Πέμπτη 26 Μαρτίου 2020

Εισαγωγή Ροΐδη για την Πάπισσα Ιωάννα




Ε Ι Σ Α Γ Ω Γ Η

[Το συγκεκριμένο κομμάτι είναι δύσκολο εξαιτίας των πολλών πληροφοριών που ενέχει, αλλά αξίζει να διαβαστεί από όποιον θεωρεί ότι η Πάπισσα Ιωάννα δεν υπήρξε πραγματικά. Το πλήθος των αποδεικτικών στοιχείων και των επιχειρημάτων του Ροΐδη καθιστά αδιάψευστη αλήθεια την περίπτωση της Πάπισσας Ιωάννας.] 


« Partout oύ vous voyez une legend,

νous pouvez etre sur,

en allant aufond des choses,

                                   que vous trouverez une histoire.»

                                                                                          (Vallet de Viriville. Εtudes sur l'Alchimie).

[= όπου βλέπετε ένα θρύλο,

μπορείτε να είστε σίγουροι,

πηγαίνοντας κάτω από τα πράγματα,

ότι θα βρείτε μια ιστορία.»

(Κοιλάδα του Viriville. Μελέτες για την Αλχημεία).]





Σελ. 1

Προσπαθώντας να μπω στο σκοτεινότατο κύκλο του Μεσαίωνα, θα έχω τον Πύρρωνα [φιλόσοφος από την Ηλεία, 360-270 π.Χ., θεμελιωτής της φιλοσοφίας των Σκεπτικών], όπως ο Δάντης τον Βιργίλιο, ως ξεναγό και συνοδοιπόρο συνεχώς στην ολισθηρή αυτή πορεία των σκοτεινών παραδόσεων και απίθανων ανοησιών, αλλά αποφεύγοντας τα βήματα των ιστορικών εκείνων, οι οποίοι, αν και υπερηφανεύονται για τη δυσπιστία [τους], φαίνεται όμως ότι ξεχνούν συχνά τη θεμελιώδη αρχή της αίρεσης [των πυρρωνιστών]. Οι πυρρωνιστές [= οπαδοί του φιλοσοφικού κινήματος του πυρρωνισμού, που πήρε το όνομα από τον Πύρρωνα, βλ. παραπάνω, αποδοκίμαζαν και την αντίληψη μέσω των αισθήσεων και την κριτική νόηση, ως μέσα για την απόκτηση γνώσης, και ονομάστηκαν σκεπτικιστές, επειδή αμφισβητούσαν τα πάντα] στην αρχαιότητα, από τη μία πλευρά δίσταζαν για όλα, αλλά και ποτέ δεν αρνούνταν εντελώς κάτι, τελειώνοντας πάντα στο «ουκ οίδα» [= δε γνωρίζω], αλλά στη δική μας εποχή [οι σκεπτικιστές] όχι μόνο κοροϊδεύουν τα ξένα ως ανύπαρκτα και γελοία, αλλά και την απιστία τους την επιβάλλουν στον αναγνώστη ως άρθρο πίστης΄ όμως, επειδή δε βρίσκουν πουθενά ίχνος της αλήθειας, θεωρούν την ολόγυμνη αυτή θεά [την αλήθεια] ότι βρίσκεται ολόκληρη μέσα στα δικά τους βιβλία, σκεπάζοντας τη γύμνια της με φύλλα, σαν άλλη Εύα.
          Στα χέρια τέτοιων πυρρωνιστών έπεσε δυστυχώς και της Πάπισσας η ιστορία, η οποία ονομάστηκε από αυτούς μύθος. 

Σελ. 2
Το να ανέβει στο θρόνο του Αγίου Πέτρου γυναίκα αντιμετωπιζόταν για επτά ολόκληρους αιώνες  ως ιστορικό γεγονός και ως τέτοιο βρισκόταν στα χρονικά της παπικής ιστορίας από τους πιο αξιόπιστους Χρονογράφους. Αλλά ξαφνικά, στην αρχή του 16ου αιώνα, κάποιοι περισσότερο ευλαβείς –φαίνεται-  ιστορικοί και από τους ίδιους τους καλόγερους του Μεσαίωνα, προσπάθησαν τη γυναίκα αυτή ως αίσχος και ως στίγμα να την εξαφανίσουν από τη διαδοχή των Παπών, παρουσιάζοντας όσα σχετίζονταν με αυτήν, ως πιο ανύπαρκτα κι από μύθο. Την αιτία της υστερόχρονης αυτής αφαίρεσης μπορεί κάποιος να τη βρει, αν σκεφτεί ότι παλιά οι Ποντίφηκες, που ακλόνητα ήταν σφηνωμένοι στην Αγία Έδρα, έχοντας την έλλειψη γνώσεων ως απόρθητο προπύργιο μπροστά τους [για να τους προστατεύει], θεωρούσαν περιττή και ανάξια κάθε απολογία. Αλλά, όταν η μεσαιωνική ομίχλη αραίωνε σιγά σιγά και η δύναμή τους ελαττωνόταν παράλληλα, οι αιρετικοί και οι δήθεν φιλόσοφοι μαζί μ’ αυτούς, όταν άρχισαν να μελετούν τα αρχεία της εκκλησιαστικής ιστορίας, για να βρουν μέσα σ’ αυτά υλικό, για να κατηγορήσουν ή για να γελάσουν, οι διάδοχοι του Αγίου Πέτρου θεώρησαν καλό τότε, από τη μία, να μεταμορφώσουν τη γυναίκα αυτή σε "Χίμαιραν μυθώδη" (Υποσημ. 1: Monstrum imaginarium) [= μυθικό τέρας], ενώ από την άλλη παρουσίαζαν αυτούς που διέσωσαν στους αιώνες τα κατορθώματα της ηρωίδας, ως ξεμωραμένους γέρους. Αλλά οι επίμονες προσπάθειές τους πέτυχαν ως ένα βαθμό, χάρη στην αδιαφορία που επικρατούσε αργότερα και την επιπολαιότητα κάποιων συγγραφέων που απέφευγαν τον κόπο, οι οποίοι, αφού εύρισκαν λιγότερο κοπιαστικό

Σελ. 3
να παραδεχτούν μια άποψη που περισσότερο έμοιαζε με αλήθεια, σύμφωνα με την οποία ο ανδρόγυνος χαρακτήρας του Ιωάννη του 9ου έγινε αφορμή για το μύθο της Πάπισσας, ή [θεώρησαν ευκολότερο] να καταπιούν τη σκόνη βρόμικων χειρογράφων και σκουληκοφαγωμένων βιβλίων, προχώρησαν στον πιο εύκολο δρόμο, συμπαρασύροντας και την κοινή γνώμη.
Ο δικός μου αρχικός σκοπός δεν ήταν η κριτική αποτίμηση όσων γράφτηκαν και από τη μία και από την άλλη πλευρά υπέρ και κατά της Πάπισσας, αλλά περισσότερο η αξιόπιστη και ακριβής απεικόνιση της θρησκείας, των ηθών και των εθίμων τον 9ο αιώνα μ.Χ., κάνοντας την Ιωάννα κέντρο της αφήγησης ως την πιο περίεργη περίπτωση της εποχής εκείνης, και είχα στο μυαλό [μου] να παραπέμψω όσους επιθυμούν την ιστορική συζήτηση στα ογκώδη βιβλία του Μαρέσιου, του Λωνουά, του Αλλατίου και του Μαβιλλώνα, οι οποίοι, με σκοπό την υποστήριξη ή τη διαγραφή του θηλυκού Πάπα, εξάντλησαν όσα βοηθήματα τους παρείχε η ατελείωτη πολυμάθειά τους και η μεγάλη κριτική ικανότητά τους. Αλλά αργότερα, όταν σκέφτηκα ότι των σοφών εκείνων τα λατινικά συγγράμματα κοιμούνται ύπνο βαθύ στις βιβλιοθήκες και ότι αυτά ερευνήθηκαν από λίγους λόγιους, ενώ οι πιο σύντομες μελέτες που εκδόθηκαν τον 17ο αιώνα, έλειπαν εντελώς, (Υποσημ. 2: Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν δύο βιβλία του γεννημένου στη Χίο Λέοντος Αλλατίου ή Αλλάτζη, όπως τον ονομάζει κοροϊδευτικά ο Δουφρένιος, το "Confutatio fabulo de Johanna Papissa", Ρώμη 1630 και το "Commentatio in Johannis Papissee fabulam", με τα οποία προσπαθεί όχι μόνο να εξοντώσει την Πάπισσα με κάθε τρόπο, αλλά και βρίζει όλους όσοι είχαν αντίθετη γνώμη [από τη δική του]. Λίγο αργότερα ο Δαυίδ Βλονδέλλος έγραψε την πολυσυζητημένη Ανάκρισιν (David Blondellus de famosa questionis an amina inter, Heonom IV et Benedictum III Anacrisis, Amstelodam 1659), στην οποία βιάστηκαν να απαντήσουν όσοι υποστήριζαν ότι όσα αφορούσαν την Πάπισσα, ήταν αλήθεια, όπως ο Σαμουήλ ο Μαρέσιος," Johanna restituta", Γρονίγκη 1659, και ο φημισμένος Φρειδερίκος Σπανχάϊμ στο βιβλίο του "Disquisitio historica de Papa femina". Αλλά όλες αυτές οι μελέτες κυνηγήθηκαν σκληρά από την Παπική Αυλή της Ρώμης και χάθηκαν λίγο αργότερα, με εξαίρεση λίγα αντίτυπα που σώθηκαν, επειδή έπεσαν στα χέρια βιβλιόφιλων. Αλλά οι νεότεροι ιστορικοί, ο Γίββων, ο Xάλλαμ, ο Πόττερ, ο Σισμόνδης και άλλοι, αναφέρουν την Πάπισσα μόνο παρενθετικά ή σε μικρή σημείωση, ώστε μετά από δύο περίπου αιώνες σιωπής και λησμονιάς πρώτος ίσως εγώ αγγίζω πάλι το ακανθώδες αυτό θέμα.)

Σελ. 4
για να μη φαίνεται ότι αναφέρω ψεύτικες ιστορίες, έκρινα καλό να βάλω πριν το κείμενο, ως εισαγωγή μια περίληψη των πιο γνήσιων μαρτυριών, πάνω στις οποίες στηρίζεται το αφήγημα που κρατάτε στα χέρια, τα στοιχεία της οποίας [εισαγωγής] συγκεντρώθηκαν από πάρα πολλά βιβλία από δύσπεπτα μοναστηριακά ‘’ονθυλεύματα’’ [= φαγητά με γέμιση από κιμά]. Αλλά και η σπανιότητα εκκλησιαστικών συγγραφέων στη βιβλιοθήκη του δικού μας Πανεπιστημίου, στις εκδόσεις των οποίων προσάρμοσα τις πιο πολλές παραπομπές, και η απώλεια των πιο πολλών σημειώσεών μου από άλλες πηγές, περιόρισαν αρκετά αυτό το κομμάτι του έργου μου. Αλλά αρκετά θεωρώ και τα βιαστικά μαζεμένα και ανεπεξέργαστα στοιχεία από όσα είχα στη διάθεσή μου, με σκοπό την απόδειξη της γνησιότητας της ερμαφρόδιτης [και αρσενικής και θηλυκής] ηρωίδας μου.
          Στην απαρίθμηση των Χρονογράφων, όσοι μας διαφύλαξαν την ανάμνηση της Ιωάννας, ίσως με απορία θα δει ο αναγνώστης ότι οι περισσότεροι από αυτούς είναι αρχιερείς ή μοναχοί και το πιο περίεργο είναι ότι αφιερώνουν τα συγγράμματά τους στους Πάπες, οι οποίοι, αφού αποδέχονται με προθυμία την αφιέρωση, φαίνεται ότι δε θεωρούν ότι η Αγία Έδρα ατιμάζεται,

Σελ. 5
επειδή κάθεται πάνω της γυναίκα, ενώ τώρα οι καλοί καθολικοί, από τη μία, αποκηρύττουν την Πάπισσα ως ανήθικη και ντροπιαστική συκοφαντία εναντίον της [παπικής] Έδρας, ξεχνώντας ότι ιερείς και μητροπολίτες είναι οι συκοφάντες, ενώ οι εχθροί της ιεροσύνης φορτώνουν τη δυστυχισμένη αυτή γυναίκα ως σαπίλα εναντίον του παπικού θεσμού. Ποια είναι άραγε η αιτία [αυτής] της αλλαγής; Και γιατί κρύβουν την ηρωίδα ως ντροπή, την οποία οι προηγούμενοι από εμάς την ανέφεραν με θαυμασμό; Μήπως καταντήσαμε πιο απολίτιστοι από τους προγόνους μας ή, επειδή προοδεύσαμε μόνο στις μηχανικές τέχνες, ζυγίζουμε τη γυναικεία αξία σε πιο ακριβείς ζυγαριές; Αλλά, ό,τι κι αν συμβαίνει, αφού τόσοι ευλαβείς ιεράρχες φίλησαν το σανδάλι της Πάπισσας, όσο ζούσε, ενώ μετά το θάνατό της, μόνο ο αιρετικός Jurieu τόλμησε να πει «Αφού η Ιωάννα ήταν συνετή, καλή ομιλήτρια και όμορφη, ο αποστολικός θρόνος, πάνω στον οποίο κάθησαν τόσοι αμόρφωτοι και βρομεροί καλόγεροι, τιμήθηκε περισσότερο παρά ατιμάστηκε από αυτήν». (Υποσημ. 3: Jurieu, "Histoire du Ρapis me", κεφ. 3. Της ίδιας γνώμης είναι και ο αββάς Δουφρένιος (Lenglot Dufresnois), ιστορικός που ήταν γνωστός την αρχή του προηγούμενου αιώνα και διακρίθηκε για τη μεγάλη ανεξαρτησία της σκέψης του. «Απορώ», γράφει στο βιβλίο του για τη μέθοδο μελέτης της ιστορίας ("Methode pour etudier l' histoire", Παρίσι 1729, τόμ. Γ, σ. 349) «για το πείσμα των σημερινών καθολικών να αρνούνται την ύπαρξη της Ιωάννας, ενώ έπρεπε αντίθετα να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να αποδείξουμε ότι όσα λέγονται γι’ αυτή, είναι αλήθεια, επειδή προσέφερε την πιο μεγάλη τιμή στην Άγια Έδρα, αφού σύμφωνα με τη μαρτυρία όλων των ιστορικών εκτέλεσε τα παπικά καθήκοντα με ευσέβεια και σύνεση».)

Σελ. 6
Επειδή, όμως, γνωρίζω πια ότι πολλοί δύσκολα πιστεύουν και τις πιο χειροπιαστές αλήθειες, όσες φορές κάποιο γεγονός φαίνεται ότι δεν είχε πιθανότητες [να συμβεί], θα προσπαθήσω, πριν περάσω στις άμεσες μαρτυρίες για την ηρωίδα μου, να παρουσιάσω με λίγα λόγια ότι η άνοδός της στην Αγία Έδρα, η οποία για κάποιους φαίνεται τόσο απίθανη και ψεύτικη σαν μύθος, δεν είχε τίποτα τερατώδες την εποχή που έγινε, εκτός μόνο αν θεωρήσουμε ως σημαντικό τον ισχυρισμό του Ονούφριου, ο οποίος νόμιζε ότι «είναι απίστευτο να ανεχθεί ποτέ ο Ύψιστος ένα γυναικάκι πάνω στο θρόνο του Αγίου Πέτρου, που [ο θρόνος] θεμελιώθηκε από τον γιο του ίδιου του Σωτήρα μας». (Υποσημ. 4: Non si o da credere che Iddio avesse permesso che una femina occupasse la Sedia di S. Pietro, da Cristo Salvator nostro ordinata. Onofr. Panvinίο Annot in Platina. Το βιβλίο αυτό βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του δικού μας Πανεπιστημίου.) Αλλά ο Ύψιστος, αφού χρησιμοποίησε μάταια κατακλυσμούς και φωτιά και λέπρα και πανούκλα, για να συνετίσει τους ανθρώπους, όταν έχασε κάθε ελπίδα –φαίνεται- σταμάτησε πια να δείχνει την οργή Του. Εκείνη την εποχή μάλιστα, αφού ανέχθηκε να Τον αντιπροσωπεύουν πάνω στη γη Πάπες αιρετικοί και μοιχοί [= όσοι έχουν ανάρμοστες ερωτικές σχέσεις με γυναίκες] και άθεοι και αιμομίκτες [= με ενδοοικογενειακές ερωτικές σχέσεις] (Υποσημ. 5: Ο Πάπας Λιβέριος ήταν Αρειανός, ο Πάπας Αναστάσιος Νεστωριανός, ο Ονώριος μονοφυσίτης [δηλαδή αυτοί οι τρεις ήταν αιρετικοί], ο Ιωάννης ο 23ος άθεος, ενώ τα άλλα δύο επίθετα που ταιριάζουν σε όλους τους τότε αρχιερείς αναζητήστε τα στους Πλατίνα, Στέλλα, Lesueur και άλλους συγγραφείς), δε βλέπουμε για ποιο λόγο θα εξαιρούσε τη φτωχή Ιωάννα (Υποσημ. 6: Στους Εβραίους, που δε φαίνεται να πιστεύουν στη μέλλουσα ζωή, η τιμωρία των ανομημάτων ήταν αναγκαίος κανόνας, με σκοπό τον περιορισμό της κακίας και γι’ αυτό βλέπουμε τον Θεό στην Παλαιά Διαθήκη να στέλνει στο λαό Του επιδημίες, ακρίδες, πείνα και άλλα παρόμοια. Όμως, σε μας τους χριστιανούς, που μετά το θάνατο περιμένουμε την αμοιβή ή τιμωρία, κάθε τιμωρητική επέμβαση από τον ουρανό στη γη είναι περιττή, ενώ επιπλέον είναι πάρα πολύ ανάξιο για τον Θεό να νομίζουμε ότι εκτελεί πράξεις εισαγγελέα και δημίου) από τη γενική αυτή ατιμωρησία. Επιπλέον, εκείνα τα

Σελ. 7
χρόνια, όπως μας πληροφορεί ο ευσεβής Βαρόνιος, «ο Ιησούς και οι Απόστολοι κοιμόντουσαν ύπνο βαθύ, ενώ άνεμοι πονηροί έπνεαν από παντού και βύθιζαν το πλοίο της Εκκλησίας». (Υποσημ. 7: Baron. Ann. Eccles. τόμ. Ι’, σ. 461, στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας) Αλλά, αφού αφήσουμε τις μοναστηριακές ανοησίες, ας δούμε αν, ενώ ο Χριστός και οι Απόστολοι "κοιμόντουσαν ύπνο βαθύ", ήταν δύσκολο σε μια γυναίκα ντυμένη με ανδρικά ρούχα, να ξεφύγει από τα μάτια των ιερέων και να κλέψει, χωρίς να γίνει αντιληπτή, τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου [= να ανέβει στον παπικό θρόνο με ύπουλο τρόπο].
          Αλλά, σε αυτό το σημείο, πρέπει να ρίξουμε το βλέμμα στην κατάσταση που επικρατούσε τότε στη ρωμαϊκή επικράτεια.
          Για να μην πάμε πολύ πίσω, περιοριζόμαστε στον αιώνα της Ιωάννας και τον επόμενο, για τους οποίους έχουμε πληροφορίες από όλους τους τότε ιστορικούς ότι "η δυτική κοινωνία βρισκόταν σε θλιβερή κατάσταση εξαιτίας της αγάπης για την εξουσία, της απληστίας και της ελεεινότητας των ιερέων" (Υποσημ. 8: Χρονικά της Βαυαρίας, βιβλ. δ'), ενώ η διαφθορά είχε προχωρήσει τόσο πολύ, ώστε κάθε παρανομία γινόταν πράξη χωρίς τιμωρία. Περίπου εκείνη την εποχή άρχισαν να εκλέγονται Πάπες χωρίς τη συμμετοχή του Αυτοκράτορα,

Σελ. 8
μεταξύ των οποίων [εκλέχθηκαν] ο Λέων ο 4ος και ο Σέργιος ο 1ος (Υποσημ. 9: Αυτός ονομαζόταν Bocca di porco, δηλαδή γουρουνόστομος, αλλά, επειδή θεώρησε ότι το όνομα αυτό δεν ταίριαζε σε αρχιερέα, άλλαξε όνομα και ονομάστηκε Σέργιος και από τότε επικράτησε η συνήθεια να αλλάζουν όνομα οι Πάπες, για να «φαίνονται πιο θεϊκοί από τους εαυτούς τους», σύμφωνα με τον Χαλκοκονδύλη)΄ και σύμφωνα με τον Βαρόνιο, του οποίου την πολύτιμη μαρτυρία μεταφράζουμε κατά λέξη, «η εκλογή των αρχιερέων δε γινόταν πια από τους κληρικούς και δε ζητούσαν καν τη συγκατάθεσή τους΄ οι εκκλησιαστικοί κανόνες δε λαμβάνονταν υπόψη, τα παπικά διατάγματα καταπατούνταν, οι παραδόσεις για την εγκαθίδρυση του αρχηγού της Εκκλησίας και οι ιερές τελετές ήταν καταδικασμένες, ενώ από την προηγούμενη τάξη των εθίμων δε σωζόταν ούτε ίχνος, αλλά όλα τα πετύχαινε η αχόρταγη αγάπη για την εξουσία, που είχε τη βοήθεια από τα μπράτσα των λαϊκών». (Υποσημ. 10: Baron. Ann. Eccles, τ. Ι', σ. 461.) Πολλές από τις εκλογές γίνονταν με τη βία, ενώ πολλές φορές αντίπαλες κλίκες αναδείκνυαν ταυτόχρονα δύο Πάπες, οι οποίοι με την ακολουθία οπλισμένου όχλου μάλωναν για την Αγία Έδρα με πέτρες και ρόπαλα, ενώ όποιος έχανε, ακρωτηριαζόταν και ριχνόταν στη φυλακή ή στον ποταμό Τίβερη. Αμέσως μετά το θάνατο της Ιωάννας, ο ιερέας Αναστάσιος, μολονότι είχε αφοριστεί ομόφωνα από την Εκκλησιαστική Σύνοδο, αφού κατόρθωσε με τη βοήθεια των Γάλλων πρεσβευτών να εκλεγεί από κάποιους επαναστάτες, παραβίασε με στρατιωτικό όχλο τις πύλες του Αγίου Πέτρου,

Σελ. 9
έκαψε τους πίνακες της Συνόδου και από εκεί, αφού πήγε στο Λατεράνο [τοποθεσία στη Ρώμη, όπου βρίσκεται ο καθεδρικός ναός του Αγίου Ιωάννη, χτισμένος ίσως από τον Μέγα Κωνσταντίνο, και κτίριο που στέγαζε την επισκοπική διοίκηση της Ρώμης], άρπαξε από το γκρίζο κεφάλι του Βενέδικτου την τιάρα, συνέτριψε πάνω στη ράχη του φτωχού γέροντα την ποιμαντική ράβδο και, αφού τον πέταξε με τις κλωτσιές, ανέβηκε στην Αγία Έδρα. Τέτοιες σκηνές συχνά γίνονταν ξανά και ξανά και οι περισσότεροι τότε Ποντίφηκες ή "ψευτοποντίφηκες", όπως τους ονομάζει ο Βαρόνιος, "ανέβαιναν στο θρόνο, πατώντας πάνω σε πτώματα". (Υποσημ. 11: Πλατίνα Βίοι των Παπών. Βλέπε  και την ανώνυμη έκδοση "Ιστορία του Παπισμού", Βρυξέλλες 1842, τόμος Γ', τον Lesueur, τον Jurieu και άλλους συγγραφείς) Όσοι, από την άλλη, φοβόντουσαν να αρπάξουν το θρόνο με τη βία, κατέφευγαν στην εξαπάτηση και στην εξαγορά. Ο Μαρίνος ο 2ος αγόρασε την τιάρα από τον κόμη Τοσκανέλλο, ενώ ο Φορμόσιος από τον Δούκα του Σπολέτου [την πλήρωσε] με χρήματα, τα οποία μάζεψε φορολογώντας τους ευκολόπιστους Βούλγαρους. Ο Βονιφάτιος ο 6ος, "σιχαμερό τέρας", κατά τον Βαρόνιο (Υποσημ. 12: Annales Eccles, ad ann. 897), μολονότι καθαιρέθηκε με την κατηγορία της μοιχείας και του φόνου, αγόρασε την ίδια μέρα και τη συγχώρεση των αμαρτιών του και την Αγία Έδρα, από την οποία έπεσε λίγο αργότερα νεκρός από δηλητήριο ή από υπερβολική μέθη, όπως ισχυρίζεται ο Βαρόνιος. Για να μην πω περισσότερα, οι εκλογές των αρχιερέων γίνονταν τότε στην αγορά με χρήματα ή με ρόπαλα, με μώλωπες και με δωροδοκία, όπως σε μας οι εκλογές των βουλευτών [την εποχή που έγραφε ο Ροΐδης, μέσα του 19ου αι].
          Λίγο αργότερα η κατάσταση άλλαξε -αλλά όχι προς το καλύτερο- και η Αγία Έδρα μεταβλήθηκε από ανδρικό

Σελ. 10
σε γυναικείο τόπο. Η πολύ ελκυστική Θεοδώρα και οι δύο κόρες της, η Μαρωντία και η Θεοδώρα η νεότερη, ήταν η μόνη τριάδα που λατρευόταν στη Ρώμη, η οποία τους "αρχιερείς βάζει να κάθονται στο θρόνο και με σχοινί δένει γύρω γύρω τη μέση" (πολλές φορές και το λαιμό τους). (Υποσημ. 13: Ο Ιωάννης ο 10ος, εραστής της Θεοδώρας, εκτελέστηκε στην κρεμάλα με διαταγή της κόρης της Μαρωντίας. Βλέπε Σισμόνδη, Repub. Ital., τ. Α’ και Διουτπράνδο, Rouber, τ. Δ’ και υποσημ. 14: Ψαλμοί Δαυΐδ) Καρδινάλιοι, επίσκοποι, ύπατοι, πατρίκιοι, όλοι φιλούν γονατισμένοι τον ποδόγυρο του αισχρού βαθυκόκκινου βασιλικού ενδύματος των γυναικών αυτών. «Τι έκανες τότε, αγιοτάτη και υπομονετική Εκκλησία», φωνάζει ο Βαρόνιος σαν άλλος Ιερεμίας, «όταν υπάκουε η Ρώμη στα κουνήματα του κεφαλιού των παντοδύναμων εκείνων και αξεπέραστα ανήθικων πορνών, οι οποίες έμεναν σε επισκοπές, εξέλεγαν Ποντίφηκες και -το πιο αποκρουστικό- τους εραστές και τα εκτός γάμου παιδιά τους τα ανέβαζαν στην Αγία Έδρα του Πέτρου;». Επειδή έγιναν πιο ήρεμοι –φαίνεται- οι άνθρωποι, όσα πριν γίνονταν με τη βία, πετυχαίνονταν πια με πιο ήπια μέσα και οι εκλογείς, οι οποίοι εξαναγκάζονταν νωρίτερα με ραβδιά, πείθονταν πια με φιλιά. Όσες φορές τα ακούραστα χείλη της Θεοδώρας και των κοριτσιών της δεν ήταν αρκετά, για να χορτάσουν το πλήθος, νοίκιαζαν οι ίδιες έναντι χρημάτων από τα πορνεία της Ρώμης μισόγυμνες βοηθούς και έβαζαν την αισχρή αυτή παρέα, με λυμένες ζώνες [= χωρίς ρούχα] να τρέχει πάνω κάτω στα δρομάκια της αιώνιας πόλης [= της Ρώμης] να μπαίνουν στις

Σελ. 11
εκκλησίες και στα καπηλειά, για να πάρουν με το μέρος τους και από τις δύο πλευρές οπαδούς για τον υποψήφιο που αυτές προωθούσαν. Με αυτόν τον τρόπο αναδείχθηκαν οκτώ Πάπες στη σειρά, όλοι εραστές ή παιδιά των γυναικών αυτών, τους οποίους ο επίσκοπος Γενεβράρδος (Υποσημ. 15: Χρονικά του έτους 901. Βλέπε και Bruys, Ιστορίαν των παπών, La Haye 1732, τ. Β’, στη βιβλιοθήκη του δικού μας Πανεπιστημίου και Σισμόνδη, Repub. Ital, τ. Α’ και Λιουτπράνδο από τον Ρεϋβήρο, τ. Α’) δεν τους ονομάζει "αποστολικούς" αλλά "αποστατικούς". Και ο βασιλιάς της Αγγλίας, Εδουάρδος, σε επιστολή του προς τους επισκόπους του βασιλείου του, ανέφερε λίγο αργότερα «Δε βλέπει κανείς στη Ρώμη παρά μόνο μέθυσους, ανθρώπους που ζουν μέσα στην κραιπάλη και κάνουν ανήθικες πράξεις δημοσίως. Τα κελιά των ιερέων είναι καταγώγια λάγνων γυναικών και παιδεραστών, ενώ και στο ίδιο το παπικό μέγαρο γίνονται όργια ισάξια της Μεσσαλίνας [τρίτη σύζυγος του Ρωμαίου αυτοκράτορα Κλαύδιου, πολύ γνωστή για τον αχαλίνωτο ερωτισμό της και την υποκίνηση αιματηρών συνομωσιών]. Αντί για ιερούς ύμνους και ψαλμωδίες ακούγονται από παντού διονυσιακά τραγούδια και χορευτικά βήματα». (Υποσημ. 16: Το πολύτιμο αυτό ιστορικό έργο έφτασε σε μας από τον επίσκοπο της Ρενβαλλίας, Αλφρέδο. Βλέπε και Ιστορία των Παπών, Βρυξέλλες, χ.χ., τ. Γ’.)
          Άλλη απόδειξη της κτηνωδίας εκείνης της εποχής βρίσκουμε σε μια ομιλία ενός ιεροκήρυκα με το όνομα Κληραίος, ο οποίος είπε από τον άμβωνα «Ο Διάβολος προηγουμένως ψάρευε τους αμαρτωλούς έναν έναν με μικρό αγκίστρι, ενώ τώρα μαζεύει πολλούς μαζί με μεγάλο δίχτυ. Όλοι τότε έπαιρναν νύφη, ενώ τώρα σαν σκυλιά

Σελ. 12
στα τρίστρατα κάνουν ανήθικες πράξεις΄ οι ενήλικες διάκονοι αγνοούσαν τότε όσα οι δεκαπεντάχρονοι καντηλανάφτηδες κάνουν τώρα. Όλοι γίνατε μαστροποί, τοκογλύφοι, βλάσφημοι, πρωκτοί, εκβιαστές πορνών, έμπιστοι ακόλουθοι του μεγάλου Διαβόλου, ο οποίος θα σας βράσει στο μεγάλο καζάνι της κόλασης, τρίζοντας τα δόντια». (Υποσημ. 17: Βλέπε Potter.)
          Σύμφωνα με τον Χρονογράφο Φλοδοάρδο από τη Ρημινία «οι τότε ιερείς, επειδή δεν αρκούνταν να μεθούν στα κρασοπωλεία, έκαναν τα πρόθυρα των εκκλησιών καπηλειά, όπου, όταν γίνονταν επίσημες γιορτές, έρρεε το κρασί σαν ποτάμι΄ στον ιερό περίβολο πολλών ναών και μοναστηριών (intra sanctos ambitus) είχαν γίνει μόνιμα καπηλειά (cauponaria officina). Όσοι τελούσαν ιερές τελετές, αντί να είναι νηστικοί πριν την Aγία Mετάληψη, πλησίαζαν πολλές φορές στην Αγία Τράπεζα τόσο χορτάτοι από κρέατα και κρασί, ώστε πάθαιναν ναυτία και έκαναν εμετό το Σώμα του Σωτήρα πάνω στην Αγία Τράπεζα. Αυτό το πάθαιναν όχι μόνο απλοί ιερείς αλλά και επίσκοποι πολλές φορές, οι οποίοι τελούσαν ιερές τελετές ντυμένοι με χρυσά άμφια.»
          Η βεβαιότητα ότι η συμπεριφορά των κληρικών ήταν αδιόρθωτη, παρακίνησε τους συντάκτες των ιερών κανόνων να εκδώσουν νόμο, σύμφωνα με τον οποίο απαγορευόταν στους πιστούς να θεωρούν ένοχο έναν ιερέα, ακόμα κι αν τον έπιαναν επ’ αυτοφώρω. «Κάθε φορά που βλέπετε έναν ιερέα να αγκαλιάζει

Σελ. 13
τη γυναίκα σας» διατάζει το Κανονικό Δίκαιο «πρέπει να θεωρείτε ότι το κάνει, για να την ευλογήσει». (Υποσημ. 18: Decretal. part. I cap. VIII. Ap. Potter.) Τέτοια ήταν η ανηθικότητα του κλήρου τότε. Ας δούμε, όμως, αν ήταν μικρότερη και η έλλειψη μόρφωσης.
Μελετώντας οποιοδήποτε από τα συγγράμματα εκείνης της εποχής, βρίσκουμε αποσπάσματα, όπως τα παρακάτω «το 846 [εννιά χρόνια πριν την Ιωάννα] οι ιερείς ήταν τόσο αμόρφωτοι, ώστε βάπτιζαν τα βρέφη in nomine Patria, Filia et Spirita Sancta, δηλαδή στο όνομα της Πατρίδας, της Κόρης και της Αγίας Πνοής, αντί στο όνομα του Πατρός, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος΄ και επειδή το κακό αυξανόταν κάθε μέρα, κρίθηκε αναγκαίο να θεσπιστεί νόμος, σύμφωνα με τον οποίο οι ιερείς είχαν υποχρέωση να αποδείξουν ότι καταλαβαίνουν το Πάτερ ημών». (Υποσημ. 19: Potter, Histoire du Christianisme, τόμ. Γ’) Επίσης σημειώνεται ότι «στις λιτανείες του Καρόλου επικαλούνταν τους Αγίους Οριχήλ, Ρογουήλ και Τοβιχήλ, αντί των Ραφαήλ, Μιχαήλ και Γαβριήλ, ώσπου συνήλθε η Σύνοδος και αποφάσισε ότι αυτοί οι δήθεν άγγελοι ήταν δαίμονες και σύντροφοι των Σαβαώκ, Ασταρώθ και Ηνία.»
Ο Κληραίος, που αναφέρθηκε παραπάνω, μας πληροφορεί ότι «πολλοί κλέφτες, επειδή ήθελαν να μεταλάβουν των μυστηρίων [= να κοινωνήσουν το Σώμα και το Αίμα του Χριστού], αλλά φοβόντουσαν μήπως αναγκασθούν να προσφέρουν τα κλοπιμαία στον πνευματικό [= εξομολογητή τους], για να πάρουν τη συγχώρεση [των αμαρτιών τους],

Σελ. 14
εξομολογούνταν σε περιπλανώμενους ιερείς, οι οποίοι δεν καταλάβαιναν ούτε την ιταλική ούτε τη λατινική γλώσσα αλλά μόνο τη βάρβαρη διάλεκτο του χωριού τους και πήγαιναν σε πόλεις και σε χωριά, για να πουλούν τη συγχώρεση των αμαρτιών έναντι εξαιρετικά μικρού ποσού και πολλές φορές έναντι μόνο ενός μπουκαλιού κρασιού». (Υποσημ. 20: Mabillon. Vetera analecta τόμ. Α', σελ. 682)
          Όλα τα παραπάνω αποσπάσματα, που προέρχονται από βιβλία προσιτά σε όλους, θα μπορούσα να τα παραθέσω διπλά και τριπλά, αλλά δεν το έκανα χωρίς σκοπό ή για χάρη απλώς διασκέδασης, αλλά για να πείσω τον αναγνώστη, ο οποίος γνωρίζει σίγουρα πια τι γινόταν τότε, ότι την εποχή που "δεν εφαρμοζόταν καμία τάξη πια στην εκλογή αρχιερέων", και οι εταίρες ήταν παντοδύναμες και οι ιερείς αναλφάβητοι και ο λαός κοπάδια ζώων, οπότε δεν ήταν καθόλου αδύνατο σε μια γυναίκα έξυπνη, εύστροφη και πολύ τολμηρή, η οποία από την παιδική ηλικία κάτω από ανδρικά ρούχα έκρυβε τη γυναικεία φύση της  και για πολλά χρόνια δίδασκε θεολογία δημοσίως, να εξαπατήσει αμόρφωτους ιερείς, ευκολόπιστους και ηλίθιους από το μεθύσι.
          Αλλά πώς κατόρθωσε να κρύψει για τόσα πολλά χρόνια τη θηλυκή φύση της η Ιωάννα;
          Γρήγορη είναι η απάντηση και σε αυτό το ερώτημα και βρίσκεται στην εκκλησιαστική ιστορία. Από τα πρώτα χρόνια του Χριστιανισμού δεν έλειψαν οι γυναίκες, οι οποίες με ευσεβή ζήλο, αφού κατέφευγαν σε ανδρικά κοινόβια, δε γίνονταν αντιληπτές από κανέναν, φορώντας το ράσο του καλόγερου. Παραλείποντας την Αγία Θέκλα, η οποία με ανδρικά ρούχα

Σελ. 15
ακολούθησε τον Άγιο Παύλο σε όλα τα ταξίδια του, και τη Μαργαρίτα την Πελαγιανή, η οποία σύμφωνα με τη "Χρυσή Βίβλο" (Υποσημ. 21: Βλέπε Legenda Aurea, συναξάρι του 13ου αιώνα, γραμμένο από τον Ιάκωβο Βορραγηνό, Δομινικανό καλόγερο, για το οποίο ο σοφός Δουφρένιος λέει ότι περιέχει τόσες ανοησίες όσες και λέξεις (Meth. Histor, τ. Γ’, σελ. 225). Όλες, όμως, οι νεότερες εκδόσεις, μεταξύ των οποίων και μία στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας, καθαρίστηκαν από τα πιο παχουλά σφάλματα από τους κατά καιρούς εκδότες, ώστε αυτός που θέλει να θαυμάσει το τερατώδες αυτό αποκύημα στην πληθώρα της ανοησίας του, πρέπει πια να αναζητήσει τις Βενετικές εκδόσεις του 1478 και 1496), αφού εγκατέλειψε το νυφικό δωμάτιο την πρώτη νύχτα του γάμου, αποσύρθηκε σε "μάνδρα μοναχών", όπου πήρε το όνομα Πελαγιανός. Παραλείποντας τις μεταμφιέσεις και άλλων γυναικών,  τις οποίες μνημονεύουν τα χρονικά της Εκκλησίας, περιοριζόμαστε στα [ακόλουθα] περισσότερο ιστορικά παραδείγματα. Η Ευγενία, η κόρη του Φιλίππου, του Έπαρχου της Αλεξάνδρειας, όταν αυτοκράτορας ήταν ο Γαληνός, αφού έζησε πολλά χρόνια κοντά σε μοναχούς, κατόρθωσε να εκλεγεί ηγούμενος της Μονής, χωρίς να την καταλάβει κανείς, ώσπου, όταν κατηγορήθηκε ότι αποπλάνησε μία παρθένα, φανέρωσε γυμνά τα γυναικεία στήθη της ως αναντίρρητη απόδειξη της αθωότητάς της. (Υποσημ. 22: Για να επαινέσει αυτήν την Ευγενία, ο επίσκοπος της Βιέννης στη Γαλλία Άλκιμος Άβιτος, συνέθεσε ποίημα τον 5ο αιώνα στα λατινικά) Αλλά ακόμα πιο περίεργα είναι τα σχετικά με τον Νικηφόρο Κάλλιστο (Υποσημ. 23: Εκκλ. Ιστορ, τ. Β’, σελ. 739, Παρίσι 1630) για τη θαυμάσια

Σελ. 16
γυναίκα του, τη Θεοδώρα, η οποία, όταν δόθηκε κατά τη διάρκεια της νύχτας στον εραστή της, που τη βεβαίωσε ότι ο Θεός δεν έχει, όπως οι γάτες, την ιδιότητα να βλέπει τι γίνεται στο σκοτάδι (Υποσημ. 24: Από τη Χρυσή Βίβλο, αυτολεξεί), ταν κατάλαβε ότι έπεσε πάνω στο Θεό, που βρίσκεται παντού, αφού έβαλε σε δεύτερη μοίρα και τον πλούτο και το σημαντικό όνομα της οικογένειας", έφυγε με ανδρικά ρούχα σε μοναστήρι. Αλλά ούτε εκεί βρήκε ησυχία. Καθώς ήταν νεαρή, όταν πόθησε κάποιον αμούστακο μοναχό και δεν μπορούσε να μαντέψει γιατί ο έρωτάς της σε αντίθεση με τις καλογερικές συνήθειες ήταν περιφρονημένος, από κακία έπεσε στο κρεβάτι με άλλο ρασοφόρο. Αλλά, όταν είδε [ο ποθητός από τη Θεοδώρα] την κοιλιά του να μεγαλώνει, κατηγόρησε ως υπαίτιο τη φτωχή Θεοδώρα, η οποία όμως έμεινε εκεί μέχρι το τέλος, συνεχίζοντας να κρύβεται. Όταν εκδιώχθηκε από τη μάνδρα, μεγάλωσε σαν δικό της το ξένο βρέφος, ενώ μπορούσε να δείξει κάτι λίγο στους δικαστές και να απαλλαγεί από τις συκοφαντίες. Όταν επέστρεψε στο κοινόβιο, αφού μεγάλωσε το παιδί, "έχοντας γίνει άξια των πιο μεγάλων χαρισμάτων, όπως να τιμωρεί και τα θηρία", μόνο μετά το θάνατό της έγινε γνωστό ότι ήταν γυναίκα, από τους νεκροθάφτες. Τον 12ο αιώνα η Αγία Ινδελγόνδη, έχοντας θάρρος από τις επιτυχίες που προηγήθηκαν και από το παράδειγμα ίσως της δικής μας της Ιωάννας, πήρε το όνομα Ιωσήφ, αφού έζησε με τους Κιστελλιανούς μοναχούς, από τους οποίους τιμήθηκε μετά το θάνατό της ως οσία. (Υποσημ. 25: Τριθεμίου Χρονικό του 1128)

Σελ. 17
Μελετώντας το βιβλίο του Μαβιλλώνα, "Ιταλικό Μουσείο", βρήκα μια ανέκδοτη ιστορία, την οποία αυτός ο Αθηναίος μοναχός ξέθαψε από ένα άγνωστο χρονικό, που έγραψε τριάντα χρόνια περίπου μετά από την Ιωάννα κάποιος Ηρεμβέρτος, μοναχός στη Λομβαρδία. Σύμφωνα με αυτόν τον καλόγερο, του οποίου παραθέτω τις ανοησίες ως απόδειξη μόνο της φήμης που εξαπλωνόταν για τις γυναικείες μεταμφιέσεις, ο πρίγκηπας της Βενεβέντου, ο Αρέχισος, όταν είδε στον ύπνο του ότι ο τότε αρχηγός της Ανατολικής Εκκλησίας ήταν γυναίκα και θεώρησε το όνειρο ως αποκάλυψη από τον ουρανό, βιάστηκε να ανακοινώσει το όραμά του με πρεσβευτές στην Κωνσταντινούπολη. Οι ιερείς εκεί, αφού ξαφνιάστηκαν από όσα άκουσαν, πλησίασαν ξαφνικά τον Πατριάρχη, τον οποίο, αφού γύμνωσαν και βρήκαν γυναίκα κάτω από την ιερή στολή, τον έδιωξαν γυμνή από το Πατριαρχείο. Αλλά για θηλυκό Πατριάρχη ποτέ και από κανέναν δεν έγινε αναφορά. Όμως, το πιο σημαντικό ιστορικά είναι ότι κανένας Πατριάρχης δεν εκδιώχθηκε την εποχή εκείνη από την Έδρα στο Βυζάντιο, με την κατηγορία ότι ήταν γυναίκα. Αλλά και ο Νικήτας, αν και ήταν ευνούχος, σύμφωνα με τον Θεοφάνη, πέθανε εκτελώντας χρέη Πατριάρχη και ο διάδοχός του, ο Παύλος, παραιτήθηκε με τη θέλησή του για χάρη του Ταράσιου, ο οποίος πέθανε ήρεμα το 806. Ο επόμενος, ο Νικηφόρος, αφού κλείστηκε σε μοναστήρι από τον Λέοντα τον Αρμένιο, έζησε εκεί τη ζωή του με νηστεία και προσευχή, σύμφωνα με τη μαρτυρία όλων των ιστορικών, και τελικά ο διάδοχός του, ο Θεόδοτος, ήταν Πατριάρχης για αρκετά χρόνια ακόμα μετά το θάνατο του Αρέχισου. Επομένως είναι φανερό από αυτά ότι οι Λατίνοι, επειδή

Σελ. 18
το σχίσμα τότε ήταν στην κορύφωσή του, προσπάθησαν να αποδώσουν αυτό που τους συνέβη, στους Βυζαντινούς, τους οποίους κατηγόρησαν αργότερα ότι τάχα έστρεψαν τη δική τους ντροπή στη Ρωμαϊκή Εκκλησία. (Υποσημ. 26: Βαρονίου Χρονικό, τ. Ι’, σ. 75) Σχετικά με αυτά ακολουθούν κι άλλες πληροφορίες παρακάτω. 
          Πρέπει να σημειωθεί επιπλέον ότι βοήθησε πολύ στη διευκόλυνση αυτής της απάτης και η συνήθεια του ξυρίσματος στους Δυτικούς, η οποία ήταν τότε κοινή και στους μοναχούς, όπως μαθαίνουμε από τον Μουρατόρη (Υποσημ. 27: Antiquit. Ital. med. Aevi, Dissert. XXIII), σύμφωνα με τον οποίο «οι δούλοι του Θεού κούρευαν τις τρίχες του κεφαλιού και του σαγονιού ως απόδειξη ταπεινότητας, όπως έκαναν και οι δούλοι των Ρωμαίων». Από την άλλη πλευρά, ο Χαλκοκονδύλης αποδίδει σε αυτήν τη συνήθεια την επιτυχία της Ιωάννας, γράφοντας ότι «δεν ήταν φανερό ότι ήταν γυναίκα, επειδή και οι άνδρες στην Ιταλία και σε ολόκληρη τη Δύση ξύριζαν συνήθως τα γένια» (Υποσημ. 28: Χαλκοκονδ. έκδ. Βόννης, βιβλίο στ’, σελ. 303), ενώ αντίθετα οι Ανατολικοί θεωρούσαν το ξύρισμα ως μαλθακή και ανάξια συνήθεια για τους ιερείς, "χωρίς να θεωρήσουν ανάξιο να συμπεριλάβουν και αυτό ανάμεσα στα εγκλήματα των Λατίνων", όπως έγραψε ο παπάς Νικόλαος, παραπονούμενος προς τον επίσκοπο του Ρίμινι, τον ΄Ινκμαρο, στην επιστολή του για τις κατηγορίες των Ελλήνων [εναντίον των δυτικών]. (Υποσημ. 29: Act. Concil, τ. Η’, στήλη 471)
          Τα υπόλοιπα για την Ιωάννα δεν έχουν τίποτα απίστευτο, όπως συμφωνεί και ο σκληρός διώκτης της, ο Βλονδέλλος.

Σελ. 19
Έτσι και το ταξίδι της στην Αθήνα [που λέγεται ότι έκανε η Ιωάννα] ήταν φυσικό αποτέλεσμα της φλογερής λατρείας της για τα αρχαία ελληνικά γράμματα. Βέβαια, η αλήθεια είναι ότι δε γνωρίζουμε τίποτα για την Αθήνα εκείνης της εποχής, αλλά φαίνεται ότι διατηρούσε η πόλη ακόμα αρκετά λείψανα της αρχαίας δόξας, αφού από τη μία τα μνημεία ήταν ακόμα όρθια και από την άλλη η ελληνική γλώσσα σωζόταν, αφού μιλιόταν ακόμα, την οποία και ο Εριγένης, ο μεταφραστής του Αρεοπαγίτη, την έμαθε με ακρίβεια στην Αθήνα τον 9ο αιώνα. «Επισκεπτόμουν», γράφει σε χειρόγραφο που διατηρείται στη βιβλιοθήκη της Οξφόρδης, «τους ναούς και τις στοές, όπου περπατώντας συνέτασσαν οι παλαιοί φιλόσοφοι τα έργα τους, ρωτώντας όλους τους λόγιους, από τους οποίους ήλπιζα να μάθω κάτι για την αρχαία φιλοσοφία». (Υποσημ. 30: Wood Hist. Antiq. Univers. βιβλ. Α’, σελ. 15, από τον Γυιζότη στην Ιστορία του γαλλικού πολιτισμού, μάθημα ΚΘ’)
          Τέλος, η πατρίδα της Ιωάννας, η οποία ήταν Γερμανίδα ή, σύμφωνα με άλλους, Αγγλίδα, κάτι που θεωρούσαν μερικοί ότι ήταν εμπόδιο για το αρχιερατικό αξίωμα, καθόλου δεν την εμπόδισε την εποχή εκείνη, επειδή η Αγία Έδρα δεν είχε γίνει ακόμα αποκλειστικό κτήμα των Ρωμαίων Καρδιναλίων, αλλά γίνονταν Πάπες και Έλληνες και Σύριοι και Θράκες και Γαλάτες, από τους οποίους μερικοί, επειδή ήταν νεοφερμένοι στη Ρώμη, ούτε τη λατινική γλώσσα δε γνώριζαν ακόμα. (Υποσημ. 31: Τον 7ο αιώνα ο Πάπας Κόνων ήταν Θράκας και τον 8ο αιώνα ο Πάπας Ιωάννης  ο 6ος ήταν Έλληνας, ενώ οι επόμενοι Σισίνιος, Κωνσταντίνος και Γρηγόριος ο 3ος ήταν από τη Συρία, βλέπε τη Χρονολογική Σειρά των Παπών του Λουδοβίκου Βίμα, Ταυρίνωι 1842) Και ο πρόωρος και ξαφνικός τοκετός της, που συνέβη κατά τη διάρκεια λιτανείας, θεωρείται

Σελ. 20
και από τον ίδιο τον Λωνουά και από τον Βλονδέλλο αληθινό γεγονός.  Καθώς τελειώνω πια το κεφάλαιο αυτό, έχω το δικαίωμα να πω μαζί με τον Πλωτίνα «Τίποτα δε βλέπω σε αυτά απίθανο».
          Αλλά πριν ολοκληρώσω τα σχετικά με το πιθανό, δεν μπορώ να αντισταθώ στον πειρασμό να συγκρίνω τη μυθική ιστορία της Ιωάννας με κάποιες άλλες, τις οποίες μας αναφέρουν ως βέβαιες και αναμφισβήτητες οι αντίπαλοί της, όσες φορές πρόκειται να υποστηριχθεί με αυτές ''η παπική εξουσία''. Και αν, βέβαια, όσοι πουλούν αυτές τις ανοησίες, μοιάζουν με τον καλό Ιωάννη Σιφλέτο (Υποσημ. 32: Αυτός ο Ιωάννης από την αξιοθαύμαστη για τις πολλές γνώσεις τους οικογένεια των Chiffflet, από τους οποίους οι περισσότεροι ήταν για δύο ολόκληρους αιώνες εκδότες και υπομνηματιστές μεσαιωνικών χειρογράφων, έγραψε διάφορες μελέτες για παλαιότερα  εκκλησιαστικά θέματα, μεταξύ των οποίων μάζεψε χωρίς κρίση τις φλυαρίες όλων των Συναξαρίων και μία μελέτη για την Πάπισσα, την οποία πουθενά αλλού δεν μπόρεσα να βρω) ή τον καλό συντάκτη της Χρυσής Βίβλου ή και τον Κάλλιστο Νικηφόρο, θα ήταν μάταιη η τέτοιου είδους αναφορά. Αλλά σε αυτά ξεχωρίζουν άνθρωποι σοβαροί και θαυμάσιοι για τις πολλές γνώσεις τους, όπως ο σημαντικός Βαρόνιος και στα βιβλία του "Χρονικά" και "Υπομνήματα στο Μαρτυρολόγιο", ο σοφός Σακώνιος στο έργο του  "Βίοι των Παπών", ο Βζόβιος στο βιβλίο του "Χρονικά μετά τον Βαρόνιο" (Υποσημ. 33: Βλέπε Δουφρενίου, Ιστορική Μέθοδος, τ. Γ’, στον κατάλογο των εκκλησιαστικών συγγραφέων) και πολλοί άλλοι, οι οποίοι συναγωνίζονταν ποιος πρώτος να υποστηρίξει πιο απίστευτες απόψεις, με περισσότερες γνώσεις, των οποίων τη δόξα αφού ζήλεψε, όπως φαίνεται, και ο δικός μας

Σελ. 21
Οικονόμος μας έκανε δώρο το πολυσυζητημένο τετράτομο έργο του για τους Εβδομήκοντα Μεταφραστές [πρόκειται για τη Μετάφραση της Παλαιάς Διαθήκης από 70 λόγιους, η οποία έγινε την Ελληνιστική εποχή].
          Διαλέγοντας ανάμεσα από τις ιστορικές αυτές αφηγήσεις τις πιο συνηθισμένες, ομολογώ ότι μου φαίνεται αδύνατο πώς ο Βαρόνιος, ο οποίος εξάντλησε τον πλούτο συνωνύμων της λατινικής γλώσσας, για να χαρακτηρίσει τα γεγονότα σχετικά με την Ιωάννα ως μύθο "ανόητο, από την αρχή ως το τέλος ψεύτικο, κενό, μάταιο, παιδικό, άκυρο, ανούσιο, παράλογο, γεμάτο από αντιφάσεις, χωρίς καμία πιθανότητα [να συμβεί]" (Υποσημ. 34: Βαρονίου Χρονικά, τ. 10ος, σελ. 75), στη συνέχεια αφηγείται με τόσο μεγάλη σοβαρότητα την κατάρρευση του ναού της Ειρήνης στη Ρώμη κατά τη διάρκεια της νύχτας, που γεννιόταν ο Χριστός (Υποσημ. 35: Βαρονίου Χρονικά, για το έτος 35), αφού ένα τέτοιο κτίσμα θα ήταν περιττό σ’ Αυτόν που έρχεται [= στον Χριστό], για να φέρει όχι ειρήνη αλλά μαχαίρι), την αποστολή από τον ίδιο τον Ιησού θαυματουργής εικόνας στον βασιλιά της Έδεσας, τον Άβγαρο, η οποία ήταν αρκετή να φυγαδεύσει αυτόν που ύψωνε πύργους, για να προστατέψει την πόλη της Κοσρόης (Υποσημ. 36: Βαρονίου Χρονικά, για το έτος 31), την άσκηση του επισκοπικού αξιώματος από τον Αρεοπαγίτη στο Παρίσι (Υποσημ. 37: Βαρονίου Χρονικά, για το έτος 109), την "άθληση" των 11.000 παρθένων (Υποσημ. 38: Ιάκωβος Βορραγηνός, κεφ. ΙΔ’ και Βαρονίου Χρονικά, για το έτος 237) στην Κολωνία, τους επτά κοιμισμένους Επιμενίδες στην Έφεσο από τον Δέκιο ως τον Θεοδόσιο τον νεότερο, δηλαδή για δύο

Σελ. 22
αιώνες (Υποσημ. 39: Βαρόνιος, για το έτος 254), την εκδίκηση του επισκόπου της Ωζέρης, του Βενέδικτου, ο οποίος έριξε από το θρόνο τον Ρήγα και τη Ρήγισσα των Βρετανών, για να ανεβάσει στο θρόνο έναν βοσκό και μια βοσκοπούλα, οι οποίοι έσφαξαν για χάρη του το μόνο μοσχάρι που έμεινε (Υποσημ. 40: Χρυσή Βίβλος και Βαρόνιος για το έτος 712), και άλλες παρόμοιες ανοησίες, από τις οποίες είναι γεμάτα τα χρονικά της Εκκλησίας. Συγκρίνοντας πια αυτά με όσα αφορούν την Ιωάννα, παρατηρούμε ότι εκείνα διαδόθηκαν μέσω της αβέβαιης μαρτυρίας ενός ή δύο μόνο λίγο αξιόλογων Χρονογράφων. Έτσι παραδείγματος χάριν σχετικά με την κατάρρευση του ναού στη Ρώμη, την οποία θεωρεί βέβαιη ο Βαρόνιος, δε λένε ούτε γρυ ούτε οι Ευαγγελιστές ούτε οι Απόστολοι ούτε οι Πατέρες της Εκκλησίας ή άλλος ιστορικός οποιασδήποτε θρησκείας, αλλά σχετικά με αυτό έχουμε μόνο τη μαρτυρία του Πέτρου Δαμιανού, που έγραφε δέκα αιώνες μετά τα γεγονότα, ενώ σχετικά με την εικόνα της Έδεσας, για την οποία δε βρίσκεται τίποτα στον Προκόπιο ή στον Ευσέβιο, ο οποίος παρουσιάζει με κάθε λεπτομέρεια τις σχέσεις του Σωτήρα [Χριστού] με τον βασιλιά της Έδεσας, υπάρχει μόνο η μαρτυρία του Ευάγριου τον 6ο αιώνα, ενώ τα σχετικά με την Πάπισσα αφηγούνται γράφουν περισσότεροι από 500 συγγραφείς, οι οποίοι ήταν γνωστοί ταυτόχρονα ή λίγο μετά από αυτήν και όλοι όριζαν με ακρίβεια και τον τόπο και το χρόνο και τις άλλες συνθήκες των γεγονότων που αφηγούνται. Επιπλέον όποιος επιθυμεί να λερώσει τα δάχτυλά του ξεφυλλίζοντας τις μουχλιασμένες μεσαιωνικές

Σελ. 23
ανοησίες, μπορεί να πάει πίσω ή τουλάχιστον να πλησιάσει την πηγή, από την οποία προέρχονται οι παραπάνω μυθικές ιστορίες. Έτσι, όσα λέγονται από τον Γρηγόριο τον Τουρονήσιο σχετικά με τον Διονύσιο, τον επίσκοπο του Παρισιού (Υποσημ. 41:  Gregorii Τuronensis Historia Eccles. lib. XVIII, περιέχεται στα γαλλικά στη τελευταία συλλογή των κλασικών του Διδότου. Αυτός ο Διονύσιος, ο οποίος αποκεφαλίστηκε κατά τη διάρκεια των διωγμών του Ουαλεριανού στο όρος των μαρτύρων (Monmartre που ετυμολογείται από κάποιους από την έκφραση mons martyrum, δηλαδή όρος των μαρτύρων) πήρε το κομμένο κεφάλι του και πήγε να το θάψει στο χωριό του Αγίου Διονυσίου, ορίζοντας έτσι ότι εκεί θα θάβονταν οι βασιλείς της Γαλλίας), τα οποία αποδόθηκαν εξαιτίας του ίδιου ονόματος στον Αρεοπαγίτη, επίσκοπο και εκείνο και μάρτυρα, ώθησαν κάποιους αμόρφωτους ή φανατικά θρήσκους της γαλλικής εκκλησίας να χειροτονήσουν ως επίσκοπο του Παρισιού τον 4ο αιώνα τον σύγχρονο του Αποστόλου Παύλου, τον Αρεοπαγίτη, ενώ τα σχετικά με τους επτά ροχαλίζοντες στην Έφεσο, προφανώς ξεκίνησαν  από όσα έγραψε ο Λαέρτιος για τους Επιμενίδες, ο οποίος κοιμήθηκε 17 ολόκληρα χρόνια μέσα σε σπήλαιο. Και την παράδοση για τις 11.000 παρθένες αποδίδουν πια οι αρχαιολόγοι στη λανθασμένη ανάγνωση μιας επιγραφής στην Κολωνία, η οποία έχει χαραγμένο ΧΙΜV, δηλαδή Undecim martyres virgines, δηλαδή ένδεκα μάρτυρες παρθένες, αλλά κάποιοι διάβασαν  Undecim milia virgines [= ένδεκα χιλιάδες παρθένες]. (Υποσημ. 42: Όταν ήμουν το 1857 στην Κολωνία, πήγα κι εγώ να θαυμάσω τα λείψανα των παρθένων, που φυλάσσονταν με ευσέβεια σε ένα μικρό ναό, ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό, τοποθετημένα σε σειρές μέσα σε γυάλινες θήκες. Όταν ρώτησα τον ξεναγό πώς ήταν δυνατόν στο υγρό εκείνο κλίμα να διατηρούνται τα ευάλωτα εκείνα κρανία μετά από τόσους πολλούς αιώνες, εκείνος μου απάντησε με αφέλεια «Όσα χαλούν, αντικαθίστανται με άλλα».)

Σελ. 24
Κοπιαστικό, βέβαια, και χωρίς χάρη, όχι όμως και ακατόρθωτο θα ήταν να ψάξει κάποιος πώς ξεκίνησαν και άλλοι μύθοι. Αλλά ας δούμε μάλλον ποια παράξενα επινόησαν όσοι προσπάθησαν να βρουν πώς ξεκίνησε ο μύθος [= δηλαδή θεώρησαν ψεύτικα τα γεγονότα] για την Πάπισσα.
          Αφού προσπεράσουμε σιωπηλά τις ανυπόστατες υποθέσεις του Ονούφριου, ο οποίος απέδιδε την παράδοση για τον θηλυκό Πάπα στη γυναικεία ομορφιά του γιου της Μαρωντίας, του Οκταβιανού, ο οποίος ήταν Πάπας στα δεκαοκτώ του χρόνια, εκατό και περισσότερα χρόνια μετά την Ιωάννα, προσπερνώντας και όσα αναφέρονται από τον δικό μας συμπατριώτη, τον Αλλάτιο, για κάποια γόησσα, τη Θιόττη, η οποία αναστάτωσε με προφητείες το λαό (Υποσημ. 43: Confutatio fabulae de Johanna, παρ. Γ’), και τις ερμηνείες του Αυεντίνου και του Κορβιέτου, οι οποίες έγιναν αντικείμενο κοροϊδίας από τους ίδιους τους αντιπάλους της Πάπισσας, χωρίς έλεος, εξαιτίας της άποψής τους ότι ήταν αδύνατο να συμβεί, αφήνοντας όμως στην άκρη και την πολύ διαδεδομένη άποψη, σύμφωνα με την οποία η υποχώρηση του Ιωάννη του 9ου στις απαιτήσεις του Φώτιου θεωρήθηκε απόδειξη θηλυκότητας (Υποσημ. 44: Πρέπει να σημειωθεί σε αυτό το σημείο ότι ο Αλλάτιος στη μελέτη του για τη 10η Σύνοδο αρνείται κατηγορηματικά την αναγνώριση από τον πάπα Ιωάννη του Φώτιου, για τον οποίο [Φώτιο] υποθέτει ότι πλαστογράφησε και τα Πρακτικά της Συνόδου και τις επιστολές του Ποντίφικα. Αλλά, ακόμα κι αν θεωρήσουμε ότι αυτά είναι αλήθεια, δε βρίσκουμε τίποτα σε αυτές τις επιστολές που να ταπεινώνει την ρωμαϊκή Έδρα ή που να χαρακτηρίζει γυναίκα τον Ιωάννη. Την αναγνώριση του Φωτίου απαίτησε ο ίδιος ο αυτοκράτορας Βασίλειος, με πρεσβευτές ειδικά γι’ αυτόν το σκοπό, δίνοντας την υπόσχεση ότι έναντι της αναγνώρισης θα έστελνε βοήθεια εναντίον των Σαρακηνών που λεηλατούσαν την Ιταλία. Αλλά κανείς από τους σύγχρονούς του συγγραφείς δεν αποκάλεσε κοροϊδευτικά τον Ποντίφικα Ιωάννα και δεν τον κατηγόρησε ότι συμπεριφερόταν δημοσίως με θηλυκό τρόπο. Αντίθετα, όλοι επαίνεσαν τη συμπεριφορά του ως κατάλληλη για τις περιστάσεις. Επομένως, μου φαίνεται αδύνατο και πολύ κολακευτικό για τις γυναίκες το να θεωρηθεί από τους νεότερους ως γυναικεία αυτή η πράξη του αρχιερέα, η οποία ήταν ίσως η πιο συνετή.), θα περιοριστούμε

Σελ. 25
μόνο στα λόγια του Βαρόνιου, από τον οποίο έχουμε δικαίωμα να ελπίζουμε κάτι περισσότερο αξιόπιστο. Σύμφωνα με αυτόν, λοιπόν, τα σχετικά με την Ιωάννα πρέπει να αποδοθούν στη φήμη που διαδόθηκε για τη γυναίκα που ήταν πατριάρχης στην Κωνσταντινούπολη, η οποία ονομάζεται σε κάποιες περιπτώσεις και νέα Ρώμη αλλά και Ρώμη μόνο. Εξαιτίας της ίδιας ονομασίας υπήρξε σύγχυση. Αλλά απόδειξη αυτών, εκτός από το όνειρο του Αρέχισου, που αναφέρθηκε παραπάνω, αποτελεί και η επιστολή του Λέοντα του 9ου, ο οποίος έγραψε στον Πατριάρχη Μιχαήλ Κηρουλάριου (Υποσημ. 45: Την επιστολή αυτή, την οποία αναφέρει και ο Ονούφριος Παμβίνιος (τόμ. Α', σελ. 175), που υπάρχει σε ιταλική μετάφραση στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας, δεν παραδέχεται ως γνήσια ο Δοσίθεος Ιεροσολύμων, λέγοντας ότι «αυτός ο Λέων [ο 9ος, από αριστοκρατική οικογένεια της Αλσατίας, ονομαζόταν Βρούνο και ήταν κόμης του ΄Εγκισχάιμ, με αξιόλογη μόρφωση, είχε μεγάλη ευθύνη για το σχίσμα Ανατολής – Δύσης], ο οποίος έκανε την προσθήκη στο σύμβολο [της πίστεως των Καθολικών, το filioque, δηλαδή ότι το Άγιο Πνεύμα απορρέει και από τον Πατέρα και από τον Υιό], αναθεματίστηκε από τη Σύνοδο στην Κωνσταντινούπολη. Πώς, λοιπόν, έγραψε εκεί τέτοια λόγια; Σχετικά με τους ευνούχους, αν έγραψε, έλεγε ψέματα ότι ο εκκλησιαστικός κανόνας αποκλείει αυτούς που ευνούχισαν μόνοι τους τους εαυτούς τους, ενώ αυτούς που ευνουχίστηκαν από δεσπότες, αλλά είναι καλοί στα υπόλοιπα, τους δέχεται ο κανόνας.» (Δοσίθεος Ιεροσολύμων, Δωδεκάβιβλος περί των εν Ιεροσολ. Πατριαρχευσάντων, βιβλ. Ζ’, κεφ. ιβ). Γι’ αυτά, από τη μία, ο Δοσίθεος έκανε σωστές παρατηρήσεις και μίλησε με αξιοπρεπή τρόπο, αλλά παρακάτω, ακολουθώντας την καλογερική συνήθεια, αποκαλεί τον Λέοντα κατάπτυστο, κακούργο, ότι πρέπει να τον περιφρονούν και να τον εξευτελίσουν και άλλα παρόμοια.) «Διστάζω να πιστέψω τη φήμη που διαδόθηκε, σύμφωνα με την οποία, επειδή δε σας ήταν αρκετό να ανεβάζετε ευνούχους στον πατριαρχικό θρόνο, εκλέξατε και γυναίκα. Ο ανήθικος χαρακτήρας της υπόθεσης αυτής αλλά και η αδελφική καλή διάθεση προς εσάς με κάνουν να μην πιστεύω τέτοια φήμη. Όμως, όσες φορές θυμηθώ τη δική μας απροθυμία αναφορικά με την τήρηση των ιερών κανόνων και τους ευνούχους που ήταν πατριάρχες,

Σελ. 26
αναγκάζομαι να παραδεχτώ ότι και τα άλλα είναι δυνατά». Έτσι είναι γραμμένη η επιστολή του Πάπα Λέοντα, για την οποία ο Βαρόνιος επιλέγει να σχολιάσει «Επομένως, όσα λέγονταν ως θρύλοι για τη βυζαντινή Έδρα αποδόθηκαν στη ρωμαϊκή από τους σχισματικούς Έλληνες, από τους οποίους ο Μαριανός Σκώτος αντέγραψε το μύθο για την Ιωάννα». Σε αυτό το σημείο επικαλούμαστε όλη την προσοχή του αναγνώστη, για να θαυμάσει μαζί μας μέχρι ποιο σημείο μπορεί να φτάσει η ιερατική αδιαντροπιά. Το παραπάνω απόσπασμα, από το οποίο μαθαίνουμε ότι και την ίδια την ψώρα κολλήσαμε στους Φράγκους, βρίσκεται στη σελίδα 75 του 10ου τόμου του έργου του  "Χρονικά", ενώ στη σελίδα 77 του ίδιου βιβλίου ο ίδιος ο Βαρόνιος, ξεχνώντας όσα έλεγε παραπάνω και έχοντας ως συμμάχους εναντίον της Πάπισσας τους Έλληνες που έβρισε, παρουσιάζει τη σιωπή τους ως θριαμβευτικό επιχείρημα, θεωρώντας αταίριαστο το σχετικό απόσπασμα του Χαλκοκονδύλη ! ! !  Αλλά, μόλις κατασκεύασε το θηρίο της φαντασίας [δηλαδή ισχυρίστηκε με θράσος ότι ήταν ψέματα πως μια γυναίκα έγινε πάπας] με τη βοήθεια των Ελλήνων, αμέσως διώχνει με κλωτσιές και πάλι τους βρίζει ο αχάριστος Καρδινάλιος, δηλώνοντας πανηγυρικά «οι κακόγλωσσοι σχισματικοί θα προτιμούσαν να αποσχιστούν φωνάζοντας περισσότερο παρά να σιωπήσουν, αν κάτι τέτοιο συνέβαινε σε μας». Η καλογερική ανοησία σε όλα αυτά και η κακοπιστία πνίγουν τον αναγνώστη, ο οποίος δεν ξέρει πού να στραφεί, για να βρει τη έξοδο από αυτόν τον βουρκώδη λαβύρινθο. Αγωνιώντας και εμείς να βγούμε από εδώ, παρατηρούμε μόνο ότι ποτέ από κανέναν

Σελ. 27
δεν ειπώθηκε κάτι για γυναίκα που ήταν Πατριάρχης [στην Κωνσταντινούπολη], ενώ ο Πάπας Λέων, όταν έγραφε τα παραπάνω, είχε προφανώς την πρόθεση να κοροϊδέψει τους ανατολικούς [= τους χριστιανούς ορθόδοξους] για την εκλογή ευνούχων, εκτός αν υποθέσουμε ότι και εκείνος είδε όνειρο σαν εκείνο του Αρέχισου. Επιπλέον, πώς να πιστέψουμε ποτέ ότι, όταν έγραψε ο Πάπας Λέων ότι επρόκειτο για θρύλο [και όχι αλήθεια], αφού και ο ίδιος το θεωρούσε ανυπόστατο, πήραν αφορμή αμέσως από αυτό οι Έλληνες να πλάσουν ένα μυθιστόρημα για την Πάπισσα, στολίζοντάς την με χιλιάδες παράξενα περιστατικά, ενώ ήταν δυνατόν στη στιγμή να αποδειχθούν ψεύτες; Ακόμα πιο αδύνατο γίνεται, αν επινοήθηκε με κάποιο τρόπο ο μύθος, πώς οι πιο καταξιωμένοι Λατίνοι ιστορικοί, ανάμεσα στους οποίους και υποτελείς στον Πάπα επίσκοποι και καρδινάλιοι, αφού τάχα δέχτηκαν αβασάνιστα [= χωρίς να κουραστούν, για να κρίνουν αν είναι αλήθεια ή όχι] τις ανοησίες των Ελλήνων, βιάστηκαν να τις συμπεριλάβουν ως αληθινά γεγονότα στα αρχεία για τη ζωή των Παπών, και επειδή δεν αρκέστηκαν σε αυτό, μάζεψαν πολλές ιστορικές αποδείξεις, για να κάνουν περισσότερο πιστευτή τη συκοφαντία των σχισματικών. Σε αυτήν, όμως, την "παχουλή" απάτη πρέπει, σύμφωνα με τον Βαρόνιο, να υποθέσουμε ότι έπεσαν και ο σύγχρονος του Λέοντα, ο Αναστάσιος, και ο περισσότερο κριτικός Σιγβέρτος και ο θερμός λάτρης των παπών Μαριανός ο Σκώτος και όλοι, για να το πούμε έτσι, οι καθολικοί Χρονογράφοι, οι οποίοι αφηγήθηκαν τα ίδια. Αλλά αντί να εμπιστευτώ αυτά, προτιμώ πάλι να θεωρήσω πιο πιθανή την ύπαρξη της Ιωάννας.
          Προχωρώ πια στην παρουσίαση των πιο επίσημων

Σελ. 28
μαρτυριών γι’ αυτήν, κυνηγώντας περισσότερο το έγκυρο και το πρωτότυπο παρά το πλήθος των συγγραφέων, των οποίων ο κατάλογος είναι ατελείωτος από τους Μαρέσιο, Δοσίθεο και Σπανχάιμ. (Υποσημ. 46: Σε αυτόν υπάρχουν περισσότεροι από 500 συγγραφείς, οι οποίοι αναφέρουν την Πάπισσα, αλλά πολλοί από αυτούς κοιμούνται [δηλαδή αντέγραψαν, χωρίς κριτική σκέψη] σε χειρόγραφα σε διάφορες βιβλιοθήκες στη Γερμανία, ενώ άλλοι, επειδή έκαναν μόνο μία έκδοση, κατάντησαν περισσότερο δυσεύρετοι. Γι’ αυτό προτίμησα να παρουσιάσω αυτούς που συμπεριλαμβάνονται στις συλλογές του Λεϊβνίτιου (Scriplores rerum Brunswicesium 3 τόμοι σε χειρόγραφα), του Πιστόριου (Veteres seriptores rer. n Germanicarum, Francofur. 1607), του Φρέχηρου (Germanicar. rerun. scriptor. Francof. 1600) και του Μεϊβόμιου (Rerum Germanicar. Tomi res, in fol. Helmestad.1688). Αυτές οι συλλογές έχουν το πολύ μεγάλο πλεονέκτημα ότι είναι προσιτές σε όλες τις βιβλιοθήκες, εκτός από τη δική μας, στην οποία δε βρίσκεται κάτι άλλο παρά ετερόκλητοι σωροί μεταγενέστερων συγγραφέων, ενώ η απόκτηση των πρωτότυπων κειμένων των μεσαιωνικών Χρονογράφων, που είναι λίγοι και όλοι σχεδόν περιλαμβάνονται στις προαναφερθείσες συλλογές, δε θα ήταν –νομίζω-  ούτε δύσκολη ούτε πολύ πολυέξοδη, αν μάλιστα αποφασίζαμε να θυσιάσουμε μία από τις τέσσερις εκδόσεις της μουχλιασμένης ιστορίας του Αββά Φλωρή ή τις πολύτομες ανοησίες του Πατρός Καπελέτη, βιβλία που δεν είναι χρήσιμα σε κανέναν και μόνο τόπο πιάνουν.)
          Σύμφωνα με αυτόν τον Γερμανό [τον Σπανχάιμ], η πρώτη αναφορά για την Πάπισσα υπάρχει σε κάποια χειρόγραφα του συγχρόνου της, Αναστάσιου του βιβλιοθηκάριου, και πενήντα χρόνια μετά  από τον Ροδούλφο, κάποιο μοναχό και σχολιαστή του Λευϊτικού. Αλλά ο Βλονδέλλος και ο Βαρόνιος ισχυρίζονται ότι τα αποσπάσματα του Αναστάσιου είναι αταίριαστα [δηλαδή δεν τα έγραψε ο ίδιος, αλλά προστέθηκαν μεταγενέστερα από άλλους], ενώ για τον Ροδούλφο υποθέτουν ότι ήταν μοναχός τον 11ο αιώνα. Εμείς, όμως, επειδή δεν έχουμε αρκετές γνώσεις, για να αποφασίσουμε, παρατηρούμε μόνο ότι, αν υποθέσουμε ότι σιώπησαν οι σύγχρονοι της Ιωάννας ή

Σελ. 29
οι χρονογράφοι που έζησαν λίγο αργότερα, δεν προκύπτει από αυτούς καμία απόδειξη εναντίον της Ιωάννας. Επειδή άλλοι από αυτούς, ανάμεσα στους οποίους ο Φρεκούλφος και ο Βαλλαφρείδος, πέθαναν πριν το 856, ενώ οι υπόλοιποι, ο επίσκοπος της Βιέννης Άδων, ο Ρηγινών και οι συντάκτες του έργου "Χρονικά του Αγίου Βερτίνου", περιορίστηκαν μόνο στις πράξεις των αυτοκρατόρων ή βασιλέων της Γαλλίας, παραλείποντας ακόμα και τα ονόματα πολλών Παπών. Ας μην ξεχνάμε επιπλέον ότι σύμφωνα με τα διατάγματα της ρωμαϊκής Έδρας δεν έπρεπε να συμπεριληφθεί η Ιωάννα στη σειρά των Παπών, όπως πληροφορούμαστε, όταν ο Μαρτίνος ο Πολωνός (Υποσημ. 47: Leibniz.Scrip. Brunsw. τόμ. Β’) και ο δικός μας Δοσίθεος, σύμφωνα με τον οποίο έβαλαν οι Χρονογράφοι μετά από τον Λέοντα τον Βενέδικτο τον 3ο [στη σειρά/διαδοχή των Παπών] και "τον ονόμασαν νόμιμο διάδοχο, ενώ άφησαν απ’ έξω την κυράτσα Ιωάννα η οποία κρυφά και με ασέβεια παρεμβλήθηκε". (Υποσημ. 48: Δωδεκάβ. βιβλ. Ζ’, κεφ. ΙΒ’) Βλέποντας, όμως, και τον σοφό Βαρόνιο να διστάζει τόσο πολύ ποιους από τους τότε Πάπες να δεχθεί ως γνήσιους και ποιους να παραλείψει και αυθαίρετα [= με τη δική του θέληση] πολλές φορές να αποφασίζει, δεν πρέπει –νομίζω- να αναρωτηθούμε πώς και η Ιωάννα, που έγινε άφαντη ξαφνικά στο σκοτάδι του κατάμαυρου εκείνου αιώνα, εμφανίζεται ξανά να υπάρχει με αδιαμφισβήτητες μαρτυρίες, αμέσως μόλις εμφανίστηκαν πιο έγκυροι ιστορικοί, τακτοποιήθηκε κάπως το άμορφο εκείνο χάος. Αλλά σε κάθε περίπτωση, και αν υπήρχε [η Ιωάννα], κάνοντας τη χάρη στο Βαρόνιο, για να συγχωρήσει και αυτός εμάς

Σελ. 30
για όσες πικρές αλήθειες είπαμε γι’ αυτόν πιο πάνω, αρχίζουμε από τον Μαριανό.
          Ο ιστορικός αυτός [ο Μαριανός], ο οποίος πήρε το επώνυμο Σκώτος από την πατρίδα του, σύμφωνα με τη συνήθεια που υπήρχε τότε, αφήνοντας τα βουνά των πατέρων του, στα τέλη του 10ου αιώνα, πήγε στην Κολωνία, όπου έγινε μοναχός, και από εκεί στη Μογουντία, όπου έζησε τη ζωή του με προσευχές και γράφοντας. Όμως, σεβόταν την παπική Έδρα μέχρι του σημείου να τη θεοποιήσει, τολμώντας να την υποστηρίξει εναντίον του αυτοκράτορα Ερρίκου του 4ου, στην πολυσυζητημένη διαμάχη για τη μοιρασιά των επισκοπών. Επιπλέον, δεν ήταν ο Μαριανός από τους καλόγερους εκείνους, στους οποίους σε κάθε σελίδα του έργου τους υπάρχουν ίχνη καλής συμπεριφοράς ή κακής πίστης, αλλά τέτοιου είδους εκτίμηση αξιώθηκε από τους συγχρόνους του, ώστε η Αγγλία, η Σκωτία και η Γερμανία ήταν σε διαμάχη ποιας χώρας ήταν τέκνο, όπως φιλονικούσαν παλιά επτά πόλεις για τον Όμηρο [πού γεννήθηκε]. Επομένως, αν απορρίψουμε ως ύποπτη τη μαρτυρία ενός τέτοιου ιστορικού, ο οποίος λάτρευε τον παπικό θεσμό και ομολόγησε ότι «τον Λέοντα τον 4ο διαδέχθηκε κάποια γυναίκα Ιωάννα, που ήταν στον παπικό θρόνο για δύο χρόνια, πέντε μήνες και τέσσερις μέρες» (Υποσημ. 49: Mar, Scot. chron. ad. an 854 και στη συλλογή του Πιστόριου, τ. A’. Για τον Μαριανό βλέπε το Λεξικό του Βαύλου), ποιον άλλο και για ποιο σκοπό θα μπορούσαμε πιο δικαιολογημένα να πιστέψουμε;
          Από την άλλη, ο Σιγβέρτος από το βελγικό χωριό Γεμβλούρη, τον οποίο ονόμασε αργότερα  "Γεμβλακένσιο" ο Δοσίθεος, μοναχός

Σελ. 31
και χρονογράφος με μεγάλο κύρος, ο οποίος ήταν στην ακμή του γύρω στα τέλη του ίδιου αιώνα, κατέγραψε και αυτός στο Χρονικό του σχετικά με την Ιωάννα τα πιο σημαντικά στοιχεία, δηλαδή «Fama est hunc Iohannem foeminan fuisse...», που κατά λέξη μεταφράζεται «Σχετικά με αυτόν τον Ιωάννη λένε (Υποσημ. 50: Το ‘’λένε’’ χρησιμοποιούν συχνά οι χρονογράφοι, όπως οι αρχαίοι Έλληνες, για βέβαια γεγονότα. Βλέπε Κ. Ασωπίου, "Ιστορία των Ελληνικών Γραμμάτων", στον Πρόλογο, σ. ρπστ’) ότι ήταν γυναίκα, που το γνώριζε μόνο ένας από τους κοντινούς ανθρώπους, από τον οποίο, αφού έμεινε έγκυος, γέννησε μικρό πάπα». (Υποσημ. 51: Sigeberti. Chron. ad ann. 854 στη συλλογή Scrip. Brunswic. του Λεϊβνίτιου, τ. Α’)
          Ο Όθων, ο επίσκοπος της Φρύσιγγας στη Γερμανία, από τη μητέρα του αδελφός του αυτοκράτορα Κορράδου του 3ου και εγγονός του Ερρίκου του 4ου, στο Χρονικό του, το οποίο αναφέρει τα γεγονότα μέχρι το 1146, αναφέρει για τον Πάπα Ιωάννη ότι ήταν γυναίκα (Υποσημ. 52: Οthon. Frisigensi Chron. ad ann. 839, στη συλλογή του Ουρστίσιου, Φραγκοφ. 1720, τ. Α’), ενώ το ίδιο γράφουν και ο Γηφρείδος Αρθούρος και ο Γοτεφρείδος από το Βίτερβο (Υποσημ. 53: Στη συλλογή του Φρέχηρου, τ. Α’), χρονογράφοι που έζησαν την ίδια περίπου εποχή, τοποθετώντας την Ιωάννα ανάμεσα στους πάπες Λέοντα και τον Βενέδικτο και προτρέποντας σε παρένθεση τον αναγνώστη να μη συμπεριλάβει τη γυναίκα αυτή στους Πάπες.
          Όμως, τον 13ο αιώνα, οι περισσότεροι μαρτυρούν υπέρ της

Σελ. 32
Ιωάννας, αλλά τα πιο αξιόλογα αναφέρονται από τον Μαρτίνο τον Πολωνό από το τάγμα των Δομινικανών, τον οποίον αναφέρουν με επαίνους οι σύγχρονοί του χρονογράφοι. Αυτός για πολλά χρόνια ήταν πνευματικός των Παπών Ιωάννη του 1ου και Νικολάου του 3ου, από τον οποίο έγινε αργότερα επίσκοπος στην Πολωνία. Επομένως, αν ποτέ υπήρξε ιστορικός σε θέση να γνωρίζει με ακρίβεια την αλήθεια, αυτός είναι με βεβαιότητα ο Μαρτίνος, ο οποίος και εξαιτίας του χαρακτήρα του και εξαιτίας του αξιώματός του στη Παπική Έδρα είναι ο πιο αξιόπιστος. Από αυτόν πληροφορούμαστε, πέρα από όσα είναι ήδη γνωστά, ότι η Ιωάννα γεννήθηκε από Άγγλους στη Μογουντία, ενώ εκτελούσε χρέη Πάπα για δύο χρόνια, πέντε μήνες και τέσσερις μέρες και πέθανε κατά τη διάρκεια τοκετού σε λιτανεία, ενώ τάφηκε χωρίς τιμές στον τόπο όπου πέθανε, από όπου οι επόμενοι Ποντίφικες απέφευγαν να περάσουν και πήγαιναν από άλλο δρόμο στο Λατεράνο (Υποσημ. 54: Martini Ρoloni Chron. ad an. 854, Scriptor. Brusvic. τ. Β’). Αφού λέει αυτά ο Μαρτίνος, μας συμβουλεύει "να μη συμπεριλάβουμε τη γυναίκα στη διαδοχή των Παπών".
          Από μόνος του ο αναγνώστης καταλαβαίνει πόσο βαριά πέφτει εναντίον των αντιπάλων της Πάπισσας η επίσημη μαρτυρία ενός τέτοιου ανθρώπου, με αποτέλεσμα να προσπαθήσουν να εξαφανίσουν με κάθε τρόπο αυτήν τη μαρτυρία περισσότερο από όλες, ισχυριζόμενοι άλλοι ότι ούτε ο ίδιος ο Μαρτίνος φαίνεται να πιστεύει όσα αφηγείται και άλλοι ότι αστειευόμενος έπλασε το μύθο. Αλλά τέτοιες κατηγορίες εναντίον ενός τέτοιου ανθρώπου ήταν απλώς γελοίες. Γι’ αυτό περισσότερο σκόπιμο

Σελ. 33
θεώρησε ο γεννημένος στη Χίο Αλλάτιος (Υποσημ. 55: Conf. fabul par. Δ’) να υποστηρίξει ότι τα σχετικά με την Ιωάννα συμπεριλήφθηκαν στα χειρόγραφα του Μαρτίνου από τους "εχθρούς της Εκκλησίας", δηλαδή από τους διαμαρτυρομένους [= τους Προτεστάντες]. Όμως, την ίδια άποψη έχει και ο Πάτερ Chifflet, ο οποίος, για να υποστηρίξει την ύπαρξη της Πάπισσας Ιωάννας, αναφέρει ότι είδε στη βιβλιοθήκη του πατέρα του (!), η οποία κάηκε (!!), χειρόγραφο του Μαρτίνου, στο οποίο δε γινόταν αναφορά για μια γυναίκα που έγινε πάπας.
          Δεν υπάρχει τίποτα πιο αηδιαστικό ή πιο παράλογο από το να εμφανίζεται συχνά στους καθολικούς ο ισχυρισμός αυτός για τα παλιά χειρόγραφα, δηλαδή ότι νοθεύτηκαν τάχα από τους διαμαρτυρομένους. Πρέπει, όμως, να είναι κάποιος αδιάντροπος όσο ο Αλλάτιος, για να κατηγορήσει αυτούς που εμφανίζονται ξανά τον 15ο αιώνα, ότι πρόσθεσαν στο χειρόγραφο του Μαρτίνου ένα γεγονός, το οποίο ακριβώς τόσοι πολλοί καθολικοί χρονογράφοι αντέγραψαν από τον ίδιο τον Μαρτίνο, 200 χρόνια πριν τη Μεταρρύθμιση [τη θρησκευτική Μεταρρύθμιση που έγινε στην Ευρώπη] (Υποσημ. 56: Εδώ ίσως ταιριάζει ο μύθος του Αισώπου: « - Πέρσι με έβρισες, έλεγε ο λύκος. – Εφέτος γεννήθηκα, απάντησε το αρνί.»). Διαφορετικά, αν πραγματικά υπήρξαν νοθεύσεις, δεν είναι πιο λογικό να τις αποδώσουν μάλλον σε όσους καθολικούς είχαν τα χειρόγραφα, οι οποίοι ήθελαν να εξαφανίσουν πολλές αδιαντροπιές, παρά στους νεόθρησκους [= τους Προτεστάντες], οι οποίοι, επειδή είχαν γραφεί από πριν στους καταλόγους, όπως στην αρχαία Αθήνα την εποχή των 30 τυράννων, για να κυνηγηθούν και να θανατωθούν χωρίς δίκη ως αιρετικοί, δεν μπορούσαν ούτε να πλησιάσουν τις βιβλιοθήκες; Αργότερα κανένας διαμαρτυρόμενος δεν πιάστηκε επ’ αυτοφώρω και δεν κατηγορήθηκε ως πλαστογράφος, ενώ κατηγορούν τους καλόγερους πολλές φορές

Σελ. 34
και οι ομόθρησκοι ιστορικοί για τις προσθέσεις και τις αφαιρέσεις στα μοναστήρια [εννοεί στα χειρόγραφα που αντέγραφαν στα μοναστήρια].
          Όμως, τον 14ο αιώνα ο Σπανχάιμ βρήκε στη βιβλιοθήκη της Λεΰδης μαρτυρία υπέρ της Ιωάννας, η οποία [μαρτυρία] δεν είναι καθόλου κατώτερη από τις παραπάνω, του επισκόπου της Γαλικίας Βερνάρδου Γύη, ιεροεξεταστή, όταν Πάπας ήταν ο Ιωάννης ο 22ος, να αναφέρει στο Χρονικό του, με τον τίτλο "Flores temporum" [= Λουλούδια των καιρών]: «Όταν προσπάθησα να εξιστορήσω τις αξιομνημόνευτες πράξεις των Παπών, διάβασα και συνέκρινα πολλά Χρονικά, για να αποκτήσω ξεκάθαρη και ακριβή γνώση για όλα, εφόσον μάλιστα παρατήρησα ότι υπάρχουν σε πολλούς χρονογράφους μεγάλες διαφορές για τη χρονολογική κατάταξη των Ρωμαίων αρχιερέων [εννοεί τους Πάπες] και -κάτι που είναι πιο σημαντικό- για τις πράξεις του κάθε Πάπα χωριστά». Μετά από τέτοιο προοίμιο, προχωρώντας στη βιογραφία των Ποντίφικων, αυτός ο ακριβής και λεπτολόγος ιστορικός τοποθετεί στη δική της θέση την Ιωάννα, αναφέροντας τα σχετικά γεγονότα όπως είναι και στον Μαρτίνο. Από τον αναγνώστη εξαρτάται να αποφασίσει αν ο συγγραφέας προσπαθεί να διορθώσει και με την κριτική παρουσίαση να συμβιβάσει τα αρχαία χρονικά, αν ο ιεροεξεταστής και διώκτης των Αλβιγέσιων, οι οποίοι κορόιδευαν ήδη την Αγία Έδρα για την Πάπισσα, θα παραδεχτεί ποτέ τα σχετικά με αυτήν, αν την εποχή που έγραφε, μπορούσαν με οποιονδήποτε τρόπο να αμφισβητηθούν.
          Μετά τον Γύη, παραλείπουμε τον Ιωάννη από το Παρίσι, τον Σιφρείδο από τη Μισνία, τον Σωζόμενο, τον από την Καλαβρία

Σελ. 35
Έλληνα μοναχό Βαρλαάμ και πολλούς άλλους, τους οποίους όποιος θέλει, μπορεί να τους αναζητήσει στον Βόσσιο, και προχωρούμε στον Αμαλρίκο Αυγήριο, ο οποίος αφιέρωσε το 1362 στον Πάπα Ουρβάνο τον 5ο το έργο του "Χρονολογική σειρά των Αρχιερέων της Ρώμης" (Υποσημ. 57: Το χειρόγραφο αυτό έργο χάθηκε, αλλά το απόσπασμα για την Ιωάννα υπάρχει αντιγραμμένο στο έργο του Βόσσιου, "Histor. Latin", σ. 530, και του Λεϊβνίτιου, "Scriptor. Brunswic.", τόμ. Α'), στην οποία βρίσκονται τα ακόλουθα καινούργια στοιχεία για την Ιωάννα: «Στην αρχή η γυναίκα ζούσε συνετή και θεοσεβούμενη ζωή, αλλά, όταν στη συνέχεια πάχυνε από την υπερβολική κατανάλωση λιπαρών κρεάτων, ξέφυγε και έπεσε στην αμαρτωλή ζωή και έμεινε έγκυος από κάποιον από τους υπηρέτες».
          Προσπερνώντας και πάλι έναν όχλο από πολλούς περισσότερο ασήμαντους μάρτυρες, από τον άδοξο Αμάλρικο, του οποίου το έργο "Χρονολογία" έφαγαν τα λεΰδια σκουλήκια, με ένα άλμα φτάνουμε στον στεφανωμένο με δάφνη [= καταξιωμένο] Πετράρχη, του οποίου τα ερωτικά τραγούδια είναι ασφαλή από τέτοια συμφορά, επειδή διατηρούνται και στη βιβλιοθήκη και στη μνήμη όλων των Ιταλίδων. Ο ποιητής αυτός, αφού τραγούδησε το κύκνειο άσμα του [= το τελευταίο έργο του] πάνω στον τάφο της αγαπημένης του Λαύρας, αποσύρθηκε στη Βενετία, όπου σπατάλησε τα τελευταία χρόνια του, γράφοντας το έργο "Βίοι των Αυτοκρατόρων και των Παπών", μέχρι τον Γρηγόριο τον 9ο. Σε αυτό το βιβλίο βρίσκουμε την Ιωάννα που υπάρχει παντού, μαθαίνοντας επιπλέον ότι ο Ύψιστος, επειδή οργίστηκε με αυτή τη βεβήλωση της Αγίας Έδρας, "ερήμωσε τα χωράφια με τεράστιες ακρίδες". (Υποσημ. 58: Έκδοση Γένοβας, τ. Γ’, προς το τέλος.)

Σελ. 36
          Συγχρόνως με τον Πετράρχη, ήταν γνωστός στη Φλωρεντία ο μοναδικός στη χάρη και την αισχρότητα συγγραφέας του έργου "Δεκαήμερο", ο  Ιωάννης Βοκάκιος, ο οποίος μέχρι την τελευταία ανάσα του τραγουδούσε τις πανουργίες των γυναικών. Σε μεγάλη ηλικία έγραψε στα λατινικά το έργο του "Ένδοξες γυναίκες", στο οποίο έχει πολύ σημαντική θέση ανάμεσα στις ηρωίδες του η Ιωάννα, την οποία συνέκρινε με τη Σεμίραμι [βασίλισσα της Ασσυρίας στη Μεσοποταμία, που έγινε ηρωίδα θρύλων αργότερα, στα τέλη του 9ου αι. π.Χ.] (Υποσημ. 59: Joah. Boceae. de Claris Mullieribus, in Johanna.)
          Προχωρώντας πια και μένοντας σταθερά στους πιο σπουδαίους συγγραφείς – χρονογράφους, θα εξαντλήσουμε με χρονολογική σειρά την ατελείωτη καταγραφή των βιογράφων της γυναίκας η οποία υμνήθηκε από πολλούς. Ανάμεσα σε αυτούς ξεχωρίζουν τον 15ο αιώνα:
          Α΄. Ο Θεοδωρίκος Νίεμος, γραμματέας του Ιωάννη του 23ου, ο οποίος τριγυρνώντας το 1413 στη Φλωρεντία, βρήκε εκεί μια μελέτη με τον τίτλο  "Προνόμια και τα δικαιώματα των Αυτοκρατόρων", την οποία εξέδωσε, αφού της έγραψε υπόμνημα. Από κάποιο σχόλιό του μαθαίνουμε ότι «η Ιωάννα δίδαξε δημοσίως στη Ρώμη στη Σχολή των Ελλήνων, όπου πριν από αυτήν και ο ιερός Αυγουστίνος δίδαξε, και όσο ακόμα ήταν φτωχή, ήταν παραδομένη ακούραστα σε σοβαρές μελέτες, αλλά, όταν έγινε Πάπας, χάλασε ο χαρακτήρας της σιγά σιγά από την καλοπέραση και, όταν έμεινε έγκυος από κάποιο από τους υπηρέτες της, γέννησε μικρό πάπα κατά τη διάρκεια επίσημης λιτανείας, δίπλα στο ναό της Ειρήνης (Υποσημ. 60: Η μελέτη αυτή περιέχεται στη συλλογή του Σχαρδίου, σελ. 250), όπου

Σελ. 37
για ανάμνηση αυτού που έγινε, στήθηκε άγαλμα», για να το οποίο υπάρχουν πληροφορίες παρακάτω.
          Β’. Ο Ιωάννης Κάρολος Γέρσων, καγκελάριος του Πανεπιστημίου στο Παρίσι, ο οποίος χαρακτηρίστηκε, γιατί ήταν ορθόδοξος και για την αψεγάδιαστη συμπεριφορά του, "χριστιανικότατος Δόκτορας" (Doctor christianissimus), συμμετείχε και ξεχώρισε στη Σύνοδο της Κωνστάντιας. Όταν βρέθηκε το 1404 στην Ταρασκόν της Γαλλίας, πόλη κοντά στο Ροδανό ποταμό της Προβιγγίας, έκανε εκεί κήρυγμα μπροστά στον Πάπα Βενέδικτο τον 13ο, στον οποίο, υποστηρίζοντας τα προνόμια της γαλλικής Εκκλησίας, είπε «εξαπατήθηκε και η Ρώμη, αναγνωρίζοντας για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα γυναίκα ως αρχηγό» (Υποσημ. 61: Gerson, oper, τ. Στ’, Παρίσι 1706. Βλέπε και τη συλλογή για τη Σύνοδο στην Κωνστάντια, "Scriplores Rerum Concili Constantiniensis", Heimastad 1700, typis Salom. Schnorii, που υπάρχει στη Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας, όπου υπάρχει η βιογραφία του σοφού ανδρός και το έργο του για τη Σιμωνία: "Gersoni mobile opusculum de Simonia", τ. Α’, μέρος ι’, σ. 26). Αυτά έλεγε ο Γέρσων τον 15ο αιώνα, αλλά ο εκδότης των έργων του το 18ο αιώνα, ο Λουδοβίκος Δυπίνος, διδάκτωρ στη Σορβόννη, που ξεχώρισε για τις πάρα πολλές γνώσεις του αλλά και για την πιο μεγάλη έλλειψη κριτικής ικανότητας, θεώρησε καλό μετά τα λόγια του Γέρσωνα, «εξαπατήθηκε η Ρώμη», στα οποία δεν είχε φέρει καμία αντίρρηση ο Πάπας Βενέδικτος, να προσθέσει σε παρένθεση «εσύ, καλέ μου, εξαπατήθηκες».
          Γ’. Ο Θεόδωρος Εγγελούσιος, όταν αφηγείται

Σελ. 38
στους άλλους στο Χρονικό του ότι, ενώ γεννούσε η Πάπισσα, εμφανίστηκε ο Διάβολος να αιωρείται στον αέρα και να φωνάζει

Papa pater partum,
Peperit papissa papellum 
 (Υποσ. 62: Leib. Scr. Brunsv. τ. Α’, σ. 1065)

το οποίο ο Δοσίθεος απέδωσε ως
Πάπα πάτερ πατρών,
δείξε [το] γέννημα [της] πάπισσας"

          Δ’. Ο Φέλιξ Αμερλίνος και ο Μαρτίνος ο Φράγκος (Υποσημ. 63: Σχετικά με αυτά βλέπε στο Λεξικό του Βαύλου, στη λέξη "Φράγκος") αφηγούνται ότι διατηρούνταν ακόμα στην εποχή τους πολλά λειτουργικά βιβλία, τα οποία είχε συντάξει η Ιωάννα, και τρύπιο κάθισμα, που κατασκευάστηκε με διαταγή του διαδόχου της, του Βενέδικτου, για να εξετάζονται σωματικά οι εκλεγμένοι Πάπες, με σκοπό αποφευχθούν και άλλες τυχόν Πάπισσες.
          Επίσης ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης από την Αθήνα, ο μόνος  Έλληνας, από τον οποίο μπόρεσα να βρω κάτι για το θέμα που έχουμε μπροστά μας, αφηγείται την Πάπισσα: «Σχετικά με τον αρχιερέα της Ρώμης, όταν μετρούν τις ψήφους και υπολογιστεί [το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας], κάθε φορά που εκλέγουν αρχιερέα, τον βάζουν να καθήσει πάνω σε κάθισμα με τρύπα, ώστε να αγγίζουν και τους όρχεις του που κρέμονται, γιατί πιστεύουν ότι στο παρελθόν μια γυναίκα έφτασε στο αρχιερατικό αξίωμα της Ρώμης και, όταν έμεινε έγκυος,  

Σελ. 39
γέννησε το παιδί κατά τη διάρκεια πανήγυρης, είδε ο λαός, εξαιτίας των οποίων βέβαια, για να έχουν προσωπική γνώση και για να μην έχουν καμία αμφιβολία, αγγίζουν και, αφού αγγίξουν, φωνάζουν «Άνδρας είναι ο δεσπότης μας» (Υποσημ. 64: Λαόν. Χαλκοκοδ. βιβλ. Στ’, σ. 303, Εκδ. Βόννης). Τα ίδια έγραψε και ο Λαόνικος, αλλά πιο σύντομο και με περισσότερη έμφαση ήταν το επιφώνημα των Ρωμαίων, οι οποίοι έχοντας το χέρι κάτω από την ποδιά του Πάπα, αντί για «Άνδρας είναι...» έλεγαν με μία λέξη Έχει! (Habet). 
          Επιπλέον, τον ίδιο αιώνα, αναφέρουν την Ιωάννα ο Αινείας Πικολομίνης, που έγινε μετά Πάπας με το όνομα Πίος ο 2ος, και ο αιρεσιάρχης [= αρχηγός αίρεσης] Ιωάννης Ούσσιος (Huss), για τους οποίους θα μιλήσουμε παρακάτω. Όμως τον Φολγόσιο, τον Ιάσωνα Μάυνο, τον Βέρνερο, τον Πλατίνα (Υποσημ. 65: Αυτό το έργο βρίσκεται στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας, με σχόλια του Ονούφριου), τον Πανόνιο, τους χρονογράφους της Κολωνίας, της Σαξωνίας και της Αυγουστόπολης και άλλους πολλούς και για τη συντομία των κειμένων τους και για τις μαρτυρίες που περισσεύουν [= είναι περισσότερες από όσες χρειάζονται], τους παραλείπουμε. Κατά τον 16ο αιώνα, επειδή τα τυπογραφεία ήταν πιο συνηθισμένα, τόσο πολύ πολλαπλασιάστηκαν οι βιογράφοι της Πάπισσας, ώστε, επειδή δε γνωρίζουμε ποιον πρώτο και ποιον στη συνέχεια να αναφέρουμε, τους παραλείπουμε όλους, ακολουθώντας το παράδειγμα ενός Γενοβέζου ράπτη, ο οποίος έχοντας πολλά ρούχα να ετοιμάσει την παραμονή του Πάσχα και μην ξέροντας από πού να αρχίσει, φύσηξε το φως και κοιμήθηκε. Όμως, θεωρώντας αρκετούς τους παραπάνω, έχουμε το δικαίωμα

Σελ. 40
-νομίζω-  να πούμε μαζί με τον Δοσίθεο «επειδή στηρίζεται η αφήγηση σε τόσες πολλές αποδείξεις και μαρτυρίες, και μάλιστα με μάρτυρες παπιστές [= που ήταν στην υπηρεσία του Πάπα], είναι ντροπή να μη γίνεται δεκτή [ η ύπαρξη της Πάπισσας Ιωάννας». (Υποσημ. 66:  Δοσιθ. Ιεροσολ. Δωδεκάβιβλ. σ. 700) 
          Σύμφωνα με τους αντιπάλους της Πάπισσας, αυτό το πλήθος των μαρτύρων έχει λίγη σημασία, γιατί οι χρονογράφοι συνηθίζουν πολλές φορές να αντιγράφουν ο ένας από τον άλλο, χωρίς να υποβάλλουν σε καμία κριτική συζήτηση τις ανοησίες των προηγούμενων. Η παρατήρηση αυτή, αν και είναι σωστή από μόνη της, δεν μπορεί να ισχύει στη συγκεκριμένη περίπτωση. Αν επρόκειτο για κάποια σκοτεινή παράδοση ή πολύ ανάξια, για τον Άγιο Παχώμιο παραδείγματος χάριν, ο οποίος τάχα ταξίδευε στο Νείλο πάνω στη ράχη κροκόδειλου ή της Αγίας Μαγδαληνής, η οποία αποσύρθηκε σε σπηλιά στη Γαλλία, για να εξαγοράσει τις αμαρτίες της με δάκρυα μεταμορφωμένα σε μαργαριτάρια, θα ήταν πιστευτό ότι, όσοι την αναφέρουν, αρκέστηκαν από έλλειψη σοβαρότητας μόνο στη μαρτυρία αυτού που από μόνος του έφτιαξε το μύθο. Αλλά τα σχετικά με την Ιωάννα είναι διαφορετικά, γιατί ρίχνουν πολύ μεγάλη ντροπή στο παπικό αξίωμα και γι’ αυτά υπάρχουν μαρτυρίες από ιστορικούς, οι οποίοι ήταν αφοσιωμένοι και με την ψυχή και με το σώμα στην Αγία Έδρα [= το θεσμό του παπικού αξιώματος]. Είναι αδύνατο να υποθέσουμε ότι ο παπολάτρης Μαριανός δέχτηκε τα σχετικά με την Πάπισσα, χωρίς να κάνει τον κόπο να ερευνήσει αν είναι αληθινά, και είναι ακόμα πιο παράλογο να πιστέψουμε ότι 

Σελ. 41
οι μετά από αυτόν καθολικοί συγγραφείς αμέλησαν να τον διαψεύσουν, αν πραγματικά εξαπατήθηκε με τέτοιο τρόπο. Αλλά και όλοι οι άλλοι, αν υποθέσουμε ότι από ασυγχώρητη αδιαφορία δε φρόντισαν να καθαρίσουν τέτοια ακαθαρσία από την παπική ιστορία, πώς να παραδεχτούμε ποτέ ότι και ο κριτικότατος [= με πολύ σημαντική κριτική ικανότητα] Γύης, αφού βρήκε τόσα πολλά σφάλματα και διόρθωσε στα Χρονικά των προηγουμένων, όχι μόνο άφησε ανέγγιχτα [= δεν άλλαξε με κανένα τρόπο] τα σχετικά με την Πάπισσα, αλλά και τα κατέγραψε ως αναμφισβήτητα γεγονότα στην ιστορία του, προσφέροντας τέτοιο φοβερό όπλο στους αιρετικούς; Αλλά εκτός από τους ανθρώπους και τα πράγματα και οι πέτρες οι ίδιες αποτελούν απόδειξη για την αλήθεια όσων αφορούν την Ιωάννα

Άναυδοι, σαφείς, έτυμοι άγγελοι.
[= άφωνοι, βέβαιοι, αληθινοί άγγελοι]
(Υποσημ. 67: Αισχύλου Επτά επί Θήβας, στίχ. πγ’)

Ας εξετάσουμε με συντομία και τα σχετικά με αυτά.
          Ο Θεοδωρίκος Νίεμος, που αναφέρθηκε ήδη, γραμματέας του Πάπα Ιωάννη του 23ου, "μυημένος" [= γνώριζε καλά] σε όλα τα μυστικά της παπικής αυλής(Υποσημ. 68: Βλέπε "Rer. Conc. Constantiniensis", τ. Α, σ. 480). Στην πολύτιμη αυτή συλλογή περιέχονται και κάποιες μελέτες του Νιέμου για όσα συζητήθηκαν στη Σύνοδο στην Κωνστάντια, οι οποίες παρουσιάζουν πάρα πολλές γνώσεις και –το πιο σημαντικό- δυσεύρετη ειλικρίνεια για την εποχή εκείνη) γράφει  ότι "είναι υψωμένο στη Ρώμη μαρμάρινο άγαλμα, που παριστάνει το συμβάν όπως συνέβη, δηλαδή μια γυναίκα που γεννάει, το οποίο έφτιαξε ο Πάπας Βενέδικτος, με σκοπό να προκαλέσει αίσθημα φρίκης για το σκανδαλώδες περιστατικό που συνέβη σε εκείνο τον τόπο». Όμως, νεότεροι ιστορικοί, ανάμεσα στους οποίους ο 

Σελ. 42
σοφός Πάτερ Ναθάλιος (Υποσημ. 69: Ο Noel Alexandre έγραψε στα λατινικά κριτικές μελέτες για την εκκλησιαστική ιστορία, όπως "Disser. criticae in historiam ecclesiast.",  Παρίσι 1715), οι οποίες χαρακτηρίζονται περισσότερο από έλλειψη κριτικής σκέψης πάρα από κριτική), ο οποίος σύμφωνα με τον σκληρό Δουφρένιο "είχε αποκτήσει το προνόμιο να υπερασπίζεται κάθε παράλογη άποψη" (Υποσημ. 70: Lengle Dufrenois, "Meth. Histor", τ. Γ’, σ. 101), [οι νεότεροι ιστορικοί] ισχυρίστηκαν ότι το άγαλμα παρίστανε κάποια θεότητα των ειδωλολατρών. Αλλά ο ισχυρισμός αυτός έγινε αντικείμενο κοροϊδίας και από τον ίδιο τον Βλονδέλλο, γιατί, αν από τη μία το άγαλμα ήταν πραγματικά λείψανο της αρχαιότητας, είναι αδύνατο να καταλάβει κάποιος τι έπαθε και το έριξε στον Τίβερη ο Πάπας Σίξτος ο 5ος, για τον οποίο συμφωνούν όλοι ότι ήταν θερμός λάτρης της αρχαίας τέχνης και ότι επισκεύασε τον οβελίσκο και άλλα ρωμαϊκά μνημεία. Από την άλλη, αν παρίστανε μια γυναίκα που γεννά, καλά έκανε ο Ποντίφικας και έριξε στο νερό το άσεμνο εκείνο μνημείο της παπικής ντροπής, το οποίο βέβαια δε θα μπορούσε να έχει καμία αξία για την τέχνη, εφόσον στήθηκε σε έναν αιώνα άπειρης ομορφιάς και βαρβαρότητας. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι ο Θεοδωρίκος, που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του στη Ρώμη στην υπηρεσία της Αγίας Έδρας, θα ριχνόταν και αυτός στον Τίβερη ή το λιγότερο θα αφοριζόταν, αν σε ένα σημαντικό έργο, όπως το σχετικό με τα προνόμια των Αυτοκρατόρων, συμπεριλάμβανε, χωρίς να ελέγξει, ένα μύθο, ο οποίος επιφέρει τόσο μεγάλη ντροπή στην παντοδύναμη και εξαγριωμένη τότε παπική εξουσία, εξαιτίας των κοροϊδιών του Βικλέφιου.
          Άλλο άγαλμα της Ιωάννας στόλιζε για πολλούς αιώνες τον εξαιρετικά σεβαστό ναό στη Σιέννα, όπου το είδε και ο

Σελ. 43
Μαβιλλών και ο Λωνόιος, σύμφωνα με τον οποίο "ο μη τυφλός μπορούσε να ξεχωρίσει το άγαλμα ανάμεσα σε εκείνο του Λέοντα και του Βενέδικτου", ενώ στο κάτω μέρος του υπήρχε η επιγραφή "Ιωάννης ο 9ος, γυναίκα από την Αγγλία". Αλλά και εδώ εμφανίζεται πάλι ο Πάτερ Ναθάλιος, ο οποίος ισχυρίζεται ότι το άγαλμα ήταν έργο "κάποιου γλύπτη αμόρφωτου και αχαλίνωτου, που θέλησε να αστειευτεί". Ξεχνά –φαίνεται- ο καλός ιερέας ότι την εποχή εκείνη, όσοι αστειεύονταν με τους Πάπες, καίγονταν ζωντανοί. Όμως, αν σκεφτεί κάποιος την καλή φήμη που είχε τότε η Σιένα ως πατρίδα τόσο πολλών δυνατών αρχιερέων και την εντυπωσιακότητα του ναού εκεί, στον οποίο εκκλησιάζονταν και οι Ποντίφικες κατά τη διάρκεια των συχνών ταξιδιών τους εκεί και όλη η αριστοκρατία της χώρας, δύσκολα θα μπορέσει να πιστέψει κάποιος ότι, ενώ όλοι έβλεπαν για πολλούς αιώνες τη γυναικεία μορφή να ξεχωρίζει ανάμεσα σε αυτούς που κρατούσαν τα κλειδιά του παραδείσου, "η οποία προστέθηκε από τον γλύπτη για να προκαλέσει γέλιο", κανείς από αυτούς δε φρόντισε ποτέ να μάθει από ποιον ιερόσυλο τοποθετήθηκε εκεί το απρεπές εκείνο άγαλμα ή να το κομματιάσει πάνω στο δάπεδο με τα ωραία μάρμαρα. Ένοχους μιας τέτοιας ακατανόητης ανεκτικότητας πρέπει να θεωρήσουμε, σύμφωνα με τον Ναθάλιο, και τους οξύθυμους Ποντίφικες από τη Σιένα, όπως τον Γρηγόριο τον 7ο, τον Αλέξανδρο τον 3ο και ακόμα τον ίδιο τον Πίο τον 2ο, μολονότι ο τελευταίος είχε χλευαστεί ήδη στη Βοημία ως απόστολος γυναικοκρατούμενης Εκκλησίας (Υποσημ. 71: Ο Πίος ο 2ος, πιο γνωστός με το όνομα Αινείας Πικολομίνης, πήγε το 1438 στη Βοημία, ως απλός επίσκοπος ακόμα. Κάποια μέρα, ενώ έκανε κήρυγμα από τον άμβωνα, καλούσε τους πιστούς να αναγνωρίσουν την κυριαρχία της ρωμαϊκής Έδρας και να απέχουν από τη μετάληψη των μυστηρίων με άρτο και κρασί, όπως έκαναν οι σχισματικοί Έλληνες. Τότε ένας γέρος Θαβορίτης σηκώθηκε και τον διέκοψε λέγοντας «Ενθυμήθητι, Αινεία, ότι επί της Έδρας εκείνης εκάθισαν γυναίκες και γυναικών πλαστουργήματα» [= Θυμήσου, Αινεία, ότι στο θρόνο εκείνο κάθησαν γυναίκες και παιδιά γυναικών]. Ο Αινείας, αφού ψέλλισε λίγα λόγια, για να δικαιολογήσει τη Ρώμη ότι τάχα εξαπατήθηκε χωρίς να το θέλει, κατέβηκε από τον άμβωνα ταραγμένος (Ιστορία της Βοημίας, του Αινεία Σίλβιου, κεφ. ιβ’), οι οποίοι όλοι σεβάστηκαν

Σελ. 44
το ιδιότροπο έργο τέχνης του "γλύπτη που έκανε αστεία", επειδή θεώρησαν μάλλον τη γυναίκα εκείνη ως αναγκαίο κακό. Σε κάθε περίπτωση το άγαλμα της Ιωάννας έμεινε αμετακίνητο πάνω στο βάθρο, μέχρι που ο σκληρός διώκτης της, ο Βαρόνιος, κατάφερε με τη μεσολάβηση του Δούκα της Τυρρηνίας στον επίσκοπο της Σιένας, να μεταφερθεί από εκεί, επειδή κατά τη γνώμη του σκανδάλιζε τους πιστούς ή, σύμφωνα με τον Μαβιλλώνα (Υποσημ. 72: Museum Italic. Μέρος Β’), να αλλαχθεί η μορφή του αγάλματος από γυναικεία σε ανδρική, αλλάζοντας και την επιγραφή από "Ιωάννης ο 9ος, γυναίκα από την Αγγλία" με το "Ζαχαρίας".
          Πρόκειται να προσφέρουμε στον αναγνώστη και άλλη απόδειξη από μάρμαρο, που αναφέρουν όλοι οι περιηγητές στη Ρώμη, ενώ τη δημιουργία και τη χρήση του περιέγραψαν οι πιστοί υπηρέτες της Αγίας Έδρας, ο Πλατίνας, ο φύλακας της βιβλιοθήκης του Βατικανού (Υποσημ. 73: Βλέπε "In vit.  Johan.", viii) στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας), ο Καρδινάλιος Πανδούλφος (Υποσημ. 74: "In vita Gregor.", vii), ο επίσκοπος Ιακωβάτιος και πολλοί άλλοι,

Σελ. 45
τους οποίους αντικρούουν και πάλι ο Σιφλέτος και ο Αλλάτιος, ξεχνώντας πάνω στην ορμή του παπικού ζήλου τους ότι περισσότερη ντροπή επιφέρουν στη ρωμαϊκή αυλή τόσοι πολλοί δικοί τους ψεύτες αρχιερείς παρά μία μόνο γυναίκα που με απάτη μπήκε κρυφά [στο παπικό μέγαρο και αξίωμα]. Σύμφωνα, λοιπόν, με τους παραπάνω ιστορικούς, υπήρχε στο παπικό μέγαρο ένα κάθισμα με τρύπα, φτιαγμένο από κατακόκκινο μάρμαρο, πάνω στο οποίο κάθονταν οι Ποντίφικες μετά την Ιωάννα και προσέφεραν στα μάτια και στα χέρια των εκλογέων τους αξιόπιστες αποδείξεις της ανδρικής φύσης τους, οπότε μετά την αποδεικτική αυτή διαδικασία δέχονταν [= τους έδιναν, σαν αντάλλαγμα] τα κλειδιά του Αγίου Πέτρου. Η αδιάντροπη αυτή τελετή διατηρήθηκε μέχρι τον 16ο αιώνα, χωρίς να εξαιρεθεί (σύμφωνα με τη μαρτυρία του ιστοριογράφου Μεδιόλανου Κώριου, την οποία, αν και είναι κυριολεκτική, μόνο στα ιταλικά μπορούμε να την παραθέσουμε σε σημείωση (Υποσημ. 75: "Finalmente essendo fornite le solite solenita in sacta sanctorum e domesticamente tocatoli i testicoli, Alessandro sesto ritorno al palazzo mansueto come bove", "Hist. Mediol.", cap. iv) ούτε ο ίδιος ο Αλέξανδρος Βοργίας, ο οποίος αναγκάστηκε να ανέβει στο τρύπιο κάθισμα, πριν καθήσει στην Αγία Έδρα, αν και είχε ήδη τέσσερις ενήλικες γιους, "τους οποίους με υπερηφάνεια παρουσίαζε στους επισκέπτες" (Υποσημ. 76: Βλέπε Guiciardini, βιβλ. A’, S δ), και επιπλέον "τη Λουκρητία ως σύζυγο, νύφη και κόρη". (Υποσημ. 77: Lucretta nomine sed re/ Thais, Alexandri filia, sponsa,/ Nurus.)
          Μετά τον Πάπα Λέοντα τον 10ο καταργήθηκε η μοναδική αυτή 

Σελ. 46
τελετή εξαιτίας των κοροϊδιών των αιρετικών ή, σύμφωνα με τον επίσκοπο της Πεντεκκλησίας Ιωάννη, "επειδή οι συνήθειες των τότε αρχιερέων, οι οποίοι ήταν περικυκλωμένοι από πόρνες και εξώγαμα παιδιά, έδιναν στους Ρωμαίους αρκετές εγγυήσεις για την ανδρική φύση τους", όπως γίνεται ολοφάνερο από το παρακάτω λαϊκό τραγούδι, το οποίο παρουσιάζουμε κι αυτό χωρίς μετάφραση, για τους ίδιους λόγους [που παρουσιάστηκε αμετάφραστο] και το παραπάνω απόσπασμα του Κώριου [γιατί περιέχουν και τα δύο άσεμνες εκφράσεις με ‘’πικάντικες’’ λεπτομέρειες],

Non poterat guisquam reserantes Aethera claves
Non exploratis, sumere testiculis.
Cur igitur nostro mos hic nunc tempore cessat?
Ante probat quod, se, quilibet esse marem.

          Για την ίδια αιτία απαλλάχθηκε από τη δοκιμασία και ο Ιννοκέντιος ο 3ος, από την οικογένεια των Κίβων, σύμφωνα με τον ποιητή Μάρυλλο, ο οποίος είπε στους Καρδινάλιους:

Της ανδρικής φύσης του Πάπα
Απόδειξη μη ζητείτε,
Το κοπάδι των παιδιών του
Να θαυμάσετε στραφείτε.

(Υποσημ. 78: Για όλα τα παραπάνω τα επιγράμματα βλέπε τ. Δ’, σελ. 289 του Αββά Κάστη, ποητή από την Καισάρεια, που βρισκόταν στην αυλή της Βιέννης και έγραψε το βιβλίο "Νovelle gallanti" [= Ερωτικά διηγήματα], Parigi 1832, όπου οι περισσότεροι ήρωες είναι αρχιερείς ή καπουτσίνοι μοναχοί, αλλά υπάρχει και η Ιωάννα. Αυτόν τον ποιητή, που διακρίνεται για το εύρος και τη χάρη των στίχων του, τον κατηγορεί για βωμολοχία ο διαβόητος για την αδιαντροπιά του Καζανόβας, "Απομνημονεύματα", τ. Ε’, προς το τέλος.)
          Κατά τη άποψή μου, εννοείται ότι όλα αυτά και πολλά άλλα επιγράμματα εκείνη την εποχή θα ήταν εντελώς άσκοπα και χωρίς κωμικό αλάτι, αν η συμπεριφορά, που υπονοούν, δεν ήταν τότε αληθινή και γνωστή σε όλους στη

Σελ. 47
Ρώμη. Όταν, όμως, το κατάλαβαν και οι πιο έξυπνοι από τους αντιπάλους της Πάπισσας, αντί να αρνηθούν την τρύπια Έδρα, προσπάθησαν πιο πολύ να βρουν κάποια άλλη εξήγηση για την παράξενη εκείνη τελετή. Έτσι  ο Μαβιλλών ισχυρίστηκε ότι "αναγκαζόταν ο Ποντίφικας να καθήσει στο τρυπημένο κάθισμα, για να θυμηθεί ότι ήταν άνθρωπος, που ως τέτοιος βρισκόταν κάτω από τις δύσοσμες ανάγκες της φύσης" (Υποσημ. 79: Βλέπε "Comment in Οrdinat. Rοm.", σ. 121). Ο σοφός όμως Βενεδικτίνος μπερδεύει μάλλον με τη θέλησή του το κάθισμα, για το οποίο γίνεται λόγος, με άλλο άτρυπο, το λεγόμενο "κοπρανικό" [= για τα κόπρανα] (Υποσημ. 80: Stercoraria) πάνω στο οποίο, αφού έβαζαν τον Πάπα να καθήσει, του θύμιζαν την αστάθεια στην κατάσταση των ανθρώπων με το στίχο του 112ου ψαλμού «Κύριος εγείρει από γης πτωχόν και από κοπρίας ανυψοί πένητα» [= ο Κύριος σηκώνει από τη γη τον φτωχό και από την κοπριά πηγαίνει ψηλά τον φτωχό]. Αλλά, όπως του αρέσει να λέει ο Νέστωρ από τους δικούς μας λόγιους Κ. Ασώπιος, "έτερον εκάτερον[= άλλο το ένα, άλλο το άλλο]. Στη συνέχεια, σύμφωνα με τη θετική μαρτυρία πολλών ιστορικών, όσοι ψηλαφούσαν τον νεοεκλεγέντα Πάπα, δεν έλεγαν δυνατά ύμνους από τα ψαλτήρια αλλά τη λέξη «Έχει», η οποία εξέφραζε με ακρίβεια το σκοπό της τελετής. Και οι Ποντίφικες τότε, αν και ήταν παραδομένοι στο μεθύσι και το πολύ φαγητό, δεν έμοιαζαν με τους Πέρσες, όταν βασιλιάς ήταν ο Κύρος, γιατί εκείνοι έτρωγαν μόνο κάρδαμα [= σπόροι φυτών, δηλαδή φτωχή τροφή] και θεωρούσαν ντροπή «να πάνε κάπου, για να ουρήσουν ή για κάποιο άλλο παρόμοιο σκοπό» (Υποσημ. 81: Ξενοφώντος "Κύρου Παιδεία", βιβλ. α’) ούτε υπήρχε κίνδυνος να ξεχάσουν για πολύ τις ανάγκες της ανθρώπινης φύσης.

Σελ. 48
          Άλλοι πάλι από τους αντιπάλους της Ιωάννας, ανάμεσα στους οποίους, όπως είναι φυσικό, και ο Πάτερ Ναθάλιος, ισχυρίζονται με ζήλο ότι το κάθισμα εκείνο, που ονομάζουν "βαλαντευτική" [= για πλύσιμο] (Υποσημ. 82: Balnearia), γιατί "χρησίμευε για πλύσιμο του κάτω μέρους του σώματος στους πάπες, από τους οποίους πολλοί, εξαιτίας της οικιακής ζωής και του πολλού φαγητού είχαν αιμορροΐδες" (Υποσημ. 83: Natal. Alexand. Dissert. xvii). Αλλά αυτή η εξήγηση του Ναθάλιου, η οποία δε στηρίζεται ίσως σε καμία μαρτυρία, είναι όχι μόνο αδιάντροπη αλλά και αστεία, γιατί κανείς ποτέ δε θα πιστέψει ότι οι τότε Πάπες, όσο αδιάντροποι κι αν υποτεθεί ότι ήταν, έπλυναν δημοσίως τα οπίσθιά τους στην εκκλησία του Αγίου Σιλβέστρου, όπου βρισκόταν το πολυσυζητημένο αυτό κάθισμα, το οποίο, επειδή ήταν τρύπιο με διαφορετικό τρόπο, δεν μπορούσε να χρησιμεύσει για το πλύσιμο του πισινού. Ανάμεσα σε όλους αυτούς, όσοι αρνούνται την Ιωάννα, μοιάζουν με τους κακούργους μπροστά στους δικαστές, οι οποίοι, επειδή θέλουν με κάθε τρόπο να κρύψουν τη θανατηφόρα αλήθεια, πέφτουν από αντιφάσεις σε παραλογισμούς, προκαλώντας άλλοτε λύπηση και άλλοτε γέλιο σε αυτούς που τους ακούν.
          Όσοι ακολουθούν τις οδηγίες των αρχαίων δασκάλων της ρητορικής, σύμφωνα με τους οποίους πρέπει να μπαίνουν στο τέλος τα πιο δυνατά επιχειρήματα, δεν είπαμε τίποτα μέχρι αυτό το σημείο για άλλες μαρτυρίες που υποστηρίζουν την Ιωάννα, από τις οποίες μία μόνο αρκεί, για να κάνει όλες τις υπόλοιπες αόρατες και χλωμές, όπως σβήνει των αστεριών η λάμψη, μόλις λάμψει η μέρα. Δεν πρόκειται

Σελ. 49
πια για εντελώς σκονισμένα χειρόγραφα, για συγγραφείς που αμφισβητούνται ή για μάρμαρα που βρίσκονται μέσα στο νερό αλλά για την πολυπληθή Σύνοδο, την πιο σημαντική στην ιστορία, η οποία δέχτηκε χωρίς καμία αντίρρηση την Ιωάννα. Άγραφο χαρτί μπορεί να θεωρήσει ο αναγνώστης όσα άλλα μαζέψαμε με κόπο για την υπεράσπισή της, αφού τινάξαμε τη σκόνη οκτώ αιώνων, σηκώνοντας από τον τάφο αρχιερείς και ποιητές, ιστορικούς και άγιους μάρτυρες, και σε αυτή μόνο να καρφώσουμε το βλέμμα, η οποία είναι ικανή να διαλύσει κάθε ασάφεια, κάθε αντίρρηση και αμφιβολία σαν ελαφρύ σύννεφο.
          Το έτος 1410 την αδιαίρετο ουράνια Αγία Τριάδα αντιπροσώπευε πάνω στη γη μία τριάδα εξεγερμένη αλλά όχι αδιαίρετη, δηλαδή ο Ιωάννης ο 23ος, ο Γρηγόριος ο 12ος και ο Ουρβανός ο 3ος, οι οποίοι ήταν πάπες ταυτόχρονα και αποκαλούσαν ο ένας τον άλλο "άρπαγες, αντίχριστους, αντιπάπες". Ο Ιωάννης, πριν πειρατής και μετά Πάπας, λεηλατούσε την Ιταλία, ενώ ο Βενέδικτος έκαιγε ανθρώπους στην Ισπανία και ο γέρος Γρηγόριος, αφού έχασε όλους τους οπαδούς και τα δόντια του, αναθεμάτιζε όλο τον κόσμο από την Αγκώνα (Υποσημ. 84: Βλέπε την Ιστορία των Παπών του Bruys, στο βίο του Ιωάννου 23ου, την Ιστορία της Συνόδου στην Κωνστάντια του Lenfant και τα Πρακτικά της Συνόδου στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας (Script. Concilii Constantiniensis, typis Salom. Schnorii Helmstadt 1700), μια συλλογή πλούσια και πολύτιμη, από την οποία μάζεψα τα περισσότερα από τα αποσπάσματα που παραθέτω παρακάτω). Επιπλέον  τα χωράφια έμεναν ακαλλιέργητα, οι πόλεις ερήμωναν, ο Βικλέφιος στην Αγγλία και ο Ούσσιος στη Βοημία διαμαρτύρονταν εναντίον

Σελ. 50     
της ιερατικής ανηθικότητας, οι Τούρκοι από την άλλη απειλούσαν και πάλι την Ευρώπη και δεν υπήρχαν πια ούτε χρήματα ούτε άνδρες για άμυνα, αφού όλα και όλοι είχαν φαγωθεί από την τρικέφαλη ύδρα [εννοεί τη Λερναία Ύδρα, το τέρας με τα πολλά κεφάλια που σκότωσε ο Ηρακλής, αλλά στη συγκεκριμένη περίπτωση το τέρας είχε μόνο τρία κεφάλια, όσοι ήταν οι ταυτόχρονοι αντίπαλοι Πάπες]. Επειδή η κατάσταση προχώρησε σε τέτοια επιδείνωση και το κακό αυξανόταν κάθε μέρα, ο Αυτοκράτορας Σιγισμούνδος σκέφτηκε ως μόνο μέσο σωτηρίας να καλέσει σύνοδο στην Κωνστάντια με σκοπό το "ράψιμο" του σχίσματος και τη μεταρρύθμιση της Εκκλησίας, αφού έπεισε με απατηλές υποσχέσεις και τον Ιωάννη, ο οποίος ήλπιζε να απαλλαγεί έτσι από τους αντίζηλούς του (Υποσημ. 85: Ο αυτοκράτορας ενήργησε έτσι, για να πείσει τον σκληρό Ιωάννη, τον Εμμανουήλ Χρυσολωρά, ο οποίος στάλθηκε από την  Κωνσταντινούπολη, για να ζητήσει βοήθεια κατά των Τούρκων, ώστε να χρωστάται στους Έλληνες ίσως η επιτυχία της Συνόδου).
          Στην όχθη της λίμνης με το ίδιο όνομα, υψώθηκε από τον Κωνσταντίνο η ασήμαντη στο παρελθόν αλλά μέσω της Συνόδου δοξασμένη αργότερα Κωνστάντια. Εκεί στα τέλη του 1413 άρχισαν να συγκεντρώνονται βασιλείς, εκλέκτορες, θεολόγοι και αρχιερείς από παντού. Ακολουθούσαν και 500 χρυσοχόοι, 300-400 κουρείς, 900 μάγειροι, 300 κρασοπώλες, πλήθος από υπηρέτες, χορευτές και χορεύτριες και 718 πόρνες (Υποσημ. 86: Σύμφωνα με το χειρόγραφο "Ημερολόγιο" στη βιβλιοθήκη της Βιέννης, ο αριθμός των πορνών ξεπερνούσε τις 1.500, βλέπε Lenfant, "Histoire du Concile", τ. Α’, σ. 50). Οι δε αρχιερείς έσυραν εκεί τόσες γυναίκες, θέλοντας –φαίνεται- ν’ αποδείξουν ότι πραγματικά ήταν αναγκαία η μεταρρύθμιση του ιερατείου), οι οποίες 

Σελ. 51
όλες έμεναν σε ξύλινα μικρά σπιτάκια γύρω από τον ναό, στον οποίο επρόκειτο να συζητηθούν οι τύχες της χριστιανικής θρησκείας. Τη μέρα, από τη μία, οι ποιμένες της καθολικής αγέλης την ξόδευαν καίγοντας ανθρώπους ή συζητώντας για το χρώμα των ιερατικών στολών και για το φάρδος των μανικιών (Υποσημ. 87: "Histoire du Concile", τ. Α’, σ. 636), ενώ τη νύχτα ξεκουράζονταν στην καλή Ιμπέρια [μία πολύ γνωστή πόρνη της εποχής εκείνης] (Υποσημ. 88: Σχετικά με αυτήν τη Φρύνη, την πόρνη του Μεσαίωνα, και τους άθλους της στην Κωνστάντια, βλέπε Μπαλζάκ, "Contes Drolatiques" [= Παιγνιώδη διηγήματα]. Εκτός από αυτήν, ήταν γνωστή και μία ακόμη συνονόματη πόρνη, η οποία είχε τιμηθεί τόσο πολύ από τους αρχιερείς, ώστε μετά το θάνατό της το σώμα της τοποθετήθηκε στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας, κάτω από πλάκα από όμορφο μάρμαρο, πάνω στο οποίο υπήρχε χαραγμένο ένα επιτύμβιο ως έπαινος για την ομορφιά της. Βλέπε το έργο του Brifault, "Secret de Rome", σ. 143) και στην αγκαλιά των συντρόφων της.
          Αλλά ας μπούμε κι εμείς στον "ιερό" περίβολο της Συνόδου. Σε θρόνους τοποθετημένους σε σχήμα πέταλου είναι καθισμένοι οι συμμετέχοντες και συζητούν. Πίσω από αυτούς γυαλίζουν οι λόγχες των σωματοφυλάκων και πάνω από το κεφάλι τους τα εμβλήματα της ευγενούς καταγωγής τους. Όπου κι αν 

Σελ. 52
γυρίσουμε το βλέμμα, υπάρχουν Εκλέκτορες ντυμένοι μέσα στο χρυσό ή Καρδινάλιοι στα κατακόκκινα (Υποσημ. 89: Βίκτορος Ουγκώ, "Ερνάνης", πράξ. β’):

Electeurs de drap d' or, cardinaux d' ecarlate.
[= Εκλέκτορες από φύλλα χρυσού,καρδινάλιοι του πορφυρού]
                   
Εκεί, οι φωστήρες της εκκλησίας, ο Γέρσων ο χριστιανικότατος, ο πολύ σοφός καρδινάλιος Αιλλής, ο νέος Ιερεμίας Ματθαίος Ροίδερος (Υποσημ. 90: Mathieu Roeder, διδάκτωρ της θεολογίας στο Παρίσι, ο οποίος παρομοίαζε την τότε Εκκλησία με τον παραλυτικό του Ευαγγελίου. Σ’ αυτόν αποδίδεται το περίφημο δίστιχο «Virtus, Ecclesia, Populus, Demon, Simonia/ Cessat, errat, turbatur, regnat, dominator», το οποίο, συνδυάζοντας κάθε ουσιαστικό με το ρήμα που υπάρχει στη δεύτερη σειρά, μεταφράζεται «Η Αρετή παύει, η Εκκλησία σφάλλει, ο Λαός ταράσσεται, ο Δαίμων εξουσιάζει ή η Σιμωνία βασιλεύει», "Hist. du Concil.", σ. 49) και ο εισηγητής των ελληνικών γραμμάτων στην Ιταλία Χρυσολωράς. Εκεί οι μεγάλοι της γης, ο σκηπτοκράτορας και εβραϊκός Δούκας της Σαβαυδίας Αμεδαίος, ο άτριχος στο πρόσωπο Κόμης της Κλιβίας Αδόλφος, ο οποίος στηριζόταν σε σπαθί πιο μακρύ από τον ίδιο, ο φοβερός Δούκας της Αυστρίας Ερνέστος, του οποίου μόνο τα μάτια και το πηγούνι φαίνονταν κάτω από βαριά περικεφαλαία με λευκό λοφίο, και ο εκλέκτορας της Σαξωνίας Ρουδόλφος, ο οποίος φορούσε για πανωφόρι την προβιά λευκής αρκούδας (Υποσημ. 91: Όλων αυτών το παρουσιαστικό περιέγραψα με όμορφες εικόνες, οι οποίες στολίζουν τα Πρακτικά της Συνόδου, στη βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου μας). Εκεί ήταν πατριάρχες 4 και 27 πρέσβεις από όλους τους λαούς, ακόμα και από τους Σαρακηνούς. Ποτέ δε συγκεντρώθηκε παρέα πιο σεμνή από αυτήν ή πιο καταπληκτική. Η ώρα ήταν σαν 7 το πρωί [δηλαδή δεν ήταν ώρα αιχμής, που όλοι κυκλοφορούν] 

Σελ. 53
και ο ήλιος του Ιουνίου έμπαινε με πολύχρωμος μέσα από τα ζωγραφισμένα γυαλιά [= βιτρώ] της εκκλησίας και πολλαπλασίαζε τη λάμψη του χρυσού και του κόκκινου [= τα επιχρυσωμένα και τα έντονα κόκκινα ρούχα των αρχόντων και καρδιναλίων], όταν ο κρότος όπλων και αλυσίδων που σέρνονταν, ακούστηκε μπροστά από την είσοδο του ναού. Όλων τα βλέμματα στρέφονται, για να δουν αυτόν που ανήγγειλε ο απαίσιος ήχος. Αλλά ξαφνικά το φως του ήλιου σβήνει και το βαθύ σκοτάδι απλώνεται στην εκκλησία. Οι ιερείς αναζητούν με τρόμο τα κρεμασμένα από το λαιμό τους φυλακτά και οι άρχοντες τη λαβή του ξίφους τους. (Υποσημ. 92: Όλα αυτά είναι αληθινά και δεν πάρθηκαν από κάποιο μυθιστόρημα ή από συγγραφέα εκείνης της εποχής, αλλά από τα ίδια τα Πρακτικά της Συνόδου, τ. Β', σ. 324).  Όταν πέρασε η ηλιακή έκλειψη και έλαμψε και πάλι η μέρα, στη μέση της συνέλευσης εμφανίστηκε περικυκλωμένος από δεσμοφύλακες και αλυσίδες, ένας θλιμμένος άνδρας, πολύ χλωμός και σκελετωμένος από την κακουχίες, με ράσα και μακρύ πηγούνι, με χάρτινη περικεφαλαία στο κεφάλι, πάνω στην οποία ήταν ζωγραφισμένοι δύο "κακοί δαίμονες". (Υποσημ. 93: Το πρωτότυπο απόσπασμα «Corona papyracea Hussi capiti imposita, duobus cacodaemonibus adpictis ormata” βρίσκεται επίσης στα Πρακτικά της Συνόδου.) Αυτός ήταν ο απόστολος της Βοημίας Ιωάννης Ούσσιος, ο οποίος πρόκειται να μας προσφέρει ακαταμάχητη μαρτυρία υπέρ της Ιωάννας. Ο μάρτυρας αυτός, αφού κήρυξε στη Βοημία ότι ο Πάπας ήταν άγιος, όχι επειδή είναι πλούσιος ή βασιλιάς, αλλά εφόσον ακολουθεί τις οδηγίες του Σωτήρα για πραότητα και ελεημοσύνη.

Σελ. 54
Επομένως, όποιος αφοριστεί από αρχιερέα, μπορεί να σωθεί με το έλεος του Θεού, ενώ όποιος κατατρώει το ποίμνιό του, είναι ανάξιος του ονόματος ''ποιμένας''. Επίσης έλεγε ότι ο Ιούδας ήταν ψεύτικος μαθητής του Ιησού και άλλες τέτοιες βλασφημίες, που θεωρήθηκαν "αιρετικές" και γι' αυτό μεταφέρθηκε αλυσοδεμένος μπροστά στη Σύνοδο, για να δικαστεί και έπειτα να παραδοθεί στις φλόγες. Όταν άρχισε η ανάκριση, ανοίχθηκαν τα βιβλία του Ούσσιου και διαβάστηκαν τα αποσπάσματα που μπορούσαν να αποτελέσουν κατηγορίες εναντίον του, ανάμεσα στα οποία και ότι "ο Ιησούς Χριστός, κι αν δεν υπάρχει αρχηγός της Εκκλησίας πάνω στη γη, μπορεί να τη διοικήσει μέσω των αληθινών μαθητών Του, οι οποίοι είναι σκορπισμένοι σε όλη την οικουμένη". Όταν ρωτήθηκε πώς τόλμησε να γράψει τέτοια λόγια, απάντησε "Ακέφαλη και άναρχη δεν ήταν η Εκκλησία, όταν για δύο χρόνια και πέντε μήνες ήταν Πάπας η γυναίκα Ιωάννα;" Και πάλι, όταν ρωτήθηκε για ποιο λόγο είπε ότι "δεν είναι αρκετό να αναγορευτεί κάποιος Πάπας, για να είναι αληθινός αρχηγός της Εκκλησίας", απάντησε "Το είπα αυτό, για να μην υπάρξει κάποιος χριστιανός, ο οποίος, αφού εξαπατηθεί, θεωρήσει και την Πάπισσα ως αληθινό αρχηγό της Εκκλησίας''. (Υποσημ. 94: Όλα αυτά τα αποσπάσματα μεταφράστηκαν πιστά από τα Πρακτικά της Συνόδου, τ. Β’, σ. 320, ενώ βρίσκονται και στη συνοπτική έκδοση και στην  Ιστορία του Ιακώβου Λανφάν, τ. Α’, σ. 215.) Κανείς από τους παρόντες δε βρήκε κάτι να ανταπαντήσει σε αυτά ούτε κατηγόρησε ή χλεύασε αυτόν που μίλησε και, ενώ το βιβλίο του Ούσσιου για την Εκκλησία βρισκόταν εκεί ανοιγμένο και πάρα πολλά μάτια ήταν καρφωμένα σε αυτό, 

Σελ. 55
διυλίζοντας τον κώνωπα [= εξετάζοντας εξονυχιστικά το παραμικρό] και ανακαλύπτοντας βλασφημίες σε κάθε μία σειρά, μόνο το παρακάτω χωρίο ξέφυγε από την καταδίκη "Η Καθολική Εκκλησία που πρόκειται να επικρατήσει στις πύλες του Άδη, πρέπει να είναι άψογη, αμόλυντη και αρυτίδωτη΄ αλλά τέτοιοι δεν ήταν πάντα οι Πάπες και οι σύμβουλοί τους καρδινάλιοι, οι οποίοι πολλές φορές έπεσαν σε αμαρτίες και απάτες, όπως στην περίπτωση της εκλογής του Πάπα Ιωάννη, ο οποίος ήταν γυναίκα. Άραγε να θεωρήσουμε και αυτήν τη γυναίκα άσπιλη και αμόλυντη, αφού γέννησε δημοσίως;» (Υποσημ. 95: Huss. de Eccles fol. 200 και 220). Δύο και τρεις φορές ο κατηγορούμενος έριξε την Ιωάννα στο πρόσωπο των δικαστών του, οι οποίοι υποστήριζαν την Αγία Έδρα ως σταθερή αξία και κανείς από τους 22 Καρδινάλιους που βρίσκονταν εκεί, κανείς από τους 49 Επισκόπους, κανείς από 272 θεολόγους (Υποσημ. 96: Βλέπε τον κατάλογο των μελών της Συνόδου στον Λανφάν, σ. 50) δεν τον κατηγόρησε, επειδή έλεγε ψέματα, ούτε τον διέκοψε, επειδή τάχα βλασφημούσε. Τέτοιου είδους μαρτυρία στα πρακτικά της Συνόδου, που καταγράφηκε από 18 γραμματείς του Πάπα ούτε υπόκειται σε αντιρρήσεις ούτε χρειάζεται σχόλια.
          Λίγο αργότερα ο Ούσσιος, επειδή δε θέλησε να παραδεχτεί το αναμάρτητο του Πάπα, κάηκε ως αιρετικός από τους ίδιους εκείνους αρχιερείς, οι οποίοι και τον πρόεδρο της Συνόδου,

Σελ. 56 
Πάπα Ιωάννη, καθαίρεσαν και φυλάκισαν ως μοιχό, δηλητηριαστή, ''σιμωνιακό'' [= όποιος εκμεταλλεύεται οικονομικά τη Θεία Χάρη] και αιμομίκτη. (Υποσημ. 97: Η απαρίθμηση των κακουργημάτων του Ιωάννη καλύπτει δύο ολόκληρες σελίδες των Πρακτικών.) Καθώς ανέβαινε ο Ούσσιος στη φωτιά, ευχαρίστησε και φίλησε τους δεσμοφύλακες και τους δήμιους. Και καθώς οι φλόγες έγλειφαν γύρω γύρω τα πόδια του, ένας χωρικός που επέστρεφε από το δάσος με μια αγκαλιά ξύλα, έριξε το φορτίο στη φωτιά, για να δείξει το ζήλο του για την καθολική θρησκεία. Προς αυτόν στράφηκε ο Ούσσιος και χαμογελώντας ήρεμα "Ω, αγία απλότητα!" φώναξε και αμέσως ξεψύχησε πνιγμένος από τον καπνό των χλωρών κλαδιών. Οι στάχτες του ρίχτηκαν στο Ρήνο ποταμό και τα βιβλία του στη φωτιά. Όσες φορές, όμως, κάποιος θέλησε να αποδείξει ότι οι καθολικοί ιερείς είναι ασυνεπείς [= άλλα λένε κι άλλα κάνουν] και διψασμένοι για αίμα, ότι η Ιωάννα υπήρξε και ότι ο Αλλάτιος είναι ψεύτης, ας κοιτάξει προς τη φωτιά του Ούσσιου,

                                                         μηκέτι σκοπών
θαλπνότερον άλλο έν άμέρα φαεννόν άστρον.
                                                [= κοιτώντας όχι πια
άλλο πιο ζεστό μέσα στη μέρα πιο φωτεινό άστρο =
δηλαδή δεν υπάρχει πιο σημαντική μαρτυρία]

          Κατά τη δική μου άποψη, αφού ασχολήθηκα για πολύ χρόνο με την Πάπισσα και αφού δε βρήκα, όσο μπορούσα, ότι το ζήτημα δεν μπορεί να διευκρινιστεί, έχω πειστεί μέσα μου για την ύπαρξή της. Την πεποίθησή μου αυτή προσπάθησα να μεταδώσω στον αναγνώστη με γεγονότα και ακριβείς παραπομπές, αποδεικνύοντας 
α'. ότι, εφόσον ληφθεί υπόψη η κατάσταση των ανθρώπων τότε και των πραγμάτων

Σελ. 57
δεν υπάρχει τίποτα απίστευτο στα σχετικά με την Ιωάννα.
β'. ότι υπάρχουν μαρτυρίες από συγγραφείς και μνημεία, των οποίων το κύρος μόνο ένας τυφλός ή κάποιος που με τη θέλησή του κάνει τον τυφλό, μπορεί να αμφισβητήσει. Όμως, αφήνω πια τον καθένα να πιστέψει ό,τι θέλει. Αλλά αμφιβάλλω αν, όποιος δεν πείθεται, μπορεί να βρει πιο λογική δικαιολογία της απιστίας του από εκείνου του ψάλτη, ο οποίος θεωρούσε κρυφή τη λέπρα του Μεγάλου Κωνσταντίνου, γιατί δεν έβρισκε τίποτα γι' αυτήν στο Ευχολόγιο.