησαν τόσες πολλές σημαίες και έπλεξαν από κοινού τρίχρωμες ταινίες, θυμούνταν και πάλι τις διαταγές/οδηγίες/συμβουλές του πνευματικού τους, και όσες φορές κάποιος αξιωματικός τις φιλούσε στη μέση της αγοράς, έστρεφαν και το άλλο μάγουλο στην προσβολή. Μετά από λίγες μέρες και οι κόκκινες σημαίες και οι ελεύθεροι ύμνοι και το αίμα των μαρτύρων και οι σφαίρες και τα ερείπια είχαν ξεχαστεί. Αλλά την Πάπισσα εγώ δεν μπορούσα να την ξεχάσω. Το παράδοξο της σκηνής, στο πλαίσιο της οποίας άκουσα γι’ αυτήν, η αλλόκοτη εικόνα του ρήτορα, το υπόγειο, ο τρόμος, η σφαγή πάνω, όλα αυτά
                                                                    
Σελίδα στ΄
έκαναν την εικόνα εκείνη να μείνει στην καρδιά μου, όπως τα ίχνη του Σωτήρα στο βράχο της Ιουδαίας.
          Πολλές φορές από τότε με επισκέφτηκε στα όνειρά μου η πένθιμη σκιά της Ιωάννας, κρατώντας το νεκρογεννημένο βρέφος στην αγκαλιά της. Την επόμενη μέρα αναζητούσα με διάφορους τρόπους να μάθω κάτι για τη μοναδική εκείνη ηρωίδα. Ρωτούσα τους δασκάλους, τους υπηρέτες, τον χωρικό που έσκαβε το αυλάκι και τον παχουλό Καπουτσίνο [= μοναχός που ανήκε στο τάγμα των Καπουτσίνων, όχι καφές!] που μου ζητούσε χρήματα. Ολόκληρες ώρες ξόδευα κοντά στους βιβλιοκάπηλους [= εκμεταλλευτές βιβλίων], μυρίζοντας τη σκόνη των φαγωμένων από τα σκουλήκια τόμων, με την ελπίδα να βρω τα ίχνη της Πάπισσάς μου, τα οποία όμως με πολλή φροντίδα είχαν σβήσει οι ιερείς στην Ιταλία, ώστε μετά από μακρόχρονη καταδίωξη, αφού πολλές φορές φώναξα σαν τον παπαγάλο του Καίσαρα "Tempus et labor oleunt" [= ο χρόνος μου και ο κόπος μου χάνονται΄ ο συγγραφέας άλλαξε τη λατινική στερεότυπη έκφραση "oleum et operam perdidi" = το λάδι στο λυχνάρι για τη νυχτερινή εργασία και τον κόπο έχασα = πήγε χαμένος ο κόπος μου΄ μάλλον προτίμησε να βάλει το ρήμα σε ενεστώτα, εννοώντας ότι ένιωθε συνέχεια πως έχανε στο χρόνο του], η περιέργειά μου, καθώς δε έβρισκε ούτε ψίχουλο, πέθανε τελικά από την πείνα.
          Λίγα χρόνια μετά από αυτά βρισκόμουν στο Βερολίνο, χωρίς να γνωρίζω ακόμα τη χρήση ούτε του τσιγάρου ούτε της μπύρας ούτε των δημόσιων χορών, και γι’ αυτό ήμουν αργόσχολος και απομονωμένος ανάμεσα στους πολυάσχολους ξένους φοιτητές. Η πλήξη και η γιορτή, όπως πολλές φορές από τότε παρατήρησα, είναι τα κυριότερα, για να μην πω τα μόνα, ελατήρια του έρωτα, που είναι αρκετά για να ξαναφέρουν ζωή, εξαιτίας της έλλειψης νέων, και στα παλιά πάθη.  Κάτι τέτοιο συνέβη και με την ανάμνηση της Πάπισσας Ιωάννας. Κάποιο γιορτινό πρωινό, κατά το οποίο ο ουρανός του Βερολίνου θέλοντας, φαίνεται, να δικαιολογήσει το κείμενο του Μωυσή, είχε ανοικτούς τους καταρράκτες του, αφού βρήκα καταφύγιο σε μια έρημη βιβλιοθήκη και καθώς μετέφερα από τη μια αίθουσα στην άλλη τα χασμουρητά και την ανία μου, βρέθηκα ξαφνικά σε μια απέραντη στοά, όπου τα θεολογικά βιβλία του Μεσαίωνα περιτυλιγμένα σε παχύ στρώμα λευκής σκόνης, σαν νεκροί στα σάβανά τους, κοιμούνταν βαθύ και ανενόχλητο ύπνο. Η μυρωδιά του τυριού θυμίζει στους Ελβετούς την πατρίδα τους, του άχυρου στους γαϊδάρους το σταύλο, των λουλουδιών την πολυαγαπημένη τους στους 
 
Σελίδα ζ΄
εραστές΄ σε μένα, όμως, η μυρωδιά του παλιού χαρτιού ξύπνησε αμέσως την ανάμνηση της Πάπισσας. "Εδώ", είπα ατενίζοντας το σκονισμένο εκείνο σωρό, "βρίσκεται η λύση του αινίγματος που τόσο πολύ με απασχόλησε»". Και αφού πήρα από τον φύλακα την άδεια και ένα πανί, για να σκουπίσω τα μουχλιασμένα εκείνα τεράστια βιβλία, άρχισα από τόμο σε τόμο και από φύλλο σε φύλλο να αναζητώ τα ίχνη της ηρωίδας μου. Με τη βοήθεια της συλλογής των Rerum Germanicarum [= Γερμανικά Πράγματα/Υποθέσεις/Στοιχεία], των καταλόγων του Δουφρενίου [ποιος ξέρει ποιος είναι;!] και των μελετών του Βαΰλου [άγνωστος κι αυτός] και του Σπανχάιμ [Ιεζεκιήλ ντε Σπανχάιμ, συγγραφέας του 12ου αι., ο οποίος έγραψε το βιβλίο "Ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας"], μπόρεσα μέσα σε διάστημα λίγων μηνών

           Veterum volens monumenta virorum,
 [= επιθυμώντας τα μνημεία των παλαιών ανδρών]

να διαβάσω και να μαζέψω σε δύο χοντρά τετράδια τα πιο πολλά από όσα γράφτηκαν σε οκτώ αιώνες, με σκοπό την υποστήριξη ή την εξόντωση του θηλυκού Πάπα. Αλλά τόσο μεγάλη ήταν τότε η απειρία μου σε τέτοιου είδους έρευνες, ώστε αναγκαζόμουν πολλές φορές να διαβάσω ολόκληρο κεφάλαιο ή και χειρόγραφο, πριν ξεκουράσω το βλέμμα μου πάνω στο χωρίο που αναζητούσα, μαθαίνοντας έτσι, χωρίς να το θέλω, πάρα πολλές παράξενες λεπτομέρειες για τη θρησκεία, τα ήθη και τα έθιμα των σκοτεινών εκείνων αιώνων.
          Τέτοια ήταν η βίβλος της γένεσης [= έτσι δημιουργήθηκε, η έκφραση προέρχεται από την Παλαιά Διαθήκη, "Βιβλίο της Γένεσης"] της "Πάπισσας Ιωάννας", την  οποία άφησα για πέντε περίπου χρόνια στα πιεστήρια της φαντασίας μου και έπειτα

                                      ...venutomi inanzi
                   Un che di stampar libri lavora,
             Dissi stampani questo alla malora. 
        (Berni)

          [= όταν ήρθα μπροστά σ’ έναν εργάτη 
    τυπογραφείου, είπα ότι εκτυπώνω άσχημα].       

     Όταν άρχισα να γράφω, αμέσως συναισθάνθηκα πόσο στεγνή και δυσάρεστη θα ήταν για τους περισσότερους αναγνώστες η απλή ιστορική αφήγηση όσων αφορούσαν την Ιωάννα, της οποίας ακόμα και την ύπαρξη αγνοούσαν οι πιο πολλοί. Αφού περιόρισα, λοιπόν, το μέρος αυτό του έργου στην "Εισαγωγή", μετέτρεψα

Σελίδα η΄
το υπόλοιπο βιβλίο σε ένα είδος αφηγηματικής εγκυκλοπαίδειας του Μεσαίωνα και κυρίως του 9ου αιώνα.
          Χάρη στους ποιητές, τους συγγραφείς και τους καλλιτέχνες κάθε εποχή από την κτίση της σφαίρας μας [= από τη δημιουργία του πλανήτη μας] και κάθε χώρα πάνω της είναι περισσότερο ή λιγότερο γνωστή σε όλους. Κάθε αιώνας και κάθε λαός μας άφησε ένα μνημείο, που παριστάνει τους ανθρώπους του παρελθόντος, οι Εβραίοι τη Γραφή, οι Αιγύπτιοι τις πυραμίδες και οι Έλληνες την Ιλιάδα. Από την Εύα, της οποίας τους έρωτες έψαλαν ο Μωυσής και ο Μίλτων [Τζον Μίλτον, Άγγλος ποιητής του 17ου αι.] μέχρι την Κυμοδοκεία [= μία από τις Νηρηίδες της ελληνικής μυθολογίας], της οποίας το στεφάνι του μαρτυρίου έπλεξε ο Σατωβριάνδος [Φρανσουά - Ωγκύστ- Ρενέ ντε Σατωμπριάν, Γάλλος συγγραφέας , που πέθανε το 1848, επομένως ήταν της εποχής του Ροΐδη], η αλυσίδα είναι σχεδόν συνεχής. Σε ποια εποχή μπορεί να ανατρέξει ή σε ποια παραλία να καθήσει στην όχθη ο οδοιπόρος, χωρίς να συναντήσει πρόσωπα γνωστά και χαμογελαστά, φίλους που απλώνουν σ’ αυτόν το χέρι; Τη Ραχήλ που προσφέρει νερό στα διψασμένα χείλη του ή τη Ναυσικά που τον οδηγεί κάτω από φιλόξενη στέγη; Αλλά, όταν κατεβαίνουμε από τον Πήγασό μας [φτερωτό άλογο από την ελληνική μυθολογία], πριν χάσει τα πέταλά του, παρατηρούμε ότι ο καθένας γνωρίζει τις γενειάδες των Πατριαρχών, τα φθαρμένα πανωφόρια των Ελλήνων φιλοσόφων, τις φάλαγγες των Μακεδόνων, τις ξανθές περούκες των εταίρων της Ρώμης, τα γεμάτα στίγματα δέρματα των αρκουδίσιων βόρειων βαρβάρων, τα κομποσκοίνια των χριστιανών μαρτύρων και όλα όσα περιγράφουν οι ποιητές και οι συγγραφείς, τους οποίους μας παρέδωσαν στο σχολείο ή διαβάσαμε από μετάφραση. Όμως, πολύ γνωστότεροι είναι οι σιδερόφρακτοι [= ντυμένοι με σιδερένιες πανοπλίες] ήρωες που αναδύθηκαν [= εμφανίστηκαν] στα τέλη του Μεσαίωνα και οι λευκοντυμένες ηρωίδες, οι Αμαδείς, οι Τριστάνοι, οι Λεοντοκάρδιοι, οι Τεμπλάριοι, οι Αβενσεράγοι, οι Υολάνδες, οι Ερμίνιες και οι Αρμίδες, των οποίων τα σύμβολα, τις πανοπλίες, τους έρωτες και τα κατορθώματα ο καθένας γνωρίζει από τα βιβλία του Ουαλτερσκόπου [ποιος είναι άραγε;], από τους στίχους του Βίκτωρα Ούγου [εννοεί τον Βίκτορ Ουγκώ, φημισμένο Γάλλο λογοτέχνη, μυθιστοριογράφο, ποιητή και δραματουργό του 19ου αι.], από τις συλλογές των μουσείων και από τα τραγούδια του Ροσσίνι [Τζοακίνο Αντόνιο Ροσσίνι, Ιταλός συνθέτης του 19ου αι.] και του Μαγερβήρου [το μόνο που κατάφερα να βρω, είναι η αναφορά του ονόματος αυτού στο ελληνικό έντυπο "ΜΥΡΙΑ ΟΣΑ", αριθμ. 19, Ιούλιος 1869, Β΄ έτος, που εκδιδόταν στο Παρίσι]. Αλλά από τον 6ο μέχρι τον 11ο αιώνα, από τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα μέχρι τον πρώτο ιππότη, ποιοι ήταν αυτοί που κατοικούσαν πάνω στον πλανήτη μας;

Σελίδα θ΄ 
Τι έκαναν, τι έτρωγαν, τι πίστευαν και τι φορούσαν; Στην ερώτηση αυτή μπορεί να απαντήσει μόνο ο επαγγελματίας ιστορικός, αυτός που ανέλαβε την καθόλου ευχάριστη εργασία να διαβάσει αφηρημένα τις απέραντες συλλογές των μεσαιωνικών Χρονογράφων, τα μουχλιασμένα Συναξάρια, τις γραμμένες σε μεγάλα φύλλα δύσπεπτες ανοησίες των καλόγερων, τα συγγράμματα του Κασσιοδώρου, του Καισαρίου, του Αλκουίνου, του Αγίου Αγοβάρδου, του Ραβάνου του Μαύρου και χιλιάδες άλλα βιβλία γνωστά μόνο στους σοφούς και στα σκουλήκια, τα οποία [βιβλία] ονομάζει ο Μουρατόρης "Sterili steppe della letteratura del medio evo", δηλαδή "άγονες ερήμους της μεσοχρόνιας φιλολογίας". Σ’ αυτές τις ερημιές έτυχε να περιπλανηθώ, ακολουθώντας τα ίχνη της Ιωάννας. Όπως, όμως, ο περιηγητής που επισκέπτεται μακρινούς άβατους τόπους, θέλει να παίρνει από κάθε μέρος ένα ενθύμιο των περιπλανήσεών του, ένα φύλλο από το δένδρο που σκιάζει τη βρύση της ερήμου, ένα όστρακο από μια παραλία άγνωστη στους ναυτικούς ή ένα λουλούδι που ανθίζει πάνω σε μια απάτητη κορυφή, έτσι κι εγώ από καθένα χωριστά από εκείνους τους τόμους που καταδικάστηκαν στην αιώνια λησμονιά, αποσπούσα σαν ενθύμιο κάποιο απόσπασμα, που περιέγραφε έθιμα του παρελθόντος, αλλοπρόσαλλες αντιλήψεις, λαϊκές προλήψεις, απομεινάρια της ειδωλολατρίας και, αν εύρισκα κάτι άλλο που ξέφυγε από την προσοχή των νεότερων ιστορικών, οι οποίοι, επειδή ασχολούνται με ζήλο με γενικές θεωρίες και δεν αποβλέπουν/αποσκοπούν σε τίποτα άλλο παρά πώς να δικαιολογήσουν μέσω της ιστορίας τους σκοπούς και τις τάσεις του κόμματος [= πολιτικής παράταξης] στο οποίο ανήκουν, για τέτοιες λεπτομέρειες δεν έχουν ούτε χρόνο ούτε χώρο. Από αυτά τα πετραδάκια που μάζεψα από αυτές τις βουρκώδεις πηγές του Μεσαίωνα, συναρμολόγησα ή καλύτερα προσπάθησα να συναρμολογήσω ένα μωσαϊκό, αναπαριστώντας μια εικόνα κάπως πιστή της κατασκότεινης εκείνης εποχής, σχετικά με την οποία, από όσο γνωρίζω, δε γράφτηκε πουθενά κανένα βιβλίο προσιτό σε όλους και γραμμένο ευσυνείδητα με αυτόν το σκοπό, κάνοντάς τη γνωστή [την Πάπισσα Ιωάννα] σε όλους και φωτεινή, όπως οι "Τύχες του Τηλέμαχου" την ηρωική Ελλάδα, "Οι Μάρτυρες" τη Ρώμη που κατέρρεε και

Σελίδα ι΄
ο "Ιβανόης" την ιπποτική Αγγλία. Αμέσως, όμως, μόλις συνειδητοποίησα πόσο ανεπαρκείς ήταν οι δυνάμεις μου για τέτοιο έργο και πόσο κατώτερος ήμουν από αυτούς που επιχείρησαν κάτι παρόμοιο, αγωνίστηκα με ζήλο να μην είμαι τουλάχιστον κατώτερος στην ιστορική ακρίβεια. Κάθε φράση στην "Πάπισσα Ιωάννα", σχεδόν κάθε λέξη, στηρίζεται στη μαρτυρία σύγχρονού της συγγραφέα. Τα καλογερικά ανέκδοτα προέρχονται από τα χρονικά των τότε Μοναστηριών, τα θαύματα από τα μεσαιωνικά Συναξάρια, η περιγραφή των τελετών από τις επιστολές του Εγινάρδου, του Αλκουΐνου και της "Εκκλησιαστικής Ιστορίας" του Γρηγόριου Τουρονησίου [κάποιος συγγραφέας, μάλλον σύγχρονος του Ροΐδη], οι παράδοξες θεολογικές δοξασίες [= αντιλήψεις] από τα συγγράμματα [= έργα] των σύγχρονων [του 9ου αι.] θεολόγων, του Αγίου Αγοβάρδου, Ινκμάρου, Ραβάνου και άλλων΄ κάθε περιγραφή πόλης, κτίσματος, ρούχου ή φαγητού είναι ακριβής και στην παραμικρή λεπτομέρεια, όπως είναι ολοφάνερο τμηματικά από τις σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου, τις οποίες μπορούσα εύκολα να πολλαπλασιάσω΄ αλλά πριν κάποιος κάνει πιο μεγάλο το βιβλίο του, πρέπει πρώτα να γνωρίζει αν θέλει να διαβαστεί ή όχι. Όλα αυτά, λοιπόν, τα αναφέρω εδώ, όχι για να δείξω ότι γνωρίζω πολλά, αλλά απλά για να δείξω πόσο σέβομαι το κοινό. Ο σεβασμός αυτός προς τον αναγνώστη, ο οποίος [σεβασμός] είναι εντελώς πρωτοφανής και ξένος σε μας [στην Ελλάδα], νομίζω ότι δικαιούται να τύχει [η "Πάπισσα Ιωάννα" ως βιβλίο] από όλους τους "εξευγενισμένους" [= πολιτισμένους] ανθρώπους το φρόνιμο καλωσόρισμα που δίνεται στους ξένους [συγγραφείς].
          Αλλά ο σεβασμός προς το κοινό, μολονότι είναι αξιοσέβαστη αρετή, όπως ο οικογενειάρχης που φοράει στολή εθνοφύλακα, δεν είναι αρκετή στους αναγνώστες, οι οποίοι επιπλέον απαιτούν από τον συγγραφέα και να μην τους κοιμίζει. Στους Έλληνες τα τυπωμένα φύλλα έχουν αυτή την υπνωτική επίδραση, την οποία έχουν και τα φύλλα του υοσκυάμου [= φυτό γνωστό από την αρχαιότητα για τις θεραπευτικές του ιδιότητες]΄ γι’ αυτόν το λόγο ίσως οι περισσότεροι δεν τολμούν ούτε να τα κόψουν, αλλά παρθένα και ανέγγιχτα δίνουν ως κληρονομιά στις επόμενες γενιές τα προϊόντα της φιλολογίας μας. Κάποιος Άγγλος συγγραφέας, ο Swift, νομίζω,

 Σελίδα ια΄
αφηγείται ότι οι κάτοικοι –δε θυμάμαι ποιου τόπου- είναι τόσο απαθείς και απρόσεκτοι, ώστε κάθε φορά που κάποιος απευθύνεται σε αυτούς, πρέπει να χτυπά κατά διαστήματα το κεφάλι τους με ξερή κολοκύθα, για να μην αποκοιμούνται, ενώ μιλάει. Ένα τέτοιο φάρμακο αφύπνισης σκέφτηκα κι εγώ να χρησιμοποιήσω ενάντια στην απάθεια του Έλληνα αναγνώστη΄ όμως, εξαιτίας της έλλειψης κολοκύθας, προσπάθησα να εξορκίσω τα χασμουρητά καταφεύγοντας σε κάθε σελίδα σε ξαφνικές παρεκβάσεις, ιδιότροπες παρομοιώσεις ή αλλόκοτες αντιπαραθέσεις λέξεων΄ παρουσιάζοντας κάθε ιδέα χωριστά με εικόνα –για να το πω έτσι- που μπορεί να αγγιχθεί με τα δάχτυλα, ακόμα και τα πιο σοβαρά ζητήματα της θεολογίας στολίζοντάς τα με κρόσσια, φουντίτσες και μικρά κουδουνάκια, που υπάρχουν στις φούστες των χορευτριών της Ισπανίας. Αυτός ο τρόπος συγγραφής, τον οποίο εισήγαγε ο Βύρων στους Άγγλους, ο Heine στους Γερμανούς και ο Murger και ο Musset στη Γαλλία, εφευρέθηκε από τους Ιταλούς ποιητές της παρακμής, οι οποίοι, όταν έχασαν κάθε ελπίδα να αναρριχηθούν ψηλά, εκεί όπου ο Δάντης και ο Πετράρχης είχαν στήσει τη σημαία τους, αναζήτησαν έναν άλλο δρόμο πιο προσιτό, όχι με σκοπό τη δόξα αλλά την αγάπη του κοινού. Αυτή η αγάπη για το λόγο μοιάζει αληθινά με τις ερωτικές εκείνες γυναίκες, οι οποίες, όταν δεν είναι όμορφες ή έχουν περισσότερα χρόνια παρά δόντια, αναζητούν με κάθε τρόπο, με το βάψιμο του προσώπου, τα χαμόγελα, τις ψεύτικες υποσχέσεις και τα φορέματα με ανοίγματα, να προσελκύσουν τις ορέξεις ή την περιέργεια τουλάχιστον των θεατών, αν λείπει ο αγνός έρωτας. Τη σχολή αυτή ούτε να επαινέσω θέλω εδώ ούτε να συστήσω΄ αλλά μόνο με αυτό το αλάτι θεώρησα ότι ήταν δυνατό να νοστιμέψει η πιο αχώνευτη από όλες τις τροφές, δηλαδή η μεσαιωνική εκκλησιαστική ιστορία. Κάποιος διάσημος μάγειρας, ο Βατέλος, νομίζω, υπερηφανευόταν ότι μπορεί να μαγειρέψει τράγο ή και ποντίκι με τόση τέχνη, ώστε να γλείφουν τα δάκτυλά τους όσοι τρώνε΄ εγώ, όμως, θα θεωρήσω κατόρθωμα, αν με οποιοδήποτε άλλο καρύκευμα μπορέσω να κάνω όχι νόστιμο αλλά απλώς υποφερτό τον καλόγερο του Μεσαίωνα.
                       
Σελίδα ιβ΄  
          Προτού τελειώσω τα μακροσκελή αυτά προλεγόμενα, πρέπει ίσως, επειδή γράφω στην Ελλάδα, να απολογηθώ και για την ελευθερία που επικρατεί παντού στο βιβλίο μου, επειδή δηλαδή λέω τα πράγματα με το όνομά τους μερικές φορές, αντί να καταφύγω στις εκφράσεις εκείνες, με τις οποίες οι σεμνοί συγγραφείς σκεπάζουν τις άσεμνες σκέψεις τους, όπως οι πρώτοι γονείς μας [σκέπαζαν] με φύλλα συκιάς τη γύμνια τους. Αυτό μπόρεσα εύκολα να το πετύχω, αντιγράφοντας φιλολογικές θεωρίες, όσες ο Βολταίρος, ο Βύρων, ο Κάστης και άλλοι έβαλαν στην αρχή των βιβλίων τους. Αλλά, σύμφωνα με τη γαλατική παροιμία "comparaison n’ est pas raison" [= η σύγκριση δεν είναι η αιτία], και επιπλέον επωμίζομαι το βάρος των ίδιων λέξεων. Όμως, αυτό μόνο λέω, ότι δηλαδή θεώρησα αυτήν την ελευθερία αναγκαία και φυσική στο είδος της αφήγησής μου, όπως το αλάτι στη θάλασσα. Όποιος διάβασε το βιβλίο "Αυρηλιανή Παρθένος", τον "Δον Ζουάν" ή τους Ιταλούς ποιητές του 16ου αιώνα, δε θα κατηγορήσει βέβαια ως υπερβολικά σκληρή την "Πάπισσα Ιωάννα". Αλλά όποιος γνωρίζει το Μεσαίωνα, όποιος ασχολήθηκε με τους Χρονογράφους, τα Συναξάρια και τους Πατέρες της Εκκλησίας, οπωσδήποτε θα ομολογήσει ότι σε σχέση με εκείνα, αν συγκρίνει αυτό που κρατάει στα χέρια, μοιάζει με την παρθένα εκείνη, την οποία ονειρευόταν ο Άγιος Βασίλειος, να στέκεται σαν σεμνό άγαλμα πάνω στο μαρμάρινο βάθρο της παρθενίας, ακίνητο για κάθε φαντασία ή επαφή. 
          Βέβαια, το πιο βαρύ αμάρτημα που θα μου καταλογιστεί από πολλούς, είναι η τόλμη, με την οποία επαναφέρω για εξέταση τον εκκλησιαστικό βόθρο του Μεσαίωνα και στους Δυτικούς και στο Βυζάντιο, βγαίνοντας μερικές φορές από το δρόμο της αφήγησης και προχωρώντας σε παρεκβάσεις σχετικά με την τωρινή κατάσταση της Εκκλησίας μας΄ αλλά ο αμερόληπτος αναγνώστης του βιβλίου μου σχετικά με αυτό τουλάχιστον θα πειστεί, ότι δηλαδή δεν υπάρχει σ’ αυτό ούτε ίχνος εχθρικής διάθεσης. Οι ντροπές και των Φράγκων και των Ανατολικών παρουσιάζονται με την ίδια απαθή αμεροληψία, τα οράματα των μεσαιωνικών θεολόγων και τα

Σελίδα ιγ΄
όνειρα των Γερμανών καθηγητών γίνονται αντικείμενο κοροϊδίας με την ίδια προθυμία. Οπουδήποτε εύρισκα ό,τι μπορεί να δώσει αφορμή για γέλιο, το άρπαζα, αδιαφορώντας αν ήταν κρυμμένο σε μοναστήρι ή σε ακαδημία, κάτω από το ράσο ενός μοναχού ή το φθαρμένο πανωφόρι ενός φιλοσόφου. Οι θρησκευτικοί ή φιλοσοφικοί παραλογισμοί, που εμφανίζονται από τότε που δημιουργήθηκε ο κόσμος μέχρι τις μέρες μας, παρουσιάζονται με την ίδια απάθεια, με την οποία σημειώνει ο ναυτικός τη διεύθυνση των ανέμων στο ημερολόγιό του. Ο Άγιος Βασίλειος, ο Πασχάλης και ο Σατωβριάνδος υποστήριξαν το χριστιανισμό΄ ο Λιβάνιος, ο Βολταίρος και ο Στράους επιτέθηκαν εναντίον του στο όνομα της ανθρωπότητας ή της φιλοσοφίας΄ αλλά όλοι έγραψαν με πάθος και, όπως ισχυρίζονται οι ίδιοι, με εμπιστοσύνη στις θρησκευτικές ή φιλοσοφικές αρχές τους. Αλλά, όσες φορές διαβάζω οποιοδήποτε βιβλίο γράφτηκε για τέτοιο θέμα "με σκοπό και πίστη", αμέσως θυμάμαι το απόσπασμα του Ισιδώρου, που είπε για τους σύγχρονούς του θεολόγους "για όσα σχετίζονται με το θείο και τα πιο σημαντικά από το λόγο, υποκρίνονται ότι διαφωνούν, παραληρώντας από την αγάπη για την εξουσία"΄ χωρίς να κοκκινίζω, όμως, ομολογώ ότι δεν έχω άλλο σκοπό

           Unless it were to be a moment merry.
        [= εκτός αν ήταν μια ευχάριστη στιγμή]

Όμως, σχετικά με τις απόψεις μου για τις σημερινές τελετές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, αυτό λέω μόνο, ότι δηλαδή οποιεσδήποτε κι αν είναι οι ενδόμυχες [= κρυμμένες βαθιά μέσα μας] απόψεις των ανθρώπων, κάποια εξωτερική λατρεία του θείου παντού και πάντα είναι αναγκαία. Ο απλός χριστιανός μπαίνει στην Εκκλησία, για να παρηγορηθεί, επιθυμώντας τα διαμάντια και τα σμαράγδια του Παραδείσου της Αποκάλυψης, ενώ ο φιλόσοφος εκεί σκέφτεται για το άπειρο, το ιδανικό, τον προορισμό του ανθρώπου και άλλα παρόμοια φιλοσοφικά σημαντικά θέματα. Όμως, και των δύο η σκέψη υψώνεται σε σκέψεις ανώτερες από τους καθημερινούς περισπασμούς και οι δύο βγαίνουν από το ιερό εκείνο μέρος καλύτεροι από τον εαυτό τους και καταλαβαίνοντας την αλήθεια των λόγων του Ιησού ότι

Σελίδα ιδ΄
"ο άνθρωπος δε ζει μόνο με ψωμί". Αλλά αυτή η λατρεία, για να εκπληρώσει το σκοπό της, πρέπει να συμφωνεί με τις ιδέες, τα ήθη και τα έθιμα των ανθρώπων, τα οποία αλλάζουν κάθε μέρα από τον πολιτισμό που προοδεύει ή απλώς αλλάζει μορφή. "Το θυσιαστήριο" λέει ο χριστιανικότατος Σατωβριάνδος "πρέπει να μένει ακλόνητο, αλλά τα στολίδια του να αλλάζουν σύμφωνα με τις εποχές". Οι Δυτικοί, επειδή πείστηκαν από πολύ καιρό πριν, φρόντισαν να εξορίσουν από τις εκκλησίες τους οτιδήποτε δε συμφωνεί με τις σύγχρονες τάσεις. Η διάρκεια της λειτουργίας περιορίστηκε σε ένα τέταρτο της ώρας, οι νηστείες είναι υποφερτές, οι ιερείς έγιναν πιο ευγενικοί, οι εικόνες τους ευχαριστούν τα μάτια και η μουσική μαγεύει την ακοή, ώστε ο καθένας μπορεί χωρίς μεγάλο κόπο ή αηδία να είναι καλός χριστιανός. Αλλά εμείς κρίναμε καλό να μείνουμε προσηλωμένοι στους τύπους του Μεσαίωνα, όπως τα στρείδια στο βράχο. Η ακολουθία μας διαρκεί δύο ώρες, όπως συνέβαινε την εποχή του Αγίου Βασιλείου, και κανείς δεν την ακούει΄ οι ιερείς προέρχονται από τα "περικαθάρματα της γης", όπως την εποχή του Αποστόλου Παύλου, και κανείς δεν ακούει τις συμβουλές τους΄ οι νηστείες ταιριάζουν σε μεγαλόσχημους καλόγερους και κανείς δε νηστεύει΄ οι εικόνες είναι τερατόμορφες και κανείς δεν τις φιλάει, ενώ για τις εκκλησιαστικές μας ρινοφωνίες [= ήχοι από τη μύτη] κρίνω περιττό να πω κάτι εδώ. Εξαιτίας όλων αυτών συμβαίνει ότι ανάμεσα στα άλλα χριστιανικά έθνη, μόνο εμείς, οι ανώτερες τουλάχιστον τάξεις μας, στερούμαστε, δε λέω την πίστη, γιατί η στέρηση αυτή κατάντησε γενικό δυστύχημα, αλλά και κάθε εξωτερική λατρεία, η οποία, όπως ειπώθηκε παραπάνω, έχει και εκείνη τα καλά της, θυμίζοντας στον άνθρωπο ότι εκτός από τις σαρκικές υπάρχουν και άλλες απολαύσεις. Όπως το βλέπω εγώ, όσες φορές γονάτισα κάτω από τους θόλους γοτθικής εκκλησίας, φίλησα εικόνα του Ραφαήλ [Ιταλός ζωγράφος της Αναγέννησης, του 15ου αι.] ή τέντωσα το αυτί μου σε ιερή μελωδία του Μότσαρτ [Γερμανός και όχι Αυστριακός μουσικοσυνθέτης του 18ου αι.] ή του Ροσσίνι, ένιωσα πάντα 
                                                                  
Σελίδα ιε΄ 
το θρησκευτικό αίσθημα να ξαναγεννιέται στην καρδιά μου και, ξεχνώντας την εκκλησιαστική ιστορία, "E pur si muove" [= κι όμως κινείται] φώναξα, όπως ο Γαλιλαίος΄ ενώ, όποιος μπαίνει σε κάποια από τις δικές μας εκκλησίες, κυριαρχείται μόνο από ένα συναίσθημα, από την επιθυμία να φύγει. Την ορθότητα ή τουλάχιστον την αλήθεια όλων αυτών μπορεί να αμφισβητήσει μόνο ένας τυφλός ή κάποιος που παριστάνει τον τυφλό. Αν, όμως, υπάρχουν ανάμεσά μας συνετοί άνθρωποι, οι οποίοι νομίζουν ότι πρέπει να έχουμε έρημες εκκλησίες και ιερείς αναλφάβητους και περιφρονημένους, ότι η μύτη είναι το πιο κατάλληλο όργανο για την εξύμνηση του Θεού, το ηθικό βιβλίο "Καλοκαιρινή" για τις νεαρές κοπέλες και το "Εξομολογητάριον" του Νικοδήμου ως το πιο κατάλληλο βιβλίο με τις βασικές οδηγίες για τους ιερείς, περιμένω κι εγώ να συνετιστώ, για να συμφωνήσω μαζί τους. Άλλοι, πάλι, μολονότι ομολογούν ότι αυτά δεν είναι καλά, ισχυρίζονται περισσότερο ότι πρέπει να μείνουν ανέγγιχτα από ευγνωμοσύνη προς την Εκκλησία που μας λύτρωσε από τον ξένο ζυγό, μέσω της οποίας ελπίζουμε ότι γρηγορότερα ή αργότερα θα πραγματοποιηθεί και η "μεγάλη ιδέα", η απελευθέρωση δηλαδή της Ηπείρου και της Θεσσαλίας [το πολιτικό σχέδιο του ελληνικού κράτους, την εποχή που ετοιμαζόταν το βιβλίο για να εκδοθεί΄ επομένως η "Μεγάλη Ιδέα" δεν ήταν γέννημα του μυαλού του Ελευθέριου Βενιζέλου]. Όμως, είναι αλλόκοτο αυτό το είδος της ευγνωμοσύνης, εξαιτίας της οποίας, αντί να θεραπεύσουμε τις πληγές και να ντύσουμε με κόσμιο τρόπο τη σωτήρα μας Εκκλησία, την αφήνουμε χωρίς στέγη, περιφρονημένη κάτω από τα καταλασπωμένα κουρέλια του Μεσαίωνα΄ από την άλλη, όσοι θέλουν να τη μεταχειριστούν ως όργανο για πολιτικούς σκοπούς, φαίνεται πως ξεχνούν ότι ο καιρός των θαυμάτων πέρασε από πολύ καιρό πριν, και ούτε ο ήλιος σταματά πλέον ούτε τα τείχη που χωρίζουν εμάς από τους αδελφούς δούλους θα γκρεμιστούν με τις ρινοφωνίες των ιερέων μας, όπως τα τείχη της Ιεριχούς από τον ήχο των σαλπίγγων του Ιησού του Ναυή. 
          Όλα τα παραπάνω τα παρουσίασα, για να αποφευχθούν οι παρεξηγήσεις και όχι βέβαια για να δικαιολογήσω την ύπαρξη αυτού του βιβλίου, το οποίο παραδίδω στην επιείκεια των αναγνωστών΄ αλλά στους κριτικούς [της λογοτεχνίας] θυμίζω ότι σ’ αυτό υπάρχουν μόνο πράγματα και γεγονότα που στηρίζονται σε αναμφισβήτητες μαρτυρίες΄ ώστε, όσοι επιθυμούν να εκφράσουν αρνητική κριτική, πρέπει και εκείνοι να χρησιμοποιήσουν "res et non verba" [= πράγματα και όχι λόγια = πράξεις και όχι μόνο υποσχέσεις]΄  αλλά οι αόριστες και αστήρικτες διαμαρτυρίες στο όνομα της "ηθικής", της "ηθικότητας", της "ηθικοποίησης" ή όπως αλλιώς το ονομάζουν οι δικές μας εφημερίδες, όχι μόνο δε σημαίνουν τίποτα, αλλά και θυμίζουν τη φράση του Άγγλου ποιητή, σύμφωνα με τον οποίο "μόνο οι ανήθικοι μιλούν για ηθική".

                                     
                                Αθήνα, 1η Ιανουαρίου 1866.


Σημείωση του συγγραφέα: Την ακόλουθη ΕΙΣΑΓΩΓΗ μπορεί να την παραλείψει όποιος δεν αγαπά τις ιστορικές συζητήσεις, τα χασμουρητά και τις παραπομπές.