Δευτέρα 25 Μαΐου 2020

Πάπισσα - Μέρος Β'




Η ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ

---

Μέρος Β





« Regrettez vous le temps οu nos vieilles romances

Ouvraient leurs ailes d' or vers un monde enchante,

Οu tous nos monuments et toutes nos croyances

Portaient le manteau blanc de leur virginite? »

(Musset, Rolla).


[= Λυπάστε για το χρόνο ή για τα παλιά ρομάντζα μας,

που άνοιξαν τα χρυσά φτερά τους προς ένα μαγευτικό κόσμο,

όπου όλα τα μνημεία μας και όλες οι πεποιθήσεις μας

φορούσαν το λευκό μανδύα της παρθενιάς τους;]

                                                                              
Σελ. 95
Έτυχε ποτέ, αναγνώστη μου, αφού πέρασες τη μέρα διαβάζοντας κάποιο μυθιστόρημα του Μεσαίωνα, όπως τα "Κατορθώματα του βασιλιά Αρθούρου" ή τους "Έρωτες του Λεγκελότου και της Γινέβρας", να αφήσεις το βιβλίο να πέσει και συγκρίνοντας την τότε εποχή με τη σημερινή, να ποθήσεις τους χρυσούς εκείνους χρόνους, όταν η ευσέβεια, ο πατριωτισμός και ο έρωτας επικρατούσαν στην οικουμένη; Όταν οι πιστές καρδιές χτυπούσαν κάτω από σιδερένιους θώρακες και τα ευσεβή χείλη φιλούσαν τα πόδια του Εσταυρωμένου; Όταν οι βασίλισσες ύφαιναν τους χιτώνες των συζύγων τους και οι παρθένες έμεναν χρόνια ολόκληρα στα δωμάτια των φρουρίων περιμένοντας την επιστροφή του μνηστήρα; Όταν ο ξακουστός Ρολάνδος [= αξιωματούχος του Καρλομάγνου και ήρωας στο ποιητικό χρονικό του 11ου αι., το "Άσμα του Ρολάνδου"]αποσυρόταν στο σπήλαιο απέναντι από το Μοναστήρι, όπου είχε κλειστεί η ερωμένη του, και σπαταλούσε τριάντα χρόνια κοιτάζοντας το φως του παραθύρου της, ενώ ο Κόμης Ροβέρτος [= Κόμης του Βουργουνδίας το 14ο αι.] έπεφτε από πύργο ψηλό, για να σώσει την τιμή της φίλης του, που είχε στεφτεί; Πολλές φορές εξαιτίας τέτοιων

Σελ. 96
αναμνήσεων κυκλοφόρησε πιο ζεστό το αίμα και υγράνθηκαν τα μάτια μου. Αλλά, όταν άφησα τους ραψωδούς [οι ποιητές της ελληνικής αρχαιότητας] και αναζήτησα την αλήθεια κάτω από τη σκόνη των αιώνων, στα Χρονικά των σύγχρονων συγγραφέων, στους νόμους των βασιλέων, στα Πρακτικά των Συνόδων και στα διατάγματα των Παπών, όταν αντί για τον Έρσαρτο ξετύλιξα τον Βαρόνιο και τον Μουράτορη [και οι τρεις αυτοί είναι συγγραφείς κειμένων για το Μεσαίωνα] και είδα γυμνό μπροστά μου τον Μεσαίωνα, θρήνησα τότε, όχι επειδή πέρασαν και έφυγαν, αλλά επειδή ποτέ δεν ανέτειλαν στην οικουμένη οι χρυσές εκείνες μέρες της πίστης και του ηρωισμού. Αίσχη μόνο ή γελοιογραφίες περιέχει αυτό το βιβλίο, αλλά αυτά είναι οι πιστές, οι φωτογραφικές –για να το πω έτσι- εικόνες των τότε ανθρώπων, αλλά όσα λέω, τα υποστηρίζω με ακαταμάχητες μαρτυρίες, όπως οι βασιλείς τις διαταγές τους με τη λόγχη.
          Αφήσαμε την Ιωάννα να περπατά μαζί με δύο Αγίους, τρεις μοναχούς και τέσσερις γαϊδάρους. Ο δρόμος ήταν σκοτεινός και ανώμαλος, όπως το ύφος της "Νέας Σχολής" [= Νέα Αθηναϊκή Σχολή ονομάζεται το λογοτεχνικό κίνημα που κυριάρχησε στην ελληνική λογοτεχνία στο διάστημα 1880-1920, με βασικό στυλοβάτη τον Παλαμά], ώστε άνθρωποι και ζώα κουράστηκαν μετά από πορεία δύο ωρών, εξαιτίας των δύσκολων εκείνων μονοπατιών. Όταν διέκριναν από μακριά πάνω στην κορυφή του λόφου το κόκκινο φανάρι ενός ξενοδοχείου, στράφηκαν προς το σωτήριο εκείνο φως, όπως οι μάγοι προς το αστέρι που έδειχνε τη φάτνη, όπου γεννήθηκε ο Σωτήρας. 
           Από την εποχή του Τάκιτου [56-120 μ.Χ., σημαντικός Λατίνος ιστορικός] μέχρι τη δική μας [1860 και έπειτα], το πολύ φαγητό και το πολύ πιοτό είναι το θανάσιμο αμάρτημα των Γερμανών. Αλλά οι φιλόξενοι κάτοικοι της παλιάς Γερμανίας μεθούσαν στις καλύβες τους, προσφέροντας

Σελ. 97
βραδινό και στέγη στον κουρασμένο οδοιπόρο, ενώ οι καλόγεροι του Μεσαίωνα, από τη στιγμή που ο Άγιος Βενέδικτος αντικατέστησε το κρασί με την μπύρα πάνω στο τραπέζι των μοναστηριών, ζούσαν στα κρασοπωλεία, όπως οι αρχαίοι Έλληνες στην αγορά. Μάταια οι Σύνοδοι και ο Πάπας Λέων αναθεμάτιζαν τους πωλητές και τους πότες κρασιού και μάταια οι φιλόξενοι ερημίτες έστηναν ασκητήρια στις λεωφόρους και τα δάση, προσφέροντας στον οδοιπόρο δωρεάν φιλοξενία, πράσινα χόρτα, για να φάει, και ξερά χόρτα, για να κοιμηθεί. Οι περιπλανώμενοι ιερείς έμπαιναν μερικές φορές στα κελιά των ασκητών, όταν ο καιρός ήταν κακός, αλλά όταν σταματούσε η βροχή, έτρεχαν στο πιο κοντινό καπηλειό. Σήμερα τα ξενοδοχεία υπάρχουν για χάρη των ταξιδιωτών, ενώ κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα πολλοί μοναχοί γίνονταν ταξιδιώτες για χάρη των ξενοδοχείων.
          Οι τρεις πανοσιότατοι Γερμανοί ιερείς, αφού τοποθέτησαν τους γαϊδάρους στο στάβλο, τα λείψανα των Αγίων στο κρεβάτι του ξενοδόχου και τους εαυτούς τους μπροστά από το τζάκι που έκαιγε, γιατί καλοκαιρινές νύχτες δεν υπάρχουν στο τόπο εκείνο, άνοιξαν τα ρουθούνια, για να μυρίσουν το ψημένο κρέας από το μαγειρείο. Μια παχιά χήνα γυρνούσε πάνω από τα κάρβουνα που πετούσε σπίθες και μια άλλη έβραζε μέσα στο καλό κρασί της Ιγκελχείμης. Η θέα της σούβλας και το τραγούδι της κατσαρόλας ευχαριστούσαν την καρδιά των καλών πατέρων, οι οποίοι, αφού κάθησαν γρήγορα γύρω από ένα μαρμάρινο τραπέζι, ακόνιζαν ήδη τα μαχαίρια και τα δόντια τους, για να σπαράξουν τη λεία, όταν ξαφνικά μια ενοχλητική

Σελ. 98
ανάμνηση άπλωσε μαύρο σύννεφο πάνω στα γελαστά πρόσωπα των καθισμένων στο τραπέζι. «Παρασκευή!» είπε ο Ραλήγος, απωθώντας το πιάτο. «Παρασκευή!» απάντησε ο Ληγούνος, αφήνοντας κάτω το πιρούνι. «Παρασκευή!» φώναξε ο Ρεγιβάλδος κλείνοντας το πλατύ στόμα του και όλοι κοιτούσαν τις χήνες, όπως ο Αδάμ τον Παράδεισο που είχε χάσει, τρώγοντας αντί για το κρέας τα νύχια τους από την απελπισία. Τότε οι άνθρωποι ήταν διεφθαρμένοι, μέθυσοι, ανήθικοι και απατεώνες, αλλά δεν είχαν ακόμα καταντήσει, όπως οι σημερινοί, να τρώνε κρέας τις νηστήσιμες μέρες. Στον τότε Παράδεισο υπήρχαν, όπως στον Όλυμπο των αρχαίων, Άγιοι που προστάτευαν τη μέθη (Σημ. του συγγρ.: Ο Άγιος Μαρτίνος και η Αγία Λιουτβίργη), ενώ πάνω στη γη οι Επίσκοποι την επέτρεπαν, ακολουθώντας το παράδειγμα του Εκκλησιαστή και του Αγίου Αυγουστίνου. Αλλά όποιος δεν τηρούσε τις νηστείες, ή κατακεραυνωνόταν από τη θεϊκή φωτιά, όπως ο Δούκας Ροκολήνος [δεν πέτυχε η αναζήτηση, δεν τον βρήκα στο χρονοντούλαπο του google], ή απαγχονιζόταν από τους ακόλουθους του Αυτοκράτορα.
          Η Ιωάννα, γνωρίζοντας από πείρα τι είναι πείνα, λυπόταν τους πεινασμένους συντρόφους της, αλλά καθώς ήταν τρομερή στην καζουϊστική [= περιπτωσιολογία, κλάδος της ηθικής που αντιμετωπίζει κάθε περίπτωση σύγκρουσης καθηκόντων με ιδιαίτερο τρόπο], μια γνώση άγνωστη στους ανατολικούς λαούς, η οποία έχει ως αντικείμενο να παρουσιάζει το μαύρο ως λευκό, τη σελήνη τετράγωνη και την κακία ως αρετή, προσπάθησε μέσω αυτής να βρει με ποιον τρόπο μπορούσαν να φάνε βραδινό, χωρίς να διαπράξουν αμαρτία.

Σελ. 99
Αφού για αρκετή ώρα έξυσε το κεφάλι της, είπε «Βαπτίστε τη χήνα αυτή σε ψάρι και φάτε την χωρίς φόβο. Έτσι έκανε ο καλός πατέρας μου, όταν πιάστηκε από τους ειδωλολάτρες και αναγκάστηκε με την απειλή θανάτου να φάει ολόκληρο αρνί την παραμονή του Πάσχα. Άλλωστε και τα ψάρια και τα πτηνά πλάστηκαν την ίδια μέρα, επομένως η σάρκα τους συγγενεύει.»
          Το επιχείρημα, αν όχι καλό, ήταν τουλάχιστον έξυπνο. Εξάλλου η πείνα, που κάνει νόστιμο ακόμα και το ξερό ψωμί, φαίνεται ότι έχει την ιδιότητα να ενισχύει και τα πιο αμφίβολα επιχειρήματα, στους ενόρκους τουλάχιστον, οι οποίοι αθωώνουν πολλές φορές τους ληστές, γιατί, όταν έκαναν το έγκλημα, ήταν νηστικοί για πολύ καιρό. Για τον ίδιο λόγο έπρεπε ίσως να αθωώνονται και οι ένοχοι βιασμού, όσες φορές αποδείξουν, σύμφωνα με τον Θεόκριτο, ότι «Είχαν ανάγκη».
          Ο πατήρ Ραλήγος, αφού ευχαρίστησε την Ιωάννα μ’ ένα ηχηρό φιλί στο μάγουλο, πήρε στο χέρι του ένα ποτήρι με νερό και, αφού ράντισε τρεις φορές τις χήνες, είπε με κατάνυξη «In nomine Patris, Filii et Spiritu Suncti, haec erit hobie nobis piscis» [= Εις το όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, αυτό θα είναι για μας σήμερα ψάρι]. «Αμήν» απάντησαν οι σύντροφοί του και μετά από λίγο έμειναν μόνο τα κόκκαλα των νεοβαπτισμένων ψαριών. Και αφού χόρτασαν την πείνα τους, σκέφθηκαν οι καλοί πατέρες να σβήσουν και τη δίψα τους. Επειδή οι μοναχοί τότε, όπως οι Άραβες της Χαλιμάς, πρώτα

Σελ. 100
έτρωγαν μέχρι να χορτάσουν και μετά ζητούσαν αλμυρά καρυκεύματα και κρασί, για να δροσίζουν και να ξηραίνουν το λαρύγγι τους εναλλάξ, συναγωνιζόμενοι, όπως οι καλεσμένοι του Μιθριδάτη [όνομα των βασιλέων του Πόντου, με τελευταίο τον Μιθριδάτη ΣΤ’ τον Ευπάτορα, 134/2-63 π.Χ.], ποιος θα πιει περισσότερο από τον άλλο πρώτος. Η μέθη ήταν τότε η πιο φθηνή απόλαυση, καθώς επτά δηνάρια μόνο ήταν η τιμή για μια ποσότητα κρασιού, το οποίο έρρεε σαν ποτάμι, όχι μόνο στα καπηλειά αλλά και στις εκκλησίες και στους δρόμους και στους ίδιους τους «γυναικώνες», χωρίς να μειώνεται καθόλου η κατανάλωσή του από τα διατάγματα των Παπών και των Συνόδων, τα οποία παρέσυρε μαζί του το κρασί στην ορμητική του πορεία, όπως οι χείμαρροι τα δένδρα. Οι δικοί μας ανοσιότατοι Γερμανοί καλόγεροι [μας προετοιμάζει ο συγγραφέας, γιατί, όπως θα δούμε στη συνέχεια, δεν ήταν καθόλου πανοσιότατοι], πριν αρχίσουν να πίνουν, έπαιρνε ο καθένας, όπως συνηθιζόταν τότε, το όνομα κάποιου αγγέλου, ο ένας Γαβριήλ, ο άλλος Μιχαήλ και ο τρίτος Ρογουήλ, κι έπειτα άρχισαν να αδειάζουν τα κεράτινα ποτήρια [τα ποτήρια εκείνο τον καιρό σε εκείνες τις περιοχές ήταν κούφια κέρατα ζώων] στο όνομα όχι ο ένας του άλλου ή της πατρίδας ή των φίλων τους που απουσίαζαν, όπως συνηθίζουν οι κοσμικοί, αλλά της Παναγίας, του Αγίου Πέτρου και όλων των κατοίκων του Παραδείσου. Τέτοιες συνήθειες επέβαλε η ευσέβεια της εποχής εκείνης, που θεωρούσαν τη μέθη ως θεάρεστη πράξη. Στο μεταξύ η νύχτα προχωρούσε, ο στραβουλάριος (Σημ. του συγγρ.: ξενοδόχος) είχε αποκοιμηθεί, το λάδι του λυχναριού και το κρασί της στάμνας τελείωνε και μόνο η έξαψη των ρασοφόρων αυξανόταν σε κάθε ποτήρι. Τα μάτια τους πετούσαν 

Σελ. 101
σπίθες, όπως του Χάρου, ενώ από το στόμα τους έβγαιναν μόνο άναρθροι ήχοι, βλαστήμιες και προσευχές στην Παναγία, τροπάρια και διονυσιακά τραγούδια. Με μια λέξη, ήταν και οι τρεις μεθυσμένοι, όπως ο Βύρων [= ο Λόρδος Μπάυρον], όταν σκεφτόταν για την αθανασία της ψυχής, ή ο Άγιος Άβιτος [450-525 μ.Χ., Γαλλο-ρωμαίος ποιητής και επίσκοπος της Βιέν στη Γαλατία], όταν συνέθετε στίχους για τους Έρωτες της Εύας. Η Ιωάννα, επειδή γνώριζε ότι "το κρασί είναι ακόλαστο και η μέθη υβριστική", όπως έγραφε ο Σολομών μιλώντας εναντίον της ανηθικότητας, αν και ήταν περιτριγυρισμένος από τριακόσιες γυναίκες και επτακόσιες παλλακίδες, αποσύρθηκε ήσυχα στην πιο σκοτεινή γωνία του δωματίου. Αλλά ούτε εκεί βρήκε για πολλή ώρα ησυχία, επειδή οι καλοί πατέρες, αφού χόρτασαν την πείνα και τη δίψα τους, αισθάνθηκαν την ανάγκη να ευχαριστήσουν και την έκτη εκείνη αίσθηση, για την οποίοι δεν έχουν βρει ακόμα ονομασία οι φυσιολόγοι, αλλά οι σεμνοί Χρονογράφοι την ονόμαζαν "όρεξη ωμού κρέατος". Γι’ αυτό, αφού πήραν, ακολουθώντας τη συνήθεια των καλόγερων, την άκρη του ράσου ανάμεσα στα δόντια τους, όρμησαν εναντίον της πολύπαθης ηρωίδας μας.
          Μη βιαστείς να κοκκινίσεις, σεμνή μου αναγνώστρια. Το σιδερένιο καλάμι, με το οποίο γράφω την αληθινή αυτή ιστορία, είναι αγγλικής κατασκευής, από τα εργοστάσια των Σμιθ, και γι’ αυτόν το λόγο είναι σεμνό, όπως οι ξανθές εκείνες Αγγλίδες, που, για να μη λερώσουν το παρθενικό ρούχο τους, το σηκώνουν μέχρι τη μέση της γάμπας, δείχνοντας στους περαστικούς τα πλατιά πόδια τους με τα δίπατα σανδάλια. Επομένως δεν υπάρχει κίνδυνος να ακούσεις από εμένα όσα

Σελ. 102
                             παρθένω λέγειν ου καλόν
                             [= δεν είναι καλό να ειπωθούν σε παρθένα]
                             (Ευριπίδ. Ορέστ. στ. 26)
  
Η Ιωάννα κυνηγημένη από τους τρεις μοναχούς έτρεχε γύρω στο δωμάτιο, πηδώντας πάνω από τραπέζια και καθίσματα και εκσφενδονίζοντας άλλοτε ένα πιάτο και άλλοτε ένα ρητό από την Αγία Γραφή εναντίον τους. Αλλά η ιερή πειστικότητα της και τα σκεύη της κουζίνας γίνονταν κομματάκια μάταια εναντίον εκείνων των μέθυσων, όπως τα κύματα πάνω στα βράχια. Ήδη άπλωναν πάνω της τα χέρια τους, όταν είδε πάνω στο κρεβάτι τα κιβώτια που περιείχαν τα λείψανα των αγίων και κατέφυγε πίσω τους, όπως ο Αίαντας [= Έλληνας ήρωας πολεμιστής στην Ιλιάδα του Ομήρου] πίσω από την ασπίδα του. Οι "πανοσιότατοι" πισωπάτησαν αρχικά στη θέα του ιερού εκείνου προπυργίου, όπως οι λύκοι μπροστά στη φωτιά, με την οποία προστατεύουν οι βοσκοί τις μάνδρες. Αλλά λίγο αργότερα, ξεχνώντας το σεβασμό για τα άγια εκείνα λείψανα χύθηκαν εναντίον του κρεβατιού, πάνω στο οποίο η κακότυχη κοπέλα έτρεμε σαν τον κορυδαλλό [= μικρό στο μέγεθος πτηνό] κάτω από το δίχτυ του κυνηγού. Η σύγκρουση εκεί ήταν τόσο σφοδρή, ώστε έπεσε το κρεβάτι και μαζί του τα κιβώτια των Αγίων, των οποίων τα μαρτυρικά κόκκαλα κυλίστηκαν στο δάπεδο. Όταν τότε θυμήθηκε η Ιωάννα ότι με ένα σαγόνι γαϊδάρου χτύπησε ο Σαμψών χίλιους Φιλισταίους, προσευχήθηκε στον Ύψιστο, για να δυναμώσει το δεξί της χέρι και έπειτα, αφού άρπαξε κι εκείνη μία κνήμη του Αγίου Μαρκελλίνου, άρχισε με αυτή να χτυπά

Σελ. 103
τους ανήθικους διώκτες της. Αλλά τα κόκκαλά τους φαίνεται ότι ήταν πιο σκληρά από του Αγίου, με αποτέλεσμα μετά από λίγο έσπασε το όπλο της και εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις της σεμνής ηρωίδας μας, η οποία με πεισματική αντίσταση έπεσε τελικά στο πεδίο της μάχης και, αφού έκλεισε τα μάτια, υποτάχθηκε στο πεπρωμένο. Αλλά στον ουρανό υπήρχαν τότε Άγιοι και Άγιες που έκαναν θαύματα, για να υπερασπιστούν τις παρθένες που κινδύνευαν. Τη στιγμή ακριβώς που ο "πανοσιότατος" ιερέας Ραλήγος, ο οποίος ως πιο ηλικιωμένος απολάμβανε τα πρωτεία, έσκυβε πάνω από την Ιωάννα, ενώ η βρόμικη και κρασωμένη αναπνοή του μόλυνε ήδη το χλωμό πρόσωπο της κοπελίτσας, συνέβη ξαφνικά μια τεράστια μεταμόρφωση! Ένα ανήκουστο θαύμα τον έκανε να υποχωρήσει με τρόμο. Ούτε σε δένδρο, όπως η Δάφνη, είχε μεταμορφωθεί η Ιωάννα, ούτε σε περιστέρι, όπως η Αγία Γερτρούδη, ή σε σκουληκοφαγωμένο σκελετό, όπως η Βασίνη στην αγκαλιά του Δον Ρουπέρτου, αλλά από την παρθενική της επιδερμίδα φύτρωσε αιφνίδια μακριά γενειάδα, πυκνή και φουντωτή, όπως αυτή που ρίχνει σκιά στα πρόσωπα των Βυζαντινών Αγίων. Έτσι έσωζε τότε η Παναγία τις παρθένες, κάθε φορά που στριμώχνονταν από βίαιους και σκληρούς καλόγερους, επαγρυπνώντας σύμφωνα με τον Άγιο Ιερώνυμο σαν ζηλιάρα πεθερά για την τιμή των συζύγων του γιου της.
          Η Ιωάννα, αφού ευχαρίστησε μέσα από την καρδιά της την Παρθένο για τη σωτήρια παρέμβασή της, σηκώθηκε και κουνώντας τη μακριά της γενειάδα σαν το κεφάλι της Μέδουσας εναντίον των

Σελ. 104
φοβισμένων κυνηγών της έφυγε από το δωμάτιο. Περνώντας από τους σταύλους, έλυσε ένα από τα γαϊδούρια, πάνω στο οποίο ανέβηκε, και απομακρύνθηκε από το μισητό εκείνο καταγώγι, όπου κινδύνευσε να χάσει τη μόνη προίκα που είχε να προσφέρει στον ουράνιο γαμπρό της. Είναι περιττό να προσθέσω ότι, αφού πέρασε ο κίνδυνος, εξαφανίστηκε και η γενειάδα της . 
          Οι σκιές της νύχτας και τα δένδρα του δάσους άρχισαν σταδιακά να αραιώνουν. Λίγο αργότερα, όμως, η περιπλανώμενη ηρωίδα μας βρέθηκε στη μέση μιας  ερεικόφυτης πεδιάδας [= το ερείκι είναι είδος αειθαλούς θάμνου με βελονοειδή σκουροπράσινα φύλλα και καμπανοειδή άνθη], έχοντας, όπως ο Άγιος Στούρμης, εντελώς λευκό ουρανό πάνω από το κεφάλι της και μαύρο γάιδαρο ανάμεσα στα πόδια της. Η Ιωάννα, καθώς δε γνώριζε το δρόμο, έτρεχε όπου τα τέσσερα πόδια του ζώου την πήγαιναν, αλλά, όταν βρήκε μετά από λίγο το ρεύμα του ποταμού της Μεΰνης, ακολούθησε τους ελιγμούς του, όπως ο Θησέας το μίτο της Αριάδνης, μέχρι που έφτασε με τη δύση του ηλίου στο τέλος της διαδρομής.
          Η Μονή της Μοσβάχης υψωνόταν στους πρόποδες ενός απότομου βουνού, κάτω από το οποίο την τοποθέτησε η Αγία Βλιθρούδη, για να μην κρυώνει ο ζήλος των καλογριών από την πνοή του βοριά. Η εσπερινή προσευχή τελείωνε εκείνη τη στιγμή και οι παρθένες μοναχές έβγαιναν από την εκκλησία, κρατώντας η μία την άλλη από το χέρι και μοιάζοντας με κομπολόι από μαύρα μαργαριτάρια. Όταν είδαν την Ιωάννα, την περικύκλωσαν αμέσως, ρωτώντας ποια ήταν, από πού ήρθε και τι ζητούσε. Όταν έμαθαν ότι επιθυμούσε ράσο, σανδάλια και κελί,

Σελ. 105
την οδήγησαν στην Ηγουμένη, η οποία αρραβώνιασε την ηρωίδα μας με τον Σωτήρα, απαλλάσσοντάς την από τη δεκάμηνη δοκιμασία λόγω των εκδουλεύσεων του μακαρίτη πατέρα της στη θρησκεία.
          Η Αγία Βλιθρούδη αγάπησε αμέσως τη νέα μοναχή, γιατί γνώριζε το "Πάτερ Ημών" και σταύρωνε με κατάνυξη τα χέρια πάνω στο στήθος, και την έκανε φύλακα της βιβλιοθήκης του μοναστηριού, η οποία διέθετε εξήντα επτά τόμους, πλούτο μυθικό για εκείνη την εποχή. Η Ιωάννα, μόνη από το πρωί ως το βράδυ στο κελί της, έπεσε τις πρώτες μέρες σε εκείνη την πνευματική ατονία, που κυριεύει τις νεοφερμένες κοπέλες στις κοινόβιες μονές, όπως η ναυτία αυτούς που πατούν για πρώτη φορά πάνω σε πλοίο. Έμπαινε κι έβγαινε, καθάριζε τα βιβλία, τα νύχια και τα μαλλιά της, μετρούσε τις χάντρες του κομπολογιού και κατηγορούσε τον ήλιο, επειδή κατά τη γνώμη της προχωρούσε αργά προς τη δύση. Οι άλλες καλόγριες, επειδή ζήλευαν την εύνοια, που απολάμβανε η Ιωάννα από την Ηγουμένη και επειδή φοβούνταν μήπως κατασκόπευε τα λόγια και τις πράξεις τους, κρατούσαν αποστάσεις από αυτήν, όπως οι Βραχμάνες [= ανώτεροι ιερείς των Βεδών στην Ινδία, που θεωρούνται και κοινωνικά ανώτεροι] από τους Παριάδες [= η κατώτερη κοινωνική τάξη στην Ινδία]. Πολλές φορές, την ώρα της χαλάρωσης, ενώ οι άλλες παρθένες σκορπίζονταν σε παρέες στον κήπο συζητώντας με αστείο τρόπο, κοροϊδεύοντας τις γριές, διηγούμενες τα όνειρα της νύχτας, δείχνοντας η μία στην άλλη τα γράμματα των εραστών τους, συγκρίνοντας το μήκος των ποδιών τους και το χρώμα των χειλιών ή των μαλλιών τους, η Ιωάννα έμενε

Σελ. 106
μόνη, όπως μία στήλη στη μέση μιας πλατείας, μετρώντας το ύψος των δένδρων και κατηγορώντας την Αγία Λιόββα, επειδή αντί για ευχαρίστηση βρήκε μόνο πλήξη και χασμουρητά στο μοναστήρι, όπως καταριούνται και οι τυχοδιώκτες τις εφημερίδες, κάθε φορά που αντί για χρυσό βρίσκουν μόνο πέτρες και πυρετούς στην Καλιφόρνια.
          Η πλήξη και η αργία είναι, νομίζω, τα κυριότερα ελατήρια της ευσέβειας. Στον ουρανό κοιτάμε μόνο τότε, όταν δηλαδή δεν έχουμε τι να κάνουμε ή σε τι να ελπίζουμε πάνω στη γη, και φιλούμε τις άγιες εικόνες, όταν δεν έχουμε κάτι άλλο να φιλήσουμε. Σε κάθε περίπτωση, βέβαια, η Ιωάννα, που χρησιμοποιούσε προηγουμένως τις θεολογικές γνώσεις της σαν απλό πόρο ζωής, αποστηθίζοντας την Αγία Γραφή και τους Πατέρες, όπως η κυρία Ριστόρη [μάλλον πρόσωπο της κοσμικής Αθήνας της εποχής του συγγραφέα] τους στίχους του Αλφιέρη [το όνομα συνεχίζει να υπάρχει, αλλά ο ποιητής καταποντίστηκε στα βάθη του χρονοντούλαπου], όταν βρέθηκε μόνη ανάμεσα στους τέσσερις τοίχους του αποπνικτικού κελιού της, θεωρώντας ανούσια τη ζωή εκεί, άρχισε να σκέφτεται για τη μελλοντική ζωή της. Παράξενη αυτή η απασχόληση για μία κοπέλα δεκαεπτά ετών. Αλλά τα μοναστήρια είναι από αιώνες τα βασίλεια των ιδιότροπων επιθυμιών. Οι Αιγύπτιοι καλόγεροι πότιζαν ράβδους μέχρι να καρποφορήσουν, ενώ οι Αγίες της Ουγγαρίας έτρωγαν ψείρες και οι Ησυχαστές [οπαδοί του Ησυχασμού, ενός θρησκευτικού μυστικιστικού κινήματος του 14ου αι. στο Βυζάντιο, οι οποίοι επέλεγαν την πλήρη απομόνωση, με σκοπό την ένωση με τον Θεό] έμεναν χρόνια ολόκληρα με το βλέμμα προσηλωμένο στην κοιλιά τους, από την οποία περίμεναν να δουν να βγαίνει το φως της αλήθειας. Η Ιωάννα, όμως, παραδομένη στις μεταφυσικές μελέτες, άλλοτε περνούσε τη μέρα σκυμμένη πάνω από τα συγγράμματα του Αγίου Αυγουστίνου, ο οποίος περιέγραψε ως αυτόπτης

Σελ. 107
μάρτυρας τις απολαύσεις των «μακάρων» [= οι δικαιωμένοι και ευτυχείς νεκροί στην ελληνική αρχαιότητα] και τις φλόγες της Κόλασης, άλλοτε χώνοντας τα δάκτυλα στα ξανθά μαλλιά της, έκανε στον εαυτό της τις ερωτήσεις εκείνες για την παρούσα και τη μελλοντική ζωή, τις οποίες όλοι οι κάτοικοι της "κοιλάδας του κλάματος" [χμμμ, όλη η γη] απευθύνουν στους εαυτούς τους με απελπισία, αλλά οι πνευματικοί και οι θεολόγοι απαντούν σε αυτές με υπεκφυγές και με κοινοτοπίες, όπως οι υπουργοί απαντούν στους ενοχλητικούς κυνηγούς θέσεων. Παράξενα όνειρα τάραζαν τον ύπνο του φτωχού κοριτσιού, όχι πια η καλή Λιόββα δίνοντας υποσχέσεις για ατελείωτη ευχαρίστηση, αλλά δαίμονες κουνώντας απειλητικά τα φοβερά κέρατά τους ή άγγελοι κρατώντας δίστομες ρομφαίες [= είδος μαχαιριού με καμπυλωτή και πλατιά λεπίδα, που χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Θράκες, για να εξουδετερώνουν τις ασπίδες των Ρωμαίων λεγεωναρίων - αργότερα έγινε εφόδιο των αγγέλων του χριστιανισμού]. Άλλοτε είχε ελπίδες για την ευχαρίστηση του Παραδείσου, άλλοτε φοβόταν τα νύχια του Διαβόλου. Για μια μέρα είχε εμπιστοσύνη στις αλήθειες του χριστιανισμού από το Ευαγγέλιο μέχρι τα θαύματα του Αγίου Μαρτίνου και για τρεις μέρες ένιωθε δισταγμό για όλα΄ άλλοτε έσκυβε το κεφάλι στη θεία καταδίκη που μας επιβαρύνει και άλλοτε, αν είχε πέτρες, ήθελε να τις ρίξει εναντίον του ουρανού, για να τον σπάσει (Σημ. του συγγρ.: Τότε θεωρούσαν τον ουρανό κρυστάλλινο θόλο). Με μια λέξη είχε κυριευθεί από τη μονομανία εκείνη, στην οποία πέφτουν όλοι όσοι με ειλικρίνεια ψάχνουν τη λύση του μυστηριώδους προβλήματος της ύπαρξής μας. Τι είμαστε, από πού ερχόμαστε, ποια θα είναι η τύχη μας στο μέλλον; Τέτοια 

Σελ. 108
ζητήματα, που δε διαλύονται από το ανθρώπινο μυαλό, όπως το κερί μέσα στο νερό, προσπαθούσε να λύσει. Στο μεταξύ, τα μαλλιά της φτωχής Ιωάννας έμεναν αχτένιστα και τα δόντια της αργά [= δεν έτρωγε], τα μάτια της ήταν κόκκινα από την αϋπνία, το πρόσωπο χλωμό και τα νύχια μαύρα. Σύμφωνα με τον ένδοξο Πασχάλη [-Ποιον Πασχάλη, κύριε Ροΐδη;;], τέτοια πρέπει να είναι πάνω στη γη η φυσική κατάσταση του αληθινού χριστιανού, καθώς/επειδή ζει συνεχώς ανάμεσα στο φόβο της κόλασης και την ελπίδα της σωτηρίας και με αναστεναγμούς αναζητά μέσα στο σκοτάδι το δρόμο του Παραδείσου. Αλλά την κατάσταση αυτή, όσο αριστοκρατική κι αν είναι, όσο κι αν ταιριάζει στα έξυπνα πνεύματα [η άποψη ότι οι άνθρωποι του πνεύματος δεν ασχολούνται με τα καθημερινά ζητήματα, ακόμα και της υγιεινής, υπάρχει από την εποχή του Πλάτωνα], δε σου την εύχομαι, καλέ μου αναγνώστη. Πρέπει να προτιμάται η χαρούμενη και αφρόντιστη ευσέβεια των καλών εκείνων χριστιανών, οι οποίοι ψάλλοντας τροπάρια στους Αγίους και τρώγοντας χταπόδια την Παρασκευή περιμένουν, χωρίς άλλη μέριμνα, τις απολαύσεις του Παραδείσου. Πολλοί, θέλοντας να δείξουν ότι το πνεύμα τους είναι ανώτερο, βασανίζουν τους ευτυχισμένους αυτούς θνητούς, αλλά εγώ ζηλεύω τη γαλήνη της ψυχής τους και τις μικρές κουλούρες του λαιμού τους [-Τι εννοεί;; Αβαρείς αλυσίδες, δηλαδή λίγος κόπος και άγχος για τις θρησκευτικές τους υποχρεώσεις; Ή μήπως φαγώσιμα κουλουράκια; Μάλλον το πρώτο]. Αν κάποιος Τούρκος ή πυρομανής θέλει να γίνει χριστιανός, θα τον συμβούλευα να προτιμήσει, αντί για οποιαδήποτε άλλη, την καθολική Εκκλησία, της οποίας οι τελετές είναι τόσο μεγαλοπρεπείς, η λειτουργία πολύ σύντομη και οι νηστείες έχουν πολλά ψάρια, η μουσική της ευχαριστεί την ακοή και οι εικόνες τα μάτια. Και ως πνευματικό να διαλέξει όχι κάποιον άγριο Βοσουέττο ή Λακορδαίρο [-Ποιοι είναι πάλι αυτοί;;],

Σελ. 109
να παριστάνει γυμνό τον θεό του κάτω κόσμου και τους κατοίκους του μπροστά στα μάτια του [ααα, μάλλον πρόκειται για ζωγράφους εκκλησιών, σίγουρα Ιταλούς κρίνοντας από τα ονόματά τους], αλλά κάποιο γλυκομίλητο μαθητή του Εσκοβάρου [γι’ αυτόν δεν μπόρεσα να βρω τίποτααααα], για να τον οδηγήσει με "ατλάζινο χαλί" [= μεταξωτό] στις μακάριες μονές. Αφού ο Ύψιστος, σύμφωνα με τον ιερό Αυγουστίνο και Λακτάντιο, "δεν απορρίπτει τα ανθισμένα μονοπάτια, όσες φορές μας οδηγούν προς αυτόν" [δηλαδή όταν βρίσκουμε εύκολους τρόπους, για να προσεγγίσουμε τον Θεό], γιατί να αναζητούμε τον Παράδεισο μέσα από αγκάθια και τριβόλια [= είδος χόρτου με τριγωνικά αγκαθάκια συμβολίζει τους δύσκολους τρόπους προσέγγισης του Θεού] και νερόβραστα χόρτα, ακούγοντας ένρινα τραγούδια και φιλώντας άσχημες εικόνες; Αλλά ας επιστρέψουμε στο θέμα μας και ας μείνει το λάθος των παρεμβάσεών μου στις είκοσι επτά εφημερίδες της Αθήνας και στις τέσσερις καμπάνες της Ρωσικής Εκκλησίας, που διακόπτουν συνέχεια το νήμα της αφήγησής μου.
          Οι κακές αρρώστιες, η πανούκλα, η ευλογιά, ο έρωτας και τα πάθη της ξανθής μητέρας του [του έρωτα η μητέρα;!] που της δόθηκαν και πηγάζουν από αυτόν, έχουν αυτό το καλό, ότι δηλαδή μόνο μια φορά τα περνάμε. Τέτοια ήταν και η μεταφυσική αρρώστια της Ιωάννας. Αφού για τρεις μήνες έξυνε το κεφάλι της, αναζητώντας τη λύση του άλυτου αινίγματος, έκλεισε τελικά τα βιβλία της και, αφού άνοιξε το παράθυρο του κελιού της, μύρισε τις μυρωδιές της άνοιξης. Ο Απρίλιος τελείωνε και όλη η φύση ήταν καταπράσινη, χαμογελώντας και εξαπολύοντας ευωδιές έμοιαζε με νεαρή κοπέλα στολισμένη με εμπειρία υπηρέτη ειδικευμένου στο ντύσιμο. Οι αναθυμιάσεις της άνοιξης μεθούσαν τις αισθήσεις της νέας μοναχής, η οποία από τριών μηνών ήδη ήταν βυθισμένη στα σκοτάδια του κελιού και της μεταφυσικής

Σελ. 110
και κοιτούσε και μύριζε με αυξανόμενη απληστία το χορτάρι των λιβαδιών και των μενεξέδων την ευχάριστη μυρωδιά. Ανάμεσα στην άνοιξη και την καρδιά μας, όταν είμαστε είκοσι ετών, υπάρχει σύμφωνα με τους ποιητές και τους γιατρούς κάποια σχέση μυστηριώδης και ανεξήγητη, όπως η σχέση του Σωκράτη με τον Αλκιβιάδη. Κάθε φορά που βλέπουμε πράσινα δένδρα, μαλακή χλόη ή σκιερά σπήλαια, αισθανόμαστε αμέσως την ανάγκη κάποιας Εύας στον παράδεισο αυτό. Ο Νέρων [Ρωμαίος αυτοκράτορας, γνωστός για τον ατίθασο χαρακτήρα τους, τις σεξουαλικές του υπερβολές και τον εμπρησμό της Ρώμης], όταν αισθανόταν νοσταλγία, επιθυμούσε να είχε ολόκληρο το ανθρώπινο γένος ένα κεφάλι, για να το κόψει. Δεν έτυχε ποτέ, και συ, αναγνώστη μου, όταν κάθεσαι την άνοιξη κάτω από τη σκιά ενός πεύκου ή μιας ροδιάς, να αισθανθείς την επιθυμία να είχαν όλες οι γυναίκες ένα μόνο στόμα, για να τις φιλήσεις όλες μαζί; Η Ιωάννα, καθώς αισθανόταν το στήθος της να αναπηδά, όπως τα κύματα της θάλασσας, θυμήθηκε το όνειρό της και τις ελπίδες από τις οποίες είχε κυριευθεί, όταν μπήκε σε εκείνη τη μονή, όπου βρήκε μόνο ανία, παλιά βιβλία και ενοχλητικές σκέψεις. «Λιόββα! Λιόββα! Πότε θα πραγματοποιήσεις τις υποσχέσεις σου;» φώναξε στο τέλος, σείοντας τα κάγκελα της φυλακής της με απελπισία. Αλλά τα κάγκελα ήταν σιδερένια και τα χέρια της είχαν γίνει από την απουσία εργασίας λευκά και απαλά σαν το κερί των λαμπάδων. Γι’ αυτό, αφού άφησε τα σίδερα κι επειδή δεν είχε στο κελί της ούτε σκύλο, για να δείρει, ούτε κινέζικα αντικείμενα, για να σπάσει, έκρυψε ανάμεσα στα χέρια της το πρόσωπό της και άρχισε να κλαίει. Τίποτα δεν είναι πιο γλυκό από τα δάκρυα, όταν 

Σελ. 111
υπάρχει ένα χέρι έτοιμο, για να τα σκουπίσει, ή χείλη πρόθυμα, για να ρουφήξουν τη "βροχή της καρδιάς", όπως ονομάζουν τα δάκρυα οι Ινδοί. Αλλά, όταν κλαίει κάποιος μόνος, τότε τα δάκρυα είναι αληθινά και πικρά, όπως κάθε αλήθεια στον κόσμο. Αλλά είναι πολύ πιο πικρά, όσες φορές θρηνούμε, γιατί δεν μπορούμε να απολαύσουμε αυτό που επιθυμούμε κρυφά να πάρουμε από κάποιον άλλο, ένα άλογο, μια εξυπηρέτηση ή μια γυναίκα.
          Θόρυβος βημάτων στο διάδρομο απέσπασε λίγο αργότερα την Ιωάννα από τις θλιβερές σκέψεις της και, όταν άνοιξε η πόρτα, μπήκε η Ηγουμένη κρατώντας από το χέρι έναν νεαρό χωρίς γένεια, ο οποίος ήταν ντυμένος με το ρούχο του Αγίου Βενέδικτου, ενώ τα μάτια του με σεμνότητα κοιτούσαν τα σανδάλια του. «Ιωάννα», είπε η Προεστώσα [= Αρχόντισσα], παρουσιάζοντας τον νεαρό μοναχό στη θαμπωμένη ηρωίδα μας, «ο Ηγούμενος της Φούλδης [κάποια γερμανική πόλη, το όνομα της οποίας ο Ροΐδης εξελλήνισε και γι' αυτό δεν είναι εύκολο να βρεθεί ποια είναι], ο Άγιος Ραβάνος ο Μαύρος, επειδή πρόκειται να στείλει ιεροκήρυκες στη Θουρίγγη [= περιοχή στη Γερμανία, σημερινή περιφέρειά της], ζητά από εμένα τις επιστολές του Αποστόλου Παύλου, που είναι γραμμένες με χρυσά γράμματα πάνω σε πολύτιμη περγαμηνή, για να θαμπώσει με τη λάμψη του χρυσού τα μάτια των απίστων, εμπνέοντας έτσι σε αυτούς περισσότερο σεβασμό για τις αλήθειες του Ευαγγελίου. Ο νεαρός αυτός Βενεδικτίνος είναι ο πατήρ Φρουμέντιος, ο οποίος, όπως κι εσύ, ξεχωρίζει από τους άλλους στην ευσέβεια και την καλλιγραφία. Συνεργάσου μαζί του, μέχρι να πραγματοποιηθεί η παραγγελία του αδελφού μας Ραβάνου. Πάρε χρυσό μελάνι, γραφίδες έχεις, τροφή θα

Σελ. 112
σας στέλνω από το δικό μου τραπέζι. Χαίρετε, παιδιά μου». Αφού είπε αυτά, έφυγε η Αγία Βλιθρούδη, κλείνοντας πίσω της την πόρτα, όπως οι χωρικοί στη Μολδαβία, κάθε φορά που ο άρχοντας επισκέπτεται τη γυναίκα τους. Αλλά η Αγία Βλιθρούδη ήταν από τις ενάρετες εκείνες γυναίκες, των οποίων το μυαλό αδυνατεί να υποθέσει το κακό. Αν έβλεπε κάποιο καλόγερο να φιλά μία από τις παρθένες του Μοναστηριού, θα πίστευε ότι το κάνει για να την ευλογήσει (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Εισαγωγή, σελ. 12). Επειδή από την παιδική ηλικία είχε σημαδευτεί από την ευλογιά, είχε γνωρίσει στη ζωή της μόνο αθώα φιλιά και δεν μπορούσε να πιστέψει ότι υπάρχουν και άλλου είδους φιλιά στον κόσμο. Άλλωστε εκείνο τον αιώνα οι οπαδοί του Αγίου Βενέδικτου, και άνδρες και γυναίκες, ζούσαν «φύρδην μίγδην» [= όλοι μαζί ανακατωμένοι] στα μοναστήρια, όπως οι βδέλλες μέσα σ’ ένα μπουκάλι με νερό. Σύμφωνα με κάποιους Χρονογράφους, οι σχέσεις τους ήταν αθώες, όπως οι σχέσεις του δικού μας Αγίου Αμούν, που κοιμόταν για δεκαοκτώ ολόκληρα χρόνια με τη σύζυγό του, η οποία όμως πέθανε παρθένα. Σύμφωνα με τον Μουρατόρη [βρήκα ότι "Κανόνας του Μουρατόρη" είναι λατινικό χειρόγραφο του 7ου-8ου αι., που πιστεύεται ότι αποτελεί μετάφραση από ελληνικό χειρόγραφο του 2ου ή 4ου αι. μ.Χ, και αναφέρεται στην Καινή Διαθήκη, το οποίο βρήκε ο ιερέας Μουρατόρη στην Αμβροσιανή Βιβλιοθήκη του Μιλάνου και εκδόθηκε το 1740 - ίσως όμως ο Ροΐδης να αναφέρεται σε κάποιο προσωπικό έργο του Μουρατόρη, για το οποίο δεν υπάρχουν πληροφορίες στην ελληνική γλώσσα], όμως, από τη σχέση αυτή εντός των μοναστηριών γεννιούνταν πολλές φορές σκάνδαλα και παιδιά. Αλλά τα έριχναν συνήθως στο ποτάμι της Φούλδας. Με αυτόν τον τρόπο σωζόταν η τιμή των Μοναστηριών και πάχαιναν τα ψάρια. 
          Το νέο [και νεαρό και καινούργιο!] ζευγάρι, όταν έμεινε μόνο, γνωρίζοντας πόσο πολύτιμος είναι ο χρόνος, σήκωσε τα μανίκια των ράσων και άρχισε αμέσως την εργασία, την αντιγραφή δηλαδή

Σελ. 113
των επιστολών του Αγίου Παύλου. Για δεκαπέντε μέρες ο νέος μοναχός πήγαινε κάθε πρωί στο κελί της Ιωάννας, όπου εργαζόταν μαζί της μέχρι το απόγευμα. Αλλά ο δεκαοχτάχρονος εκείνος νεαρός, αν και ασχολούταν από παιδί με αντιγραφές ευχολογίων, δεν είχε διαβάσει ούτε την Αγία Γραφή ούτε τις εξομολογήσεις του Αυγουστίνου ούτε το λόγο του Αγίου Βασιλείου για την Παρθενία ή κάποιο άλλο ιερό βιβλίο, και γι’ αυτόν το λόγο ήταν αγνός και άσπιλος, όπως το χιόνι, πάνω στο οποίο κυλιόταν ο Άγιος Φραγκίσκος, για να ηρεμήσει τους πειρασμούς της σάρκας. Επομένως, από τη μία, προχωρούσε γρήγορα η αντιγραφή των επιστολών του Αγίου Παύλου, αλλά από τη άλλη οι σχέσεις του με την Ιωάννα έμεναν στάσιμες. Όσες φορές το χέρι της ηρωίδας μας άγγιζε το χέρι του ή τα μαλλιά τους μπλέκονταν, καθώς έσκυβαν πάνω από την περγαμηνή, αισθανόταν την καρδιά του να χτυπάει σαν καμπάνα φρουρίου σε ώρα κινδύνου, αλλά ούτε αυτός μπορούσε να πει αν χτυπούσε η καρδιά του προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά [δηλαδή δεν ήξερε τι να κάνει]. Από την άλλη πλευρά, η Ιωάννα, έχοντας διαβάσει πολλές φορές τον Ωριγένη, τον Χρυσόστομο και τους κανόνες του Νηστευτή, γνώριζε τα πάντα θεωρητικά. Μπορούσε μάλιστα και να συζητήσει για τέτοια θέματα, χρησιμοποιώντας τις τεχνικές εκείνες λέξεις που είναι γνωστές μόνο στους γιατρούς, στις πόρνες και στους θεολόγους. Αλλά  βρισκόταν με άνδρα μόνη της για πρώτη φορά και η αμηχανία της αυξανόταν κάθε μέρα, όπως των Άγγλων περιηγητών στις νεκροπόλεις της Αιγύπτου, τις οποίες γνώριζαν πολύ καλά μόνο από τις μελέτες τους στο χαρτί. 

Σελ. 114
          Η κατάσταση των δύο νέων γινόταν κάθε μέρα περισσότερο ανυπόφορη. Ούτε ο Φρουμέντιος γνώριζε τι να ζητήσει ούτε η Ιωάννα τι πρώτα να προσφέρει. Στο μεταξύ η αντιγραφή κόντευε να τελειώσει και έμενε μόνο η επιστολή προς τους Εβραίους και έπειτα πικρός και αναπόφευκτος θα ακολουθούσε ο χωρισμός. Πολλές φορές η Ιωάννα, σαν άλλη Πηνελόπη, έξυνε τη νύχτα από την περγαμηνή όσα την προηγούμενη μέρα είχε γράψει. Ο σύντροφός της καταλάβαινε το τέχνασμα, μάντευε το σκοπό του και κοκκίνιζε ή έβγαζε αναστεναγμούς τόσο έντονους, που μπορούσαν να κινήσουν τα φτερά ανεμόμυλου, αλλά σε αυτά μόνο περιοριζόταν και κάθε μέρα περνούσε όπως οι άλλες, γεμάτη με μάταιους πόθους και ελπίδες που αποδεικνύονταν ψεύτικες. Αλλά ούτε εσύ, αναγνώστη, ούτε εγώ έχουμε τόσες μέρες να χάσουμε. Εξάλλου, επειδή γράφω μια αληθινή ιστορία, δεν μπορώ να μιμηθώ τους ποιητές ή τους συγγραφείς εκείνους που συσσωρεύουν καρδιοχτύπια, δάκρυα, κοκκινίσματα και άλλα πλατωνικά εφόδια, ζευγαρώνουν ανά δύο τους μελιστάλακτους στίχους τους, όπως οι γεωργοί στο άροτρο τα βόδια, ή τορνεύουν στρογγυλές περιόδους σαν τα στήθη της Αφροδίτης. Ο μεγάλος Δάντης ονόμαζε αυτούς τους ποιητές "μαστροπούς", αλλά σε μένα δεν αρέσει ούτε η ονομασία ούτε το επάγγελμα. Αφήνοντάς τα, λοιπόν, και τα δύο αυτά στον Πλάτωνα, τον Οβίδιο, τον Πετράρχη και τους δακρυσμένους οπαδούς τους, θα παρουσιάζω πάντα την αλήθεια γυμνή και αχτένιστη, όπως όταν βγήκε από το πηγάδι [πρόκειται για κάποιο μύθο, αρχαίο ή αστικό;].
          Οι δύο αγαπημένοι είχαν τελειώσει την αντιγραφή της

Σελ. 115
τελευταίας αποστολής του Αποστόλου και ο ήλιος, τον οποίο ο Γαλιλαίος δεν είχε καταδικάσει ακόμα σε ακινησία, τελείωνε την καθημερινή περιστροφή του. Ήταν η στιγμή που τα βόδια επιστρέφουν στο σταύλο και οι χριστιανοί φιλούν την Παρθένο με το «Χαίρε, Μαρία». Η καμπάνα είχε καλέσει τις καλόγριες στην εσπερινή προσευχή και κανένας θόρυβος δεν ακουγόταν πια στους διαδρόμους του Μοναστηριού. Η Ιωάννα καθόταν δίπλα στο παράθυρο, ξεφυλλίζοντας μια Αγία Γραφή, ενώ ο Φρουμέντιος κοιτούσε εκστασιασμένος τη σύντροφό του, την οποία ο ήλιος, καθώς έδυε περνώντας μέσα από τα κόκκινα γυαλιά του κελιού, τη στεφάνωνε με έναν ακτινοβόλο κύκλο, όπως οι Ρώσοι ζωγράφοι τα κεφάλια των Αγίων. Η δική μας ηρωίδα, που ήταν τότε δεκαεπτά χρονών, δεν έμοιαζε με τις λευκές και αγγελόμορφες εκείνες παρθένες, τις οποίες δεν τολμά κανείς να αγγίξει, από φόβο μήπως ανοίξουν τα φτερά τους, ούτε μπορούσε να παραλληλιστεί με κλειστό τριαντάφυλλο, αλλά περισσότερο με εκείνο το φυτό της ζεστής Παλαιστίνης, το οποίο έχει πάνω στο ίδιο κλαδί όχι μόνο ευωδιαστά λουλούδια αλλά και νόστιμους καρπούς για τον οδοιπόρο που πεινάει. Η σκιά του κελιού και το καλό τραπέζι της Μονής είχαν στερεώσει τις σάρκες και είχαν απαλύνει το δέρμα της δικής μας ηρωίδας, αλλά τα μαλλιά της, που είχαν δεχτεί την παρέμβαση του ψαλιδιού μόνο μία φορά, κυμάτιζαν πιο πυκνά από πριν πάνω στους στρογγυλούς ώμους της. Όλα αυτά ήταν αληθινά πολύ αχτένιστα, απεριποίητα και

Σελ. 116
παραμελημένα, αλλά σύμφωνα με τον Σαίξπηρ "ούτε ο καθαρός χρυσός έχει την ανάγκη επιχρύσωσης ούτε το τριαντάφυλλο χρειάζεται πρόσθετο άρωμα ούτε ο κρίνος μακιγιάζ", οπότε ούτε μια δεκαεπτάχρονη νεαρή χρειάζεται αρώματα και μπούκλες.  
          Ο Φρουμέντιος συνέχιζε να είναι σιωπηλός και η Ιωάννα να γυρίζει τα φύλλα της Αγίας Γραφής, άλλοτε ψιθυρίζοντας ανάμεσα στα δόντια, άλλοτε διαβάζοντας κάποιο απόσπασμα δυνατά. Αλλά μετά από λίγο σταμάτησε να ξεφυλλίζει την Αγία Γραφή και με γλυκιά φωνή, σαν νεαρής Ινδής που τραγουδάει, άρχισε να διαβάζει ένα "φαρμακερό φίδι" [δηλαδή ένα απόσπασμα με πονηρά υπονοούμενα].
          «[1.1] Το Άσμα Ασμάτων, που είναι του Σολομώντος [1.2]. Η ΝΥΜΦΗ: Ας με φιλήσει με τα φιλιά του στόματός του. Ο ΝΥΜΦΙΟΣ: Τα όμορφα στήθη σου είναι καλύτερα από το κρασί [1.3] και η μυρωδιά των ωραίων μυρωδιών σου [είναι πιο ευχάριστη] από όλα τα αρώματα. Η ΝΥΜΦΗ: Το όνομά σου είναι σαν το μύρο, που ξεχύθηκε από σφραγισμένο δοχείο΄ γι’ αυτούς τους λόγους οι νεαρές παρθένες σε αγάπησαν [1.16]. Η ΝΥΜΦΗ: Να, είσαι καλός, αδελφέ μου, και ωραίος στο κρεβάτι μας. Ο ΝΥΜΦΙΟΣ: Σαν με παχιά σκιά  [1.13] θα αναπαύεται ανάμεσα στα στήθη μου [7.12]. Η ΝΥΜΦΗ: Έλα, αδελφέ μου, ας βγούμε στους αγρούς [8.1]΄ αν σε βρω έξω, θα σε φιλήσω [7.13], εκεί θα σου προσφέρω τα στήθη μου [2.5]. Στηρίξτε με με μύρα. Στοιβάξτε με στα μήλα, γιατί είμαι τραυματίας της αγάπης εγώ [8.6]. Ο ΝΥΜΦΙΟΣ: Βάλε με σαν σφραγίδα πάνω στην καρδιά σου, σαν σφραγίδα στο μπράτσο σου. Η αγάπη είναι δυνατή όπως ο θάνατος [8.7]. Η ΝΥΜΦΗ: Το πολύ νερό δε θα μπορέσει να σβήσει [την αγάπη], οι ποταμοί δε θα την πνίξουν.» [Στην απόδοση των αποσπασμάτων στα νέα ελληνικά βοήθησε ο ιστότοπος users.sch.gr/aiasgr/Palaia_Diathikh, από όπου βρέθηκαν τα ακριβή σημεία που αποθησαύρισε ο Ροΐδης, χωρίς όμως να σεβαστεί το πρωτότυπο ως προς το ποιος μιλάει κάθε φορά, ο Νυμφίος, δηλαδή ο Χριστός ή η Νυμφία, δηλαδή η Εκκλησία.]

Σελ. 117
          Αυτά άκουγε ο Φρουμέντιος και χωρίς να γνωρίζει ότι τα μήλα, τα στήθη και τα φιλιά εκείνα ήταν προφητικές αλληγορίες που απεικόνιζαν τη μελλοντική αγάπη του Σωτήρα για την Εκκλησία Του, αισθανόταν το δέρμα και τις τρίχες του να σηκώνονται από την επιθυμία, όπως του Ιώβ από τον τρόμο. Σε κάθε στίχο της ουράνιας εκείνης επωδής [επωδή είναι το εκλαϊκευμένο κείμενο με ασαφές περιεχόμενο], πλησίαζε ένα βήμα πιο κοντά στην αναγνώστρια, ενώ στο τελευταίο κομμάτι βρισκόταν μπροστά της γονατισμένος. Η Ιωάννα σήκωσε τότε το κεφάλι από το βιβλίο και συναντήθηκαν τα μάτια των δύο αγαπημένων. Κάθε φορά που βρίσκεται κάποιος στο χείλος του γκρεμού (Σημ. του συγγρ.: Τέτοια, νομίζω, ήταν και η θέση της δικής μας ηρωίδας) πρέπει, λένε, να κλείνει τα μάτια, αλλιώς ζαλίζεται και πέφτει. Αλλά εκείνη δεν έκλεισε τα μάτια, οπότε έπεσε... το βιβλίο από το χέρι της και

Quel giorno piu non vi leggero avanti.
[=  Εκείνη τη μέρα δε θα σε ανάψω μπροστά.]
(Δάντης, Κόλαση, άσμα Ε)
[άλλο ένα ασαφές στο νόημα απόσπασμα,
ο νοών νοείτω]

          Ο αντιπρόσωπος της Πρωσίας, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο, ζητούσε ένα φτερό αετού, για να υπογράψει το όνομα και τους τίτλους του στο χαρτί της συνθήκης ειρήνης. Εγώ, όμως, θα ήθελα να έχω ένα φτερό από τις φτερούγες του Έρωτα, για να περιγράψω την παροδική ευχαρίστηση του νέου ζεύγους. Μοναξιά, ησυχία, άφθονη τροφή, ανοιξιάτικοι άνεμοι,

Σελ. 118
τίποτα δεν τους έλειπε από όσα κάνουν ευχαριστημένους τους εραστές. Η Ιωάννα, επειδή είχε γλιτώσει χάρη στην αντιγραφή από τους όρθρους, τις αναγνώσεις, τις προσκυνήσεις και άλλες μοναστηριακές αγγαρείες, μπορούσε από το πρωί ως το βράδυ να μένει με τον σύντροφό της. Αλλά, αν και ήταν μέσα Ιουνίου, πάλι οι μέρες φαίνονταν σύντομες στα αχόρταγα χείλη των νεαρών. Πολλές φορές, την ώρα του Εσπερινού, κάθονταν δίπλα στο ανοιχτό παράθυρο, ενώ οι καμπάνες ηχούσαν πένθιμα, σαν να θρηνούσαν τη μέρα η οποία αργοπέθαινε [= τελείωνε σιγά σιγά], αναστέναζαν κι εκείνοι και, όπως ο Ιησούς του Ναυή, έλεγαν στον ήλιο «Στάσου». Αλλά αυτός πήγαινε να δώσει φως στους αντίποδες και οι εραστές περίμεναν την επόμενη μέρα.
          Δέκα ακόμα μέρες πέρασαν μέσα στο στενό εκείνο κελί, γράφοντας, τρώγοντας, ανταλλάσσοντας φιλιά, χωρίς να βρίσκουν άλλο μειονέκτημα στον καιρό που ήταν ωραίος, παρά μόνο ότι έφευγε γρήγορα. Αλλά τελικά έφτασε η καταραμένη μέρα του χωρισμού. Η αντιγραφή των επιστολών του Αγίου Παύλου είχε τελειώσει προ πολλού και ο Ηγούμενος έστελνε ξανά και ξανά στον Φρουμέντιο ένα μουλάρι και τη σαφή διαταγή να επιστρέψει στη μάνδρα τους [= στο μοναστήρι τους]. Ο δυστυχής νεαρός, ρίχνοντας κατάρες στους όρκους του, στον Ηγούμενο και σε όλους τους αγίους, πήγε να αποχαιρετήσει την αγαπημένη του, κρατώντας στα χέρια του το μπαστούνι της πεζοπορίας, αλλά δεν μπορούσε να κρατήσει τα δάκρυά του. Η Ιωάννα δεν έκλαιγε, γιατί κάποιες από τις συντρόφους της ήταν παρούσες. Εξάλλου οι γυναίκες,

Σελ. 119
όσο ευαίσθητες κι αν είναι, κλαίνε μόνο όταν και όπου πρέπει. Αν αμφιβάλλεις γι’ αυτό, αναγνώστη, ρώτα τους πλοιάρχους και την ιστορία. Η αυτοκράτειρα Ιουδίθ, όταν, για να τη σώσει, ο άτυχος Ροβέρτος έπεσε από παράθυρο από ψηλά, υποδέχτηκε χαμογελώντας τον σύζυγό της. Η βασίλισσα Μαργόττα, για να σκορπίσει κάθε υποψία, γελούσε, ενώ απέναντί της αποκεφαλιζόταν για χάρη της ο Βονιφάτιος. Και η κόμισσα Καρούση φιλούσε ξανά και ξανά τον σιχαμερό αιμοσταγή αφέντη της, που σκότωσε τον πιστό φίλο της. Οι Χρονογράφοι ύμνησαν τη γενναιότητα των υπομονετικών αυτών γυναικών, αλλά εγώ ούτε τις ηρωίδες αυτές θαύμασα ποτέ ούτε την ευαισθησία των ευαίσθητων εκείνων Αγγλίδων, οι οποίες, καθώς πήγαιναν να ακούσουν τη Ριστόρη, σημείωναν στο περιθώριο των έργων "Μύρρα" και "Μήδεια" σε ποιο σημείο έπρεπε να δακρύσουν.
          Αλλά, όταν έμεινε και πάλι μόνη της η Ιωάννα, αισθάνθηκε στο στομάχι της το βάρος εκείνο, που μας κυριεύει, όταν φάμε πολύ ή χάσουμε μητέρα, ερωμένη ή περιουσία. Σύμφωνα με τον γέρο Πλούταρχο, ούτε του αληθινού έρωτα τη σκιά δε γνωρίζουν οι γυναίκες. Εγώ, όμως, νομίζω ότι μάλλον ο έρωτας είναι για τις γυναίκες κάποια παρασιτική αρρώστια [μια αρρώστια από παρασιτικούς οργανισμούς, η οποία προκαλεί καταστροφές στον ανθρώπινο οργανισμό], που πηγάζει από την πλήξη και τη μοναξιά, όπως οι ψείρες από τη βρομιά. Οι κοσμικές γυναίκες πηγαίνοντας το βράδυ από του ενός σε άλλου άνδρα την αγκαλιά (Σημ. του συγγρ.: Στο χορό εννοώ) ούτε να αναστενάξουν δεν έχουν χρόνο ούτε να αγαπήσουν κάτι άλλο εκτός από τη βεντάλια τους. Μοιάζουν

Σελ. 120
με τον γάιδαρο εκείνο που έμενε νηστικός, ενώ βρισκόταν ανάμεσα σε τέσσερις σωρούς από τριφύλλι, γιατί δεν ήξερε από ποιο σωρό να ξεκινήσει να τρώει. Είναι πιθανό να κάνω λάθος, αλλά όσες ερωτευμένες γυναίκες γνώρισα, ήταν ή πολιορκούμενες από παντού ή νεαρές που φρουρούνταν από άγρυπνους γονείς σαν τα μήλα των Εσπερίδων ή αρχόντισσες με πολλή πείρα, που μετρούσαν περισσότερα χρόνια παρά δόντια. Η κακοκεφιά της φτωχής Ιωάννας, που ήταν μόνη της ανάμεσα στους τέσσερις εκείνους τοίχους, όπου την προηγούμενη ακόμα μέρα αντηχούσαν πάρα πολλοί ερωτικοί όρκοι και φιλιά, αυξανόταν κάθε μέρα. Ο Άγιος Αυγουστίνος, κάθε φορά που μελαγχολούσε, "κυλιόταν στο βούρκο σαν σε ευωδιαστό λουτρό", η Αγία Γενοβέφα έκλαιγε μέχρι που αναγκαζόταν να αλλάξει ρούχο [γιατί μούσκευε από τα πολλά δάκρυα], ο Άγιος Φραγκίσκος αγκάλιαζε χιονισμένα αγάλματα, η Αγία Λιμπανία έσχιζε τις σάρκες της με σιδερένιο χτένι και η Αγία Λιουτβίτγη έπνιγε ποντικούς. Η δική μας ηρωίδα, πιο φρόνιμη από όλους αυτούς, ξάπλωνε σε μια γωνιά του κελιού της και με βεντάλια από φτερά περιστεριού (Σημ. του συγγρ.: Τα μόνα που επιτρέπονταν στα μοναστήρια) προσπαθούσε να διώξει τις μύγες και τις ενοχλητικές σκέψεις. Η ζέστη του Ιουνίου έκανε ακόμα πιο καυτή τη λύπη της και οι μέρες της φαίνονταν μακριές, όπως η ζωή ενός γέρου θείου στους κληρονόμους του. Όταν η απελπισία της κορυφωνόταν, κατέφευγε μερικές φορές, για να απομακρύνει τα ενοχλητικά φαντάσματα που την περικύκλωναν, στις ευσεβείς συνταγές των Συναξαρίων, άλλοτε μαστιγώνοντας τον εαυτό της με τη ζώνη της, άλλοτε βρέχοντας τα σεντόνια της με παγωμένο νερό ή προσπαθώντας να πνίξει 

Σελ. 121
τη λύπη της στο κρασί, σύμφωνα με τη συμβουλή του Εκκλησιαστή «να μεθάτε στις λύπες και να πίνετε κρασί στους πόνους». Αλλά όλα τα θαυματουργά αυτά φάρμακα δεν κατάφερναν να αντιμετωπίσουν την κακοκεφιά της ούτε καν το αγνόχορτο (Σημ. του συγγρ.: Το βότανο άγνος, Agnus castus), του οποίου μόνο η μυρωδιά αρκεί σύμφωνα με τους αγιογράφους, για να διώξει τον έρωτα, όπως η πύρεθρος τους ψύλλους.
          Ο χρόνος, λένε, θεραπεύει όλα τα τραύματα. Αλλά όχι, νομίζω, τον έρωτα και την πείνα. Αντίθετα, όσο περισσότερο μένει κάποιος συνετός ή νηστικός, τόσο η όρεξή του αυξάνεται, μέχρι να καταντήσει να φάει τα παπούτσια του, όπως οι στρατιώτες του Ναπολέοντα στη Ρωσία, ή να αγαπήσει τις κατσίκες του, όπως οι βοσκοί στα Πυρηναία όρη [η οροσειρά που αποτελεί το φυσικό σύνορο μεταξύ Ισπανίας και Γαλλίας]. Σε τέτοια περίπου κατάσταση βρισκόταν και η δική μας ηρωίδα, όταν κάποιο απόγευμα, ενώ καθόταν στην άκρη του ιχθυοτροφείου μοιράζοντας μελαγχολικά το βραδινό της στους κυπρίνους, την πλησίασε μυστηριωδώς ο κηπουρός της Μονής και, αφού κοίταξε γύρω του ανήσυχα, σαν αλεπού που ετοιμάζεται να ορμήσει στο κοτέτσι, της έβαλε στο χέρι με μυστηριώδη τρόπο μια επιστολή, γραμμένη με κόκκινα γράμματα πάνω σε λεπτό δέρμα αρνιού που γεννήθηκε νεκρό [ή πέθανε νεογέννητο, για να προσφέρει το πετσί στους ανθρώπους για γραφική ύλη]. Η Ιωάννα την άνοιξε και ανάμεσα σε ανθισμένα στεφάνια, πληγωμένες καρδιές, περιστέρια που φιλιούνταν,

Σελ. 122
αναμμένες λαμπάδες και άλλα σύμβολα του πάθους, με τα οποία οι εραστές τότε διακοσμούσαν τις επιστολές τους, όπως σε μας οι βρακοφόροι τα μπράτσα και τις γάμπες τους, διάβασε τα ακόλουθα:

«Ο Φρουμέντιος χαιρετά την αδελφή του εν Χριστώ Ιωάννα.
          Όπως το ελάφι ποθεί έντονα τις πηγές του νερού, έτσι και η ψυχή μου δίψασε για σένα, αδελφή μου (Ψαλμός ΜΑ’, εδ. 2). Θρήνος με κυρίευσε και τα μάτια μου τρέχουν νερό (Ιερεμία, κεφ. Θ’, εδ. 18). Τα δάκρυά μου είναι η τροφή της μέρας και των νυχτών μου ο ύπνος (Ψαλμός ΟΘ’, εδ. 6). Αυτός που πεινάει, ονειρεύεται ψωμιά κι εγώ είδα εσένα στα όνειρά μου, Ιωάννα (Ισαΐα, κεφ. ΚΘ’, εδ. 8). Αλλά ξύπνησα και δε σε βρήκα δίπλα μου. Ανέβηκα τότε στο μαύρο γάιδαρό μου και ήρθα στην κατοικία σου την άγια. Κοντά στον τάφο της Αγίας Βόμμας σε περιμένω. Έλα, περιστέρα μου, εκλεκτή όπως ο ήλιος (Άσμα ασμάτων, κεφ. Α’, εδ. 5), έλα με τη λάμψη σου να επισκιάσεις τη σελήνη.» [Όλες οι παραπάνω παρενθέσεις αποτελούν σημειώσεις του συγγραφέα.]
          Αυτή ήταν η επιστολή του Φρουμέντιου. Σήμερα, όσοι γράφουν σε γυναίκα, κλέβουν από τον Φόσκολο [Ιταλός ποιητής του 19ου αι.] και την

Σελ. 123
Σάνδη [Γαλλίδα μυθιστοριογράφος του 19ου αι.], αλλά οι εραστές τότε αντέγραφαν από τους Ψαλμούς και από τους Προφήτες, ώστε οι επιστολές τους ήταν φλογερές, όπως είναι τα χείλη της Σουναμίτιδος [γυναίκα από την πόλη Σουνάμ, η γυναίκα αυτή αναφέρεται στην Εβραϊκή Βίβλο και στο Άσμα ασμάτων, χωρίς να είναι γνωστό το όνομά της] και η άμμος της ερήμου.
          Στις πέντε τα ξημερώματα, όταν η καμπάνα καλούσε τις παρθένες στον όρθρο, η Ιωάννα κρατώντας με το δεξί χέρι τα σανδάλια και με το αριστερό την καρδιά της, για να ηρεμήσει τους χτύπους της, κατέβηκε τη σκάλα του κοινοβίου, γλιστρώντας σιωπηλά σαν φίδι πάνω στη χλόη. Η σελήνη, η πιστή λαμπάδα των λαθρεμπόρων και των μοιχαλίδων, την οποία οι ποιητές ονομάζουν "αγνή" κατ’ ευφημισμόν [δηλαδή χρησιμοποιώντας μια καλή σημασιολογικά λέξη για κάτι κακό], όπως ονομάζουν και τις Ερινύες "σεμνές", έχοντας μόλις ανατείλει πίσω από τις επάλξεις της Μονής, φώτισε το δρόμο της δραπέτιδας ηρωίδας, η οποία τρέχοντας για τη συνάντηση με τον αγαπημένο της πατούσε άσπλαχνα τα σέλινα και τα πράσα του κήπου του Μοναστηριού. Αφού για μισή ώρα περίπου προχωρούσε έτσι, έφθασε τελικά στο νεκροταφείο, που ήταν κάτω από τη σκιά κυπαρισσιών και σμιλάκων [σμίλαξ= είδος αναρριχώμενου φυτού της Μεσογείου, με μικρούς κόκκινους καρπούς] τόσο πυκνών, ώστε ούτε η πνοή του ανέμου ούτε οι ακτίνες του ήλιου μπορούσαν να εισέλθουν στο σκυθρωπό εκείνο εστιατόριο των σκουληκιών [= το νεκροταφείο - ο Ροΐδης ήταν και γνωστός για την ειρωνεία και το σαρκασμό του]. Ο Φρουμέντιος είχε δέσει το γάιδαρό του σ’ ένα κλαδί δένδρου, που έριχνε τη σκιά του στο μνήμα της Αγίας Βόμμας, πάνω στο οποίο καθόταν ο ίδιος κρατώντας ψηλά στην άκρη ενός μπαστουνιού ένα κεράτινο φανάρι σαν φάρο για την αγαπημένη του. Όταν, όμως, είδε την Ιωάννα να προχωρά δειλά ανάμεσα στους τάφους, όρμησε προς το μέρος της σαν

Σελ. 124
Καπουτσίνος σε χοιρομέρι στο τέλος της Σαρακοστής. Αλλά το μέρος δεν ήταν κατάλληλο για τέτοιες φιλικές συμπεριφορές. Γι’ αυτό, αφού κρέμασε το φανάρι στο λαιμό του γαϊδάρου και ανέβηκε πάνω του με την Ιωάννα, απομακρύνθηκε γρήγορα από τις νεκρώσιμες εκείνες σκιές. Το δυστυχισμένο ζώο, σκύβοντας κάτω από το διπλό φορτίο αλλά και παίρνοντας θάρρος από τις τέσσερις φτέρνες του, κατέβασε τα μακριά αυτιά του και άρχισε να τρέχει, βγάζοντας ως διαμαρτυρία τόσο δυνατά γκαρίσματα, ώστε (Σημ. του συγγρ.: Σύμφωνα με κάποιον αξιόπιστο αγιογράφο) πολλές από τις νεκρές παρθένες, επειδή νόμισαν ότι ακούστηκε η σάλπιγγα της Κρίσης, έβγαλαν τα άτριχα κεφάλια τους από τους τάφους.
          Η Ιωάννα, έχοντας ως ζώνη τα μπράτσα και ως στήριγμα τα στήθη του καλού Φρουμέντιου, ανέπνεε με απερίγραπτη αγαλλίαση τον αέρα των αγρών. Το νεαρό ζευγάρι, αφού πέρασε το δάσος, έτρεχε πια στην ανοιχτή πεδιάδα που ήταν φυτεμένη με κριθάρι ή κουκιά. Αλλά, όταν ανέτειλε ο ήλιος μετά από λίγο, ο νεαρός μοναχός, για να προστατέψει τη σύντροφό του από τις καλοκαιρινές ακτίνες, ανάγκασε με μια θαυματουργή προσευχή ένα μεγάλο αετό να απλώσει τις φτερούγες του πάνω από το κεφάλι της, ακολουθώντας από ψηλά, καθώς πετούσε, τα βήματα του γαϊδάρου. Τέτοια θαύματα πετύχαιναν τότε οι χριστιανοί, των οποίων η καρδιά ήταν απλή, η πίστη ισχυρή και οι προσευχές προς την Παναγία πολύ δυνατές, ενώ σήμερα οι παντογνώστες αλλά λιγόπιστοι σοφοί, που κρατούν διαβήτη και μικροσκόπιο αντί

Σελ. 125
για σταυρό και κομποσκοίνι, γνωρίζουν από τη μία πόσα φτερά έχει  η ουρά κάθε πτηνού και πόσους σπόρους περιέχει ο κάλυκας των λουλουδιών, αλλά ούτε αετούς δεν μπορούν να εξημερώσουν με ένα νεύμα ούτε τα αγκάθια να μετατρέψουν σε κρίνους με ένα δάκρυ. Επιπλέον βρίζονται και από τον πανοσιότατο Αββά Γερίνο, ο οποίος αποκαλώντας τους μορφωμένους ως ειδωλολάτρες και άθεους, γιατί διατηρούν στο χριστιανικό ουρανό τον Ερμή και την Αφροδίτη [ως ονόματα πλανητών], φωνάζει σαν άλλος Ιερεμίας «Ανάθεμα! Ανάθεμα! Και πάλι ανάθεμα στην πρόοδο και την επιστήμη.»
          Μετά από τέσσερις ώρες δρόμο, σταμάτησαν οι δραπέτες, για να ξεκουραστούν δίπλα σε μια μικρή λίμνη, στην άκρη της οποίας υψωνόταν ένα τεράστιο άγαλμα του Ιρμινσούλ [= γερμανική ειδωλολατρική θεότητα]. Το είδωλο αυτό είχε ρίξει ο Άγιος Βονιφάτιος με ένα φύσημα στο βάθος της λίμνης, αλλά οι αρχαίοι πιστοί του, αν και έγιναν χριστιανοί, διατηρούσαν στα βάθη της καρδιάς τους κάποια λείψανα αφοσίωσης για τον πνιγμένο προστάτη τους, στον οποίο εξακολουθούσαν να προσφέρουν δώρα, ρίχνοντας κάθε χρόνο στο νερό ψωμιά, λαμπάδες, μελόπιτες και τυριά, προκαλώντας πολύ μεγάλη χαρά στα ψάρια, που με εκείνες τις προσφορές είχαν γίνει παχιά, όπως οι ιερείς της Ρέας [= αρχαία ελληνική θεότητα, η μητέρα του Δία] ή της

Σελ. 126
Παναγίας στο Λορέτο. Ο Φρουμέντιος, επειδή καταγόταν από την πλευρά της μητέρας του από τους ηρωικούς συναγωνιστές του Βιτικίνδου, ήταν δεισιδαίμονας ως γνήσιο τέκνο της Σαξονίας και η Ιωάννα, αν και ήταν πολύ καλή θεολόγος, συμμεριζόταν, όπως ο Σωκράτης, τις προλήψεις των συγχρόνων της. Οι πιο πολλοί χριστιανοί της εποχής εκείνης, καθώς αμφιταλαντεύονταν ακόμα ανάμεσα στον Χριστό και τους ειδωλολατρικούς θεούς, έμοιαζαν με εκείνη την ευλαβική γριά στη Χίο, η οποία κάθε μέρα άναβε ένα κερί μπροστά από την εικόνα του Αγίου Γεωργίου και ένα άλλο μπροστά από την εικόνα του Διαβόλου, λέγοντας ότι καλό είναι να έχει κάποιος φίλους παντού. Οι δύο εραστές, λοιπόν, γονατισμένοι στην όχθη της λίμνης προσέφεραν στον Ιρμινσούλ ό,τι περίσσευσε από το πρόγευμά τους, τρίχες από το κεφάλι τους, μαζί με μερικές σταγόνες από το αίμα τους, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο την ένωσή τους αιώνια και αδιάσπαστη, όπως ο Δούκας της Βενετίας τη σχέση του με τη θάλασσα. Μετά την τελετή αυτή, ο Φρουμέντιος έβγαλε από το δισάκι του μια ανδρική στολή καλόγερου και παρακάλεσε την αγαπημένη του να τη φορέσει, για να γίνει δεκτή ως νεοφώτιστος νεαρός άνδρας στη Μονή της Φούλδας. «Έτσι», πρόσθεσε κοκκινίζοντας ο νεαρός, «θα μείνουμε στο ίδιο  κελί χωρίς να μας ενοχλεί κανείς, τρώγοντας από το ίδιο πιάτο και βυθίζοντας το καλάμι στο ίδιο μελανοδοχείο. Ενώ, αν καταλάβουν ότι είσαι γυναίκα, θα σε κλείσουν οι άρχοντες μαζί με άλλους κατηχούμενους στο χώρο των γυναικών, όπου μόνο εκείνοι έχουν το δικαίωμα να μπαίνουν, κι εγώ θα πεθάνω στο κατώφλι από την απελπισία.»

Σελ. 127
          Η Ιωάννα αρχικά απέρριπτε τη μεταμφίεση, γιατί κατά τη γνώμη της ήταν ασέβεια, αντιτάσσοντας στα παρακάλια του εραστή της το ρητό της Αγίας Γραφής «δε θα υπάρχουν ανδρικά ρούχα πάνω σε γυναίκα ούτε θα φοράει ο άνδρας γυναικεία ρούχα», αλλά εκείνος επέμενε και στο απόσπασμα του "Δευτερονομίου", που πρόβαλλε η Ιωάννα, αντέτασσε την άποψη του Ωριγένη ότι οι γυναίκες θα μεταμορφωθούν σε άνδρες την ημέρα της Κρίσεως. Όμως, όταν του απάντησε η Ιωάννα ότι ο Ωριγένης ήταν αιρετικός και επιπλέον ευνούχος, ο νεαρός της θύμισε το παράδειγμα της Αγίας Θέκλας, της αδελφής του Αποστόλου Παύλου, αλλά και την Αγία Μαργαρίτα, την Αγία Ευγενία, την Αγία  Ματρώνα (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε στην Εισαγωγή, σελ. 16) και τόσες άλλες άγιες, οι οποίες, αφού έκρυψαν κάτω από το ανδρικό ράσο το σώμα τους, το "λευκό σαν φτερούγα αγγέλου", απέκτησαν την αγιότητα, ζώντας μαζί με καλόγερους, όπως και οι Τούρκοι κατακτούν τον παράδεισο, όταν ζουν ανάμεσα σε γυναίκες. Η νεότητα, η ομορφιά και οι έντονες επιθυμίες ήταν επιχειρήματα που έκαναν ακαταμάχητη την πειθώ του νέου κατηχητή [του Φρουμέντιου που προσπαθούσε να καθοδηγήσει την Ιωάννα], ώστε η Ιωάννα σύντομα καταπάτησε με τα μικρά της πόδια και τις εντολές της Αγίας Γραφής και τα γυναικεία ρούχα της και φόρεσε το ανδρικό ράσο και τα σανδάλια εκείνα, τα οποία επρόκειτο μετά από λίγα χρόνια να απλώνει, για να τα φιλήσουν οι σπουδαίοι της γης, γονατισμένοι γύρω από το θρόνο της. Αφού

Σελ. 128
τελείωσε η μεταμόρφωση, ο Φρουμέντιος την οδήγησε στην όχθη της λίμνης, για να δει τον εαυτό της στην επιφάνεια του νερού. Ποτέ ένα σχοινί δεν είχε σφίξει τη μέση πιο ωραίου καλόγερου, ενώ το πρόσωπο της ηρωίδας μας έλαμπε κάτω από τη μοναχική κουκούλα σαν μαργαριτάρι μέσα σε όστρακο. Ο Φρουμέντιος δεν μπορούσε να χορτάσει να θαυμάζει τον αδελφό του Ιωάννη [= τη μεταμφιεσμένη Ιωάννα], μπροστά στον οποίο είχε γονατίσει σαν να ήταν σε έκσταση και άρχισε να εγκωμιάζει την ομορφιά του με κάποιο από τους μυστικο-ανατομικούς εκείνους ύμνους, με τους οποίους οι καλόγεροι του Μεσαίωνα εκθειάζουν ένα ένα τα μέλη της Παναγίας, τις τρίχες, τα μάγουλα, τα στήθη, την κοιλιά, τις γάμπες και τα πόδια, όπως οι εκμεταλλευτές των αλόγων τις ομορφιές των ζώων τους και ο κύριος Παναγιώτης Σούτσος [Αθηναίος σατιρικός ποιητής, σύγχρονος του Ροΐδη] των ηρωίδων του.
          Μετά το τέλος της λιτανείας το νεαρό ζευγάρι ανέβηκε στο ζώο και πάλι και οδήγησε τα βήματά του στο Μοναστήρι της Φούλδας, όπου η Ιωάννα επρόκειτο να ενταχθεί στο κοπάδι του Αγίου Βενέδικτου. Δώδεκα μέρες συνολικά ξόδεψαν οι δραπέτες, για να διανύσουν τις διακόσιες λεύγες ανάμεσα στη Μοσβάχη και τη Φούλδα, ενώ ξεκουράζονταν όπου εύρισκαν σκιά, πλένονταν σε κάθε ρυάκι και χάραζαν το όνομά τους στα δένδρα, που έριχναν τη σκιά τους στις στιγμές των ηδονών τους. Η ζέστη του ήλιου, της νιότης, του έρωτα και κυρίως της ιππασίας έκανε αναγκαίες τις συχνές εκείνες στάσεις. Άλλωστε ο Φρουμέντιος, γνωρίζοντας με ακρίβεια την «αγιογραφία» [ο συγγραφέας με αυτήν τη λέξη εννοεί ότι γνώριζαν πού βρίσκονταν ναοί, μοναστήρια και άλλοι καθαγιασμένοι τόποι] των περιοχών εκείνων, εύρισκε πάντα κάποια ευσεβή δικαιολογία, κάθε φορά που

Σελ. 129
ήθελε να κατέβουν από το ζώο, άλλοτε για να προσευχηθούν μπροστά στο δένδρο όπου η Αγία Θέκλα θεράπευσε έναν τυφλό, ραντίζοντας τα σβησμένα μάτια του με μερικές σταγόνες από γάλα από τα παρθενικά στήθη της, άλλοτε για να φιλήσουν το χώμα όπου έτρεξε το αίμα του Αγίου Βονιφάτιου και από κάθε σταγόνα του βλάστησε μια ανεμώνη, όπως συνέβη με το αίμα του Άδωνη [ο συγγραφέας υπαινίσσεται ότι αυτό το στοιχείο, όπως και πολλά άλλα, το πήρε ο χριστιανισμός από την αρχαία ελληνική μυθολογία]. Η Ιωάννα συμφωνούσε στα αιτήματα του εραστή της χαμογελώντας, ενώ οι βοσκοί και οι αγρότες θαύμαζαν την ομορφιά και την ευσέβεια των δύο κουκουλοφόρων νεαρών, σπεύδοντας κάθε φορά που τους συναντούσαν, να βγάλουν τα τρίγωνα καπέλα τους και συναγωνιζόμενοι ποιος θα φιλήσει πρώτος τα χέρια τους ή θα τους προσφέρει ψωμί, μυζήθρα, μπύρα και φρούτα. Άλλοτε, όμως, συναντούσαν μισόγυμνους Σκλαβήνους, οι οποίοι ζούσαν όπως τα καλάμια στις όχθες των ρυακιών, ζητώντας φόρο διάβασης από τους διαβάτες και ρίχνοντας στο νερό όσους έδειχναν δυσαρέσκεια. Αλλά αυτούς τους απομάκρυνε ο Φρουμέντιος με κάποιο τροπάρι προς τον Άγιο Μιχαήλ, το οποίο οδηγούσε αμέσως σε φυγή τους αμφίβιους εκείνους ληστές, όπως η φωνή του γουρουνιού τον ελέφαντα. Κάποιο πρωινό, όμως, ενώ ξεκουραζόταν κάτω από τη σκιά μιας γέρικης βελανιδιάς το χαριτωμένο ζευγάρι πάνω στις ερωτικές δάφνες τους ή μάλλον πάνω σε τριφύλλια (Σημ. του συγγρ.: Γιατί οι δάφνες στη Γερμανία δε φυτρώνουν παρά μόνο πάνω στα κεφάλια των ηρώων) εμφανίστηκαν δύο γυναίκες, έχοντας δεμένο το πόδι τους με ελαφριά αλυσίδα, με βαμμένα τα μάγουλα και με μόνο ρούχο τα λυτά μαλλιά τους. Αυτές

Σελ. 130
οι αμαρτωλές είχε κανονιστεί από τον πνευματικό τους να πάνε γυμνές και αλυσοδεμένες να προσκυνήσουν τον τάφο του Αγίου Μαρκελλίνου, για να εξαγοράσουν τις αμαρτίες τους. Τα ευσεβή αυτά ταξίδια γίνονταν συνήθως στο τέλος της Άνοιξης ή την αρχή του Καλοκαιριού, όταν η θερμοκρασία επέτρεπε την παραδεισένια εκείνη ενδυμασία[γιατί στον Παράδεισο οι πρωτόπλαστοι ήταν γυμνοί, αλλά και γιατί η γύμνια είναι ευχάριστη, όταν προσφέρει όμορφο θέαμα]. Οι περισσότερες από τις Μαγδαληνές αυτές, γνωρίζοντας ότι το άγγιγμα των ιερών λειψάνων επρόκειτο μετά από λίγο χρόνο να καθαρίσει από πάνω τους κάθε στίγμα, δεν ντρέπονταν καθόλου να πολλαπλασιάζουν τις αμαρτίες τους κατά τη διάρκεια του ταξιδιού τους, ζητώντας φιλοξενία από τους χωρικούς και έλεος από τους ταξιδιώτες, ανταμείβοντάς τους με το νόμισμα εκείνο, με το οποίο πλήρωσε τα ναύλα της η Αγία Μαρία η Αιγύπτια. Αλλά το ντύσιμο του Αδάμ [= η γύμνια] έκανε συχνές και πρόχειρες αυτές τις συναλλαγές. Οι δύο προσκυνήτριες, λοιπόν, επειδή δεν μπορούσαν να μαντεύσουν τι κρυβόταν κάτω από το ράσο της Ιωάννας, πλησίασαν ζητώντας μερικά δηνάρια [= μικρής αξίας νομίσματα], για τα οποία υπόσχονταν να ανοίξουν στους δύο νεαρούς τις πύλες του ουρανού για το μέλλον και την αγκαλιά τους για το παρόν. Ο Φρουμέντιος, έχοντας μπροστά του την Ιωάννα ως ασφαλή πανοπλία εναντίον κάθε πειρασμού, απομάκρυνε με το σχοινί της ζώνης του τις αναιδείς προτάσεις των γυμνών εκείνων σειρήνων, από τις οποίες απομακρύνθηκε σφίγγοντας στην αγκαλιά του την αγαπημένη του, όπως οι ασκητές τον Σταυρό κάθε φορά που μπαίνουν σε πειρασμό από το δαίμονα της σάρκας. Αλλά οι Άγιοι εκείνοι ερημίτες, αν και γύριζαν προς άλλη πλευρά

Σελ. 131
με τρόμο το ένα μάτι από τον δαίμονα [= τον πειρασμό που προκαλεί η γυναικεία γύμνια], κάρφωναν το άλλο πάνω του με πόθο και με φρίκη, όπως ο νηστικός Ιουδαίος στο χοιρομέρι. Αλλά ο Φρουμέντιος, που ήταν γνήσιο παιδί της Δύσης, χρησιμοποιούσε την απόλαυση ως αντίδοτο εναντίον της επιθυμίας και γύρισε προς άλλη κατεύθυνση με κόπο και τα δύο μάτια του. Οι δικοί μας Άγιοι, αγρυπνώντας, μαστιγώνοντας τον εαυτό τους και νηστεύοντας μέχρι το στόμα τους να γεμίσει με σκουλήκια, μόλις που πετυχαίνουν να ηρεμήσουν τις άγριες αναταράξεις της σάρκας, παλεύοντας νύχτα και μέρα εναντίον των διαβόλων που έχουν γυναικεία μορφή και απομακρύνοντας από τα ασκητήριά τους και τις κότες και τις κατσίκες, επειδή κατά τη γνώμη τους είναι επικίνδυνες για τη σύνεσή τους, που είναι δύσκολο να διατηρηθεί, ενώ οι Φράγκοι, αφού ηρεμούν τον αρχηγό της ασέλγειας με κάποια μικρή θυσία, μπορούν στη συνέχεια με ηρεμία και ψυχική γαλήνη να φροντίσουν για τη σωτηρία τους, χωρίς να αναγκάζονται να διακόπτουν συνέχεια τις προσευχές τους, για να διώξουν, όπως ο Άγιος Αντώνιος, τον πειρασμό με ψυχρολουσίες. Σύμφωνα με τον σοφό Αρχιγένη [πρόκειται για τον αρχαίο Αρχιγένη ή το σύγχρονο του Ροΐδη, Θρακιώτη καθηγητή της Ιατρικής Σχολής της Κωνσταντινούπολης;; - μάλλον τον πρώτο, χωρίς σιγουριά], η εγκράτεια είναι το πιο δύσκολο από τα αφροδισιακά φάρμακα. Καλά έκαναν, λοιπόν, οι Φράγκοι που εξόριζαν αυτά τα φάρμακα από τα μοναστήρια.
          Αφού φώτισε ο ήλιος τη μεγαλύτερη μέρα του χρόνου, έδυσε από πολλή ώρα πριν, όταν οι δύο οδοιπόροι, αφού πέρασαν τα σβησμένα ηφαίστεια που αποτελούσαν περίφραξη  της Μονής της Φούλδας, πάτησαν επιτέλους πάνω στα χώματα του μοναστηριού. Η νύχτα ήταν χωρίς σελήνη αλλά γλυκιά και μόνο τα αστέρια αντανακλούσαν

Σελ. 132
το φως τους στο ποτάμι της Φούλδας. Αλλά, όσο πλησίαζαν οι νεαροί στη Μονή, διέκριναν ανάμεσα από τα δένδρα ένα κόκκινο φως, σαν από μεγάλη πυρκαγιά. Αλεπούδες, ελάφια και γιγάντια αγριογούρουνα περνούσαν από κοντά τους και απομακρύνονταν στη γύρω περιοχή με τρόμο, ενώ τα νυχτοπούλια αναζητούσαν το σκοτάδι της φωλιάς τους άτακτα φτερουγίζοντας πάνω από το κεφάλι τους. Η Ιωάννα σφιγγόταν πάνω στα στήθη του συντρόφου της τρέμοντας, ενώ ο γάιδαρος τέντωνε με ανησυχία τα αυτιά του, προχωρώντας με περίσκεψη [= προσοχή] και με δειλία, σαν στρατιώτης του Πάπα στη φωτιά της μάχης. Στήλες φωτιάς, σύννεφα καπνού, ήχοι καμπανών και τραγουδιών, αναθυμιάσεις λιβανιού και μαγειρείου κατέλαβαν μετά από λίγο τα μάτια, τα αυτιά και τη μύτη της δικής μας ηρωίδας, της οποίας η έκπληξη και ο τρόμος αυξανόταν σε κάθε βήμα και δεν μπορούσε να ηρεμήσει την καλή διάθεση του Φρουμέντιου, ο οποίος στις συχνές ερωτήσεις της απαντούσε με καγχασμούς και φιλιά. Εμείς, επειδή δεν μπορούμε να δώσουμε την ίδια απάντηση, καλή αναγνώστρια, θα σε πληροφορήσουμε ότι η μέρα ή καλύτερα η νύχτα εκείνη ήταν η 24η Ιουνίου, όταν πριν από οκτακόσια χρόνια το κεφάλι του Αγίου Ιωάννη προσφέρθηκε ως ανταμοιβή για το χορό της στην κόρη της Ηρωδιάδας, όπως σήμερα δίνεται ανθοδέσμη στην Έσλερ ή την Ταλιόνη [= ίσως πρόκειται για γνωστές χορεύτριες της εποχής του Ροΐδη]. Τα οστά του Αγίου, όταν βγήκαν από τον τάφο από τον Άγιο Αθανάσιο, γύρισαν όλον τον κόσμο, όπως συνηθιζόταν τότε, κάνοντας θαύματα, ενώ το κεφάλι μεταφέρθηκε από κάποιον Γάλλο 

Σελ. 133
καλόγερο από την Αλεξάνδρεια στη Γαλλία, επειδή οι Γάλλοι του Μεσαίωνα άρπαζαν από τις εκκλησίες της Ανατολής τα λείψανα των Αγίων, όπως οι απόγονοί τους τα συντρίμμια της αρχαίας τέχνης. Το δάχτυλο του Αγίου Σέργιου ή η κνήμη της Αγίας Φεβρωνίας πουλιούνταν τότε πολύ ακριβότερα από το κεφάλι του Ερμή ή ο βραχίονας της Αφροδίτης σήμερα [ως κομμάτια αρχαίων αγαλμάτων]. Όμως, το κρανίο του Αγίου Ιωάννη, αφού τοποθετήθηκε στη Μονή του Αγίου Αγγελή, χρησίμευε για θεραπεία του πυρετού, όπως σήμερα η κινίνη. Η φήμη της θαυματουργής εκείνης κεφαλής εξαπλώθηκε σιγά σιγά σε όλη τη Δύση και κάθε χρόνο άναβαν παντού πολλές φωτιές, για να τιμήσουν τον Άγιο, γύρω από τις οποίες έτρωγαν, έπιναν πλουσιοπάροχα και χόρευαν οι πιστοί, όπως οι πρόγονοί τους γύρω από τους πυρσούς των Παληλίων [ποιμενική γιορτή των αρχαίων Ιταλών και ιδίως των Ρωμαίων, στις 21 Απριλίου, για τη θεά Πάλη, που θεωρούσαν προστάτιδά τους]. Η θεά Πάλης είχε ξεχαστεί από πολύ καιρό πριν, αλλά οι αρχαίοι πιστοί της συνέχιζαν να αγαπούν το κρασί, το χορό και τις χαρούμενες αγρυπνίες και, επειδή δεν υπήρχαν πια οι παλαιοί θεοί, προσέφεραν στους Αγίους με τα μακριά πηγούνια και τα μακριά ρούχα του χριστιανικού Παραδείσου τη χαρούμενη λατρεία των γυμνών και αγένειων κατοίκων του Ολύμπου.
          Το πανηγύρι είχε μεγάλη ένταση, όταν μπήκαν οι δύο οδοιπόροι στην αυλή του μοναστηριού. Άλλοι μοναχοί πρόσθεταν άχυρα και άδεια βαρέλια στη φωτιά, άλλοι σηκώνοντας τις άκρες των ράσων πηδούσαν πάνω από την ιερή φλόγα, καταφεύγοντας σ’ ένα λάκκο γεμάτο με νερό, όσες φορές η φωτιά δάγκωνε τις γυμνές γάμπες τους. Άλλοι χόρευαν γύρω από τις φωτιές, όπως ο Δαυίδ γύρω

Σελ. 134
από την Κιβωτό, ή ξαπλώνοντας πάνω στο χορτάρι βύθιζαν τα πιρούνια στις κατσαρόλες και τα ποτήρια στα πιθάρια΄ άλλοι πάλι κρατώντας αναμμένο δαυλό έτρεχαν στον κήπο ψάχνοντας γεράκι, με σκοπό να διώξουν τους δαίμονες, ή τετράφυλλο τριφύλλι, το οποίο υποτάσσει τα καταχθόνια πνεύματα σε όποιον το έβρισκε εκείνη τη νύχτα. Οι καλοδιάθετοι μοναχοί υποδέχθηκαν με φωνές χαράς τον αδελφό που επέστρεψε και την Ιωάννα, την οποία ο Φρουμέντιος τους παρουσίασε σαν ορφανό συγγενή του που ήταν κάτω από την εξουσία του Δούκα Ανσίζιγου, και θεωρούσε βαριά την αλυσίδα του δούλου, γι’ αυτό επιθυμούσε να την ανταλλάξει με καλογερικό σχοινί. «Άξιος, Άξιος μπήκε στο Ιερό Σώμα μας!» απάντησαν με μια φωνή οι Βενεδικτίνοι, παρασύροντας μαζί τη νεοφώτιστη στις γρήγορες στροφές  του κυκλικού χορού, που περιστρεφόταν σαν φίδι με πολλούς κρίκους γύρω από την πιο ψηλή φωτιά. Η Ιωάννα, μόλις μπήκε στο μοναστήρι, άρχισε να διδάσκεται να χορεύει. Αλλά εκείνη την εποχή ο χορός, τον οποίο απαγορεύουν σήμερα [την εποχή του Ροΐδη, δηλαδή μέσα του 19ου αιώνα] οι πνευματικοί, επειδή πιστεύουν ότι είναι εφεύρεση του Σατανά, δεν ήταν τότε αντίθετο της ευσέβειας ή της θρησκείας αλλά προσευχή που γινόταν με τα πόδια, όπως οι ψαλμοί με τα χείλη, αλλά και τα δύο [χορός και προσευχή] εφευρέθηκαν από τον βασιλιά των προφητών, τον Δαυίδ, ώστε συγγενεύουν σαν γνήσια παιδιά του ίδιου πατέρα.
          Τα αστέρια ήταν χλωμά στον ουρανό και οι φωτιές έσβυναν στη γη, όταν η καμπάνα ανάγκασε τους μεθυσμένους

Σελ. 135
και νυσταγμένους συντρόφους να αφήσουν τον χορό ή το πιοτό, για να τρέξουν στον όρθρο. Το πρωινό εκείνο, όπως συνέβαινε πάντα την επόμενη μέρα μιας γιορτής, δυνατά ροχαλητά ακούγονταν αντί για ύμνους κάτω από τους θόλους της εκκλησίας και γι’ αυτό λένε ότι έμεινε στους καλόγερους η συνήθεια να ψάλλουν και με τα ρουθούνια, όταν είναι ξύπνιοι. Η συνήθεια αυτή εξορίστηκε από τις εκκλησίες της Δύσης μετά τη γιορτή του Γαϊδάρου και των άλλων γοτθικών λειψάνων του Μεσαίωνα και κατέφυγε σε μας, όπου διατηρείται ακόμα ακέραια και ακμαία, κάνοντας πιο έρημους τους ναούς, πιο ψυχρή την ευλάβεια και πιο λίγο το έλεος των ορθόδοξων. Οι θρησκείες μοιάζουν με τις γυναίκες. Και οι δύο, όσο είναι νεαρές, δε χρειάζονται ούτε  καλλωπισμούς ούτε μακιγιάζ, για να είναι περικυκλωμένες από αξιολάτρευτους θαυμαστές, έτοιμους να θυσιάσουν γι’ αυτές και τη ζωή τους, όπως οι πρώτοι χριστιανοί και οι εραστές της Ασπασίας. Αλλά, όταν γεράσουν, αναγκάζονται να καταφύγουν στο φύκος [-Τι είναι αυτό πάλι; Εκτός από το γνωστό φυτό, στο παρελθόν ήταν ένα υλικό για μακιγιάζ, αλλά δεν μπόρεσα να βρω ποιο ακριβώς] και στα κοσμήματα, για να διατηρήσουν για λίγο ακόμα τους λίγους φανατικούς οπαδούς τους. Όταν η ρωμαϊκή Εκκλησία το κατάλαβε και είδε συγχρόνως ότι γινόταν ψυχρός ο ζήλος των πιστών, κατέφυγε στους ζωγράφους και στους γλύπτες, όπως η Ήρα στη γοητευτική ζώνη της Αφροδίτης, για να καλύψει τις ρυτίδες και να ντύσει τη γύμνια της, ενώ η ανατολική Εκκλησία, αν και παλαιότερη από την αδελφή της [την Καθολική Εκκλησία], είτε εξαιτίας της φτώχειας είτε από υπερηφάνεια έμεινε σταθερή, θέλοντας να προσελκύει τους πιστούς με τους ύμνους της μύτης και με τις κατσουφιασμένες εικόνες.

Σελ. 136
Η ευλάβεια εξαφανίστηκε από πολύ καιρό πριν, από όλο τον κόσμο, αλλά οι εικόνες του Ραφαήλ και η φωνή των Λακορδαίρων [- Ποιοι είναι αυτοί; Δεν τους βρήκα!] ή των ευνούχων του Πάπα ελκύουν ακόμα προσκυνητές κάτω από τους θόλους του Αγίου Πέτρου και του Πάνθεου [Πάνθεον ήταν ναός της ρωμαϊκής αρχαιότητας στη Ρώμη, που λειτουργούσε στη συνέχεια ως χριστιανικός ναός, ενώ σήμερα είναι επισκέψιμος μουσειακός χώρος], ενώ εμείς, μία φορά μόνο το χρόνο πάμε στην εκκλησία κλείνοντας τα αυτιά. [-Πότε;;; Το Πάσχα;; Όταν χτυπούν πιο έντονα οι καμπάνες και παράγονται και άλλοι δυνατοί ήχοι που σηματοδοτούν την Ανάσταση;; Ούτε καν πια!]
          Όταν τελείωσε ο όρθρος, ο Φρουμέντιος  έτρεξε να ξεναγήσει την Ιωάννα στο νέο της κλουβί. Η Μονή της Φούλδας έμοιαζε περισσότερο με φρούριο παρά με μάνδρα μοναχών. Ψηλά ηφαίστεια, των οποίων τους κρατήρες είχε σβύσει ο Άγιος Στούρμης με μερικές σταγόνες αγιασμένου νερού, την περικύκλωναν από παντού, ενώ η κοίτη του μικρού ποταμού με το ίδιο όνομα χρησίμευε ως τάφρος του μοναστηριού, το οποίο ήταν στεφανωμένο με πύργους και επάλξεις οδοντωτές. Οι τότε οπαδοί του Αγίου Βενέδικτου, εκτός από το κρασί και τον ύπνο, αγαπούσαν να αναμειγνύονται και στους πολιτικούς αγώνες του αιώνα, αλλά όποτε καταδιώκονταν από κάποιο ισχυρό πρόσωπο, οχυρώνονταν πίσω από τα τείχη της μονής, όπως οι αρθρογράφοι πίσω από τα άρθρα του Συντάγματος. Ο Μέγας Κάρολος είχε εξημερώσει κάπως τον τρόπο συμπεριφοράς των άγριων καλόγερων, αφαιρώντας τους όλα τα όπλα με εξαίρεση τους πνευματικούς, αλλά οι Μονές διατηρούσαν ακόμα τη φιλοπόλεμη ενδυμασία τους [δηλαδή είχαν πύργους και πολεμίστρες]. Η Ιωάννα επισκέφτηκε πρώτα τα κελιά και μετά το σπουδαστήριο των νεοφώτιστων, το εστιατόριο που ήταν στολισμένο με τερατόμορφα αγάλματα των Δώδεκα Αποστόλων, τις υπόγειες φυλακές, όπου οι κακοί καλόγεροι

Σελ. 137
θάβονταν ζωντανοί, και στο τέλος τη βιβλιοθήκη, όπου εργάζονταν εξήντα γραφείς νύχτα και μέρα, άλλοι ξύνοντας αρχαία χειρόγραφα, άλλοι γράφοντας πάνω στα έτοιμα με αυτόν τον τρόπο «χαρτιά» τους αγώνες του Αγίου Βαβύλα και της Αγίας Πρίσκας, αντικαθιστώντας τους άθλους του Ηρακλή και του Αννίβα. Όμως ο κήπος ήταν παραμελημένος, γιατί οι καλοί πατέρες φρόντιζαν λίγο τα λουλούδια και μισούσαν τα λαχανικά, γιατί κατά τη γνώμη τους έπιαναν πολύτιμο χώρο στο στομάχι, επειδή προτιμούσαν τα στήθη των χηνών και τα μπούτια των γουρουνιών, που έμοιαζαν με τα ρητά της Αγίας Γραφής, που μέσα σε λίγες λέξεις έχουν πολλή ουσία.
          Μετά από την περιγραφή της φωλιάς του μοναστηριού επιδιώκουμε να σκιαγραφήσουμε και την εικόνα όσων κατοικούσαν εκεί. Τα μοναστικά τάγματα ήταν τόσα πολλά και τόσο ποικίλα είχαν γίνει τα ονόματα και τα σχήματα των καλογέρων, των Θεατίνων, των Ρεκολλέτων, των Καρμηλιτών, των Φραγκισκανών, των Καπουτσίνων, των Καμαλδούλων, άλλοι ξυπόλυτοι, άλλοι φορούσαν σανδάλια, άλλοι με γένεια, άλλοι χωρίς γένεια, άλλοι φορούσαν λευκά ρούχα, άλλοι μαύρα ή είχαν άλλα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά στην εμφάνιση, ώστε ο περίφημος ζωολόγος Βόρνος (Σημ. του συγγρ.: Baron Born), για να μην υπάρχει η σύγχυση, προσπάθησε να τους κατατάξει με βάση τα κυριότερα γνωρίσματά τους σε γένη και είδη, ακολουθώντας το σύστημα του Λινναίου για τα ζώα και τα φυτά. Ανοίγοντας, λοιπόν, τη

Σελ. 138
"Λινναϊκή Μοναχολογία" στη λέξη "Βενεδικτίνος" βρίσκουμε τον ακόλουθο επιστημονικό ορισμό αυτού του είδους των μοναχών «... πρόσωπο χωρίς γένεια, κρανίο κουρεμένο, σανδάλια στα πόδια, φορούν μακρύ ρούχο, μαύρο, μέχρι το έδαφος, μανδύα που φτάνει μέχρι τις φτέρνες.... φωνάζουν τρεις ή τέσσερις φορές τη μέρα και μέσα στη νύχτα με βραχνή φωνή, αργή... τρώνε τα πάντα, νηστεύουν σπάνια
          Αυτά ήταν τα κυριότερα χαρακτηριστικά τους, αλλά επιπλέον οι Βενεδικτίνοι της Γερμανίας είχαν μια μικρή εικόνα της Παναγίας ραμμένη πάνω στην κουκούλα του ράσου τους, για να προστατεύει τα κεφάλια τους από τις πονηρές σκέψεις και τις ψείρες και τα πρόσωπά τους έμοιαζαν πολύ με τα γραμμένα ξανά και ξανά χειρόγραφα των μοναστηριών, στα οποία φαίνονταν ακόμα κάτω από τα ευσεβή τροπάρια του Μεσαίωνα ερωτικοί στίχοι του Ανακρέοντα και της Σαπφούς. Τέσσερις φορές την ημέρα έτρωγαν οι καλοί πατέρες [ειρωνείαααα]και αντί για βούτυρο χρησιμοποιούσαν χοιρινό άλειμμα και τα δάκτυλά τους αντί για πιρούνι, ενώ όσοι είχαν κάνει αμαρτίες, τιμωρούνταν με στέρηση του αλείμματος αυτού για μερικές βδομάδες, όπως σε μας ο αμαρτωλός στερείται τη μετάληψη. Δύο φορές το μήνα ξυρίζονταν, τη Μεγάλη Παρασκευή έπλεναν όλοι τα πόδια και τρεις φορές το χρόνο οι πιο χοντροί έκαναν φλεβοτομή [= κόψιμο φλεβών, μια θεραπευτική πρακτική πολύ διαδεδομένη την εποχή του Μεσαίωνα στην Ευρώπη], για να μειώσουν τις ακάθαρτες επιθυμίες, ή σύμφωνα με άλλους Χρονογράφους, για να προλάβουν την αποπληξία [= εγκεφαλικό επεισόδιο]. Οι πιο πολλοί ήταν αγράμματοι, αλλά κάποιοι καταλάβαιναν το "Πάτερ ημών", ενώ άλλοι μπορούσαν και να το γράφουν. Στους

Σελ. 139
τελευταίους, όπως στους ήρωες του Ομήρου, δινόταν διπλή μερίδα φαγητού και κρασί αντί για μπύρα. Όλοι «αγίαζαν» [-Τι εννοεί ο Ροΐδης με αυτή τη λέξη;;] την ημέρα του Σαββάτου, επειδή όμως δεν είναι γνωστό με ακρίβεια ποια μέρα τελείωσε ο Θεός τη δημιουργία του κόσμου και μετά αναπαύτηκε (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε Οικονόμου, "Επίκρισιν κατά Βάμβα", σελ. 146), από φόβο μήπως κάνουν κάποιο λάθος, έμεναν σε αργία ολόκληρη την εβδομάδα [άρα «αγίαζαν» σημαίνει ότι αναπαύονταν και δεν έκαναν καμία εργασία]. Ο οργανισμός των καλόγερων εκείνων ήταν τόσο δυνατός, ώστε οι περισσότεροι πέθαιναν όρθιοι, όπως οι Ρώσοι στρατιώτες, τους οποίους λένε ότι πρέπει να σπρώξει κάποιος, για να πέσουν κάτω.
          Ο ποιμένας της κουκουλοφόρου αυτού κοπαδιού ήταν τότε ο ένδοξος Άγιος Ραβάνος ο Μαύρος, του οποίου η μνήμη είχε περισσότερα συρτάρια από όσα διαθέτει το εργαστήριο ενός φαρμακοποιού. Ο σοφός Ηγούμενος, ο οποίος είχε ταξιδέψει σε όλες τις θάλασσες, πάνω στις οποίες έκανε εμετό κάποτε ο περιηγητής, κατείχε όλες τις γλώσσες, και τις ζωντανές και τις νεκρές [ζωντανές είναι όσες μιλιούνται, ενώ νεκρές όσες δε μιλιούνται πια, όπως τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά], και επιπλέον γνώριζε αστρολογία, μαγεία, Κανονικό Δίκαιο και μαιευτική, εφευρίσκοντας μάλιστα μια μηχανή, με την οποία βαφτίζονταν μέσα στην κοιλιά της μητέρας τους οι κυοφορούμενοι ακόμα χριστιανοί, για να γλιτώσουν έτσι από τα σκοτεινά βασίλεια στην περίπτωση αποβολής, όπου βρίσκονται περιπλανώμενα τα αβάφτιστα παιδιά, όπως οι άταφοι ειδωλολάτρες στις όχθες της Στυγός. Όταν, όμως, μπήκε η Ιωάννα 

Σελ. 140
στη Μονή της Φούλδας, ο Άγιος Ραβάνος, επειδή ήταν γέρος πια και υπέφερε από δυσπεψία, νοιαζόταν για τη σωτηρία του, τρώγοντας μόνο χόρτα, όπως ο Ναβουχοδονόσορ τα τελευταία χρόνια της ζωής του, όταν δηλαδή μεταμορφώθηκε σε ταύρο, και συνέθετε ύμνους για τον Τίμιο Σταυρό. Κάθε ύμνος είχε τριακόσιους στίχους και κάθε στίχος ίσο αριθμό γραμμάτων, τακτοποιημένους σε σχήμα σταυρού, όπως τα βακχικά τραγούδια των Γάλλων ποιητών σε σχήμα μπουκαλιού ή βαρελιού. Η αντιγραφή των αριστουργημάτων αυτών απαιτούσε έμπειρο καλλιγράφο και κανένας δεν μπορούσε να συναγωνιστεί σε αυτό τον Φρουμέντιο και τον νέο αδελφό «Ιωάννη». Επομένως σε αυτούς εμπιστεύτηκε ο ρασοφόρος υμνογράφος τους ποιητικούς σταυρούς του, με σκοπό να εκπληρωθεί η προφητεία του Φρουμέντιου που είπε «Θα βυθίζουμε τη γραφίδα στο ίδιο μελανοδοχείο.»
          Οι ευτυχισμένοι εραστές μοιάζουν με τους ευτυχείς λαούς, που δεν έχουν ιστορία΄ των δικών μας μοναχών η ζωή περνούσε χωρίς κύματα, γαλήνια κάτω από τη σκιά του Μοναστηριού, όπως το νερό του ποταμού της Φούλδας κάτω από τις σκιερές γριές λεύκες. Σκέφθηκες ποτέ, αναγνώστη μου, πόσο γλυκιά και αναπαυτική θα ήταν μία ερωμένη με ανδρικά ρούχα, που θα αποκάλυπτε μόνο σε σένα τις ομορφιές της; Δε θα γνώριζες ούτε τη ζήλεια ούτε τα χιλιάδες εκείνα αγκάθια, που σύμφωνα με τον Άγιο Βασίλειο κάνουν τις γυναίκες "εργαστήρια βασάνων". Η ανδρική

Σελ. 141 
ενδυμασία της τη φρουρούσε με πολύ μεγαλύτερη ασφάλεια από ότι τις κλειδαριές των τουρκικών χαρεμιών και τις προφυλακτικές εκείνες ζώνες με τις οποίες οι Ιταλοί ασφαλίζουν τα συζυγικά κτήματά τους από κάθε είδους επιδρομή. Επιπλέον ούτε το πρόσωπο της πολυαγαπημένης σου θα μολυνόταν από άσεμνα βλέμματα ούτε τα αυτιά της από ανήθικα λόγια ή τα χέρια της από αγγίγματα. Αντίθετα θα ήταν αγνή και άσπιλη σαν φτερούγα αγγέλου και ιδανική παρθένα, όπως εκείνη που ονειρευόταν ο Άγιος Βασίλειος να στέκεται σαν σεμνό άγαλμα πάνω στο βάθρο της παρθενίας της και "ακίνητη σε σχέση με οποιαδήποτε φαντασία και επαφή". Οι αναστεναγμοί ζήλειας του Τίβουλλου και του Βύρωνα και οι προσβολές εναντίον των γυναικών δε θα ήταν γνωστά σε σένα, όπως οι θρήνοι του Ιερεμία δεν είναι γνώριμοι σε όποιον ποτέ δε θρήνησε. Τέτοια ήταν για τον Φρουμέντιο η Ιωάννα, τριαντάφυλλο χωρίς αγκάθια, ψάρι χωρίς κόκκαλα, γάτα χωρίς νύχια, επειδή αυτή ζούσε από παιδί μαζί με άνδρες, δεν είχε ούτε ιδιοτροπίες ούτε τα αξιαγάπητα εκείνα ελαττώματα, που κάνουν τις κόρες της Εύας πιο φοβερές και από τις Σειρήνες, οι οποίες μόνο από τη μέση και κάτω ήταν φίδια. Επτά χρόνια είχαν περάσει από τον ερχομό των νεαρών στη Μονή της Φούλδας και η μοίρα εξακολουθούσε να τους κλώθει υφασμένες με χρυσό μέρες, καθώς η σχέση τους ήταν κρυφή και δε δεχόταν ενοχλήσεις, όπως το μαργαριτάρι στα βάθη της θάλασσας, ούτε υπήρχε κίνδυνος να αποκαλυφθεί ποτέ η απάτη τους, καθώς κανένας Φράγκος πριν από τις Σταυροφορίες δε φρόντισε ποτέ να ερευνήσει

Σελ. 142
τι κρυβόταν στις περίπλοκες φράσεις του Πλάτωνα ή στις πτυχές ενός ανδρικού ρούχου. Μόνο ο κουρέας της Μονής έκανε αστεία μερικές φορές στον αδελφό Ιωάννη, όταν αυτός έφερνε με χαμόγελο κάτω από το ξυράφι του ένα μάγουλο χωρίς καθόλου τρίχες και λείο σαν λίμνη χωρίς καθόλου άνεμο.
          Αλλά, εκτός από την Ιωάννα υπήρχε, δυστυχώς, στη Φούλδα και άλλος ένας μοναχός χωρίς γένεια, ο πατήρ Κορβίνος, τον οποίο απέφευγαν όλοι, γιατί το όνομά του δήλωνε ένα πουλί που είναι κακό σημάδι (Σημ. του συγγρ.: Corvinus από τη λέξη corvus που σημαίνει κοράκι στα λατινικά). Ο δυστυχισμένος αυτός Βενεδικτίνος ερωτεύτηκε, όταν ήταν νέος, την ανιψιά του Επισκόπου της Μογουντίας, κοντά στον οποίο ήταν διάκονος, κρατώντας την ουρά του κατακόκκινου ενδύματός του στις τελετές και πίνοντας το νερό με το οποίο η αυτού Αγιότητα έπλενε τα χέρια του μετά τη μετάληψη. Η νεαρή κοπέλα άνοιξε τα αυτιά της και μετά από λίγο την αγκαλιά της στον έρωτα του νεαρού διακόνου, αλλά ο κηδεμόνας της με την ποιμαντική κορώνα, όταν έπιασε μια νύχτα τους δύο νέους να κόβουν απαγορευμένους καρπούς στον κήπο της Επισκοπής, από τη μία έκοψε τα μαλλιά της ανιψιάς του, από την άλλη τον Κορβίνο, αφού τον έκανε... ουδετέρου γένους, τον έστειλε έπειτα στη Μονή της Φούλδας, για να κλάψει για την αμαρτία του. Ο νεαρός μοναχός θρηνούσε τις πρώτες μέρες της απώλειάς του, όπως η κόρη του Ιεφθάε, όταν έχασε την παρθενιά της. Αλλά ο χρόνος έκλεισε τελικά τις πληγές του σώματος και της ψυχής

Σελ. 143
και βαθμιαία κατάντησε να περιφρονεί τις γυναίκες, καλώντας τους συντρόφους του να κατακτήσουν με ασφάλεια τον Παράδεισο κάνοντας την ίδια με αυτόν θυσία, όπως η ακρωτηριασμένη αλεπού του μύθου [του Αισώπου] συμβούλευε τις άλλες αλεπούδες να κόψουν και εκείνες την ουρά τους. Τέτοια φιλοσοφική ζωή ζούσε ο καλός Κορβίνος, αναπληρώνοντας τη στέρηση του απαγορευμένου καρπού με καλά κρέατα και με την προσδοκία του Παραδείσου, όταν κάποια μέρα διατάχθηκε να κυνηγήσει τους σκόρους, που πολιορκούσαν τη βιβλιοθήκη του Ηγούμενου και τότε βρήκε εκεί τη μετάφραση της ομιλίας του Αγίου Βασιλείου για την Παρθενία. Όταν άνοιξε το βιβλίο αυτό, στο οποίο ήλπιζε να βρει νέες αφορμές, για να δοξάσει τον Ύψιστο, επειδή του κόπηκε κάθε μέσο απώλειας της παρθενίας, έπεσε για κακή του τύχη στο σημείο εκείνο που ο Άγιος Επίσκοπος της Καισάρειας συμβουλεύει τις σεμνές παρθένες "να φυλάγονται από τους άνδρες, ακόμα κι αν είναι ευνουχισμένοι", γιατί, όπως το βόδι που του κόβουν τα κέρατα, παραμένει από τη φύση του «κερατιστής» και χτυπάει όσους συναντά, με το κέντρο του κεφαλιού του, όπου πριν ήταν τα κέρατα, έτσι και οι ευνουχισμένοι, όταν καίγονται από ασυνήθιστο πόθο, μπορούν ακόμα... Αλλά σε αυτό το σημείο παραπέμπω τον αναγνώστη στη μελέτη του Αγίου Βασιλείου, για να βρει το τέλος της φράσης (Σημ. του συγγρ.: Βλέπε στις σημειώσεις). Σύμφωνα με τους κριτικούς

Σελ. 144
πάνω σε ασπίδα φαίνεται ότι γράφτηκε του Τάσσου η "Ιερουσαλήμ", αλλά του Αγίου Βασιλείου η μελέτη για την παρθενία εμένα μου φαίνεται ότι γράφτηκε πάνω στο στήθος κάποιας όμορφης παρθένας. Το κείμενο εκείνο προκάλεσε μεγάλη αναταραχή στον καλόγερο που ήταν ήσυχος για τόσα χρόνια. Τα φίδια, οι δράκοι, οι λύκοι, οι πάνθηρες και τα άλλα ζώα, με τα οποία εικονογραφούν οι θεολόγοι τα πάθη, ξύπνησαν όλα μαζί και άρχισαν να κραυγάζουν και να δαγκώνουν την ουρά τους στα βάθη της καρδιάς του καλόγερου, η οποία έγινε και πάλι ανήσυχο θηριοτροφείο. Ο Αρχιμήδης, όταν είχε μεθύσει από χαρά, φώναζε «Εύρηκα!», μόλις βρήκε τη λύση στο πρόβλημα που μελετούσε. Από εκείνη τη μέρα ο καλόγερος κυριεύτηκε από παράξενη εμμονή, την οποία ούτε το μαστίγιο ούτε η ξηροφαγία ούτε η ψυχρολουσία ούτε κάποιο άλλο φάρμακο του καλογερικού φαρμακείου μπορούσε να θεραπεύσει. Γεμάτος ενθουσιασμό από τη θεϊκή πειθώ του Αγίου Βασιλείου, κρατούσε νύχτα και μέρα στην αγκαλιά του το βιβλίο, σαν νεαρή μητέρα που κρατάει το πρωτότοκο παιδί της, και άλλοτε το φιλούσε, άλλοτε αντέγραφε ή αποστήθιζε τις ιερές εκείνες σελίδες. Όσες φορές έβλεπε γυναίκα, έτρεχε προς εκείνη σαν διψασμένο ελάφι που τρέχει στη πηγή της ερήμου, για να επιβεβαιώσει ο καλόγερος στην πράξη τα λόγια του Αγίου Βασιλείου. Αλλά οι ξανθές κοπέλες της Σαξονίας τον απέφευγαν, αν και ήταν ευνουχισμένος, ακολουθώντας τις συνετές συμβουλές του Επισκόπου της Καισάρειας. Νομίζω, όμως, ότι και χωρίς αυτές τις συμβουλές, λίγες κοπέλες, αν και γνώριζαν τις ελλείψεις του, θα τον ήθελαν.

Σελ. 145
          Τέτοιου είδους άνθρωπος ήταν αυτός που επρόκειτο να κόψει το χρυσό νήμα, με το οποίο η καλή Μοίρα έραβε μαζί τις μέρες των δύο εραστών, κάνοντας τη ζωή τους ένα κομπολόι από αστραφτερά και αψεγάδιαστα μαργαριτάρια. Κάθε νύχτα συναντιούνταν ο Φρουμέντιος και η Ιωάννα σε κάποιο σπήλαιο κοντά στο Μοναστήρι, που κάποτε ήταν ιερό αφιερωμένο στον Πρίαπο [= θεότητα της γονιμότητας και προστάτης των ανδρικών γεννητικών οργάνων στην ελληνική μυθολογία, από το όνομα του οποίου προέκυψε η πάθηση "πριαπισμός", με βασικό σύμπτωμα την ανυποχώρητη στύση]. Ο θεός αυτός λατρευόταν ακόμα στη Γερμανία με το όνομα του Αγίου Βίτου και οι τελετές του δεν είχαν αλλάξει. Τα χείλη των χριστιανών γυναικών συνέχιζαν να ζητούν από αυτόν ό,τι ζητούσαν και οι άσεμνες ειδωλολάτρισσες, δηλαδή ευχαρίστηση ή τη γέννηση υγιών παιδιών και ο καλός Άγιος σπάνια δεν ανταποκρινόταν σε τέτοιες παρακλήσεις. Τα αγάλματά του στήνονταν και πάλι, συνήθως κάτω από τη σκιά κάποιου ανδρικού μοναστηριού. Και αυτό, όπως λένε κάποιοι κακόγλωσσοι ιστορικοί, έκανε σίγουρη την επιτυχία των προσευχών των προσκυνητριών. Στο βάθος του ιερού αυτού σπηλαίου, πίσω από το ξύλινο άγαλμα του Αγίου, είχε πλέξει το νεαρό ζευγάρι τη φωλιά του, με ευωδιαστά φύλλα κύτισου [= είδος αειθαλούς θάμνου με κίτρινα άνθη], με δέρματα αλεπούδων και με απαλά υφάσματα της Ανατολής, τα οποία είχαν δοθεί από τις ευσεβείς κοπέλες της Σαξονίας στη μονή ως αφιερώματα. Πάνω από το μέρος που κοιμούνταν, κρέμονταν αστραφτεροί σταλακτίτες, καπνιστές γλώσσες, αποξηραμένα ψάρια, ασκοί με δυνατό κρασί της Μοσέλλης και άλλα τρόφιμα, στα οποία κατέφευγαν οι νεαροί, κάθε φορά που εξαντλούνταν να ψάλλουν τροπάρια, για να τιμήσουν τον Άγιο Βίτο, γιατί ο σεβασμός σ’ αυτόν τον Άγιο, όπως και στην Αφροδίτη, μειώνεται, όταν λείπουν τα δώρα της Δήμητρας και του Βάκχου [= τα τρόφιμα αποτελούν δώρα της Δήμητρας, που ήταν η προστάτιδα της φύσης και της καλλιέργειας της γης, και το κρασί είναι δώρο του Βάκχου ή Διόνυσου, που ήταν ο θεός του αμπελιού και της μέθης]. Εκεί

Σελ. 146
κάποια καταραμένη νύχτα οι δύο εραστές ευχαριστιούνταν όλα τα καλά, ενώ ο αδελφός τους ο Κορβίνος, επειδή δεν μπορούσε από πολλή ώρα να βρει τον ύπνο, ο οποίος εγκαταλείπει σαν παράσιτα τους δυστυχισμένους, περιπλανιόταν σαν λυκάνθρωπος στα χωράφια, λέγοντας τα παράπονά του στη σελήνη. Αλλά και αυτή, επειδή ίσως κουράστηκε από τα μονότονα παράπονα του φτωχού ρασοφόρου, κρύφτηκε πίσω από μαύρα σύννεφα και μετά από λίγο πυκνές σταγόνες βροχής ανάγκασαν τον λάτρη του Μεγάλου Βασιλείου να αναζητήσει άσυλο στο ιερό του Αγίου Βίτου. Η λεπτή άμμος, με την οποία ήταν στρωμένο το έδαφος της σπηλιάς, για να μην τραυματίζονται τα απαλά πόδια των προσκυνητριών, που μόνο ξυπόλητες μπορούσαν να μπουν εκεί, έκρυψε τον ήχο των βημάτων του, με αποτέλεσμα να προχωρήσει, χωρίς να γίνει αντιληπτός, μέχρι το βάθος, όπου οι δύο εραστές αναπαύονταν ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και του Μορφέα [= ένας από τους χίλιους γιους του θεού Ύπνου, σύμφωνα με την αρχαία ελληνική μυθολογία]. Ο χώρος όπου ήταν το κρεβάτι τους, φωτιζόταν από μία λυχνία που έκαιγε μπροστά από την εικόνα του εκχριστιανισθέντος Πριάπου και η Ιωάννα ήταν μισόγυμνη σαν θεά του Ολύμπου και όμορφη, όπως εκείνες οι γυναίκες που έχουν τόσο ελκυστικό παρουσιαστικό, ώστε μπροστά της και ο Άγιος Αμούν [= ένθερμος οπαδός του χριστιανισμού με καταγωγή από την Αδριανούπολη της Θράκης, εργάστηκε εντατικά για τη διάδοσή της ορθόδοξης πίστης] θα ξεχνούσε τους όρκους του και ο Ωριγένης τη συμφορά του και ακόμα, νομίζω, και ο Θεμιστοκλής το τρόπαιο του Μιλτιάδη. Ο πατήρ Κορβίνος, ξεχνώντας ακόμα και τον Φρουμέντιο που βρισκόταν εκεί δίπλα, όρμησε να επιβεβαιώσει τις απόψεις του Επισκόπου Βασιλείου για τη λειτουργία της ανδρικής φύσης. Αλλά ο Άγιος Βίτος προστάτευε τον ύπνο των

Σελ. 147
εραστών, που αναπαύονταν κάτω από τη σκέπη του και δεν μπορούσε να ανεχθεί να μολυνθούν τα μυστήριά του από έναν τιποτένιο ευνούχο. Όταν τον είδε να βάζει το αυθάδες χέρι του πάνω στην κοιμισμένη δούλη του, την Ιωάννα, τα μάγουλά του κοκκίνισαν από την οργή, όπως της Παναγίας στο Λωρέτο, όσες φορές τη φιλούσαν ασεβή χείλη, το κεφάλι του Αγίου Βίτου κουνήθηκε απειλητικά και το λάδι του λυχναριού έβρασε και πετάχτηκε με ορμή. Μια σταγόνα του ζεματιστού λαδιού ξύπνησε τον Φρουμέντιο, πέφτοντας πάνω στο μάγουλό του. Μόλις εκείνος σηκώθηκε, είδε τη σύντροφό του μισοκοιμισμένη ακόμα να παλεύει εναντίον του πατρός Κορβίνου, ο οποίος βρισκόταν από πάνω της, ενώ εκείνη φαινόταν να παλεύει εναντίον ενός κακού ονείρου. Ο Φρουμέντιος θύμωσε πολύ σαν γνήσιος απόγονος του Βιτικίνδου και ήταν πολύ δυνατός ως Γερμανός, συνηθισμένος να χρησιμοποιεί τις γροθιές του ως επιχειρήματα σε κάθε συζήτηση, ακόμα και θεολογική. Γι’ αυτό, χωρίς να καθυστερήσει με περιττές εξηγήσεις, άρπαξε το σχοινί της ζώνης του και άρχισε να το σηκώνει και να το κατεβάζει πάνω στα οπίσθια του άθλιου Κορβίνου, όπως το μαστίγιο του Ιησού πάνω στη ράχη των εμπόρων στο Ναό της Ιερουσαλήμ. Στο μεταξύ η Ιωάννα σηκώθηκε και έτρεξε να κρύψει κάτω από το ράσο της τα αίτια της διαμάχης, ενώ οι δύο καλόγεροι συνέχιζαν να χτυπούν ο ένας τον άλλο με γροθιές και το αίμα άρχιζε να τρέχει αλλά ευτυχώς μόνο από τη μύτη. Μετά από την πεισματική πάλη τους, κατόρθωσε τελικά ο Κορβίνος να ξεφύγει από τα χέρια του οργισμένου αντιπάλου του, αφήνοντάς του την κουκούλα του, όπως ο Ιωσήφ τα

Σελ. 148
μάτια του στη γυναίκα του Πετεφρή. Αλλά μόνο σ’ αυτό περιορίζεται, νομίζω, η ομοιότητα ανάμεσα σ’ αυτόν και τον γιο του Ιακώβ.
          Οι δύο εραστές έμειναν μόνοι στο πεδίο της μάχης και κοίταζαν επίμονα ο ένας τον άλλο με ανησυχία, βέβαιοι ότι ο δαρμένος εκείνος σάτυρος θα πρόδιδε τα μυστικά της σπηλιάς τους, όπως και ο Αβού της Ελλάδας [- Ποιος;;;;], για να πάρει εκδίκηση για τη χτυπημένη ράχη του. Επομένως έπρεπε, για να αποφύγουν τη φυλακή και την ξηροφαγία, να αποχαιρετήσουν χωρίς επιστροφή τη φιλόξενη εκείνη στέγη, όπου τόσες ευχάριστες μέρες πέρασαν σε αγία ανάπαυση και αργία, απολαμβάνοντας ο ένας τον άλλο και όλα τα καλά. Τα χρόνια και η πολυτέλεια, όμως, είχαν λιγοστεύσει την αγάπη των δύο μοναχών για τον κίνδυνο, οι οποίοι τώρα σκέφτονταν με φρίκη τους κόπους και τις στερήσεις της ζωής εκείνων που περιπλανιούνται, συμφωνώντας με την άποψη του Αγίου Αντωνίου, σύμφωνα με τον οποίο τα μοναστήρια είναι για τους καλόγερους, όπως η θάλασσα για τα ψάρια και, όπως αυτά χάνονται, όταν βγαίνουν από το νερό, έτσι μαραίνονται και οι μοναχοί, όταν φεύγουν από τα κοινόβια.  Σε τέτοιες μελαγχολικές σκέψεις παραδίνονταν, όταν η καμπάνα του όρθρου τους θύμισε τον κίνδυνο που πλησίαζε. Η νύχτα ήταν σκοτεινή και οι σταύλοι κοντά, όπου ζούσε ακόμα ο καλός εκείνος γάιδαρος, που πριν επτά χρόνια είχε μεταφέρει την Ιωάννα στη Φούλδα.  Αυτός ο πατριάρχης της καλογερικής φάτνης ήταν πια εντελώς άσπρος από τα γηρατειά και ξεκουραζόταν περικυκλωμένος από τους απογόνους του και από δεμάτια

Σελ. 149
τριφυλλιού. Οι δραπέτες, αφού τον έλυσαν και αφού τύλιξαν τα πέταλά του με πανιά, για να μην ακουστεί θόρυβος, όπως οι πειρατές τυλίγουν με πανιά τα κουπιά των πλοίων τους, βγήκαν από τα τείχη της «μακάριας» εκείνης Μονής, τρέμοντας μήπως ο σύντροφός τους [δηλαδή ο γάιδαρος] ξυπνήσει με τη φωνή του τους ζωντανούς, όπως σήκωσε πριν επτά χρόνια τους νεκρούς από τους τάφους.